Το
ένα πουλάκι:
Τι έκανες στον πόλεμο,
μπαμπά;
Ωραιότατη κωμωδία του 1966,
γυρισμένη από τον Μπλέικ Έντουαρτς. Θυμόσαστε. Ένας λόχος «άσ’ τα να πάνε», υπό
την διοίκηση ενός φανατισμένου λοχαγού, διατάσσεται να καταλάβει ένα μικρό
ιταλικό χωριό.
Η ιταλική φρουρά παραδίνεται
άνευ όρων ή μάλλον με έναν όρο. Να τους αφήσουν να διοργανώσουν μια ολονύκτια
γιορτή και την άλλη μέρα να παραδοθούν.
Στην γιορτή, όπου το κρασί
ρέει άφθονο και τα κορίτσια είναι να τα πιεις στο ποτήρι, χάνεται ο έλεγχος…
Υπάρχει όμως και η άλλη
ταινία, η περίφημη πλέον δουλειά του Ντίνου Κατσουρίδη «Τι έκανες στον πόλεμο,
Θανάση», γυρισμένη το 1971 και βραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Πού τα θυμήθηκα, τώρα, όλα
αυτά και το έριξα στον κινηματογράφο;
Δεν ξέρω. Οι ταινίες μού
προέκυψαν, εγώ στο ερώτημα ήθελα να σταθώ, όμως να το παραφράσω λίγο, ώστε να
είναι πιο επίκαιρο. Τι έκανες στην κρίση, μπαμπά; Τι έκανες στην κρίση, Θανάση,
Γιώργο, Μαρία, Ελένη;
Όπως καταλαβαίνετε το ερώτημα
είναι διττό. Από τη μια μεριά εννοεί, ρωτάει δηλαδή, για τους τρόπους με τους
οποίους αντιμετωπίζει κάποιος, ο καθένας μας, την οικονομική κρίση, τις
περικοπές του μισθού ή της σύνταξης του, την ανεργία, το ακριβό πετρέλαιο, την
άθλια κατάσταση στην περίθαλψη…
Από την άλλη ζητά να μάθει
για το πώς αντέδρασε ο καθένας σ’ αυτή την κατάσταση, πόσο επηρεάστηκε, όχι το
επίπεδο διαβίωσής του, αλλά ο τρόπος σκέψης του, τι κράτησε και τι πέταξε από
τις παλιές του βεβαιότητες, με ποιους συμμάχησε και ποιους θεώρησε εχθρούς, τι
παρακαλούσε (από μέσα του) να γίνει στις διάφορες κρίσιμες ψηφοφορίες στου
βουλή…
Ξέρετε, οι απαντήσεις στο
ερώτημα που, τελικά, ο καθένας θέτει στον εαυτό του, θα τον στοιχειώνουν μια
ολόκληρη ζωή, άσχετα από το ποια έκβαση θα έχει αυτή η περιπέτεια.
Διότι, εκτός από εκείνα που
θα γράψει η επίσημη ιστορία, για τη στάση των κομμάτων, τις θέσεις των
πολιτικών αρχηγών και των βουλευτών, τη συμπεριφορά των δημοσίων προσώπων,
υπάρχουν κι αυτά που θα αποτυπωθούν στη μικρή προσωπική διαδρομή του καθενός
μας.
Το
άλλο πουλάκι:
Πολύ την ψάχνεις.
Για κάποιους άλλους τα
πράγματα είναι πολύ απλά. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι αν θα καταγραφούν
στις μνημονιακές ή τις αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Και αυτό είναι πολύ εύκολο να
γίνει.
Αν είσαι παρών στις απεργίες,
τις συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια βρίσκεσαι στην πλευρά των
αντιμνημονιακών. Θα μπορείς στο μέλλον κα καυχιέσαι πως, όταν οι κυβερνήσεις,
πιεζόμενες από την Τρόικα και τους Γερμανούς, έκοβαν μισθούς και συντάξεις, εσύ
έδινες τη μάχη να μην αλλάξει τίποτε για μισθωτούς κι εργαζομένους.
Αν πάλι βλέπεις με
σκεπτικισμό τέτοιου είδους κινητοποιήσεις στις μέρες που ζούμε, αν αναρωτιέσαι
για το πού μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα, τότε έχεις θέσει αυτόν με τους
μνημονιακούς.
Στο μέλλον πιθανότατα να
ντρέπεσαι που πίστεψες πως με μνημόνια και εφαρμοστικούς νόμους κάτι θα αλλάξει
και η χώρα θα βγει από την κρίση.
Βέβαια, το πρόβλημα βρίσκεται
αλλού.
Και οι δύο στάσεις, καθώς και
το τι θα αποφανθεί για την καθεμιά τους το μέλλον, προϋποθέτουν την ύπαρξη… μέλλοντος.
Έτσι, ίσως η λύση του
προβλήματος να μην εντοπίζεται καμιά από τις δύο αυτές τοποθετήσεις.
Ίσως στο τέλος να «σωθούν»,
όσοι στις δύσκολες αυτές μέρες, έκαναν κάτι άλλο, έγραφαν, ας πούμε, ποιήματα.
Ή διοργάνωναν βραδιές για να
παρουσιαστούν κάποια ποιήματα στο κοινό, όπως η βραδιά που διοργάνωσε ο ΣΦΓΤ,
το Σάββατο, για την παρουσίαση της πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Κυριάκου
Συφιλτζόγλου.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
«Μισές αλήθειες».
Γιατί η αλήθεια πάντοτε είναι
μισή. Η άλλη μισή μπορεί να βρίσκεται στην… Κίνα ή να την κατέχουν όσοι
πιστεύουν το ακριβώς αντίθετο μ’ εσένα.
Με τη δεύτερη ποιητική του
συλλογή, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου πήδηξε από… το «ύψος των περιστάσεων» και
στάθηκε στα πόδια. Όχι γιατί είναι «γάτα», αλλά γιατί αγαπάει να πατάει σταθερά
στη γη.
Αναφέρθηκαν πολλά και ωραία
κατά την παρουσίαση του βιβλίου του, τόσο από τους δύο ομιλητές, τον Γιώργο
Κασαπίδη και τη Γεωργία Τριανταφυλλίδου, όσο και από το κοινό που γέμισε την
αίθουσα του Ωδείου.
Θα σας πω κάτι που δεν
ακούστηκε δημοσίως.
Όταν τελείωσε η βραδιά,
πλησίασε κάποιος τον ποιητή και του εξομολογήθηκε:
«Όταν διαβάζω ένα ποίημά σου,
νιώθω σαν να βρίσκομαι εκεί την ώρα που γράφεται, σαν το ποίημα να
δημιουργείται εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπροστά στα μάτια μου.
Ποιος ξέρει πού θα κατατάξει
άραγε, το μέλλον όλους αυτούς που το βράδυ του Σαββάτου, σε μέρες κρίσης,
απολάμβαναν την κουβέντα με τον Κυριάκο Συφιλτζόγλου και συζητούσαν για ποίηση;
Γιατί, να μου το θυμηθείτε, η
ποίηση –ειδικά αυτή- έχει πολύ μέλλον.
Κάναμε, άραγε, το καθήκον μας; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου