ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

130131 ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΕΝΟ


Το ένα πουλάκι:
Επίταξη του διαλόγου!

Μόνο έτσι θα δούμε να βελτιώνεται η κατάσταση.
Προσπαθώ να παρακολουθήσω τη συζήτηση που γίνεται όλες αυτές τις μέρες και δεν μπορώ να βγάλω άκρη.

Ας σταθούμε σε κάποια σημεία που έχουν ενδιαφέρον.
Πρώτα πρώτα στα στοιχεία που δόθηκαν σχετικά με τον αριθμό των εργαζομένων που συμμετείχαν πραγματικά στην απεργία, δηλαδή που έχαναν το μεροκάματό τους.
Αν αληθεύουν, το ξαναλέω αν αληθεύουν, είναι εξοργιστικά.

Όχι, δηλαδή, τα στοιχεία, αλλά το γεγονός ότι τόσοι πολλοί «απεργοί» πληρώνονται για τον αγώνα τους κι έτσι έχουν τη δυνατότητα να αγωνίζονται όσο θέλουν, χωρίς καμιά επίπτωση στα οικονομικά τους.
Ξέρω τι θα μου πείτε. Ότι η απεργία είναι πόλεμος και στον πόλεμο χρησιμοποιείς ό,τι μέσα διαθέτεις, ακόμη κι αν δεν είναι τα απολύτως ενδεδειγμένα.

Κι εγώ θα σας πω ότι εσείς, τουλάχιστον, που μας παρακολουθείτε χρόνια, θα έπρεπε να γνωρίζετε πως ένα από τα φαινόμενα του σύγχρονου βίου που μας ενοχλεί αφάνταστα είναι η τζάμπα μαγκιά.

Ας το αφήσουμε όμως αυτό κι ας έρθουμε στην άλλη πλευρά.
Την επίταξη ή επιστράτευση ή όπως αλλιώς προτιμάτε στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση.
Μια απόφαση του χαρακτηρίστηκε από αντιδημοκρατική έως χουντική.

«Στην Ευρώπη δεν φτάνουν ποτέ σε τέτοιο σημείο», άκουσα να επιχειρηματολογεί κάποιος υποστηρικτής των απεργών.
Θα συμφωνήσω, διότι, όπως άλλωστε προβλέπεται κι εδώ, η επιστράτευση είναι έσχατο μέσο.

Θα ήθελα όμως και να ρωτήσω. Μήπως και η απεργία είναι έσχατο μέσο, το οποίο η συνδικαλιστική πρακτική στη χώρα μας φρόντισε να ευτελίσει και, τελικά, να απαξιώσει, απλώς και μόνο χρησιμοποιώντας το τρις την ώρα;

Έχουμε συνειδητοποιήσει κάτω από ποιες συνθήκες και ύστερα από τι διεργασίες φτάνουν να απεργήσουν οι εργαζόμενοι στην Ευρώπη και τι αντίστοιχα συμβαίνει στη χώρα μας;
Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο ημερολόγιο των απεργιών και θα βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα.

Το άλλο πουλάκι:
Τι πρέπει να γίνει όμως;

Μα, θα σου πούνε κάποιοι, το αυτονόητο. Διάλογος!
Πολύ σωστά. Κι εδώ είναι που θέλω να καταλήξω. Στο γεγονός ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει αυτό που θα λέγαμε «κουλτούρα διαλόγου».
Ο καθένας οχυρώνεται πίσω από τις θέσεις του και δεν το κουνάει ρούπι. Περιμένει να έρθουν οι άλλοι να συμφωνήσουν μαζί του.

Βέβαια, στην πραγματικότητα, και ο διάλογος δεν είναι παρά μια διελκυστίνδα, στην οποία ο καθένας παίρνει μέρος και καταφέρνει πράγματα ανάλογα με τις δυνάμεις του.
Έτσι, από τη μια μεριά έχουμε τις κυβερνήσεις, τις εκάστοτε κυβερνήσεις, που έχουν το μαχαίρι και το πεπόνι και από την άλλη τους εργαζόμενους με τους εκπροσώπους τους, τους συνδικαλιστές.

Αυτοί προσπαθούν να αντιπαραθέσουν στη δύναμη της κυβέρνησης τη δική τους δύναμη που δεν είναι άλλη από την κυβερνητική φθορά.
Δηλαδή προσπαθούν να πείσουν την κυβέρνηση ότι, σε περίπτωση που δεν αποδεχθεί τις θέσεις τους, θα χάσει πόντους και εκλογική δύναμη, όχι μόνο στους συγκεκριμένους εργαζόμενους, αλλά στην κοινωνία γενικότερα.

Ας το κρατήσουμε αυτό το γενικότερα, διότι καμιά φορά γυρίζει σαν μπούμερανγκ.
Έτσι όμως πάνε στο διάλογο. Δεν είναι τυχαίο ότι εργαζόμενοι που είχαν τη δυνατότητα να πιέσουν με τις απεργίες τους κατάφερναν να αποσπούν από τις κυβερνήσεις, είτε μεγαλύτερους μισθούς, είτε διάφορα προνόμια.

Δεν είναι τυχαίος ο Παρατατικός.
Ας σημειώσουμε επίσης πως η «πίεση» γινόταν κυρίως μέσω επιπτώσεων ή ταλαιπωρίας που επέφεραν οι απεργίες στο κοινωνικό σύνολο.

Κάπου όμως το κακό με τις απεργίες είχε παραγίνει. Αυτό το έσχατο όπλο είχε γίνει η εύκολη λύση στην οποία προσέφευγαν οι συνδικαλιστές, οι οποίοι, όλως τυχαίως, δυσκολεύονταν πολύ να αποφασίσουν μια απεργία, όταν στην κυβέρνηση βρισκόταν το κόμμα στο οποίο «ανήκε» η παράταξή τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Απεργίες όλων των ειδών!

Φτάσαμε έτσι να έχουμε προειδοποιητικές απεργίες, εθιμοτυπικές απεργίες, απεργίες συμπαράστασης σε άλλους απεργούς, απεργίες για «την ετοιμότητα του κλάδου», απεργίες για ψύλλου πήδημα, απεργίες κάθε είδους, μέχρι που το ιερό αυτό δικαίωμα των εργαζομένων εκφυλίστηκε εντελώς.

Και τώρα τι γίνεται;
Φτάσαμε τις απεργίες να μη τις θέλουν ούτε οι ίδιοι οι απεργοί. Οι αποφάσεις να λαμβάνονται από ισχνότατες μειοψηφίες και να απεργούν μονίμως οι «φιλότιμοι», όσοι δηλαδή απλώς ντρέπονται να μην απεργήσουν.

Από την άλλη άρχισε να λειτουργεί, δικαίως ή αδίκως, και ο λεγόμενος κοινωνικός αυτοματισμός, δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις όπου το κοινωνικό σύνολο δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι μια απεργιακή κινητοποίηση, ακόμη κι αν δεν θίγεται άμεσα από αυτήν.

Έτσι, μπορεί η αντιπολίτευση να φωνάζει για «χουντική επιστράτευση», όμως η κυβέρνηση μετρά και βλέπει τους πολίτες να συμφωνούν μ’ αυτόν τον σκληρό χειρισμό.

Δυστυχώς, δυστυχέστατα!
Το έχουμε ξαναπεί. Είμαστε η γενιά που θα πληρώσει τα λάθη του παρελθόντος, τα δικά μας λάθη. Και, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μέχρι να ισορροπήσει ο ζυγός, θα έχει μεγάλες αποκλίσεις.
Απεργιακός διάλογος!


Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

130130 ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΟ


Το ένα πουλάκι:
Εδώ και τώρα…

Πόσο μακρινό ακούγεται το σύνθημα εκείνο, που μάλιστα οι Κρητικοί, με την ιδιαίτερη γλώσσα τους, το είχαν εκφράσει τόσο χαριτωμένα σε «επαέ τσ αδά»;

Αν θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την εποχή των αρχών της δεκαετίας του ’80 με μια φράση, αυτή θα ήταν το «εδώ και τώρα», το αίτημα δηλαδή να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στην ελληνική κοινωνία με όσο το δυνατόν γρηγορότερους ρυθμούς.

Δεν είναι της ώρας να εξετάσουμε αν οι μεταρρυθμίσεις εκείνες ήταν όλες στη σωστή κατεύθυνση ή αν ήρθαν να προσθέσουν νέα δεινά στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας.
Αν τα θυμόμαστε σήμερα όλα εκείνα είναι ακριβώς για να αντιδιαστείλουμε τα διαφορετικά αιτήματα, συνθήματα των δύο εποχών.

Όχι εδώ, ούτε τώρα!
Αυτό μοιάζει να είναι το σύνθημα των ημερών, το οποίο, όλως παραδόξως, συνδέεται επίσης με τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, ώστε η πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου να επανέλθουν στο σωστό δρόμο.

Όχι εδώ, ούτε τώρα!
Πού, λοιπόν, και πότε; Δεν ξέρουμε, όμως δεν έχει και σημασία. Κάπου αλλού, μακριά από μας και ίσως κάποια άλλη στιγμή, όταν θα έχει ωριμάσει η κοινωνία, όταν θα είμαστε έτοιμοι, όταν…

Είναι αλήθεια ότι εκείνοι που πέφτουν πάνω στις αλλαγές πάντοτε πληρώνουν τη νύφη, μέχρι αυτές να εδραιωθούν, να γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές, να ισορροπήσει το σύστημα.
Αν οι αλλαγές είναι «θετικές», αυξήσεις μισθών και συντάξεων, μειώσεις ωραρίων, παροχές κάθε είδους, τότε θεωρούνται ευνοημένοι.
Και ίσως είναι.

Όταν όμως πρόκειται για αλλαγές «αρνητικές», για περικοπές, μειώσεις, απολύσεις, για «αναγκαστικές προσαρμογές», τότε πράγματι, η γενιά των αλλαγών δέχεται το μεγαλύτερο βάρος και πληρώνει κυριολεκτικά τη νύφη.

Το άλλο πουλάκι:
Τι πιο φυσικό να αντιδρά!

Εξ ου και το «όχι, εδώ, όχι τώρα».
Να μειωθούν οι μισθοί; Βεβαίως, στο βαθμό που το κράτος δεν μπορεί να πληρώνει όσα πλήρωνε μέχρι σήμερα.
Όχι όμως οι δικοί μας, διότι αποτελούμε ειδική κατηγορία εργαζομένων.

Ας κοπούν των άλλων, αν δεν γίνεται διαφορετικά. Όχι όμως οι δικοί μας. Ποιοι είμαστε εμείς; Μα, φυσικά, μια «ειδική κατηγορία», που εργαζόμαστε κάτω από «ειδικές συνθήκες».
Είμαστε δικαστικοί, υπάλληλοι της βουλής, δάσκαλοι, γιατροί του ΙΚΑ, υπάλληλοι του ΟΣΕ, εργαζόμενοι στην καθαριότητα, στρατιωτικοί…

Να αυξηθούν οι φόροι; Να, αλλά όχι αυτοί που πληρώνουμε εμείς. Να απαγορευτεί το κάπνισμα; Ναι, αλλά όχι στο δικό μας καφενείο. Να δημιουργηθούν ΧΥΤΥ; Ναι, αλλά όχι, στη γειτονιά μας. Να τιμωρούνται όσοι συλλαμβάνονται να κλέβουν το δημόσιο; Ναι, αλλά να μην την πληρώσει ο πρώτος «φουκαράς». Να μπούνε ανεμογεννήτριες;  Ναι, αλλά όχι κοντά στο χωριό μας. Να αξιολογούνται οι υπάλληλοι; Ναι, αλλά όχι όλοι…

Καταλάβατε τι θέλω να πω φίλοι μου;
Χρήσιμες οι αλλαγές, απαραίτητες οι προσαρμογές, αναγκαία τα μέτρα και οι περικοπές, μόνο που πρέπει να εφαρμόζονται σε κάποιους άλλους, δεν έχει σημασία ποιους, εκτός από εμάς τους ίδιους.

Έτσι όμως δεν γίνεται δουλειά!
Διότι ο κάθε άλλος δείχνει κάποιους πέρα από τον ίδιο και ζητά να εξαιρεθεί επικαλούμενος ειδικές συνθήκες.

Όταν μάλιστα του λένε «καλά, είναι σωστό να πληρώνουν όλοι οι άλλοι εκτός από εσένα» τότε ξεσηκώνει τον κόσμο, μιλά για κοινωνικό αυτοματισμό που στρέφει τη μια ομάδα εναντίον της άλλης και γενικά διαμαρτύρεται πετώντας τη μπάλα στην κερκίδα, προσπαθώντας να κάνει πράξη το «όχι εδώ, όχι τώρα».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τα κόμματα τι κάνουν;

Το ρώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, διότι τα κόμματα χωρίζονται, γενικώς, σε δυο μεγάλες κατηγορίες.
Αυτά που στηρίζουν την εκάστοτε κυβέρνηση κι εκείνα που αντιπολιτεύονται.

Τα πρώτα «κάνουν πέτρα την καρδιά τους» και προσπαθούν να πείσουν ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα και πρέπει να τα επωμιστούν όλοι.
Δουλειά τους (υποτίθεται ότι) είναι να γίνει δίκαιος καταμερισμός των βαρών.

Κανονικά, το ξαναλέω κανονικά, αυτός θα έπρεπε να είναι και ο ρόλος μιας σοβαρής αντιπολίτευσης στο βαθμό που έχουμε όλοι συμφωνήσει ότι το πάπλωμα είναι (πλέον) κοντό, άρα πρέπει να μαζέψουμε τα πόδια μας.

Δυστυχώς, η αντιπολίτευση βλέπει σε κάθε αντίδραση προς τα μέτρα την ευκαιρία να σχηματιστεί ένα μέτωπο κατά της κυβέρνησης. Βρίσκεται, λοιπόν, δίπλα στους διαμαρτυρόμενους, χωρίς να το πολυσκεφτεί.

Εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από τους σοβαρούς, έθεσε σε πάνελ το θέμα των εκατοντάδων διορισμών με ρουσφέτι που έκαναν τα κόμματα του δικομματισμού στο Μετρό.

Ερώτηση (που δεν του έγινε):
Ποια είναι η δική σας θέση; Να εξακολουθήσουν να εργάζονται όσοι πήραν θέσεις παρακάμπτοντας άλλους πιθανότατα πιο άξιους και με περισσότερα προσόντα;
Και να εξακολουθήσουν να αμείβονται προνομιακά;

Αν δεν υπάρχει η ερώτηση, δεν υπάρχει και απάντηση!
Πώς αλλάζουν οι καιροί!

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

130129 ΒΙΑΙΟ-2


Το ένα πουλάκι:
Τριλογία!

Κάθε σοβαρό έργο πρέπει να ολοκληρώνεται σε τρεις δόσεις, ώστε να αποτελεί μια «τριλογία».
Έτσι κι εμείς συνεχίζουμε σήμερα, για τρίτη μέρα, την κουβέντα μας γύρω από τη βία.
Την Παρασκευή είδαμε εν συντομία τι λέει το σύνταγμα, το οποίο πολλοί επικαλούνται προκειμένου να «νομιμοποιήσουν» τις βίαιες ενέργειές τους.
Είπαμε ακόμη πως μια κοινωνία δεν ξυπνά ξαφνικά ένα πρωί και αποφασίζει να υιοθετήσει τη βία ως τρόπο λύσης των διαφορών ή διεκδίκησης αιτημάτων.

Υπάρχει, λέγαμε, μια μακροχρόνια διαδικασία που οδηγεί τους ανθρώπους πρώτα να σκεφτούν τη βία ως λύση και μετά να οδηγηθούν σ’ αυτήν. Σ’ αυτή τη διαδικασία συμμετέχουν πολλοί. Η οικογένεια, το σχολείο, ο «αθλητισμός», η «πολιτική»…

Ας μου επιτραπεί να πω πως εξέχουσα θέση σ’ αυτή τη λίστα έχει μια εσφαλμένη θεώρηση της αριστερής ιδεολογίας, η οποία –κακά τα ψέματα- ηγεμονεύει, εδώ και χρόνια, στον τόπο.
Για να γίνω πιο σαφής, η αριστερή ιδεολογία ηγεμονεύει εδώ και χρόνια. Η εσφαλμένη θεώρησή της πήρε το πάνω χέρι περισσότερο τις τελευταίες δεκαετίες.

Ας το ξεκαθαρίσουμε λίγο περισσότερο.
Πρώτα πρώτα για την ηγεμονία τις αριστερής ιδεολογίας.
Μπορεί η αριστερά να νικήθηκε στον εμφύλιο, μπορεί η χώρα να κυβερνήθηκε από δεξιές ή κεντροδεξιές (άντε, και κεντροαριστερές) κυβερνήσεις, μπορεί για πολλά χρόνια οι φυλακές και τα ξερονήσια να ήταν γεμάτα αριστερούς ή συνοδοιπόρους, όμως, στην κοινωνία, η αριστερή ιδεολογία είχε εξέχουσα θέση.

Στο χώρο της τέχνης, αλλά και της διανόησης, για να κάνεις καριέρα χωρίς να είσαι αριστερός, έπρεπε να έχεις το ταλέντο και την προσωπικότητα ενός Χατζιδάκι.
Αντιθέτως, ακόμη κι αν ήσουν μετρίου αναστήματος (καμιά φορά και νάνος) η αριστεροφροσύνη σού άνοιγε πόρτες που για άλλους παρέμεναν κλειστές.

Ιδιαίτερη αίγλη γνώριζαν οι αριστερές ιδέες και όσοι τις ασπάζονταν σε χώρους όπως το πανεπιστήμιο ή ο συνδικαλισμός, όπου, επί δεκαετίες, το να δηλώσει κάποιος δεξιός ισοδυναμούσε με ακαδημαϊκή ή πολιτική αυτοκτονία.

Το άλλο πουλάκι:
Τι σχέση έχουν αυτά με τη βία;

Έχουν και παρέχουν, διότι, όπως έχουμε ξαναπεί, στην αριστερή ιδεολογία εξέχουσα θέση έχει το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», που πάει να πει ότι ο εργάτης έχει το δικαίωμα (και την υποχρέωση;) να διεκδικήσει το δίκιο του ακόμη και ενάντια στο νόμο.

Πώς όμως ορίζεται το δίκιο, αν όχι με τους νόμους; Ασφαλώς, αυθαίρετα!
Έτσι, με τη βοήθεια και του πασοκικού λαϊκισμού, άρχισε να γίνεται δίκαιο κάθε αίτημα, ακόμη και το πιο παράλογο, όπως τα εξωφρενικά προνόμια συνδικαλιστών ή ομάδων εργαζομένων, τα οποία συχνά «κατακτούνταν» μετά από βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία και τα ΜΑΤ.

Ιδιαίτερα σε χώρους όπως το πανεπιστήμιο, η βία ήταν συχνά ο τρόπος για να λύνονται ακόμη και ιδεολογικές διαφορές και, μια που αναφέραμε τα ΜΑΤ, θυμίζω στους μεγαλύτερους, τα ΚΝΑΤ, τα οποία με αρχηγό τον περίφημο Μαλάμη, έφτασαν να γίνουν και τραγούδι του Τζίμη Πανούση.

Με αυτές τις απλουστεύσεις και γενικεύσεις, απαραίτητες λόγω της τεράστιας συζήτησης που σηκώνει το θέμα, προσπαθώ να πω ότι άρχισε σιγά σιγά η βία να «νομιμοποιείται» και να θεωρείται ως πρόσφορο και αποτελεσματικό μέσο διεκδίκησης.

Αξίζει να σημειώσουμε δύο τινά.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που η βία, σκληρή βία, στρέφονταν όχι μόνο απέναντι στην αντίστοιχη κρατική, που πάντα χαρακτηρίζονταν και «προκλητική», αλλά και εναντίον συναδέλφων ή συναγωνιστών που διαφωνούσαν με τις επιλογές των πιο ένθερμων.

Όσες, πάλι, φορές κάποιοι συλλαμβάνονταν να τα σπάνε και οδηγούνταν στη δικαιοσύνη, συνήθως αθωώνονταν με συνοπτικές διαδικασίες, έχοντας πάντοτε, την υποστήριξη όχι μόνο νομικών, αλλά και στελεχών της αριστεράς, που έσπευδαν να καταγγείλουν την άδικη σύλληψή τους και την παράνομη κράτησή τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πού φτάσαμε, λοιπόν;

Φτάσαμε εδώ που είμαστε σήμερα και απορούμε.
Και αναρωτιόμαστε αν ο άνεργος έχει το δικαίωμα να απαντήσει με βία στη βία της ανεργίας. Αν ο εργαζόμενος μπορεί να αντικρούσει βίαια τη βίαιη απώλεια των κεκτημένων του. Αν ο πολίτης νομιμοποιείται να αντιστέκεται στη βίαιη υποβάθμιση της ζωής του με την ανυπακοή στους νόμους.

Σήμερα όμως θα έπρεπε να ήμασταν πιο σοφοί. Σήμερα θα έπρεπε να ξέρουμε…
Να ξέρουμε πως η καταφυγή στη βία και την ανομία οδηγεί πάντοτε σε επικίνδυνα μονοπάτια και καλλιεργεί το έδαφος για άλλου είδους σενάρια, τα οποία όλοι απεύχονται και καταδικάζουν.

Έπρεπε να ξέρουμε πως η βία και η ανομία εξυπηρετούν καλύτερα το σύστημα το οποίο (υποτίθεται ότι) πάνε να πολεμήσουν.
Έπρεπε να ξέρουμε και να αξιοποιούμε τους τρόπους που μια δημοκρατία έχει στη διάθεσή της για να λύνει τις διαφορές και να εξομαλύνει τις αντιθέσεις.

Δυστυχώς όμως, η κουλτούρα της βίας, καλλιεργημένη –ας το ξαναπούμε- από το σπίτι, το σχολείο, το γήπεδο, το συνδικάτο, το κόμμα, οδηγεί την κοινωνία σε επικίνδυνες λύσεις, είτε πρόκειται για τη διεκδίκηση μιας θέσης στο πάρκινγκ, είτε για τη διεκδίκηση της «σωτηρίας» της ομάδας, είτε για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων και συνθηκών εργασίας που εξανεμίζονται.

Αυτά, κι όποιος έχει αντίθετη γνώμη ας έρθει έξω να τα πούμε.
«Ρε, πού πάμε, ρε;»
που θα έλεγε κι ο Αυλωνίτης


Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

130128 ΒΙΑΙΟ-1


Το ένα πουλάκι:
Ποιος «αβαντάρει» τη βία;

Έχουμε ξαναμιλήσει και παλαιότερα για το θέμα, όμως, ευκαιρίας δοθείσης, ας το ξανασκεφτούμε.
Πρώτον και κύριον. Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, το αβαντάρισμα αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.

Δηλαδή δεν μπορεί ένα κόμμα, ένας άνθρωπος, μια συνδικαλιστική ομάδα ή μια «θύρα» να δώσουν το σύνθημα και οι πολίτες (τρόπος του λέγειν) να ξεχυθούν στους δρόμους και να αρχίσουν να τα σπάνε.

Ακόμη κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, σίγουρα έχουν προηγηθεί πάρα πολλά γεγονότα ή καταστάσεις, που οδηγούν σ’ αυτό το βίαιο ξέσπασμα.
Προσοχή! Το ότι οδηγούν σ’ αυτό δε σημαίνει πως το δικαιολογούν επίσης. Μπορεί στη γροθιά που σου έδωσα να με οδήγησε μια κουβέντα που μου είπες, αυτό όμως δεν τη δικαιολογεί.

Θυμάμαι τον συγχωρεμένο καθηγητή Κόνραντ Λόρεντζ, εισηγητής της «ηθολογίας», επιστήμης που μελετούσε τη συμπεριφορά των ζώων, ο οποίος μετέφερε τα συμπεράσματά του στην ανθρώπινη κοινωνία.

Είχε μελετήσει, λοιπόν, τη βία που αναπτύσσεται μεταξύ ζώων, όταν περιορίζεται ο ζωτικός τους χώρος, χωρίς καν να μειώνονται το φαγητό ή η δυνατότητα εύρεσης συντρόφου. Απλώς επειδή ζουν στριμωγμένα.

Το φαινόμενο αυτό, στους ανθρώπους, ονομάζεται νόσος των εξερευνητών και εμφανίζεται σε επιστήμονες που μένουν για μεγάλα διαστήματα κλεισμένοι σε μικρά καταλύματα, όπως στην Ανταρκτική.
Μόνο που, τόνιζε ο Λόρεντζ, ο άνθρωπος δεν θα επιτεθεί στον συνάνθρωπό του, το πολύ πολύ να σπάσει κάτω ένα πιάτο ή να βγει από το καταφύγιο και να μπήξει μια δυνατή φωνή.

Έτσι (έπρεπε να) είναι ο άνθρωπος.
Και γι’ αυτό έχει θεσπίσει νόμους και κανόνες συμπεριφοράς, ακόμη έχει ορίσει και τους λόγους (αλλά και τους τρόπους) άσκησης «νόμιμης βίας».

Αυτή ασκείται είτε στο όνομα της κοινωνίας, από τα όργανα της τάξης, είτε –προσέξτε το αυτό- σε περιπτώσεις που επίσης προβλέπονταν από το Σύνταγμα, το περίφημο άρθρο 120 παρ 4, το οποίο πάντοτε το θυμόμαστε κουτσό.

Το άλλο πουλάκι:
Ας το θυμηθούμε ολόκληρο.

«Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».

Τι έχουμε εδώ; Δεν έχουμε μόνο τον πατριωτισμό των Ελλήνων, ούτε μόνο το «κάθε μέσο», άρα και τη βία.
Έχουμε συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, ώστε να δικαιούμαστε και να υποχρεούμαστε να αντισταθούμε.

Η πρώτη είναι η κατάλυση του Συντάγματος:
Πώς όμως μπορεί να διαπιστωθεί αυτή; Έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα ο καθένας να αποφασίζει ότι «οι Γερμανοί ξανάρθανε» ή ότι «η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73» και επομένως να σπεύδει βίαια να αποκαταστήσει τα πράγματα;

Είναι και πάλι γνωστό ότι το αν καταστρατηγείται το Σύνταγμα είναι αρμόδια να το κρίνουν τα θεσμοθετημένα όργανα της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης.
Έχουμε όμως και τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχουν δηλαδή φορές που πράγματι ένας νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός.

Τότε δικαιούμαστε να τα σπάσουμε;
Όχι, γιατί υπάρχει και η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Η προσπάθεια να καταλυθεί το Σύνταγμα πρέπει να γίνει διά της βίας κι όχι, ας πούμε επειδή διέφυγε από τις νομικές επιτροπές της Βουλής κάποια διάταξη.

Βεβαίως, όλα αυτά μπορεί να ισχύουν για την κοινή λογική ή, αν θέλετε, για κάποιους άλλους, εκτός από τον εαυτό μου ή την ομάδα μου.
Εγώ (εμείς) θεωρώ ότι το Σύνταγμα καταστρατηγείται καθημερινά από την κυβέρνηση, την Τρόικα, τα μνημονιακά ΜΜΕ και τη λιστοκρατία.

Θεωρώ (θεωρούμε) ακόμη ότι η κατάλυση του Συντάγματος γίνεται διά της βίας αφού αυτοί έχουν την αστυνομία, το στρατό και τα δικαστήρια για να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους κι εγώ (εμείς) δεν έχω (έχουμε) πέρα την προσφυγή στη βία.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τότε βγες (βγείτε) στο κλαρί!

Αν έτσι πιστεύεις δικαιολογείσαι, αλλά δεν νομιμοποιείσαι, εξ ου και το «κλαρί». Όχι όμως να συμμετέχεις στο όλο πολιτικό παιχνίδι, να απολαμβάνεις τα καλά της δημοκρατίας, να ψηφίζεις, να ψηφίζεσαι, να «συνδικαλίζεσαι» ελεύθερα και, όποτε σου τη δίνει να τα σπας.

Αφήστε το άλλο. Όταν συλληφθείς να τα σπας, ζητά από το κράτος (από αυτό το κράτος) να σε αφήσει ελεύθερο, διότι… έτσι!
Ας επανέλθουμε όμως, για να το μαζέψουμε λίγο. Η βία (βία είναι και το γιαούρτι και το χαστούκι και η μολότοφ και ο πυροβολισμός…) δεν έχει θέσει στην ανθρώπινη κοινωνία.

Είπαμε τι λέει το Σύνταγμα, είπαμε επίσης ότι δεν οδηγείται κανείς σ’ αυτήν στα καλά καθούμενα. Υπάρχει μια μακροχρόνια διαδικασία που οδηγεί τους ανθρώπους πρώτα να τη σκεφτούν ως λύση και μετά να οδηγηθούν σ’ αυτήν.

Περισσότερα, όμως, αύριο.
Η βία και το κράτος!


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

130125 ΤΡΟΜΕΡΟ


Το ένα πουλάκι:
Ας δούμε τις έννοιες.

Αν ανοίξουμε το εθνικό μας λεξικό –μη λέμε ονόματα- και ψάξουμε το λήμμα τρομοκράτης, τρομοκράτισσα θα διαβάσουμε τα εξής:
1.               πρόσωπο που προσπαθεί να επιβληθεί ή να κερδίσει κάτι με τον τρόμο, που τρομοκρατεί συστηματικά.
2.               (συχνότ.) μέλος παράνομης οργάνωσης που ασκεί τρομοκρατία  (βλ. λ.): η κυβέρνηση επικήρυξε τους ~

Ας κρατήσουμε στο νου μας την πρώτη ερμηνεία της λέξης, θα τη χρειαστούμε αργότερα, κι ας ψάξουμε λίγο περισσότερο τη δεύτερη, που, σύμφωνα με το λεξικό, τη συναντάμε και συχνότερα.

Όταν, δηλαδή, μιλάμε για τρομοκράτες, ο νους όλων πάει (πρώτα) σε παράνομες οργανώσεις, «τυφλά» χτυπήματα, ένοπλη βία, αθώα θύματα κ.λπ. Είναι όμως έτσι; Το λεξικό, προκειμένου να καταλάβουμε την έννοια του τρομοκράτη, μας παραπέμπει στη λέξη τρομοκρατία.
Ας διαβάσουμε κι εκεί.

1.               σειρά ενεργειών για την επιβολή του τρόμου με την άσκηση σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας: οι εργαζόμενοι είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν στην ~ των εργοδοτών//«η ~ δεν θα περάσει» (σύνθημα απεργών).

Αυτό πρώτο. Προσέξτε και το δεύτερο:
2.               (συνεκδ.) τρόπος διακυβέρνησης του λαού από μικρή μειοψηφία, η οποία εφαρμόζει σκληρά μέτρα βίας: κρατική ~

Η τρίτη σημασία του λήμματος τρομοκρατία αναφέρεται στις ομώνυμες περιόδους της Γαλλικής Επανάστασης «που χαρακτηρίστηκαν από μαζικές φυλακίσεις και εκτελέσεις και γενικά επεισόδια μεγάλης βίας», για να έρθουμε στην τέταρτη και πιο ενδιαφέρουσα.

3.               η συστηματική χρήση βίας (δολοφονίες, βομβιστικές ενέργειες, απειλές για καταστροφές, αεροπειρατείες) εκ μέρους ομάδων, οργανώσεων, μειονοτήτων ακόμη και στρατών ή μυστικών υπηρεσιών, με στόχο να τρομοκρατήσουν λαούς, κυβερνήσεις, πολιτικούς αντιπάλους προκειμένου να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους: η διεθνής ~

Γιατί σας τα διαβάσαμε όλα αυτά; Προφανώς όχι γιατί δεν είχαμε κάτι άλλο να κάνουμε. Τις τελευταίες μέρες αναζωπυρώθηκε η συζήτηση γύρω από το θέμα και καλό θα είναι να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες, για να ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλάμε.

Το άλλο πουλάκι:
Εγώ μπερδεύτηκα περισσότερο!

Διότι, στις καθημερινές μας κουβέντες, όταν λέμε τρομοκρατία, εννοούμε κάτι πολύ συγκεκριμένο και προφανώς όχι αυτό που νιώθει ο εργαζόμενος απέναντι στο αφεντικό του.

Ας το ξεκαθαρίσουμε, για να μη κρυβόμαστε πίσω από τις λέξεις ή το δάχτυλό μας.
Αυτό που νιώθουμε οι πολίτες απέναντι στα μέτρα της «μνημονιακής» κυβέρνησης, μπορεί να είναι φόβος, ανησυχία, αβεβαιότητα, ανασφάλεια…

Που, αν τα βάλεις κάτω και τα ψάξεις σε κανένα εγχειρίδιο ψυχιατρικής, θα δεις ότι όλα μαζί αποτελούν τη συμπτωματολογία του άγχους!
Μπορεί ακόμη να αισθανόμαστε οργή ή αγανάκτηση, απογοήτευση ή αηδία, ένα σωρό πράγματα, όμως δεν αισθανόμαστε τρομοκρατημένοι, με την έννοια, πάντα, που δίνουμε στις καθημερινές μας συζητήσεις.

Τρομοκρατημένος, μ’ αυτή την έννοια, αισθάνεσαι όταν φοβάσαι να μπεις στο Μετρό, να πας σε ένα πολυκατάστημα, να ταξιδέψεις με αεροπλάνο, διότι μπορεί να πέσεις θύμα «τυφλού» χτυπήματος.
Μ’ αυτή την έννοια, ακόμη κι ο φόβος που μπορεί να αισθάνεσαι, κυκλοφορώντας νύχτα σε κάποια γειτονιά της Αθήνας, δεν είναι φόβος τρομοκρατίας.

Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τον «διάλογο» μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ.
Η πρώτη κατηγορεί στελέχη του δευτέρου ότι «αβαντάρουν» ή «κλείνουν το μάτι» στην τρομοκρατία. Και έχει άδικο.
Ο δεύτερος ισχυρίζεται ότι τρομοκρατία είναι τα μέτρα του μνημονίου. Και έχει άδικο, επίσης.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πόλεμος εντυπώσεων!

Επίτηδες χρησιμοποίησα τη λέξη «πόλεμος», για να δείτε τι άσχημα που ακούγεται και πώς οξύνει μια συζήτηση. Δυστυχώς, αυτό είναι που παρακολουθούμε συνεχώς το τελευταίο μεγάλο διάστημα.

«Χαϊδεύετε τα αφτιά των τρομοκρατών».
«Κι εσείς επιθυμείτε να ξαναγυρίσουμε στα ξερονήσια».
Διάλογος μεταξύ κυβερνητικών εκπροσώπων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων του τόπου, που τον άκουσα ο ίδιος!

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους ορισμούς για να ξεκαθαρίσουμε επίσης ότι είναι άλλο πράγμα η βία και άλλο η τρομοκρατία, έννοιες που επίσης συγχέονται και δημιουργούν εντάσεις.
Πρώτα πρώτα, αν δεν ήταν διαφορετικά πράγματα να είστε βέβαιοι όταν η γλώσσα μας δεν θα είχε διαφορετικές λέξεις.

Είναι μάλιστα τόσο διαφορετικά, που δεν μπορείς να πεις καν ότι η πρώτη είναι προθάλαμος ή οδηγεί στη δεύτερη. Κι αυτό το έχει δείξει η ιστορία.
Φαντάζεστε μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων να σπάνε βιτρίνες, να πετάνε γιαούρτια σε βουλευτές ή να καίνε στους δρόμους αυτοκίνητα;

Να ρισκάρουν, δηλαδή, να συλληφθούν και να μπουν σε περιπέτειες και, πιθανές αποκαλύψεις, μόνο και μόνο επειδή πέταξαν μια πέτρα ή έναν καφέ;

Επομένως, ακόμη και αν τα στελέχη κάποιου κόμματος δείχνουν ανοχή, ή βλέπουν με συμπάθεια, ή δικαιολογούν κάποιες πράξεις βίας, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι τρέφουν τα ίδια συναισθήματα για την τρομοκρατία και τους τρομοκράτες.

Περισσότερα όμως τη Δευτέρα!
Βίαιοι τρομοκράτες!

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

130124 ΜΕΤΡΗΜΕΝΟ


Το ένα πουλάκι:
Ονειρουπολύμετρο!

Πάνε μέρες που τελείωσε και η φετινή Ονειρούπολη κι εμείς δεν σχολιάσαμε καθόλου όχι την ίδια, αλλά εκείνους που βγήκαν να κάνουν κριτική. Θα σας εξηγήσω γιατί.

Άκουσα πολλές φορές σε συνεντεύξεις (μπορεί να ήταν και η ίδια συνέντευξη προβεβλημένη πολλές φορές) τον πρώην Δήμαρχο Θωμά Μαργαρίτη να ρωτάει θυμωμένα «πού είναι οι Οικολόγοι».

Οι Οικολόγοι δεν μίλησαν, γι’ αυτό αποφασίσαμε να το κάνουμε εμείς, που έχουμε και άριστες σχέσεις μαζί τους.
Μας αγαπάνε, μας προσέχουνε, όταν τραυματιζόμαστε τρέχουν να μας κάνουν καλά…

Παρεπιμπτόντως, το Σάββατο πήγαμε και στην ετήσια γιορτή τους, την κοπή της βασιλόπιτας, και σας πληροφορούμε ότι όσοι δεν παραβρεθήκατε, αλλά και όσοι φύγατε νωρίς, χάσατε.

Η μουσική, από έξι, επτά υπέροχους οργανοπαίκτες και το τραγούδι, από εξαίσιες φωνές (βοηθούντος του οίνου) κράτησαν πολύ μετά τα μεσάνυχτα, παλαιότερα θα λέγαμε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Ας γυρίσουμε όμως στην Ονειρούπολη και στον πρώην Δήμαρχο (όχι κυριολεκτικά, αφού γι’ αυτό θα χρειαστούν εκλογές).
Στις συνεντεύξεις που ακούσαμε εγκαλούσε τους Οικολόγους επειδή δεν μίλησαν καθόλου εναντίον της Ονειρούπολης, όπως με πολύ πάθος –λέει- έκαναν επί των ημερών του.

Τώρα έρχεται η εξήγηση τού γιατί δεν μιλήσαμε κι εμείς αμέσως.
Θυμίζω (τα κείμενα υπάρχουν) ότι ούτε οι Οικολόγοι, ούτε εμείς (από τώρα και στο εξής θα μιλάμε μόνο για μας) ήμασταν ποτέ εναντίον της Ονειρούπολης.
Αυτό ο πρώην Δήμαρχος και οι στενοί του συνεργάτες δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν.

Ας είναι. Εμείς το σημειώνουμε για εκείνους που θέλουν και μπορούν. Το θέμα με την Ονειρούπολη, αν θυμάστε καλά, ήταν αν θα απομακρύνονται ή όχι τα σπιτάκια μετά το πέρας της λειτουργίας της και αν θα μπαίνει ή όχι τσιμέντο (μόνιμη κατασκευή) μέσα στον Κήπο.

Το άλλο πουλάκι:
Το γινάτι βγάζει μάτι!

Ο πρώην Δήμαρχος, άγνωστο για ποιους λόγους, επέμενε στην παραμονή των κατασκευών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αλλοιώνοντας έτσι την εικόνα του Δημοτικού Κήπου και, φυσικά, παρανομώντας.
Ίσως από ένα πείσμα, ίσως απλώς επειδή η αντιπολίτευση του ζήτησε το αντίθετο.

Όσοι ζητούσαν τη νομιμότητα, το σεβασμό του περιβάλλοντος και την απομάκρυνση των κατασκευών γινόταν αυτομάτως «εχθροί της Ονειρούπολης», πιθανόν επειδή έτσι πίστευε ότι τους έφερνε απέναντι από την κοινή γνώμη.

Χωρίς καμιά κακία και θυμίζοντας την προχθεσινή κουβέντα μας περί πατρίδας και οικονομικών συμφερόντων, είδαμε πού πήγαν οι φίλοι και θερμοί υποστηρικτές της Ονειρούπολης.
Πήγαν να κάνουν (να υποστηρίξουν) ένα αντίγραφο σε άλλη πόλη!
«Όπου φας κι όπου τη βρεις, εκεί σπίτι και πατρίς», λέει μια παροιμία.

Τι έγινε όμως όταν άλλαξε η Δημοτική Αρχή;
Φάνηκε ότι όσα επικαλούνταν ο πρώην Δήμαρχος για τις δυσκολίες απομάκρυνσης των κατασκευών ήταν απλώς δικαιολογίες.
Τα σπιτάκια απομακρύνονται και οι όποιες ζημιές αποκαθίστανται, λίγες μέρες μετά το κλείσιμο της Ονειρούπολης.

Για ποιο λόγο, λοιπόν, να συνεχίσουμε να φωνάζουμε;
Από εκεί και πέρα, είναι θέμα προσωπικής αισθητικής, αν αρέσει ή όχι η συγκεκριμένη Ονειρούπολη στον καθένα.
Εμείς εκφράσαμε κατά καιρούς την άποψή μας για κάποια ζητήματα αισθητικής και καλύτερης (πάντα κατά τη γνώμη μας) λειτουργίας και… τα σκυλιά δεμένα.

Τι να κάνουμε; Να αρχίσουμε τις «καταγγελίες», επειδή κάποιοι στο Δήμο ακούνε διαφορετική μουσική απ’ ότι εμείς;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Οι καταγγελίες είναι δουλειά των πολιτικών!

Ή μάλλον, έτσι αντιλαμβάνονταν πολλοί από αυτούς το ρόλο τους. Έσπευσαν ο Δήμαρχος και ο Γρηγόρης Παπαεμμανουήλ (δεν γράφω τη θεσμική του ιδιότητα, διότι δεν κατάλαβα ποια ακριβώς είναι) να διαφωνήσουν για το πόσο καλή ήταν η Ονειρούπολη.

Ο καθένας τη «μέτρησε» με τα δικά του κριτήρια και, επειδή δεν υπάρχει αντικειμενικό και κοινά αποδεκτό ονειρουπολύμετρο, είχαμε διαφωνία!
«Η καλύτερη Ονειρούπολη των τελευταίων χρόνων» αποφάνθηκε ο πρώτος, «η χειρότερη Ονειρούπολη που είδαμε ποτέ» δήλωσε ο δεύτερος.

Από τον οποίο έχουμε ένα παράπονο.
Είναι δυνατόν να ξεκινάει την προσπάθειά του ως επικεφαλής (;) μιας παράταξης με τόσο αρνητικό τρόπο;
Τον έχουμε παρακολουθήσει και σε άλλες του δηλώσεις. Νομίζει ότι το «σκληρό ροκ» είναι ο πιο σωστός τρόπος αντιπολίτευσης;

Εντάξει! Μπορεί η Ονειρούπολη να είχε κάποια στραβά, μπορεί πολλά να μην άρεσαν στον ίδιο, ποιο είναι όμως το κριτήριο για να τη χαρακτηρίζει «χειρότερη όλων των εποχών»;
Δεν έχει καταλάβει ότι η εποχή των άκρων έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί;

Ο Δήμαρχος άφησε ένα μικρό περιθώριο, είπε «των τελευταίων χρόνων».
Τι να πούμε; Όσο το ίδιο γεγονός το βλέπουμε με τόσο διαφορετικά μάτια, είναι δύσκολο να πάμε μπροστά.

Κι ο τόπος χρειάζεται κάποιους να τον οδηγήσουν μπροστά!
Άλλα τα μάτια του λαγού…

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

13012 ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ


Το ένα πουλάκι:
Ε.Α.Α.Ε.Δ.Σ.Κ.Η.Μ.Δ.Σ.!

Όποιος μου πει τι σημαίνουν τα αρχικά κερδίσει μαντολάτο.
Αφήστε, θα το πάρει το ποτάμι, γιατί είναι αδύνατον να σκεφτεί άλλος κανείς, πλην του ελληνικού δημοσίου τέτοια ονομασία.

«Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου των Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων».
Αν διακρίνατε μια ασυνταξία, ώστε να μην βγαίνει νόημα, ορθά τη διακρίνετε. Δεν φαίνεται, ας πούμε, αν η Αρχή ελέγχει και το Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων, όπως ίσως αφήνει να εννοηθεί το «Ενιαία» ή πρόκειται για δυο διαφορετικές Αρχές σε μία.

Τι σημασία έχει; Όπως θα έλεγε κι ο σύντροφος Μάο, το σημαντικό είναι να… πιάνει ποντίκια.
Πώς όμως να πιάσει ποντίκια μια γάτα χωρίς νύχια;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν δημιουργήθηκε η περί ης ο λόγος αρχή, επικεφαλής τοποθετήθηκε ο αδελφός του πρώην υπουργού Γιώργου Φλωρίδη, Βασίλης.

Οπ! Σκάνδαλο! Νεποτισμός!
Μη βιάζεστε, φίλοι μου. Ο Βασίλης Φλωρίδης είναι δικαστικός και υπηρετούσε ως αντιεισαγγελέας στη Θεσσαλονίκη.
Του ζητήθηκε, λοιπόν, να αναλάβει το πόστο, κατεβαίνοντας στην Αθήνα, με μικρότερο, παρακαλώ, μισθό και μακριά από την οικογένειά του.

Εσείς θα το κάνατε; Σκεφθείτε τι λέγαμε για τις πατρίδες και τα οικονομικά συμφέροντα! Αυτός το έκανε. Πίστεψε πως μπορεί να βοηθήσει το κράτος, αυτή τη δύσκολη ώρα, στον τομέα του συμμαζέματος των αμαρτωλών κρατικών συμβάσεων.

Πρώτες διαπιστώσεις;
Το πράγμα μοιάζει με Λερναία Ύδρα!
«Οι απόπειρες παράνομου πλουτισμού, ακόμη και από πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας που στελεχώνουν τους κρατικούς μηχανισμούς και την τοπική αυτοδιοίκηση, ξεπηδούν από κάθε δραστηριότητα που ξεκινά το κράτος».

Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Ας μείνουμε στο ελπιδοφόρο στοιχείο ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πρόσωπα που θεωρούνται «υπεράνω πάσης υποψίας».

Το άλλο πουλάκι:
Τι εννοούμε «συμβάσεις του Δημοσίου»;

Η Αρχή την οποία ανέλαβε να διοικεί ο κύριος Φλωρίδης, έχει, λέει, το δικαίωμα (;) το καθήκον (;) να ερευνά όλες τις συμβάσεις, νέες ή παλαιότερες, που συνάπτει το Δημόσιο.

Όταν, όμως, λέμε όλες, δεν εννοούμε και… όλες!
Εξαιρούνται οι συμβάσεις τού (τόσο αμαρτωλού) υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Αυτό άντε να το καταλάβουμε, εν μέρει. Διότι τι να ελέγξεις σε μια σύμβαση που υπογράφει το ελληνικό κράτος με το γερμανικό, τυχαίο το παράδειγμα, για υποβρύχια που… γέρνουν από τη μαγκιά.

Γιατί όμως να μην μπορείς να ελέγξεις τις προμήθειες του Στρατού σε φαγητό ή σε καύσιμα ή σε αρβύλες;
Είναι κρατικό μυστικό το πόσο κρέας ή πόσες πατάτες τρώνε οι φαντάροι μας;

Εκτός όμως από τις συμβάσεις του υπουργείου Άμυνας, ο κύριος Φλωρίδης ανακάλυψε ότι δεν έχει δικαίωμα να ελέγχει και τις μισθώσεις ακινήτων που υπογράφει το Δημόσιο.

Μη φανταστείτε ότι έχει τίποτα δικά του ακίνητα που τα ενοικιάζει σε ιδιώτες. Μιλάμε κυρίως για ακίνητα που ενοικιάζει το ίδιο από ιδιώτες σε τιμές που πετάνε στα ύψη.

Διάβαζα για μια περίπτωση ενοικίασης ενός κτηρίου με ενοίκιο 13 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Δηλαδή όση η αξία κατασκευής του συγκεκριμένου ακινήτου. Που πάει να πει έχεις μια άκρη, παίρνεις ένα καλό δάνειο, κατασκευάζεις ένα κτήριο, το ενοικιάζεις στο Δημόσιο και… σε ένα χρόνο παίρνεις το κεφάλαιο πίσω!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτές είναι δουλειές!

Το παράξενο (!) είναι πως ο πρόεδρος της Αρχής, στην προσπάθειά του να ακυρώσει κάποιες συμβάσεις του Δημοσίου που… βγάζουν μάτι, μαντέψτε, συνάντησε αντιδράσεις και δέχτηκε ενοχλητικά τηλεφωνήματα από Υπουργούς και υφυπουργούς.

Βέβαια πέφτει κι αυτός στο ίδιο λάθος με άλλους. Δεν λέει ονόματα, θα τα πει όταν έρθει η ώρα. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι τα λέει εκεί που πρέπει.

Ποιος θα το φανταζόταν, όμως, για τους σημερινούς υπουργούς!
Μάλιστα κάποιος (υπουργός της «μνημονιακής» κυβέρνησης, παρακαλώ), του τόνισε πως το κράτος πρέπει να βοηθάει όσο μπορεί τους ιδιώτες, επειδή αυτοί έχουν πτώση του τζίρου τους!

Πώς θα το κάνει αυτό; Μα με την προσφιλέστατη μέθοδο των απευθείας αναθέσεων. Με τη μέθοδο που φτάσαμε τις δημόσιες δαπάνες για την υγεία από 2 δισ. ετησίως το 2000 στα 17 δισ. το 2009!

Τι συμπέρασμα βγάζετε από όλα αυτά;
Δυστυχώς τα συμπεράσματα είναι πολλά, με πρώτο και καλύτερο εκείνο που λέει πως δεν υπάρχει δρόμος σωτηρίας γι’ αυτή τη χώρα.

Το κακό είναι ότι υπάρχουν ακόμα πολιτικές δυνάμεις που υποστηρίζουν ότι ο (όποιος) δρόμος σωτηρίας περνάει υποχρεωτικά μέσα από αυτό το Δημόσιο, στο οποίο «οι απόπειρες παράνομου πλουτισμού ξεπηδούν από κάθε δραστηριότητα».

Τι θα κάνουμε δηλαδή; Θα βάλουμε έναν ελεγκτή πάνω από κάθε δημόσιο υπάλληλο. Κι αυτόν ποιος θα τον ελέγχει;

Ξέρω την απάντηση. Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία!
«Μέχρι να γίνουμε άγγελοι», που λέει και το γνωστό τραγούδι!
Συμ(βι)βάσεις!




Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

130122 ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ


Το ένα πουλάκι:
Ντροπής πράματα!

Όπως θα διαπιστώσατε, φίλοι μου, δεν σχολίασα καθόλου την συνεδρίαση της βουλής και την ψηφοφορία της περασμένης Πέμπτης, σχετικά με τις προτάσεις για παραπομπή πολιτικών προσώπων.

Ίσως να καταλάβατε γιατί δεν το έκανα. Διότι δεν αισθάνθηκα καμιά απολύτως έκπληξη, ούτε με το επίπεδο του διαλόγου που «αναπτύχθηκε», ούτε με την έκβαση των ψηφοφοριών.

Παρακολουθώντας την πολιτική ζωή του τόπου για πάνω από τρεις δεκαετίες (πω, πω!) και όντας ο ίδιος στα αμφιθέατρα άλλο τόσο διάστημα, ήξερα πολύ καλά τι να περιμένω και ομολογώ ότι δικαιώθηκα πλήρως.

Έχω όμως φίλους που επιμένουν.
«Σχεδόν όλος ο κυριακάτικος τύπος ήταν αφιερωμένος σ’ αυτό κι εσύ δεν μας είπες τίποτα».

Παραβλέπω το γεγονός ότι, όντας φίλοι και παρακολουθώντας χρόνια τώρα τη στήλη, έπρεπε να ξέρουν πως και ο μη σχολιασμός είναι κι αυτός σχολιασμός.
Το να επιλέγεις να μη μιλήσεις για κάτι λέει από μόνο του πολλά, ίσως περισσότερα.

Οφείλω όμως μια εξήγηση. Τι ακριβώς ήταν αυτό που περίμενα και από πού γνώριζα όσα άλλοι αγνοούσαν κι έπεσαν από τα σύννεφα;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η «υπόθεση Λαγκάρντ», το είχαμε πει, ήταν μια υπόθεση που, κανονικά, θα έπρεπε να διεκπεραιωθεί από υπηρεσιακούς παράγοντες και δεν εννοώ τον «γραφειοκρατικό» χειρισμό της, αλλά ακόμη και μετά την αποκάλυψη της αλλοίωσής της.
Κανονικά, δηλαδή, θα επρόκειτο για μια διαδικασία ρουτίνας.

Επειδή είπα δυο φορές το «κανονικά» ας το εξηγήσω.
Η λέξη υπονοεί την ύπαρξη και λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού και ενός πολιτικού συστήματος, περίπου σαν αυτά που υπάρχουν σε άλλες πολιτισμένες χώρες.

Σωστά όμως έχει επισημανθεί πως από την υπόθεση λίστας, όπως και από την υπόθεση της Ζίμενς, η μόνη εμπλεκόμενη χώρα που κατόρθωσε (το εννοώ) να μην κερδίσει τίποτα είναι η δική μας.

Το άλλο πουλάκι:
Πολιτικό κέρδος!

Για το δικό μας πολιτικό σύστημα είναι το μόνο κέρδος που έχει αξία, αφού αυτό μόνο μπορεί να «ανακεφαλαιοποιηθεί», δηλαδή να οδηγήσει στην επανεκλογή του πολιτικού προσωπικού στις ίδιες ή σε ανώτερες θέσεις.

Δυστυχώς όμως, φαίνεται πως και στην πολιτική ισχύουν οι αμείλικτοι νόμοι της χρηματιστηριακής αγοράς.
Στην προσπάθειά τους να κερδίσουν όλοι εύκολα και γρήγορα, τελικά βρίσκονται όλοι χαμένοι.

Δυστυχέστερα για μας, δεν έχει βρεθεί πολιτικό ή οικονομικό σύστημα που να επιβιώνει χωρίς αυτούς και έτσι βρισκόμαστε στην τραγική θέση να ψάχνουμε για τους καλύτερους, πάντοτε όμως στην ίδια «αγορά».

Ας επανέλθουμε στα γεγονότα της Βουλής.
Ειλικρινά, φίλοι μου, περίμενε κανείς από εσάς κάτι διαφορετικό, κάτι πιο σοβαρό κάτι που να ανταποκρίνεται στον υψηλό ρόλο που έχει ανατεθεί σε όσους βρίσκονται εκλεγμένοι στο Κοινοβούλιο;

Από τη στιγμή που το όλο θέμα στήθηκε έτσι ώστε όλοι να στοχεύουν στην πολιτική του αξιοποίηση, ήταν πλήρως αναμενόμενο ότι θα δούμε όσα είδαμε. Με δυο λόγια, τοποθετήσεις επί παντός επιστητού πέραν του θέματος και μάλωμα για τα διαδικαστικά.
Λες και βλέπεις φοιτητική ή συνδικαλιστική συνέλευση στον έσχατο σύλλογο της χώρας.

Ε, από τη στιγμή που πήραν τέτοια τροπή τα πράγματα, ήταν αναμενόμενο και το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Διότι τις συνελεύσεις δεν τις «παίρνει» αυτός που έχει τα ισχυρότερα επιχειρήματα, αλλά ο πιο «γάτος», εκείνος που πιάνει τα πράγματα στον αέρα και που μπορεί να ελίσσεται με μεγαλύτερη ευκολία.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Οι παλιοί κάτι θα θυμούνται.

Η ΚΝΕ δυσκολευόταν να «πάρει» συνελεύσεις, ακόμα κι όταν είχε απόλυτη πλειοψηφία, ακριβώς γιατί δεν ήξερε από ελιγμούς και ήταν αδύνατο στα στελέχη της να αλλάξουν αιφνιδιαστικά τακτική ή γραμμή, ακόμη και για ζητήματα διαδικαστικά.

Ε, στοιχειώδες, που θα έλεγε και ο Σέρλοκ Χολμς!
Σε μια «συνέλευση» σαν της Πέμπτης, ήταν απολύτως φυσιολογικό ο Αλέξης να «χάσει» από τον Βαγγέλη.
(Χρησιμοποιώ τα μικρά τους ονόματα έτσι, για να δώσω καλύτερο το κλίμα των παλιών καλών συνελεύσεων, όπου όλοι γνωρίζονταν και προσφωνούνταν με τα μικρά τους, αν όχι με τα παρατσούκλια τους).

Ας αφήσουμε όμως την πλάκα κι ας πούμε δυο λόγια επί της ουσίας.
Συχνά τα κανάλια μάς δείχνουν σκηνές από ξένα κοινοβούλια, όπου τα όρια ξεπερνιούνται και αρχίζει, κυριολεκτικά, το ξύλο. Μας το δείχνουν με μια κρυφή ικανοποίηση (που ίσως την αισθανόμαστε κι εμείς) και όλοι καταλαβαίνουμε τι θα νιώθουν οι πολίτες των χωρών αυτών για τους «ηγέτες» τους.

Ε, λοιπόν, ας μη ξεχνάμε ότι τις συζητήσεις στην ελληνική βουλή τις παρακολουθούν πολλοί ξένοι, ίσως όχι απλοί πολίτες, δημοσιογράφοι σίγουρα και οπωσδήποτε στελέχη, πρεσβευτές κ.λπ. χωρών από τις οποίες ζητάμε οπωσδήποτε να μας αντιμετωπίσουν σοβαρά, σίγουρα να μας συμπαρασταθούν, ίσως να μας δανείσουν…

Χωρίς άλλα λόγια!
Εικόνα σου είμαι…