ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

190628 ΑΣΥΛΟ-ΓΙΣΤΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Ενώ αυτοί ποιο θέλουν;

Διότι χρειάζεται μια προσοχή. Όταν κατηγορείς κάποιον, όταν τον μέμφεσαι και φτάνεις στο σημείο να τον απειλείς κιόλας επειδή ζητά κάτι, δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι εσύ θέλεις το αντίθετο. Μπορεί να θέλεις κάτι διαφορετικό.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς διάβαζα στο διαδίκτυο για την κόντρα μεταξύ μια καθηγήτριας πανεπιστημίου, της κυρίας Μαρίας Ευθυμίου, και κάποιων φοιτητών που αυτοπροσδιορίζονται ως «αναρχικό στέκι φιλοσοφικής».

Οι φοιτητές αυτοί κατηγορούν την καθηγήτριά (τους) ότι «θέλει» ένα πανεπιστήμιο με το οποίο, προφανώς, οι ίδιοι διαφωνούν. Χωρίς να μας λένε όμως, στο συγκεκριμένο τουλάχιστον κείμενό τους ποιο πανεπιστήμιο θέλουν οι ίδιοι.

Ελάτε να δούμε όμως ποιο «θέλει» η κ. Ευθυμίου: «Ένα πανεπιστήμιο χωρίς αγώνες, χωρίς αντίσταση, χωρίς στέκια, αναρχικούς και “βρόμικους” τοίχους. Ένα πανεπιστήμιο, το οποίο θα λειτουργεί “εύρυθμα” ως ναός της “αντικειμενικής” γνώσης του διδάσκοντος, ως πεδίο κερδοφορίας για εργολάβους και λοιπά αφεντικά, ως πρόσφορο έδαφος για τα επωφελή για την αγορά ερευνητικά προγράμματα».

Και τι κάνει, με ποιον τρόπο διεκδικεί ένα τέτοιο πανεπιστήμιο; Μήπως γράφει τις ιδέες της στους τοίχους; Μήπως απέχει από τα μαθήματά της σε ένδειξη διαμαρτυρίας; Μήπως προσπαθεί να φιμώσει αντίθετες απόψεις;

«Τριγυρίζει στους διαδρόμους της σχολής, κρατώντας χαρτόνια που γράφουν “ΑΕΙ χώροι μάθησης και εργατικότητας, ΟΧΙ ανομίας, αυθαιρεσίας και διάλυσης”, “Φτάνει πια! Σχολές ανοικτές” και άλλα αντίστοιχα.

Στις συνεντεύξεις που δίνει, ως πιστός παπαγάλος του συστήματος “της τάξης και της ασφάλειας”, έχει ταχθεί επανειλημμένως εναντίον τόσο των φοιτητικών και εργατικών διεκδικήσεων όσο και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, φροντίζοντας πάντα να τονίζει την ανάγκη για εθνική συμφιλίωση και ενότητα μεταξύ των Ελλήνων.

Σύμφωνα με την κ. Ευθυμίου “τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν μεταβληθεί σε χώρους ανομίας, καταστροφών, καταλήψεων και βανδαλισμών από άτομα τα οποία βάζουν διάφορες ταμπέλες στους εαυτούς τους για να καλύψουν την αθλιότητά τους”».
Αυτά κάνει η κ. Ευθυμίου και γι’ αυτό τα… παιδιά του αναρχικού στεκιού της φιλοσοφικής δηλώνουν ότι αποτελεί τον τύπο πανεπιστημιακού που εκείνα «αγαπούνε να μισούν». Και να απειλούν ότι θα τα βρουν μπροστά τους.

Το άλλο πουλάκι:
Ναι, αλλά ποιο θέλουν;

Είπαμε ότι αυτό δεν συνάγεται από το συγκεκριμένο κείμενό τους, παρά αφήνει μόνο υπονοούμενα. Όμως όσοι περάσαμε από κάποιο πανεπιστήμιο ξέρουμε καλά πώς είναι αυτό που ονειρεύονται οι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί.

Είναι ένα πανεπιστήμιο «ανοιχτό», που σημαίνει όποιος θέλει πάει να σπουδάσει ό,τι θέλει, χωρίς να χρειάζεται καν να δώσει εξετάσεις. Καλό θα είναι βέβαια αυτό να μην βρίσκεται στην άκρη του κόσμου αλλά κάπου κοντά στα Εξάρχεια.

Εννοείται ότι στο πανεπιστήμιο αυτό είναι όλα δωρεάν. Μαθήματα, βιβλία, φαγητό, τσιγάρα, μπύρες, ενοίκιο σε εστίες ή καλύτερα επιδοτούμενο σε διαμερίσματα (των Εξαρχείων), συν ένα καλό χαρτζιλίκι για τα τρέχοντα έξοδα.

Εννοείται επίσης πως οι μετακινήσεις, εντός και εκτός της χώρας, είναι όλες δωρεάν, με οποιοδήποτε μέσον κι αν κινείσαι, όπως και η είσοδος σε κινηματογράφους, θέατρα και συναυλίες σε κάθε μέρος του κόσμου.

Τα καλοκαίρια υπάρχουν αντίστοιχα θερινά πανεπιστημιακά τμήματα (πάντα δωρεάν και επιδοτούμενα με τον τρόπο που είπαμε) στη Σαμοθράκη, στην Ικαρία και σε άλλα νησιά, όπου μπορούν, όσοι επιθυμούν, να παρακολουθήσουν.

Στο πανεπιστήμιο αυτό δεν υπάρχουν ωράρια. Τα μαθήματα ξεκινούν «όταν μαζευτούμε» και δεν είσαι υποχρεωμένος να παρακολουθείς, παρά μπορείς να πληροφορείσαι τι ειπώθηκε, στις βραδινές παρέες στα μπαράκια.

Εννοείται ότι δεν υπάρχουν εξετάσεις, αφού ένας ελεύθερος, δηλαδή αναρχικός φοιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει κάτι σε κανέναν. Και πώς παίρνεις πτυχίο;
-Πτυχίο; Να το κάνεις τι;

Το πανεπιστήμιο δεν είναι για να βγάζει πτυχιούχους - πιόνια του συστήματος, αλλά για να σπουδάζεις. Γενικώς και αορίστως. Και μέχρι να βαρεθείς, κάτι που δεν το βλέπω να γίνεται, αν λειτουργεί όπως είπαμε.

Α, δεν μιλήσαμε για τα μαθήματα, τα οποία εννοείται ότι δεν καθορίζονται από κάποιο πρόγραμμα σπουδών (το οποίο καθορίζουν οι ανάγκες της αγοράς) αλλά από τα ενδιαφέροντα των ίδιων των φοιτητών.

Με λίγα λόγια χαλαρότητα, ξενοιασιά, καλοπέραση, μέσα σε ένα πλαίσιο αυτοοργάνωσης. (Θα σας αυτοοργανώσω εγώ θέλετε δεν θέλετε, όπως έλεγε κι ένας παλιός αναρχικός). Και δόξα τω Θεώ… της αναρχίας.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και το άσυλο;

Σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο το άσυλο ισχύει για όλους και για όλα. Εκτός από εκείνους που δεν συμφωνούν με τις αναρχικές ιδέες μας και θα μας βρουν μπροστά τους. Όλοι οι υπόλοιποι είναι ευπρόσδεκτοι.

Μπορούν να τρώνε στις λέσχες, να κοιμούνται στις εστίες ή στα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα των Εξαρχείων, να εμπορεύονται ή να διακινούν οτιδήποτε, αρκεί να μισούν το κράτος όσο κι εμείς και να πολεμούν τους μπάτσους το ίδιο μαχητικά.

Όπως καταλαβαίνετε, φίλοι μου, το πανεπιστήμιο αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με εκείνο για το οποίο αγωνίζεται η κ. Μαρία Ευθυμίου και ορισμένοι άλλοι καθηγητές που σέβονται το έργο και τη θέση τους.

Το ερώτημα είναι ποιοι από τους δυο «δουλεύουν πραγματικά για το σύστημα», αν υποθέσουμε ότι αυτό θέλει διαλυμένα δημόσια πανεπιστήμια, ώστε εκείνοι που ενδιαφέρονται πραγματικά να σπουδάσουν να στρέφονται προς τα ιδιωτικά.

Το κάνουν οι διάφοροι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί, ή καθηγητές που αγωνίζονται μέσα σε αντίξοες συνθήκες (και κάτω από διάφορες απειλές) για να είναι το πανεπιστήμιο χώρος μάθησης και έρευνας;

Εσείς τι λέτε;
 Άσυλο ανιάτων! 

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

190627 ΑΝΗΞΕΡΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Κι εγώ πού να το ξέρω;

Το ερώτημα είναι πραγματικό και έχει νόημα κάθε φορά που συναλλασσόμαστε με το Δημόσιο, ακόμη κι αν ισχύει εκείνο το «άγνοια νόμου απαγορεύεται», ότι δηλαδή είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις όσα σε αφορούν.

Μπορούμε όμως να γνωρίζουμε όλα όσα μας αφορούν; Και από πού να τα γνωρίζουμε, όταν το ίδιο Δημόσιο δεν φροντίζει να μας ενημερώνει για τις κάθε είδους αλλαγές που πραγματοποιεί. Θέλετε να το πάμε και παραπέρα;

Δεν θα έπρεπε, ως πολίτες, να έχουμε εμπιστοσύνη στις υπηρεσίες; Να είμαστε ήσυχοι ότι αυτές κάνουν σωστά τη δουλειά τους και να μην υποχρεωνόμαστε, κάθε φορά, να ελέγχουμε μήπως έγινε λάθος;

Ή μήπως μας γέλασαν; Αλίμονο αν ο πολίτης, σε κάθε συναλλαγή του με το Δημόσιο, είναι υποχρεωμένος να διπλοτσεκάρει ότι όλα όσα του λένε και όλα τα έγγραφα που του δίνουν είναι σύμφωνα προς τον νόμο.

Τα (ξανα)σκεφτόμουν όλα αυτά με αφορμή την αποκάλυψη ότι η (πρώην, πλέον) υποψήφια βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία, Αντωνία Μοροπούλου, συνέχιζε να εισπράττει μια σύνταξη, ενώ είχε αλλάξει ο νόμος βάσει του οποίου την δικαιούνταν.

Εδώ ας κάνουμε μια στάση, για να ξεκαθαρίσουμε κάτι από την αρχή. Πολύ ορθώς η κυρία Μοροπούλου αποπέμφθηκε, ή αποσύρθηκε, ή υποχρεώθηκε σε παραίτηση (διαλέγετε) από τη θέση της υποψηφίας βουλευτού.

Αυτά τα λάθη πρέπει να πληρώνονται, ακόμη κι αν γίνονται… κατά λάθος. Κανείς υποψήφιος βουλευτής, οποιουδήποτε κόμματος, δεν πρέπει να βαρύνεται με κάποιου είδους «σκιά», ακόμη κι αν αυτό τον αδικεί προσωρινά.

Εμάς η κυρία Μοροπούλου δεν μας γέμισε το μάτι από την εποχή ακόμη που, ως επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας που πραγματοποίησε την αποκατάσταση στον Πανάγιο Τάφο, έκανε τις περίφημες δηλώσεις της.

Ότι «Τάφος είναι… ζωντανός» και ότι «νιώσαμε δέος ανοίγοντας μετά από αιώνες τον Πανάγιο Τάφο. Επί της νεκρικής κλίνης είδαμε τις αύλακες για τα σωματικά υγρά του Ιησού και μία θέση για την κεφαλή προς Δυσμάς».

Δεν μας το γέμισε διότι, μια επιστήμων στη θέση στην οποία κατείχε η κυρία Μοροπούλου, έπρεπε να περιμένει τουλάχιστον την επίσημη χρονολόγηση των ευρημάτων που τοποθετούν την κατασκευή του μνημείου στον 4ο αιώνα.

Και που λένε ότι «από αρχαιολογικής άποψης είναι αδύνατο να ειπωθεί πως ο τάφος είναι το σημείο ενταφιασμού ενός Εβραίου με το όνομα Ιησούς της Ναζαρέτ, ο οποίος, σύμφωνα με τη Καινή Διαθήκη σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ το 30 ή 33».

Το άλλο πουλάκι:
Αυτό είναι άλλο θέμα!

Θα πρέπει όμως να τονίσουμε επίσης ότι η υπόθεση Μοροπούλου δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση Λοΐζου, όσο κι αν θέλουν να τις ταυτίσουν κάποιοι. Η κ. Λοΐζου (αντιγράφω από ποστ φίλου νομικού):

«Υπεξαιρούσε σύνταξη άλλου ατόμου, ενώ μάλιστα είχε νομική υποχρέωση να γνωστοποιήσει η ίδια στην διοίκηση το γεγονός που θα διέκοπτε την καταβολή της σύνταξης, την οποία, ούτως ή άλλως, δεν δικαιούνταν ποτέ η ίδια.

Η Μοροπούλου εισέπραττε νόμιμα, ως δικαιούχος η ίδια, μια σύνταξη, την οποία κάποια στιγμή έπρεπε να μην την εισπράττει γιατί άλλαξε ο νόμος και μπήκαν εισοδηματικά κριτήρια και αυτό ήταν εν γνώσει του ταμείου.

Δεν την δικαιολογεί, αλλά υπάρχουν πολλά ελαφρυντικά και, κυρίως, υπάρχει απολύτως βάσιμη αιτίαση νομικής πλάνης και παραβίασης της αρχής της εύλογης εμπιστοσύνης των διοικουμένων προς την διοίκηση.

Η οποία διοίκηση είχε υποχρέωση να ζητήσει απ’ τον διοικούμενο τα επιπλέον στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την συνέχιση της καταβολής». Το καταλάβατε; Ειδικά αυτό το τελευταίο με την υποχρέωση της διοίκησης;

Εκεί ήθελα να σταθώ κι εγώ και γι’ αυτό θα σας πω μια σχετική ιστορία. Σχετική… από την ανάποδη. Και τότε θα δούμε τι υποχρεώσεις έχει η διοίκηση απέναντι στον πολίτη και τι ο πολίτης απέναντί της.

Η γιαγιά χήρεψε το 2008 και, μη έχοντας κανένα άλλο εισόδημα, πήρε τη σύνταξη του πεθαμένου συζύγου της. Σύνταξη του τότε ΙΚΑ, αργότερα ΕΦΚΑ. Κάποια στιγμή, το 2011, η σύνταξη αυτή, χωρίς καμιά ειδοποίηση κόπηκε αισθητά.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Η γιαγιά ογδόντα τριών, τότε!

Ήταν η εποχή που η Τρόικα, και τα Μνημόνια (όχι οι κυβερνήσεις) έκοβαν γενικώς από όπου έβρισκαν. Θεώρησε, λοιπόν, και εκείνη (η γιαγιά, όχι η Τρόικα) ότι η σύνταξή της μειώθηκε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των περικοπών.

Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε το 2018, η γιαγιά έγινε ενενήντα ετών, και κάποια ωραία πρωία, μια υπάλληλος του ΕΦΚΑ, ευσυνείδητη υπέρ το δέον, την ειδοποιεί, μέσω του παιδιού της,  ότι δικαιούται μεγαλύτερη σύνταξη.

Αναδρομικά. Ότι η σύνταξή της κόπηκε το 2011, επειδή οι συντάξεις χηρείας κόβονται μετά την παρέλευση τριετίας. Αν όμως η χήρα δεν έχει άλλο εισόδημα, τότε υποβάλλει κάτι χαρτιά και εξακολουθεί να παίρνει τη σύνταξη ολόκληρη.

Αυτό η γιαγιά όφειλε να το γνωρίζει (από πού;) αλλά η υπηρεσία δεν όφειλε να της το κοινοποιήσει! Με πόσες γιαγιάδες συμβαίνει κάτι ανάλογο, και πόσες ευσυνείδητες υπάλληλοι θα το εντοπίσουν και θα τις ειδοποιήσουν;

Μπορούσε μάλιστα, υποβάλλοντας τα ίδια χαρτιά, να πάρει τη διαφορά αναδρομικά, μόνο όμως από το 2013 και μετά, διότι τα αναδρομικά δίνονται σε βάθος πενταετίας. Για τα προηγούμενα χρόνια πρέπει να τα διεκδικήσεις δικαστικά.

Καταλάβατε γιατί σας λέω ίδια περίπτωση, από την ανάποδη; Κι εδώ ο πολίτης θα έπρεπε να γνωρίζει έναν νόμο που τον αφορά, αλλά επίσης και να μη δείξει εμπιστοσύνη στην υπηρεσία με την οποία συναλλάσσεται.

Που όμως του κόβει μια σύνταξη που δικαιούται, αντί να του δίνει μια που έπρεπε να σταματήσει να την παίρνει.
 Αν συναλλάσσεστε με το δημόσιο, που ελπίζω όχι!

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

190626 ΚΑΡΙΕΡΙΣΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Πολιτική και ΜΜΕ.

Παρακολουθήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα στην αυλή του κτηρίου «Κυριάκος Δοματζόγλου», δύο εξαιρετικές ταινίες που μας έρχονται από παλιά είναι όμως τρομερά επίκαιρες. Όσο επίκαιρη είναι η πολιτική.

Να πούμε εδώ ότι αυτές οι καλοκαιρινές (που λέει ο λόγος, μέχρι στιγμής) προβολές που κάνει η Οικολογική Κίνηση είναι μια «όαση» στα μεγάλα καλοκαιρινά βράδια όσων μένουν στην πόλη από επιλογή ή όχι.

Μας αρέσει που κινούνται στο παλιό πνεύμα του θερινού σινεμά, όπου προβάλλονταν ταινίες περασμένων εποχών, πάντα αξιόλογες, τις οποίες μπορεί να έχουμε δει, τις ξαναβλέπεις όμως ευχαρίστως κάτω από τα άστρα.

Όσο για τις νεότερες παραγωγές, αυτές μπορούν να περιμένουν τη σειρά τους, να… παλιώσουν, κάποιες να γίνουν κλασικές, και, αν είμαστε γεροί και η Οικολογική Κίνηση έχει ζωή, να τις απολαύσουμε μετά από χρόνια.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, παρακολουθήσαμε τις ταινίες «ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσιγκτον» (1939) και «πολίτης Κέιν» (1941), ταινίες ενταγμένες στο αφιέρωμα «πολιτική και εκλογές στη μεγάλη οθόνη».

Και στις δύο κυριαρχεί η σχέση της πολιτικής με τα εκδοτικά συμφέροντα και ο ρόλος που μπορούν να παίξουν αυτά στην άνοδο και την πτώση όχι μόνο πολιτικών προσώπων, αλλά και ολόκληρων «ιδεολογιών».

Στον «κύριο Σμιθ…» ήταν εντυπωσιακός επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο νεαρός αθώος, επαρχιώτης πολιτικός προσεγγίζει τους χώρους στους οποίους έζησαν και έδρασαν οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες της χώρας του.

Το δέος και η συγκίνηση που αισθανόταν μπροστά στα αγάλματά τους, διαβάζοντας τα λόγια τους ή βλέποντας τα έδρανα όπου καθόταν, σε ένα από τα οποία θα καθίσει και ο ίδιος. Και λες έτσι θα έπρεπε να είναι.

Πόσοι, ας πούμε, από τους νέους, συχνά όχι αφελείς αλλά θρασύτατους βουλευτές μας, έχουν συναίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκονται και του βήματος από το οποίο καλούνται να αγορεύσουν;

Πόσοι γνωρίζουν ποιοι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες (και ποιες γυναίκες) έχουν μιλήσει πριν από αυτούς εκεί και τι σημαντικότατες συζητήσεις έχουν διεξαχθεί, συζητήσεις που έκριναν την πορεία αυτής της χώρας;

Το άλλο πουλάκι:
Τέλος πάντων.

Δεν μπορούν να έχουν όλοι την αίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκονται και της Ιστορίας του, όπως είχε ο Κολοκοτρώνης (ποιος; ο Κολοκοτρώνης!) κατά την περίφημη εκείνη ομιλία του στην Πνύκα.

Λέμε κρίμα και προχωράμε στη σχέση της πολιτικής με τα ΜΜΕ, καθώς και στην κουβέντα που ξεκίνησε για τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων που βρίσκονται στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, αυτές τις εκλογές.

Αυτό συνέβαινε και παλαιότερα, λένε κάποιοι, και μάλιστα ο Παύλος Τσίμας στα ΝΕΑ μάς θύμισε ότι ακόμη και ο Τσόρτσιλ (όπως και πολλοί άλλοι σημαντικοί πολιτικοί) ξεκίνησαν ως δημοσιογράφοι ή σχολιαστές σε εφημερίδες.

Δεν είναι το ίδιο. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο δημοσιογράφος σήμερα δεν είναι εκείνος που ήταν παλαιότερα, κυρίως επειδή έχει αλλάξει η φύση των Μέσων Ενημέρωσης. Στις εφημερίδες ελάχιστοι σε γνωρίζουν.

Μπορεί να είναι χιλιάδες εκείνοι που σε διαβάζουν, που παρακολουθούν τη σκέψη και τις ιδέες σου, όμως πολύ λίγοι ξέρουν πώς είσαι… στο πρόσωπο, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για έναν δημοσιογράφο που πάει για πολιτικός.

Δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων που κατεβαίνουν ως υποψήφιοι σε κόμματα είναι άνθρωποι της τηλεόρασης ή/και του ραδιοφώνου, όπου ο δημοσιογραφικός λόγος δεν περνά από την βάσανο του γραπτού κειμένου.

Κάποτε διδάσκονταν στα σχολεία κείμενα από εφημερίδες, κάποτε, για να φτάσεις να δεις δημοσιευμένο ένα κείμενό σου έπρεπε να θητεύσεις για χρόνια γράφοντας… τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία.

Σήμερα παίρνεις ένα μικρόφωνο και, αν σε βοηθάει και η εμφάνισή σου, αν έχεις και άλλες άκρες, βρίσκεις δουλειά σε κάποιο από τα τόσα ηλεκτρονικά, όπως τα λένε, ΜΜΕ. Μπορεί να μη χρειαστεί να γράψεις μια λέξη!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και πας και για βουλευτής.

Πράγμα που σημαίνει ότι έχεις σχέσεις στενότερες με κάποιο κόμμα ή/και με τον αρχηγό του, κάτι που παλαιότερα θεωρείτο πολύ κακό, για κάποιον δημοσιογράφο που ήθελε να τον παίρνουν στα σοβαρά.

«Οι οικονομικά και πολιτικά ισχυροί μπορεί να επιδιώκουν επαφές με κάποιον δημοσιογράφο, για να θεωρείται όμως καλός πρέπει να τον φοβούνται, όχι να έχουν φιλίες μαζί του», έλεγαν και είχαν δίκιο.

Βεβαίως, ο δημοσιογράφος μπορεί να έχει πολιτική άποψη και μάλιστα, έχουμε πει πολλές φορές ότι είναι προτιμότερο αυτή να είναι ξεκάθαρη. Αυτό όμως είναι άλλο και άλλο το να υπηρετεί αρχές και θέσεις κάποιου κόμματος.

Κάτι που το βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά στις μέρες μας. Δημοσιογράφοι να είναι… βασιλικότεροι του βασιλέως και να αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για το κόμμα το οποίο –δεν είναι υπερβολή- υπηρετούν.

Για να φτάσουν μια μέρα να κατέβουν και υποψήφιοι μαζί του. Ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης δουλειάς τους. Και υποθηκεύοντας τη μελλοντική, αν επιστρέψουν ποτέ στη δημοσιογραφία.

Διότι ποιος θα πάρει στα σοβαρά, εκτός από τους ομοϊδεάτες ενταγμένους στο κόμμα, εννοείται, έναν δημοσιογράφο που πάει και γίνεται, αν τον ψηφίσουν οι πολίτες, βουλευτής; Πώς θα κρίνει αυτός την εξουσία;

Από την άλλη είναι πολλοί κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τέτοιοι δημοσιογράφοι είναι καλό να την κάνουν από το επάγγελμα, γιατί έτσι αυτό καθαρίζει κάπως. Κι ας πηγαίνουν να δοκιμαστούν εκεί που πραγματικά ανήκουν.
 Στο καλό και να… μη μας γράφετε!

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

190625 ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Τα όρια μιας πόλης!

Της δικής μας πόλης. Τα όρια αυτά (όχι τα σύνορα) αναδείχτηκαν με τις κακοκαιρίες των τελευταίων ημερών. Οι οποίες μπορούν και να θεωρηθούν «ακραίες», δεδομένου ότι δεν τις βλέπουμε να εκδηλώνονται και τόσο συχνά.

Βεβαίως, αυτές που λέμε καλοκαιρινές μπόρες δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή έχουμε αυτά τα απογευματινά μπουρίνια που μας θυμίζουν ότι το κλίμα μας δεν απέχει πολύ από το τροπικό.

Όμως η ένταση όλων δεν είναι ίδια. Κάποιες φορές το νερό που πέφτει και ο άνεμος που φυσά ξεπερνούν τις συνηθισμένες καταστάσεις και τότε μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το φαινόμενο ακραίο.

Το ζήτημα είναι πόσο έτοιμοι (πρέπει να) είμαστε εμείς, ο καθένας ξεχωριστά για το σπίτι, το μαγαζί ή το αυτοκίνητό του, αλλά και όλοι μαζί, ως Δήμος Δράμας, για να αντιμετωπίσουμε τέτοιες καταστάσεις.

Διότι, ξέρετε κάτι; Ένα ακραίο φαινόμενο δικαιολογείται να σε φέρει σε δύσκολη θέση, αν συμβεί πρώτη φορά. Τότε μπορείς να πεις ότι βρέθηκες απροετοίμαστος, ότι δεν είχες υπολογίσει πως μπορεί να εκδηλωθεί έτσι…

Όταν όμως συμβαίνει κάθε χρόνο, και όταν μέσα στην ίδια χρονιά συμβαίνει πολλές φορές, τότε δεν μπορείς ούτε να το λες και τόσο ακραίο, ούτε να δικαιολογείσαι ότι οι υποδομές και οι μηχανισμοί δεν λειτούργησαν.

Με αυτή τη λογική, έχουν δίκιο όσοι λένε πως η δημοτική αρχή είναι πολύ τυχερή που οι κακοκαιρίες έπιασαν μετά τις εκλογές. Διότι, αν προλάβαιναν την ημερομηνία των εκλογών, τότε μπορεί το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό.

Βέβαια τα μπουρίνια αυτά έχουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό. Δεν τα αντιλαμβανόμαστε όλοι το ίδιο. Μπορεί να περάσουν από μια γειτονιά και να προκαλέσουν καταστροφές, ενώ η διπλανή να μην καταλάβει τίποτε.

Δεν είναι τυχαίο όμως ότι οι περιοχές που δέχονται τα μεγαλύτερα πλήγματα είναι λίγο πολύ γνωστές από παλιά και η εικόνα αυτή δεν φαίνεται να βελτιώνεται με τα χρόνια. Οι υποδομές της πόλης πάσχουν από χρόνιο νόσημα.

Το άλλο πουλάκι:
Εμείς τι κάνουμε;

Διότι ο Δήμος μπορεί να έχει τις ευθύνες του, όμως κι εμείς δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Μπορούμε να κάνουμε πολλά, ο καθένας όχι μόνον για το σπίτι του, αλλά και για τη γειτονιά του, την πόλη γενικότερα.

Θα σας πω δυο παραδείγματα. Με το σαββατιάτικο μπουρίνι, γέμισαν οι δρόμοι της πόλης σκουπίδια τα οποία, αφού παρασύρθηκαν από τον δυνατό αέρα και το πολύ νερό, πήγαν και άραξαν όπου βρέθηκαν.

Από πού προήλθαν τα σκουπίδια αυτά; Πώς βρέθηκαν να γίνουν έρμαιο του ανέμου και της βροχής, βαρκούλες που ταξιδεύουν, ενώ η θέση τους θα έπρεπε να είναι μέσα στους κλειστούς με το σκέπασμά τους κάδους;

Προφανώς εμείς τα αφήσαμε, είτε έξω από τους κάδους, είτε μέσα σ’ αυτούς, τη στιγμή όμως που ήταν ήδη ξέχειλοι και το καπάκι δεν μπορούσε να κλείσει, ή δεν μας ενδιέφερε να το κλείσουμε φεύγοντας.

Εδώ τι να σου κάνει ο Δήμος; Να έχει υπαλλήλους να τρέχουν από πίσω μας και να τοποθετούν τα σκουπίδια όπως πρέπει μέσα στους κάδους; Να μας λένε να πηγαίνουμε λίγο παραπέρα, αν κάποιος είναι ήδη γεμάτος;

Να μας υποχρεώνουν να χρησιμοποιούμε ειδικές σακούλες, καλά κλεισμένες, ώστε αυτά να μη σκορπίζουν στο πρώτο φύσημα το αέρα; Ή να μας θυμίζουν ότι το ανοιχτό καπάκι προκαλεί τις γάτες να επισκεφθούν τον κάδο και να στήσουν ένα μικρό πάρτι;

Μια στιγμή όμως; Κάποια πράγματα, ναι, θα έπρεπε να μας υποχρεώνει ο Δήμος να τα κάνουμε. Βάζοντας, στην ανάγκη, και τα ανάλογα και προβλεπόμενα πρόστιμα. Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό.

Όλοι ξέρουμε ότι στις αναπτυγμένες χώρες, ο πολίτης είναι υπεύθυνος για τα σκουπίδια ΤΟΥ, μέχρι να περάσει και να τα πάρει το απορριμματοφόρο. Οτιδήποτε συμβεί σ’ αυτά το πληρώνει, κυριολεκτικά, ο ίδιος.

Εδώ μπορείς να πετάς ό,τι θέλεις, όπου θέλεις, όπως θέλεις και ό,τι ώρα θέλεις, χωρίς ποτέ κανείς να σου ζητήσει τον λόγο. Εκτός αν βρεθεί κάποιος παράξενος γείτονας, οπότε τον βάζεις στη θέση του εύκολα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εγώ θα σταθώ κάπου αλλού.

Είδαμε με τις καταστροφές αυτών των ημερών να πέφτουν πολλά δέντρα και να καταστρέφονται περιουσίες, αφήστε που κινδυνεύουν και ζωές. Το ξέρετε ότι ευθύνη γι’ αυτό έχουμε όλοι μας;

Υπάρχει ένα περίεργο καθεστώς και μια εξίσου περίεργη νοοτροπία, σχετικά με τα δέντρα που βρίσκονται μέσα στον αστικό ιστό. Τα δέντρα αυτά είναι όλων και… κανενός. Αφήστε που τα θυμόμαστε μόνον όταν «πρέπει» να κοπούν.

Πότε πρέπει να κόβεται ένα δέντρο; Αν ρωτήσετε τους ευαίσθητους πολίτες, θα σας απαντήσουν «ποτέ». Όταν όμως έρχεται και το ρίχνει μια κακοκαιρία, όταν κινδυνεύουμε να θρηνήσουμε θύματα, τότε αλλάζουμε γνώμη.

Τι θέλω να πω. Θα έπρεπε να υπάρχει μια υπηρεσία την οποία όλοι οι δημότες να περιβάλλουμε με εμπιστοσύνη και η οποία να ελέγχει ποια δέντρα κινδυνεύουν (και είναι επικίνδυνα) έτσι και έρθει ένα δυνατό μπουρίνι.

Τα δέντρα αυτά να αντικαθίστανται με άλλα, είτε νεότερα είτε ανθεκτικότερα στις καιρικές συνθήκες. Και αυτό να είναι αποδεκτό από όλους, χωρίς να μας χωρίζει σε «ευαίσθητους» και «αναίσθητους» απέναντι στο περιβάλλον.

Πόσο δύσκολο είναι;
 Ο κακός μας ο καιρός!

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

190621 ΟΜΙΛΗΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
«Το παιδί μίλησε!»

Πόσοι από εσάς θυμόσαστε την παλιά εκείνη διαφήμιση που βλέπαμε στις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις μας; Συγκρίνοντας την εποχή εκείνη με το σήμερα, αναρωτιέται κανείς πόσο αθώα ήταν τα χρόνια που ζήσαμε.

Ή μήπως ήμασταν εμείς πολύ αθώοι; Τέλος πάντων. Επειδή βλέπω ότι πολλοί θυμήθηκαν (ή κάνουν ότι θυμήθηκαν) τη διαφήμιση, θα σας κάνω ένα τεστ επαλήθευσης, ρωτώντας όπως κι εκείνη: «Και τι είπε;»

Εδώ σας θέλω! Είπε… «ΠΡΟ-ΠΟ», για να γυρίσουμε εξήντα χρόνια περίπου πίσω, όταν Μάρτιο του 1959 κυκλοφορούσε το πρώτο δελτίο, με δώδεκα αγώνες, δέκα με ελληνικές και δύο με ιταλικές ομάδες.

Όχι, εκείνο το δελτίο δεν το θυμάμαι· το βρήκα στο διαδίκτυο. Ανάμεσα μάλιστα στις αναμετρήσεις που επέλεξε ο ΟΠΑΠ και θα προβλημάτιζαν τον «παίκτη» ήταν και ο αγώνας Παναιγιάλειος-Δόξα Δράμας.

Μπορείτε να φανταστείτε με ποιον τρόπο εξαπλώθηκε η μόδα, και στη συνέχεια η μανία, με το ΠΡΟ-ΠΟ. Μεταξύ άλλων και μέσα από πολλές «μαύρες» διαφημίσεις, που τις βλέπουμε ακόμη και σήμερα σε κινηματογραφικές ταινίες της εποχής.

Στο γαλατάδικο, για παράδειγμα, του Κώστα Χατζηχρήστου, στο (λαός και) Κολωνάκι, μπορούσε κανείς όχι μόνο να αγοράσει φρέσκα γαλακτοκομικά προϊόντα, (βερεσέ, και να τον φεσώσει αναλόγως) αλλά να συμπληρώσει και ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ.

Ή την Σαπφώ Νοταρά να λέει με την χαρακτηριστική φωνή της «δύο ΠΡΟ-ΠΟ να καταλήγουν στο δεκατρία». Και στην ερώτηση του πράκτορα «θέλετε να γεμίσετε δυο δελτία, μαντάμ;» να απαντά «θέλω να γεμίσω λεφτά»!

Η διαφήμιση με το παιδί που μίλησε και είπε ΠΡΟ-ΠΟ μάς ήρθε πολύ αργότερα, και την θυμηθήκαμε παίρνοντας αφορμή από την επικαιρότητα των ημερών. Μαζί όμως θυμηθήκαμε και ένα ανέκδοτο:

Μια οικογένεια είχε δυο δίδυμα, από τα οποία, καθώς περνούσαν τα χρόνια, το ένα άρχισε να μιλάει κανονικά, το άλλο όμως όχι. Δεν έλεγε κουβέντα. Η μητέρα του, πολύ μοντέρνα, απευθύνθηκε στο φέισμπουκ στις «ελληνίδες μανούλες».

Ανάμεσα στις πολλές παρηγοριές που έλαβε, και τα άλλα τόσα γιατροσόφια, ξεχώρισε μια συμβουλή που σκέφτηκε να την υλοποιήσει αμέσως. «Θα σηκώσεις το παιδί μεσάνυχτα και θα πας να το βουτήξεις στην Αγία Βαρβάρα».

Πράγματι, η μητέρα σηκώνει το παιδί και, μισοκοιμισμένο, το παίρνει αγκαλιά, φτάνει στην Αγία Βαρβάρα, και το ρίχνει στα κρύα νερά. «Ααα, μαμά είσαι ηλίθια», φωνάζει το παιδί και η μητέρα, τρελή από την χαρά της, σπεύδει να το πει σε όλους.

Κάνει αμέσως κοινοποίηση στις «ελληνίδες μανούλες», για να εισπράξει στη στιγμή εκατοντάδες «λάικ». Παίρνει το τηλέφωνο, πρώτα, και το παιδί, ύστερα, και τρέχει στο σπίτι, όπου την περιμένει ο σύζυγος.

«Γιώργο, το γιατρικό έπιασε, το παιδί μίλησε».
«Αλήθεια; Και τι είπε;»
«Είπε, μαμά είσαι ηλίθια».
«Και πολύ καλά σου είπε, αφού πήρες το παιδί που μιλάει».

Το άλλο πουλάκι:
Το παιδί θα μιλήσει!

Αυτό είναι το γεγονός των ημερών, που μας έφερε στη σκέψη όλα τα παραπάνω. Όχι μόνον επειδή θα μιλήσει –αυτό τουλάχιστον περιμένουμε όλοι- αλλά επειδή πρόκειται και για το συγκεκριμένο «παιδί».

Καταλάβατε, φαντάζομαι, ότι αναφέρομαι στον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος, σύμφωνα με την ειδησεογραφία, «πρόκειται να σπάσει την σιωπή του, ύστερα από δέκα χρόνια». Σας διαβάζω, για να μην μεταφέρω ανακρίβειες:

«Την Τετάρτη, 26 Ιουνίου, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής θα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη ενόψει της παρουσίασης από την Διοικούσα Επιτροπή των υποψήφιων βουλευτών του κόμματος στην Α΄ και Β΄ ομώνυμη εκλογική Περιφέρεια, σε ειδική εκδήλωση στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο. 

Κατά τις πληροφορίες, ο Κώστας Καραμανλής, για πρώτη φορά, θα ανέβει στο βήμα και θα κάνει δημόσια παρέμβαση με ομιλία, απευθύνοντας κάλεσμα στήριξης για τις εκλογές τής 7ης Ιουλίου. 

Στις προηγούμενες προεκλογικές αναμετρήσεις, περιοριζόταν είτε σε γραπτή δήλωση στήριξης, είτε σε δήλωση σε τηλεοπτικά κανάλια. Ο πρώην πρωθυπουργός αναμένεται να μιλήσει και να ζητήσει από τους πολίτες να στηρίξουν τη Νέα Δημοκρατία, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να υπάρξει μια ισχυρή κυβέρνηση μετά τις εθνικές εκλογές». 

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Το φαντάζεστε;

Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι ο Έλληνας που έβγαλε τα πιο ξεκούραστα λεφτά, τα τελευταία χρόνια. Είναι (τον κάνανε κάποιοι) βουλευτής και δεν έχει βγάλει μιλιά, να πάρει θέση για κάποιο από τα θέματα που απασχολούν τον τόπο.

Μου αρέσει που υπάρχουν πολίτες οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους «καραμανλικούς» και εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός αποτελεί μια εφεδρεία, την πιο χρυσή εφεδρεία της χώρας. 

Υποτίθεται ότι οι εφεδρείες υπάρχουν για να χρησιμοποιούνται όταν η κατάσταση χειροτερεύει, όταν εκείνοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή δεν επαρκούν για να αποτρέψουν τον κίνδυνο και… να γυρίσουν το ματς.

Εδώ όμως έχουμε μια «χρυσή» εφεδρεία, η οποία περιμένει να καθαρίσει ο αγώνας για να ριχτεί στη μάχη. Να γίνει η θάλασσα γιαούρτι, για να πιάσει κι αυτός το κουτάλι και να δώσει τη δική του μάχη.

Τι να πεις; Σ’ αυτόν τον τόπο υπάρχουν πολλοί που έκαναν καριέρα με το όνομά τους. Πιστεύω ότι η συγκεκριμένη περίπτωση είναι η πιο κραυγαλέα, και όχι μόνο γιατί δεν ήταν απευθείας απόγονος -μιλάμε για ανιψιό.

Είναι η πιο κραυγαλέα επειδή όσο ανίκανος αποδείχθηκε, τόσο περισσότερο ορκισμένοι είναι οι θαυμαστές και οι ακόλουθοί του, οι οποίοι εξακολουθούν να τον κρατούν στην επικαιρότητα, χωρίς ο ίδιος να κουνήσει το δαχτυλάκι του.

Και μόνο να σκεφτείς ότι γίνεται είδηση το γεγονός πως ΘΑ μιλήσει σε μια εβδομάδα…
 Δεν τον λες και φαφλατά!

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

190620 ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Πώς θα πάμε στις κάλπες;

Το ερώτημα δεν είναι… πρακτικό, δηλαδή δεν αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο θα πάμε να ψηφίσουμε –ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο. Θα υπολογίσει και τα έξοδα και θα πάει, γιατί αυτό επιτάσσει το καθήκον απέναντι στη δημοκρατία.

Άλλο θέλω να πω. Κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει συνήθως ένα διακύβευμα, ένα δίλημμα, αν προτιμάτε, βάσει του οποίου οι ψηφοφόροι τοποθετούνται προεκλογικά και… τοποθετούν το ψηφοδέλτιο μέσα στον φάκελο και την κάλπη.

Εκτός από εκείνους που είναι ορκισμένοι ψηφοφόροι κάποιου κόμματος, που ό,τι και να συμβεί εκείνο θα ψηφίσουν, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους το σκέφτονται (ή το έχουν σκεφτεί) με βάση αυτό το διακύβευμα.

Το οποίο μπορεί να είναι υπαρκτό, μπορεί όμως και όχι. Συνήθως είναι εκείνο που θέτουν προεκλογικά στους πολίτες τα δυο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία –γι’ αυτό μιλήσαμε και για δίλημμα.

Το καθένα από τα κόμματα αυτά οφείλει να παρουσιάσει ένα «αφήγημα», έναν λόγο δηλαδή για τον οποίο οι ψηφοφόροι πρέπει να το προτιμήσουν έναντι του αντιπάλου του. Το αφήγημα αυτό μπορεί να είναι τελείως απλοϊκό.

Δηλαδή η μεν (αξιωματική) αντιπολίτευση να λέει «ψηφίστε εμάς για να φύγουν αυτοί και να τα αλλάξουμε όλα», η δε κυβέρνηση να ζητά την ψήφο των πολιτών «για να συνεχιστεί το έργο μας και να μην αλλάξουμε δρόμο».

Εννοείται «τώρα που μπήκαμε στον σωστό και όλα πάνε κατ’ ευχήν». Όπως καταλαβαίνετε, πάντοτε η αντιπολίτευση βρίσκεται σε κάπως πιο πλεονεκτική θέση, σε σχέση με την κυβέρνηση. Λογικό αυτό!

Διότι οι πολίτες ποτέ δεν είναι ευχαριστημένοι. Ό,τι και να κάνει εκείνος που έχει την εξουσία, πάντα θα υπάρχουν οι γκρινιάρηδες, και δεν είναι λίγοι, που θα πιστεύουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα.

Έρχεται, λοιπόν, ο άλλος και σου λέει ψήφισε εμένα να τα αλλάξω. Αν μπορέσει μάλιστα και διερευνήσει πού ακριβώς εστιάζεται η δυσαρέσκεια των πολιτών, τότε μπορεί να κάνει και πιο συγκεκριμένες προτάσεις.

Το άλλο πουλάκι:
Η κυβέρνηση τι να πει;

Έκανα λάθη και σας στεναχώρησα, αλλά τώρα το κατάλαβα και θα διορθωθώ την επόμενη τετραετία; Γι’ αυτό η συνήθης πρακτική είναι να απειλεί τους πολίτες πως, αν έρθουν οι άλλοι, όλα θα γίνουν χειρότερα.

Έχει βέβαια και η (εκάστοτε) κυβέρνηση τις δικές της «αβάντες». Μέσω του κυβερνητικού μηχανισμού μπορεί να διορίζει ή να πραγματοποιεί ρουσφέτια, δημιουργώντας έτσι μια κρίσιμη μάζα δικών της ψηφοφόρων.

Έχει πάντοτε έναν αξιοσέβαστο αριθμό πολιτών οι οποίοι επωφελούνται με διάφορους τρόπους από το γεγονός ότι βρίσκονται κοντά στη εξουσία και δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να αλλάξει αυτό.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα περιμένουμε να δούμε ποιο είναι το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών. Τι λέει η καθεμιά από τις δυο παρατάξεις που φιλοδοξούν να σχηματίσουν κυβέρνηση στις 8 Ιουλίου.

Και οι δύο «παίζουν στο ταμπλό» που περιγράψαμε προηγουμένως, όχι όμως το ίδιο δυνατά. Ας ξεκινήσουμε από την αντιπολίτευση, της οποίας το ισχυρό χαρτί σ’ αυτές τις εκλογές είναι… η κυβέρνηση.

Όπως την προηγούμενη φορά (για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με εντελώς διαφορετικό τρόπο) ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύτηκε την δυσαρέσκεια, την «αγανάκτηση» του κόσμου, τώρα κάνει το ίδιο η Νέα Δημοκρατία.

Δημιούργησε, λοιπόν, ένα αρκετά ισχυρό αφήγημα, που εστιάζεται στα σημεία εκείνα για τα οποία υπάρχει η μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Την ασφάλεια των πολιτών, τη μείωση των φόρων και την προσέλκυση επενδύσεων.

Το αφήγημα αυτό το χαρακτηρίσαμε ισχυρό, γιατί έχει μερικά πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι (δηλαδή φαίνεται) απλό, εφικτό και περιέχει ένα στοιχείο αυτοαναφορικότητας, δηλαδή δυνατότητα αυτοχρηματοδότησης.

(Υποτίθεται ότι) η μείωση των φόρων θα φέρει την αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα φέρουν πλούτο, έτσι ώστε να ισοσκελιστούν τα (μειωμένα, λόγω μικρότερων φόρων) έσοδα του κράτους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και ο ΣΥΡΙΖΑ;

Δυστυχώς γι’ αυτόν, το αφήγημά του δεν είναι καθόλου ισχυρό. Κατ’ αρχάς είναι τελείως ετεροπροσδιορισμένο: Μην ψηφίζετε τον Μητσοτάκη, γιατί θα σας βάλει να δουλεύετε εφτά ημέρες την εβδομάδα.

Επιμένουν τόσο πολύ σ’ αυτό, που, έτσι και ο Μητσοτάκης δεν είχε κάνει εκείνη τη δήλωση (η οποία άλλα λέει, βέβαια) νομίζει κανείς ότι δεν θα είχαν τίποτε άλλο να πουν για να προσελκύσουν, ή να μην χάσουν, ψηφοφόρους.

Επειδή δεν θέλω να είμαι άδικος, το ψάχνω λίγο περισσότερο και διαβάζω στο πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ: «Στήριξη της κοινωνίας, ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Όχι στην επιστροφή στις πολιτικές και τις πρακτικές που χρεοκόπησαν τη χώρα».

Το πρώτο μέρος ασαφές και γενικόλογο, που μπορεί όμως να καταλάβει κανείς τι εννοεί, αν δει την (προεκλογική, κυρίως) επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης. Ποια είναι όμως η «πραγματική οικονομία» κατά τον ΣΥΡΙΖΑ;

Ποιες είναι οι πολιτικές και οι πρακτικές που χρεοκόπησαν τη χώρα, στις οποίες δεν πρέπει να επιστρέψουμε; Οι αθρόες προσλήψεις (και μάλιστα ημετέρων) στο Δημόσιο, καθώς και η  παντελής απουσία αξιολόγησης;

Οι «επιχειρήσεις» του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα που εξακολουθούν να μπαίνουν μέσα; Οι συνταξιοδοτήσεις σε «νεαρή» ηλικία που ισχύουν ακόμη; Η ίδρυση περισσότερων νέων Πανεπιστημίων (πια) και σχολών σε κάθε… χωριό;

Για να μην «επιστρέψουμε» σε όλα αυτά (και σε πάρα πολλά άλλα), θα πρέπει πρώτα να… απομακρυνθούμε, να πάψουμε δηλαδή όχι μόνο να τα εφαρμόζουμε, αλλά και να σκεφτόμαστε με βάση τη λογική τους.

Θα το κάνουμε;
 Το αφήγημα θέλει καλούς αφηγητές!

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

190619 ΦΥΛΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Τι είναι σεξισμός;

Θυμάμαι ότι αναφερθήκαμε και άλλη φορά στο θέμα, πιστεύω όμως ότι είναι από εκείνα στα οποία οφείλουμε να επανερχόμαστε, ευκαιρίας δοθείσης. Θα το κάνω σήμερα με αφορμή δύο δημοσιεύματα και μια συζήτηση.

Ας ξεκινήσουμε όμως με τον ορισμό, έναν από τους ορισμούς που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σε σελίδες σχετικές με (και ευαίσθητες στα) θέματα δικαιωμάτων, που τόσο υποφέρουν τα καημένα στις μέρες μας.

Κυρίως από τους υπερασπιστές τους, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα που θα την κάνουμε κάποια άλλη φορά. Έχει όμως σχέση και με όσα θα συζητήσουμε σήμερα. Σεξισμός, λοιπόν, είναι…

«Το σύνολο των προκαταλήψεων και συμπεριφορών που πηγάζουν από τη βίαιη -δηλαδή, αυθαίρετα άνιση- δυιστική ιδεολογία, η οποία βασίζεται στο διαχωρισμό των φύλων σε αρσενικό και θηλυκό.

Έτσι το ένα εκ των δύο φύλων θεωρείται βιολογικά, ηθικά, διανοητικά και πνευματικά υποδεέστερο του άλλου, επιτρέποντας, ή και θεσμοθετώντας, τις εναντίον του συστηματικές διακρίσεις, αρνητικές ή φοβικές κρίσεις, φυσικούς περιορισμούς ή και εκδηλώσεις μίσους.

Ο σεξισμός αφορά στις πεποιθήσεις που οδηγούν σε αυθαίρετες διακρίσεις κατά των γυναικών, με βάση τα στερεότυπα του φύλου τους και μόνο, στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας, όπως αυτή πραγματώνεται με διάφορες μορφές ανά τον κόσμο.

Η πατριαρχική κοινωνία δε -το είδος της κοινωνίας που στηρίζεται στην ιδέα της “φυσικής” ανωτερότητας του άνδρα και ιεραρχεί τις κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές δομές της με γνώμονα την πρωτοκαθεδρία του αρσενικού ενάντια στο θηλυκό-

…αποτελεί και το γενεσιουργό πλαίσιο για τις σεξιστικές ιδεολογίες και συμπεριφορές, αλλά και το αποτέλεσμα του συνόλου των πρακτικών αυτών στη διάρκεια των αιώνων». Αυτά και ελάτε τώρα να πούμε για τα δημοσιεύματα.

Έστειλα σε φίλους που έχουμε αλληλογραφία ένα άρθρο - σχόλιο του Στέφανου Κασιμάτη από την «Καθημερινή», σχετικά με την απομάκρυνση του κ. Βενιζέλου από το ΚΙΝΑΛ (που ο σχολιαστής επιμένει να το λέει ΠΑΣΟΚ). Το σχόλιο τελείωνε ως εξής:

«Εν πάση περιπτώσει, το ΠΑΣΟΚ τελειώνει και τυπικά με την εκπαραθύρωση του Βενιζέλου, η ΠΑΣΟΚάρα όμως έχει πάντα εφεδρείες και, επομένως, μέλλον. Αν κατάλαβα σωστά, η Βάνα Μπάρμπα στηρίζει αναφανδόν Φώφη και διατίθεται να εκτεθεί, όπως πάντα».

Δύο πολύ καλοί φίλοι μού απάντησαν πως βρίσκουν το συγκεκριμένο σημείο σεξιστικό για την κυρία Βάνα Μπάρμπα (και γενικά το σχόλιο για την κ. Φώφη Γεννηματά). Έχουν δίκιο; Το βλέπετε κι εσείς έτσι;

Το άλλο πουλάκι:
Εγώ λέω όχι!

Και μπορώ να το αποδείξω, κάνοντας ένα πολύ απλό τεστ. Πάρτε το ίδιο ακριβώς σχόλιο και αλλάξτε το όνομα της ηθοποιού Βάνας Μπάρμπα με κάποιο ενός άνδρα συναδέλφου της. Αλλάζει τίποτε; Υπάρχει κάτι που δεν στέκεται;

Θέλω να πω, μπορεί ο καθένας να συμφωνεί ή όχι με το σχόλιο, αυτό όμως δεν στηρίζεται καθόλου στο γεγονός ότι η Βάνα Μπάρμπα είναι γυναίκα, αλλά σε κάποια άλλα γνωρίσματά της που κατά τον σχολιαστή διαθέτει.

Κατ’ άλλους μπορεί να μην υπάρχουν, οπότε έχουν κάθε δικαίωμα να θεωρούν το σχόλιο άστοχο, ατυχές, ανόητο ή οτιδήποτε άλλο. Όχι όμως σεξιστικό. Η ηθοποιός δεν (κατα)κρίνεται για το φύλο της ή για χαρακτηριστικά που προκύπτουν από αυτό.

Είπαμε όμως ότι θα μιλήσουμε και για ένα άλλο δημοσίευμα σχετικό με το θέμα μας. Το βρήκα κι αυτό στην «Καθημερινή» και μιλάει για μια γυναίκα, την Μαριλίζα Σηφάκη, η οποία υπηρετεί(;) στο Λιμενικό Σώμα.

Η ιστορία της, με δυο λόγια, έχει ως εξής. Κάποια στιγμή πήρε μέρος σε διαγωνισμό για να καταταγεί στο Λιμενικό, που ήταν γι’ αυτήν όνειρο ζωής. Στις εξετάσεις τα πήγε πολύ καλά, κόπηκε όμως σε δύο αγωνίσματα.

Το ενδιαφέρον είναι ότι στα συγκεκριμένα αγωνίσματα, οι γυναίκες υποψήφιες, 252 τον αριθμό, απέτυχαν να πιάσουν το όριο σε ποσοστό κοντά στο 80%, ενώ οι 223 άνδρες συνυποψήφιοί τους μόλις στο 12%.

Τα όρια, όπως καταλαβαίνετε, ήταν κοινά, πράγμα που δεν συνέβαινε σε παλαιότερους διαγωνισμούς. Μια δικηγόρος στην οποία προσέφυγαν οι υποψήφιες, θεώρησε ότι κάτι τέτοιο συνιστά διάκριση σε βάρος των γυναικών.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Το δικαστήριο συμφώνησε!

Η Μαριλίζα Σηφάκη, λοιπόν, ξαναδιαγωνίστηκε με νέα, χαμηλότερα όρια και πέτυχε να περάσει στο Λιμενικό Σώμα, όπου υπηρετεί από το 2016, όταν τελείωσε την εκπαίδευσή της.
Το υπουργείο όμως είχε ασκήσει έφεση στη δικαστική απόφαση.

Το ΣτΕ, λοιπόν, πριν από λίγο καιρό, εξέδωσε απόφαση με την οποία θεωρεί ότι κακώς βρίσκεται στο Λιμενικό Σώμα. Ξέρετε, από εκείνες τις αποφάσεις που έρχονται να φέρουν τα πάνω κάτω, μετά όμως από αρκετά χρόνια.

Εδώ, όπως καταλαβαίνετε, υπάρχει ένα θέμα σχετικό με τον σεξισμό. Είναι σωστό άνδρες και γυναίκες να διαγωνίζονται σε ίδια όρια, όταν όλοι ξέρουμε ότι στον αθλητισμό είναι τελείως διαφορετικές οι επιδόσεις τους;

Από την άλλη, κατά την υπηρεσία τους, θα κληθούν να κάνουν την ίδια δουλειά, η οποία απαιτεί π.χ. να καταδιώξουν κάποιον. Είναι σωστό να προσλαμβάνονται με διαφορετικές προϋποθέσεις, έχοντας δηλαδή διαφορετικές ικανότητες;

Όταν μέσα στα καθήκοντα είναι και η φυσική «δράση» (διότι δεν φαντάζομαι να προσλαμβάνονται για διαφορετικές θέσεις, πράγμα που θα αποτελούσε επίσης σεξισμό) τότε γιατί να μην εξετάζονται επί ίσοις όροις;

Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου εύκολη υπόθεση η προσέγγιση τέτοιων θεμάτων και, ακόμη και η αναγνώριση αυτής της δυσκολίας, ο προβληματισμός μας γι’ αυτά, συνιστά απόδειξη της ευαισθησίας μας απέναντί τους.

Ας μην τα αδικούμε κι ας μην αδικούμε τον εαυτό μας κάνοντάς τα «αλατοπίπερο»!
 Μια… φυλική συζήτηση!

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

190618 ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Τους εμπιστεύεστε;

Πολύς λόγος γίνεται και πάλι αυτές της μέρες, με αφορμή τα δημοσιεύματα περί «Ρασπούτιν», για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Δικαιοσύνη στη χώρα μας. Ο προβληματισμός δεν είναι χωρίς αιτιολογία.

Από τη μια έχουμε υποθέσεις και «προκλητικές» αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων που προφανώς έρχονται σε αντίθεση με το περί δικαίου αίσθημα που διαθέτουν (και πρέπει να διαθέτουν) οι πολίτες.

Αποφάσεις που μπορεί να στηρίζονται στο νομικό πλαίσιο που υπάρχει, όμως αυτό είναι δύσκολο να το αντιληφθεί ο καθένας, όπως και το να δικαιολογήσει την ύπαρξη τόσων αναχρονιστικών νόμων που δεν έχουν θέση στη σημερινή πραγματικότητα.

Από την άλλη έχουμε την κουβέντα για μια συνεχή προσπάθεια παρέμβασης του πολιτικού συστήματος στη Δικαιοσύνη, κυρίως μέσω των επιλογών των Ανώτατων Δικαστών, κάτι που συνιστά, φυσικά και μια προφανή και μεγάλη αντίφαση.

Διότι, αν ακούσει κανείς την πολιτική ηγεσία όλων των κομμάτων σε σχετικές συζητήσεις ή ευκαιριακές τοποθετήσεις, θα διαπιστώσει πως αυτοί οι άνθρωποι έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στους δικαστές της χώρας.

Όταν όμως έρχεται η ώρα για τις τοποθετήσεις στην κορυφή του δικαστικού σώματος, τότε διαπιστώνουμε ότι η εμπιστοσύνη αυτή δεν είναι ίδια απέναντι σε όλους, αφού συχνά «τρώγονται» πολλοί προκειμένου να πάρουν τη θέση οι εκλεκτοί.

Σ’ αυτό το κλίμα έρχονται να προστεθούν, κατά καιρούς, και οι εκ των έσω παρεμβάσεις και αποκαλύψεις, δηλώσεις, δηλαδή, και σχόλια των ίδιων των δικαστών, που μειώνουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη.

Όπως πρόσφατα με την υπόθεση NOVARTIS και την καταγγελία για ύπαρξη ενός «Ρασπούτιν» ο οποίος κατηύθυνε να νήματα των ερευνών και των ανακρίσεων προς συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Παρεμπιπτόντως, καλά θα κάνουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί πιο ειδικά, να διαβάσουν λίγα περισσότερα για την ζωή του Ρασπούτιν και, κυρίως, για τον θάνατό του, έστω και από τις σύντομες αναφορές που υπάρχουν στο διαδίκτυο.

Θα διδαχθούν πάρα πολλά για τον τρόπο με τον οποίο η απουσία μόρφωσης και η πίστη σε δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να παραδοθούν κυριολεκτικά σε αδίστακτους και θρασύτατους εκμεταλλευτές.

Το άλλο πουλάκι:
Τελικά, έχουμε εμπιστοσύνη;

Διότι και εδώ εντοπίζεται μια πολύ μεγάλη αντίφαση (πράγμα καθόλου παράξενο βέβαια, όταν μιλάμε για τον πιο έξυπνο λαό του κόσμου) ανάμεσα σε όσα δηλώνουμε ότι πιστεύουμε και σε όσα πράττουμε.

Από τη μια η εμπιστοσύνη που έχουμε στη Δικαιοσύνη δεν είναι και αξιοζήλευτη, και από την άλλη, για ψύλλου πήδημα τρέχουμε στα δικαστήρια να βρούμε το δίκιο μας, πηγαίνοντας όλο και… ψηλότερα, μέχρι να δικαιωθούμε.

Θέλετε κι άλλα παραδείγματα; Ο πρώτος θεσμός στον οποίο οι Έλληνες δείχνουμε την μεγαλύτερη εμπιστοσύνη (89%) είναι ο στρατός. Ε, γι’ αυτό κανείς δεν θέλει το παιδί του να πάει στρατιώτης και, αν αυτό συμβεί, βάζει μέσον για καλύτερη θητεία.

Ο δεύτερος θεσμός (72%) είναι η αστυνομία (αυτούς που αποκαλούμε «μπάτσους» κ.λπ.) γι’ αυτό και μόλις τους δούμε στον δρόμο αναβοσβήνουμε από τη χαρά μας τα φώτα, για να τους προσέξουν και οι απέναντι και να χαρούν κι εκείνοι.

Ο τρίτος θεσμός τον οποίο εμπιστευόμαστε (66%) είναι τα σχολεία. Έχουμε τόση εμπιστοσύνη σ’ αυτά που όλοι στέλνουμε τα παιδιά μας στα φροντιστήρια. Ο τέταρτος είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εδώ απλώς γελάμε.

Η δικαιοσύνη και οι δικαστές δεν τα πάνε άσχημα. Βρίσκονται στην ένατη θέση (από τις είκοσι τρεις) πολύ μακριά από τις τελευταίες στις οποίες βρίσκονται τα κόμματα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, η τηλεόραση και οι εφημερίδες.

Εκείνο που πρέπει όμως όλοι να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι, στην περίπτωση της Δικαιοσύνης δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις. Τα κόμματα βρίσκονται στην τελευταία θέση, αλλά μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτά.

Αντί για την τηλεόραση και τις εφημερίδες, μπορούμε να επιλέξουμε το ραδιόφωνο (βρίσκεται ακριβώς πάνω από τη Δικαιοσύνη) ή άλλα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, όπως το διαδίκτυο, που δεν υπάρχει στην έρευνα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εναλλακτική δικαιοσύνη δεν υπάρχει!

Μην ακούτε εκείνους που λένε ότι, όπως κάναμε με τους διαιτητές που καλέσαμε ξένους να διαιτητεύσουν τους αγώνες, μπορούμε να κάνουμε και με τα δικαστήρια καλώντας ξένους δικαστές να μας δικάζουν.

Στη Δικαιοσύνη και στους δικαστές οφείλουμε να έχουμε εμπιστοσύνη. Θα έλεγε κανείς ότι είναι υποχρέωση των πολιτών, αν θέλουν να λέγονται δημοκρατικοί πολίτες που ενδιαφέρονται για την προάσπιση των θεσμών. 

Βεβαίως, το έχουμε πει πολλές φορές, η εμπιστοσύνη είναι κάτι που μπορεί κανείς όχι να την απαιτήσει, αλλά να την εμπνεύσει, μπορεί να την κερδίσει, μέσα από επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία.

Σ’ αυτό οφείλουν να συμβάλουν όχι μόνο οι άνθρωποι του δικαστικού σώματος, αλλά όλοι όσοι έχουν οποιονδήποτε θεσμικό, δηλαδή διαπαιδαγωγικό ρόλο, στην κοινωνία. Το πώς γίνεται αυτό είναι γνωστό από παλιά.

Εμπιστοσύνη στις λειτουργίες και τις αποφάσεις, ιδίως όταν αυτές δεν είναι της αρεσκείας μας. Αποφυγή των με οποιαδήποτε μορφή παρεμβάσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης. Εκλογή των Ανωτάτων Δικαστών από τους ίδιους.

Σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητος και όλων των δικαιωμάτων όσων και όποιων πολιτών βρίσκονται απέναντι στη Δικαιοσύνη, ακόμη και εκείνων που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα που αποδεδειγμένα έπραξαν.

Βεβαίως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι το μεγαλύτερο βάρος για τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης πέφτει στους ίδιους τους δικαστές. Που μπορούν να κάνουν πολλά προκειμένου η Δικαιοσύνη να απονέμεται σωστά και γρήγορα.
 Έστι δίκης οφθαλμός!