ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

160229 ΕΝΤΡΟΜΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Φοβάμαι τις δημοσκοπήσεις.

Το ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος. Τις δημοσκοπήσεις τις φοβούνται όλοι κατά καιρούς, αναλόγως από τα αποτελέσματα των μετρήσεων. Δεν είναι όμως ίδιοι οι λόγοι για τους οποίους τις φοβάμαι κι εγώ.

Θα έχετε προσέξει ότι, τις τελευταίες μέρες, βλέπουν το φως αρκετές τέτοιες μετρήσεις, που δείχνουν μια διαφοροποίηση στις επιλογές του εκλογικού σώματος. Θα έχετε προσέξει επίσης ότι οι μετρήσεις αυτές προβάλλονται από τα συστημικά Μέσα και μόνον από αυτά.

Όταν τα αποτελέσματα ήταν διαφορετικά, παρακολουθούσαμε πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις και από τα υπόλοιπα Μέσα, εκείνα που δεν θεωρούνται συστημικά και διαπλεκόμενα. Βεβαίως, και τα συστημικά Μέσα πάλι τότε παρουσίαζαν τις δημοσκοπήσεις, αυτό όμως έχει την εξήγησή του.

Διότι, όπως μάθαμε μελετώντας τη συμπεριφορά πολλών αριστερών υπουργών, σημασία δεν έχει τι κάνεις, αλλά το… mood, πώς το λέτε εδώ στην Ελλάδα, η διάθεση με την οποία το κάνεις. Μπορεί δυο υπουργοί να ψηφίζουν ακριβώς τον ίδιο νόμο, όμως για τους πολίτες μετράει το γεγονός ότι ο ένας το κάνει με χαρά, ενώ ο άλλος με πόνο ψυχής.

Έτσι και τα συστημικά Μέσα. Παρουσίαζαν μεν τις δημοσκοπήσεις που έδειχναν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, όμως το έκαναν με βαριά καρδιά, όπως ένας αριστερός υπουργός ψηφίζει κάποιο προαπαιτούμενο Μνημονίου.

Τώρα που παρουσιάζουν τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν να προηγείται η Νέα Δημοκρατία, το κάνουν με τον τρόπο που τον ίδιο νόμο θα τον ψήφιζε ένας μνημονιακός υπουργός.
Δεν έχει σημασία. Εμάς, είτε έτσι είναι είτε αλλιώς, οι δημοσκοπήσεις μάς τρομάζουν.

Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, εξηγείται, αν σας πούμε ότι εκείνο που μας τρομάζει δεν είναι αυτό καθαυτό το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης, αλλά το πώς θα επηρεάσει την πολιτική των κομμάτων, κυρίως της κυβέρνησης.

Πώς; Δεν ξέρατε ότι οι κυβερνήσεις κάνουν πολιτική με βάση τις δημοσκοπήσεις; Σας ζηλεύω, διότι είναι πολύ ευχάριστο να μαθαίνει κανείς πράγματα στη ζωή του. Βλέπετε, υπάρχουν πολλοί που τα ξέρουν όλα και δεν… απολαμβάνουμε πλέον αυτή τη χαρά.

Το άλλο πουλάκι:
Τι φοβόμαστε στις δημοσκοπήσεις;

Σκεφθείτε λίγο πώς αντέδρασε η προηγούμενη κυβέρνηση (τι σας θύμισα τώρα;) σ’ αυτές. Όταν είδε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει κεφάλι, ξέχασε αμέσως οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και προσπάθησε να γίνει αρεστή στους ψηφοφόρους. 

Θυμίζω ακόμη ότι έκανε το λάθος να προσπαθήσει να χτυπήσει το ανερχόμενο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα εκεί ακριβώς που υπερείχε, στον λαϊκισμό. Έτσι, τοποθέτησε ο Αντώνης Σαμαράς σε κρίσιμα υπουργεία ό,τι πιο λαϊκίστικο διέθετε, πιστεύοντας πως θα πάρει πίσω τα χαμένα ποσοστά.

Είδαμε τι πήρε, όμως η ζημιά είχε ήδη συντελεστεί. Ενώ το πράγμα έμοιαζε να μπαίνει σε κάποια τροχιά, άρχισαν τα success stories και διάφορες κουτοπονηριές που ακύρωναν στην ουσία τις όποιες μεταρρυθμίσεις, για να χαθούν εν τέλει και οι εκλογές και ό,τι είχε γίνει πριν από αυτές.

Στην παρούσα φάση, θεωρώ ότι ο κίνδυνος από τις δημοσκοπήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερος. Διότι η κυβέρνηση έχει να καλύψει δύο μέτωπα, πράγμα καθόλου εύκολο. Το πρώτο είναι το εσωκομματικό κοινό της. Και το δεύτερο το γενικό σώμα των ψηφοφόρων.

Για το πρώτο θα χρειαστεί διάφορους –συγχωρήστε μου την έκφραση- Σκουρέτηδες. Οι οποίοι θα τα βάλουν με τον διεθνή καπιταλισμό, θα μιλήσουν για ταξικές συνειδήσεις και θα αποτρέψουν κάθε προσπάθεια να πέσει ένα επενδυτικό ευρώ στο άνυδρο τοπίο της ελληνικής οικονομίας.

Συγχρόνως –είπαμε… Σκουρλέτηδες, δεν είναι ένας και δύο- θα ξαναθυμηθούν διάφορα κινηματικά, θα ανασύρουν τη ριζοσπαστική φρασεολογία, θα αναστήσουν τον ετοιμοθάνατο αντιευρωπαϊσμό, θα κλείσουν το μάτι στους αντιεξουσιαστές, θα προσπαθήσουν γενικώς να τονίσουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συγκρατήσουν το εσωκομματικό ακροατήριο και θα τονώσουν το ηθικό του.

Από την άλλη πλευρά, τα περιθώρια είναι πολύ στενά. Διότι εκεί δεν αρκεί η φρασεολογία για να συγκρατήσει ή και να επαναφέρει τους απογοητευμένους ψηφοφόρους που βρέθηκαν περιστασιακά, όπως αποδεικνύεται, στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί πήγαν εκεί για πολύ συγκεκριμένους λόγους και, αφού οι λόγοι εκλείπουν, την κάνουν για αλλού.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτούς πώς να τους κρατήσεις;

Εδώ βρίσκεται το λάθος τακτικής που επισημάναμε και άλλη φορά. Αντί να σπεύσει να κλείσει την αξιολόγηση η κυβέρνηση, προτίμησε να παίξει και πάλι το χαρτί της «σκληρής διαπραγμάτευσης», το οποίο φαίνεται ότι την πρώτη φορά της βγήκε.

Με την αξιολόγηση τελειωμένη, τώρα θα είχε και τις απαραίτητες οικονομικές ανάσες προκειμένου να δώσει κάποιο «έναντι» στους πολίτες, αλλά και κάτι σε… επαναδιαπραγμάτευση του χρέους να παρουσιάσει.

Με τη «σκληρή διαπραγμάτευση» για το ασφαλιστικό να σέρνεται, το μόνο στο οποίο μπορεί να ποντάρει είναι διάφορα οράματα και θάματα περί παράλληλου προγράμματος, στο οποίο δεν πιστεύουν ούτε και οι ίδιοι, αφού ξέρουν καλά πως θα μείνει στους σχεδιασμούς.

Ωστόσο, οι καταραμένες οι δημοσκοπήσεις, αυτές που τόσο φοβόμαστε, δείχνουν ότι κάτι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση. Κάποια κίνηση που να αναστρέφει το κλίμα φυγής. Έχω κάτι κατά νου, όμως δεν το λέω, γιατί θα κατηγορηθώ ότι δίνω ιδέες.

Βέβαια, το σωστό θα ήταν να αγνοήσουν τελείως τις δημοσκοπήσεις και να προχωρήσουν με συνέπεια εφαρμόζοντας εκείνα για τα οποία δεσμεύτηκαν και με βάση τα οποία πήραν την ψήφο του κόσμου τον Σεπτέμβριο.

Αυτό δεν είναι και το επιχείρημά τους στις διαμαρτυρίες όσων πλήττονται από τα μέτρα;
Στροφή!

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

160226 ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Και πάλι για τις συντάξεις…

Διαβάζω τελευταία πολλές απόψεις που η καθεμία διεκδικεί για τον εαυτό της τον χαρακτηρισμό της ρεαλιστικής. Οι περισσότερες περιλαμβάνουν κάποια στοιχεία που θα ήθελα να τα συζητήσουμε. Οι πιο σοβαρές καταλήγουν και σε μια πρόταση που θα τη δούμε στο τέλος.

Πρέπει, λένε οι απόψεις αυτές να συμφωνήσουμε σε κάποια «δεδομένα», εκεί έγκειται και το στοιχείο του ρεαλισμού. Το πρώτο είναι πως… δεν πάει άλλο. Δεν υπάρχει πεδίο όπου το γνωστό «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» να ταιριάζει περισσότερο. Ίσως επειδή στο ασφαλιστικό έχουμε βουλιάξει ήδη.

Το είπαμε κι εμείς σε άλλη σχετική κουβέντα μας. Όλοι πλέον βλέπουν την αναγκαιότητα της αλλαγής, μόνο που θέλουν να μην επηρεάσει τους ίδιους, είτε στο επίπεδο των εισφορών, είτε των ορίων συνταξιοδότησης είτε σ’ εκείνο του ύψους των αποδοχών.

Δεύτερο «δεδομένο» είναι η μεγάλη ανισότητα που επικρατεί σε όλο το φάσμα των ασφαλισμένων. Υπάρχουν άνθρωποι που πλήρωσαν πολλά και παίρνουν λίγα, άλλοι που πλήρωσαν λίγα και παίρνουν πάρα πολλά και άλλοι που δεν πλήρωσαν τίποτε και παίρνουν… ό,τι παίρνουν.

Ξέρουμε όλοι πού οφείλεται αυτό. Στην τεράστια παθογένεια του πολιτικού συστήματος που ήταν (είναι;) καθαρά πελατειακό. Ο κάθε κλάδος «κέρδιζε» όσα περισσότερα μπορούσε, ανάλογα με το πόσο μπορούσε να πιέσει ή με το πόσο κοντά βρισκόταν στα κέντρα αποφάσεων. Σήμερα που όλοι (;) είδαμε τα όρια αυτού του συστήματος δεν μπορούμε να διαιωνίζουμε τις αδικίες του.

Τρίτο «δεδομένο» η τεράστια αδικία που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές εργαζομένων. Το είδαμε κι εμείς, όταν υποστηρίξαμε ότι η δική μας γενιά όχι μόνο εκμεταλλεύτηκε τους γονείς της, αλλά συνεχίζει να εκμεταλλεύεται κυρίως τα παιδιά της. Επιχείρημά της; Είναι άδικο να διαταράσσεται ο προγραμματισμός μια ζωής!

Είναι χαρακτηριστικό τού προβλήματος ότι αυτή η γενιά είναι που δείχνει την μεγαλύτερη απροθυμία για αλλαγές (βλέπε περικοπές και μειώσεις), αυτή είναι η γενιά που απειλεί με ρήξεις το πολιτικό σύστημα και αυτή τη γενιά φοβάται η εκάστοτε εξουσία, όταν σκέφτεται οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.

Το άλλο πουλάκι:
Τι παρατηρείτε μέχρι τώρα;

Αυτό που βλέπουμε είναι ότι η εμπλοκή του πράγματος οφείλεται σε έναν κοινό παρονομαστή. Ο οποίος φέρει τις μεγαλύτερες ευθύνες και αρνείται να τις αναλάβει. Ευθύνες και για την παθογένεια του πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν κατέληξε πελατειακό σε μια νύχτα, ούτε λειτούργησε εν κενώ.

Ευθύνες και για την χρεοκοπία της οικονομίας, την κρίση, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντέδρασε η χώρα σε αυτήν. (Θεωρώ ότι απευθύνομαι σε ανθρώπους που δεν υποστηρίζουν ότι για όλα φταίει κάποιος Σόιμπλε, ούτε, φυσικά, και η αναπηρία του. Αν νομίζετε ότι κάνω λάθος, παρακαλώ πείτε το να μη συνεχίσω την κουβέντα.)

Ευθύνες για το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια αλλαγής στο ασφαλιστικό έπεφτε σε έναν τοίχο και κατάληγε να αναβάλλεται για κάποιο μέλλον το οποίο δεν θα έφτανε ποτέ. Τώρα είναι εδώ και ζητάει από όλους μας αποφάσεις.

Ευθύνες, τέλος, για την τεράστια σύγχυση ανάμεσα στις «κατακτήσεις» και τα προνόμια, δηλαδή σε αυτά που κερδίζει ένας λαός ή ένας κλάδος με την εργασία και την προκοπή του και σε εκείνα που του δίνονται χαριστικά από το πολιτικό σύστημα, ως αντάλλαγμα της ψήφου του.

Ας προχωρήσουμε όμως και σε κάποια ακόμη «δεδομένα» που χρειαζόμαστε για την κουβέντα μας. «Δεν πρόκειται να λυθεί το ασφαλιστικό, όσο διαρκεί η κρίση. Άσε να έρθει η ανάπτυξη και τότε όλα θα είναι πολύ εύκολα». Όπως καταλαβαίνετε, αυτό δεν είναι δεδομένο, αλλά μια μεγάλη αντίφαση.

Το δεδομένο είναι ότι πρόβλημα με το ασφαλιστικό υπήρχε και στα λεγόμενα καλά χρόνια, κρυμμένο πίσω από τα δανεικά και τις κρατικές επιχορηγήσεις. Δεδομένο επίσης ότι, όσο υπάρχει η «πληγή» (τη λένε και μαύρη τρύπα) του ασφαλιστικού, δεν πρόκειται να έρθει πραγματική ανάπτυξη στον τόπο. Είναι επομένως προαπαιτούμενο να δοθεί λύση.

Τελευταίο δεδομένο, το οποίο, όπως και όλα τα προηγούμενα περνάει τη φάση που πολλοί δεν θέλουν να το δουν κατάματα. Θα το κάνουν όμως πολύ σύντομα και εδώ θα είστε να με θυμηθείτε. Οι συντάξεις -εννοείται ΚΑΙ οι κύριες- θα μειωθούν και… θα είναι μέρα μεσημέρι. (Από κάπου το πήρα αυτό, όμως τώρα μου διαφεύγει.)

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ώρα όμως και για την πρόταση.

Η οποία είναι πολύ απλή. Αυτά όλα που θεωρήσαμε ως «δεδομένα» να αναλυθούν και να εξηγηθούν στους πολίτες από όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Εντάξει, όχι από όλες, τουλάχιστον από όσες ψήφισαν το τελευταίο (εννοώ το πιο πρόσφατο –ποτέ δεν ξέρεις…) μνημόνιο.

Έπειτα να καθίσουν και να αναζητήσουν μια δίκαιη πρόταση για το ασφαλιστικό, που να έχει μακροχρόνια προοπτική, δηλαδή να μην μεταθέτει το πρόβλημα σε κάποιο άγνωστο μέλλον το οποίο όμως θα έρθει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι φανταζόμαστε.

Όταν λέω δίκαιη, εννοώ να αποκαθιστά αδικίες του παρελθόντος, να ρίχνει δηλαδή μεγαλύτερα βάρη σε όσους έχουν ωφεληθεί μέχρι σήμερα, και να προβλέπει πως, στο εξής, ο καθένας θα λαμβάνει ανάλογα με αυτά που συνεισφέρει.

Ξέρω πως ακούγεται δύσκολο, κυρίως επειδή είναι… δυσάρεστο. Βλέπετε όμως εσείς κανέναν άλλο τρόπο, προκειμένου, όχι μόνο να έχουμε ένα βιώσιμο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, αλλά να η βουλιάξουμε όλοι μαζί του;
 Συνεννόηση, τώρα!

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

160225 ΑΝΑΒΛΗΘΕΝ

Το ένα πουλάκι:
«Τώρα, τι να λέει;»

Προσοχή, δεν είναι ερώτηση, δεν αναρωτιόμαστε για κάποιον τι άραγε να σκέφτεται ή ποιες να είναι οι κουβέντες του.
Το «τι να λέει» είναι ιδιωματική έκφραση που τη χρησιμοποιούν στον Βόλο και σημαίνει «είναι, πλέον, άχρηστο».

Δηλαδή χρησιμοποιείται όταν κάτι έρχεται κατόπιν εορτής, επομένως έχει χάσει την αξία του. Την αξία που θα είχε αν πραγματοποιούνταν τη στιγμή που έπρεπε. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, ας μεταφερθούμε επί τόπου.

Είμαστε, ας πούμε, σε ένα τσιπουράδικο. Παραγγέλνουμε τα πρώτα τσίπουρα και ο σερβιτόρος τα φέρνει μαζί με τους μεζέδες που αναλογούν σ’ αυτά. Παραγγέλνουμε και τα δεύτερα, έρχονται, αλλά οι μεζέδες καταφτάνουν όταν τα έχουμε σχεδόν πιει.

Ο τρίτος γύρος ξεκινά, τελειώνει και ακόμη να φανούν οι μεζέδες (διαφορετικοί κάθε φορά και με ανερχόμενη «αξία») που αναλογούν σ’ αυτά. Βλέπετε, φταίει το γεγονός ότι είναι ίσως πιο περίπλοκη η διαδικασία προετοιμασίας τους ή ότι έχει πλακώσει πολλή πελατεία στο μαγαζί.

Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια απώλεια του σωστού τάιμινγκ αποτελεί σαφή ένδειξη της μειωμένης αξίας ενός τσιπουράδικου και σοβαρό λόγο να μην ξαναπατήσεις εκεί. Για να έρθουμε όμως στην κουβέντα μας, όταν φτάσουν οι… καθυστερημένοι μεζέδες, όσο καλοί και να είναι, θα ακούσεις τη φράση «τώρα, τι να λέει;»

Διότι, ως γνωστόν (άγνωστον για εμάς τους Δραμινούς, γι’ αυτό και δεν στεριώνουν καλά ουζερί στην πόλη –καταλήγουν να σερβίρουν τηγανιτές πατάτες και κεμπάπια), στο τσιπουράδικο δεν πας για να φας και να χορτάσεις, αλλά για να απολαύσεις το τσίπουρό σου, με τη συνοδεία πάντοτε ενός καλού και, προπαντός, πρωτότυπου μεζέ.

Αν είναι να έρχονται τα τσίπουρα και οι συνοδευτικοί μεζέδες να καταφτάνουν με τεράστια διαφορά φάσης (που μας μάθαιναν και στη Φυσική), τότε… τι να λέει. Πήγαινε σε ένα εστιατόριο ή σε ένα σνακ μπαρ να φας να το ευχαριστηθείς.

Γιατί όμως ξεκίνησα να σας τα λέω όλα αυτά. Προφανώς δεν είχα στο νου μου τα ουζερί (έτσι τα λένε και οι παλιοί Βολιώτες), αλλά κάτι άλλο, πιο σημαντικό (;) για την ελληνική κοινωνία.

Το άλλο πουλάκι:
Πότε απονέμεται δικαιοσύνη;

Το πότε κυριολεκτεί, είναι χρονικό, δεν αφορά στη διαδικασία ή στη σωστή ή εσφαλμένη απόφαση ενός δικαστηρίου. Πότε, μετά από πόσο καιρό τελεσιδικεί μια υπόθεση; Πόσα χρόνια χρειάζονται να περιμένει κάποιος για να γνωρίσει αν θα αθωωθεί ή θα καταδικαστεί;

Ειδικά στα διοικητικά δικαστήρια, πολλά. Πάρα Πολλά. Προχθές η υπόθεση ενός φίλου στην Αθήνα πήρε αναβολή για το 2020! Και δεν ήταν η πρώτη αναβολή. Άλλοι περιμένουν από το 2008 να γίνει η πρώτη δίκη.

Έτσι όμως, όποιο και να είναι το αποτέλεσμα της δίκης, τι να λέει; Δεν είναι υπερβολή να πούμε –το υποστηρίζουν, άλλωστε και πολλοί νομικοί- ότι η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης ουσιαστικά την ακυρώνει.

Εξάλλου, και για τις δίκες ισχύει εκείνο που λέγαμε προχθές για τις καθυστερήσεις. Δεν εξυπηρετούν το ίδιο και τις δύο πλευρές. Κάποιος έχει λόγους και προσπαθεί να τρενάρει την υπόθεση όσο παίρνει, ενώ κάποιος άλλος θέλει να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα.

Σας διαβάζω την άποψη μιας νομικού:
«Μέσα από τις δαιδαλώδεις και συχνά αντικρουόμενες διατάξεις λειτουργίας των δικαστηρίων, προσφέρεται σε έναν κακόπιστο διάδικο, με την υποστήριξη μιας αντίστοιχης νομικής εκπροσώπησης, η δυνατότητα παρέλκυσης της δίκης ως τα ακρότατα όρια της δικονομικής ευχέρειας, πράγμα που επί της ουσίας συνιστά μη απονομή δικαιοσύνης».

Ποιοι είναι όμως οι σημαντικότατοι λόγοι που δίνουν αυτή τη δυνατότητα στον «κακόπιστο διάδικο» και στον δικηγόρο του; Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει. Είναι καθήκον της πολιτείας να τους αναζητήσει και να φροντίσει να εκλείψουν.

Εξάλλου δεν είναι λίγες και οι καταδίκες που έχει η χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ακριβώς εξαιτίας των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης, ειδικά της Διοικητικής. Το Δικαστήριο έκρινε μάλιστα ακριβώς αυτό που συζητάμε. Ότι η αδικαιολόγητη και πολύχρονη καθυστέρηση παραβιάζει το ανθρώπινο δικαίωμα για «δίκαιη δίκη».

Διότι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «δίκαιη δίκη» δεν είναι μόνο αυτή που διεξάγεται από ανεξάρτητους και αντικειμενικούς δικαστές, αλλά και που συντελείται και ολοκληρώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι κάνει γι’ αυτά η πολιτεία;

Αυτό που ξέρει καλύτερα: διαπιστώσεις! Με αφορμή την αποφυλάκιση του -καθ’ ομολογίαν- δολοφόνου του Πάυλου Φύσσα, Γιώργου Ρουπακιά, ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος… διαπίστωσε και αυτός με τη σειρά του ότι «έχουμε ένα γενικό πρόβλημα βραδύτητας της ελληνικής Δικαιοσύνης…»

Η βραδύτητα όμως, απ’ όσο ξέρω εγώ, αντιμετωπίζεται με δυο τρόπους. Ή αυξάνεις ρυθμούς ή απομακρύνεις τα εμπόδια που την προκαλούν. Ή και τα δυο. Εμείς τι από αυτά κάνουμε; Και μη μου πείτε ότι δεν είναι εύκολο ή ότι είναι μόνο θέμα οικονομικής κρίσης, διότι έχω έτοιμες τις απαντήσεις.

Πρώτα πρώτα καθυστερήσεις υπήρχαν και πριν από την κρίση, άρα δεν είναι αποτέλεσμά της. Έπειτα, παρακολουθούμε συχνά με έκπληξη ότι, όταν η Δικαιοσύνη θέλει, μπορεί μια χαρά να πάει και γρηγορότερα. Ιδίως όταν η εκδίκαση μιας υπόθεσης αφορά τους λειτουργούς της.

Άρα κάτι μπορεί να γίνει. Να ελπίζουμε;
 
Αργά αλλά… σταθερά!

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

160224 ΜΕΣΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Θέλω να το συνεχίσω λίγο.

Να συνεχίσω αυτό που σας έλεγα χθες. Θέλω να το προεκτείνω, ίσως αυθαίρετα, όπως άλλωστε συνηθίζουμε με τις κάθε είδους προεκτάσεις σ’ αυτό τον τόπο. Έλεγα λοιπόν ότι «μπορεί το μέσο να μην αλλάζει, είναι άλλο όμως να γράφεις αν πέτυχε η ψαρόσουπα ή τι φόρεσες στο πάρτι και άλλο να εξομολογείσαι τον έρωτά σου και να δημοσιοποιείς τα απόκρυφα λόγια που είπες στο… αντικείμενο του πόθου σου».

Λέτε να φταίει αυτό το αναθεματισμένο το μέσο, δηλαδή η σελίδα κοινωνικής δικτύωσης που μας κάνει να φερόμαστε ηλίθια; Που μας κάνει να λέμε λόγια τα οποία ποτέ δεν θα λέγαμε διά ζώσης, ούτε θα «αποτυπώναμε» σε κάποιο άλλο μέσο;

Και, αν ισχύει αυτό, τι ακριβώς από τη φύση αυτού του μέσου είναι που μας οδηγεί να συμπεριφερόμαστε με τέτοιο τρόπο; Δεν το έχω σκεφτεί, θα το κάνω πρώτη φορά σήμερα, εδώ, μαζί σας.

Αφορμή μου έδωσε ένα άλλο (πώς τα λένε αυτά;) ποστάρισμα, μια ανάρτηση, που έπεσε στην αντίληψή μου καθώς σας μιλούσα χθες για τέτοιου είδους συμπεριφορές. Είναι μια σκέψη που την εξέφρασε δημοσίως, μ’ αυτόν τον πολύ διαδεδομένο πλέον τρόπο μια γνωστή δημοσιογράφος και συγγραφέας και σεναριογράφος και πολλά άλλα.

Είπαμε όμως, σπανίως μας ενδιαφέρουν τα πρόσωπα και ποτέ ως τέτοια, παρά μονάχα ως φορείς αντιλήψεων και κάτοχοι συμπεριφορών. Εξάλλου, κι εσείς άνθρωποι της πιάτσας είσαστε, κάτι θα έχει πάρει το αφτί σας. Αφήστε που, όποιος ενδιαφέρεται τόσο πολύ, με ένα απλό γκουγκλάρισμα…

Ας δούμε όμως πρώτα την ανάρτηση και μετά το συζητάμε:
«Με τόσους παιδόφιλους, εμπόρους ναρκωτικών, νταβατζήδες, δουλέμπορους, νταβατζήδες, βασανιστές, φονιάδες, τράφικινγκ ανηλίκων, εμπορία οργάνων – γιατί τα πειράματα πρέπει να γίνονται στα ζώα;» (Η ορθογραφία και η σύνταξη όπως στο πρωτότυπο.)

Δεν είναι όλο, έχει και συνέχεια. Σταμάτησα όμως εδώ, γιατί και οι περισσότεροι που θέλησαν να σχολιάσουν την ανάρτηση αυτή δεν πήγαν παρά κάτω, έμειναν σ’ αυτά. Κι όμως, έχει πολύ ζουμί στη συνέχεια.

Το άλλο πουλάκι:
Στάσου να δούμε πρώτα αυτά.

Τι να δούμε όμως, πρόλαβαν και τα είπαν άλλοι. Είπαν πως, ακόμη και αν ήταν στην πρόθεση της δημοσιογράφου (εντάξει, και πολλά άλλα) να πρωτοτυπήσει, δεν το κατάφερε, αφού τέτοιες ιδέες, όχι μόνο διατυπώθηκαν, αλλά και εφαρμόστηκαν σε πολλές περιπτώσεις κατά το παρελθόν.

Όλες κατά τη διάρκεια απολυταρχικών καθεστώτων, ή/και από διεστραμμένους επιστήμονες, οι οποίοι προσπάθησαν να πειραματιστούν σε… κατώτερα όντα ή σε υπανθρώπους, πάντα κατά τη δική τους εκτίμηση.

Στο σημείο αυτό όμως θα σας διαβάσω τη συνέχεια της ανάρτησης, γιατί αυτό είναι που θέλουμε να σχολιάσουμε. Γράφει, λοιπόν, μέσα σε παρένθεση:
(«Ακραίο, όμως κάποιοι από εμάς το σκεφτόμαστε κι ας μην το λέμε “ανοιχτά”».)

Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις; Ας ξεκινήσουμε από την αρχή, από το «ακραίο». Παραδέχεται δηλαδή η δημοσιογράφος (είπαμε, και πολλά άλλα) ότι κάποιο πρόβλημα έχει η ιδέα της, ότι κάπου χάνει, δεν τη θεωρεί όμως απαράδεκτη, δεν τη θεωρεί καν απάνθρωπη, απλώς τη χαρακτηρίζει ακραία.

Ας πάμε και στο… «κάποιοι από εμάς». Από ποιους δηλαδή; Αν μπορούσα να απαντήσω θα της έλεγα «σας παρακαλώ πολύ να μιλάτε μόνο για τον εαυτό σας». Αν υπάρχει (και) άλλος που σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, αφήστε τον να το πει ο ίδιος. Διότι, έτσι όπως το θέτετε, παίρνετε στο λαιμό σας κοσμάκη που μπορεί να είναι ανυποψίαστος.

Δεν θα εμβαθύνω άλλο, ψάχνοντας τι μπορεί να σημαίνει η προσπάθεια εκπροσώπησης άλλων, χωρίς να το έχουν ζητήσει οι ίδιοι. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση δείχνει και κάποιου είδους… παλικαριά (συγγνώμη για το σεξιστικό υπονοούμενο), αφού οι άλλοι «δεν το λέμε ανοιχτά».

Γιατί, άραγε; Από φόβο; από δειλία; Επειδή ντρεπόμαστε που σκεφτόμαστε έτσι; Ή μήπως ξέρουμε το πολύ απλό: ότι όλα τα πράγματα δεν λέγονται και μάλιστα δημοσίως. Εδώ ίσως κολλάει και το ότι η δημοσιογράφος (εντάξει!) βάζει το «ανοιχτά» σε εισαγωγικά.

Δεν το λέμε «ανοιχτά», όμως το αναρτούμε σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης να το δει ο… πάσα εις. Να πώς συνδυάζεται το θέμα μας με όσα λέγαμε χθες. Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να φερόμαστε έτσι;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Είναι άσχετη, λέτε, η φύση του μέσου που χρησιμοποιούμε;

Είναι η αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε μια παρέα, συντροφιά με φίλους, με ανθρώπους που μας ακολουθούν και τους ακολουθούμε παντού, με παλιούς συμμαθητές και γνωστούς από τα φοιτητικά μας χρόνια;
Ή μήπως εκείνη πως το κοινό μας μπορεί να πολλαπλασιαστεί χωρίς όριο, που μας κάνει να νιώθουμε σπουδαίοι;

Είναι η προσπάθεια να διακριθούμε σε έναν άτυπο διαγωνισμό γρήγορων αντανακλαστικών και η ευκολία με την οποία μπορούμε να δημοσιοποιήσουμε σε δευτερόλεπτα τις σκέψεις μας, χωρίς να το… σκεφτούμε καλά καλά;
Ή μήπως μια απέλπιδα προσπάθεια πρωτοτυπίας, αλλά και εντυπωσιασμού;

Κάτι από όλα αυτά ή και όλα μαζί. Μπορεί και πολλά άλλα. Σίγουρα όμως είναι η περιορισμένη εξοικείωση με το μέσο, το γεγονός ότι μπήκε στη ζωή μας χωρίς να προλάβουμε να το γνωρίσουμε και να προσαρμοστούμε στις δυνατότητες που δίνει, αλλά και στις παγίδες που κρύβει.

Μην τα ρίξουμε όμως και όλα στο μέσο και αποποιηθούμε τις προσωπικές ευθύνες του κάθε χρήστη!
Τρομακτικό!

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

160223 ΕΠΕΛΑΥΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Η εισβολή των ηλιθίων!

Η φράση δεν είναι δική μου, ωστόσο επιλέγω να μη την βάλω σε εισαγωγικά, διότι με εκφράζει απόλυτα. Κάνω κι εγώ όμως το σφάλμα για το οποίο πολλές φορές κατακρίνω άλλους, συνήθως δημοσιογράφους οι οποίοι παίρνουν συνεντεύξεις από σημαντικούς ανθρώπους.

Τι κάνουν; Μόλις ακούσουν μια ενδιαφέρουσα γνώμη ή μια άποψη που περικλείει ένα είδος σοφίας -είπαμε, σημαντικοί άνθρωποι είναι αυτοί- αμέσως σπεύδουν να δηλώσουν ότι… συμφωνούν. Κάνουν λες και ο συνομιλητής το πήρε μέσα από το στόμα τους, λες και ήταν έτοιμοι να το πουν οι ίδιοι όμως τους πρόλαβε.

Έτσι κι εμείς. Συμφωνούμε απόλυτα με τον Ουμπέρτο Έκο, τον σπουδαίο διανοητή και συγγραφέα που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο την Παρασκευή, όμως δεν τον… θρήνησε το ελληνικό διαδίκτυο όσο θα περιμέναμε.
Βλέπετε, σε όλα τα πράγματα υπάρχουν προτεραιότητες.

Σε τι συμφωνούμε μαζί του; Μα το είπαμε μόλις τώρα. Ας το ακούσουμε όμως καλύτερα με τα δικά του λόγια:
«Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν δικαίωμα λόγου σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνον σε μπαράκια, αφού είχαν πιει και κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο.

Τους αναγκάζαμε να σωπάσουν αμέσως. Σήμερα όμως έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με έναν νομπελίστα. Πρόκειται για την εισβολή των ηλιθίων».
Πώς μπορεί κανείς να διαφωνήσει με αυτή την άποψη; Έχουμε πήξει στην ανοησία. Όσο προσεκτικός και να είσαι με τις διαδικτυακές επιλογές σου, δεν μπορεί πάντα θα πέσεις πάνω σε κάποιον ηλίθιο.

Το μυστικό, μου το είπε κάποιος φίλος, είναι να μη διαβάζεις σχόλια. Να επιλέγεις τις σελίδες και τους ανθρώπους που προτιμάς να παρακολουθείς και να μένεις σ’ αυτά, αντιστεκόμενος στον πειρασμό να δεις τι σκέφτονται άλλοι για τα λεγόμενά τους.

Καλά με τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Τι γίνεται όμως με τις λεγόμενες σελίδες κοινωνικής δικτύωσης; Εκεί έρχονται και σε βρίσκουν οι ανοησίες κατά κύματα. Προσπαθείς να αποφύγεις το πρώτο, σε χτυπάει το δεύτερο, σε ρίχνει κάτω το τρίτο και το τέταρτο σε πνίγει.

Το άλλο πουλάκι:
Τι τους έχει πιάσει όλους;

Θεωρούν ύψιστη υποχρέωσή τους να μας ενημερώνουν για ό,τι τους συμβαίνει, όχι με συχνότητα ημέρας, ούτε καν ώρας, αλλά λεπτού. Να μας ενημερώνουν όχι για τη σκέψη (τι είπα, τώρα!) ούτε για την άποψή τους πάνω σε τρέχοντα ζητήματα, αλλά για το τι ακριβώς κάνουν στην προσωπική τους ζωή.

Θυμόσαστε τη σκηνή από τα κίτρινα γάντια;
- Αχ, κυρά μου, σε παρακαλώ, πρόσεξε με λιγάκι, έτσι να χαρείς τα παιδάκια σου, αν έχεις…
- Καλέ, πώς δεν έχω! Και σε λίγο θα ‘χω και εγγονάκι!
- Άχου και δε με νοιάζει, άχου και δε με νοιάζει…

Ποιος τους είπε ότι μας νοιάζει για οτιδήποτε συμβαίνει στην προσωπική τους ζωή, πού ήπιαν το ποτό τους, τι μαγείρεψαν, ποια εκπομπή είδαν στην τηλεόραση, τι καινούριο αγόρασαν από τις εκπτώσεις;

Αν κάτι από αυτά ενδιαφέρει κάποιον φίλο τους, εννοώ πραγματικό φίλο, όχι διαδικτυακό, ας το πουν στον ίδιο με ένα τηλεφώνημα ή ένα μήνυμα στο κινητό. Γιατί πρέπει να το μάθει όλος ο κόσμος; Τι φταίμε εμείς να δεχόμαστε τόσο άχρηστες και ανόητες (χωρίς νόημα) πληροφορίες;

Ή μήπως φταίμε; Μήπως τα γυρεύει κι εμάς ο οργανισμός μας, που πάμε και μπλέκουμε σε τέτοιου είδους «συντροφιές», ή αναζητούμε τέτοιας λογής «ενημέρωση». Μάλιστα πολλοί είναι εκείνοι που επιβραβεύουν, με τον γνωστό διαδικτυακό τρόπο, την κάθε χαζομάρα που ο άλλος βγάζει στην φόρα.

Σήμερα όμως δεν ήθελα να μιλήσω έτσι, γενικώς και αορίστως. Είχα κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό μου και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Δεν θα αναφέρω πρόσωπα, ίσως να έχετε δει κι εσείς τα δημοσιεύματα, εξάλλου πάντα προσπαθούμε να στεκόμαστε στις συμπεριφορές κι όχι στους συγκεκριμένους ανθρώπους.

Ο σύζυγος, δημόσιο πρόσωπο, προχωρημένης ηλικίας, βρίσκεται στην εντατική. Για πολλοστή φορά. Η σύζυγος, πολλά χρόνια νεότερη, ζει το δράμα της, φροντίζει όμως να μας ενημερώνει κανονικότατα, μέσω σελίδας κοινωνικής δικτύωσης.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μέχρι εδώ, καλά.

Κάποια στιγμή όμως γράφει: «Κρατήσου, σε παρακαλώ, ξέρω ότι μπορείς, δεν είμαι έτοιμη να σε χάσω»!
Σε ποιον το λέει; Στον άνθρωπό της; Πιθανότατα, αφού το κείμενο μοιάζει να απευθύνεται σε εκείνον.

Τότε, γιατί το λέει σε όλους τους άλλους; Το να μας «ενημερώνει» για την πορεία της υγείας του, πάει κι έρχεται. Όμως ένα τόσο προσωπικό μήνυμα τι νόημα έχει να κοινοποιείται στο πανελλήνιο; Έχει άδικο ο κάθε καχύποπτος να υποθέτει πως αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του, να μάθουν όλοι πως… δεν είναι έτοιμη να χάσει τον άνθρωπό της; (Όταν θα είναι, λέτε να μας ενημερώσει επίσης;)

Δεν είναι το ίδιο. Μπορεί το μέσο να μην αλλάζει, είναι άλλο όμως να γράφεις αν πέτυχε η ψαρόσουπα ή τι φόρεσες στο πάρτι και άλλο να εξομολογείσαι τον έρωτά σου και να δημοσιοποιείς τα απόκρυφα λόγια που είπες στο… αντικείμενο του πόθου σου.

Λόγια που, σε άλλες εποχές, όχι πολύ μακρινές, λέγονταν μυστικά στο αφτί, από τον φόβο μην τα ακούσουν τα νυχτοπούλια ή το φεγγάρι, τώρα τα βγάζουμε στη φόρα, διότι έτσι επιτάσσει η μόδα ή εκεί μας καθοδηγεί το μέσο που χρησιμοποιούμε.

Που μας κάνει ηλίθιους. Περισσότερο από ό,τι είμαστε.

Επέλαση κανονική!

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

160222 ΤΡΟΧΑΙΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Να μιλάς για πράγματα που γνωρίζεις».

Η παρότρυνση αυτή -πείτε την και συμβουλή- δεν μας απαγορεύει να μιλάμε ΚΑΙ για πράγματα που δεν γνωρίζουμε, μπορούμε να το κάνουμε όμως με μια διερευνητική διάθεση, με το να θέτουμε ερωτήματα και να αναζητούμε απαντήσεις.

Διότι, όταν αποφασίσεις να μιλήσεις για ένα θέμα με τέτοιο πνεύμα, όλο και κάτι θα ακούσεις και από τους γύρω σου, κάτι θα νέο θα μάθεις, κάποια πληροφορία θα πάρεις που πριν σου διέφευγε.

Κι όμως. Στην προκειμένη περίπτωση, κανείς από τους γνωστούς και τους φίλους δεν μπορούσε να με διαφωτίσει. Όλοι είχαν μαύρα μεσάνυχτα, ήταν βυθισμένοι σε άγνοια μεγαλύτερη από τη δική μου. Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω τη συμβουλή που σας είπα στην αρχή και να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις:

Θα σας μιλήσω για έναν σημαντικότατο άνθρωπο του τραγουδιού. Συνθέτη και ερμηνευτή που τα τραγούδια του θα τα θυμούνται και θα τραγουδούν οι απανταχού Έλληνες και μετά από εκατό χρόνια. Έναν καταπληκτικό μουσικό, παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος, που έκανε τραγούδι τους καημούς και τα βάσανα, τους έρωτες και τις χαρές ενός ολόκληρου κόσμου.

Του κόσμου όπου ανήκε και ο ίδιος. Του απλού λαού μέσα από τον οποίο ξεπήδησε και, παρά τις τιμές και τα πλούτη που γνώρισε, στην ουσία δεν τον απαρνήθηκε ποτέ. Του λαού που τον αγάπησε και τον αγκάλιασε όσο λίγους και που τον έκλαψε πικρά, όταν, ένα πρωί, επιστρέφοντας από το μαγαζί που δούλευε, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα.

Τον έκλαψαν όμως και όλοι οι συνάδελφοί του. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας από όσους τον γνώρισαν από κοντά και συνεργάστηκαν μαζί του να πει άσχημη κουβέντα για κείνον. Ένας από τους πιο σημαντικούς, φίλος και κουμπάρος του, έγραψε ένα τραγούδι θρήνο για τον άδικο χαμό του.

Ακόμη και απόψε, την ώρα που τα σκέφτομαι και σας τα λέω όλα αυτά, ένα μεγάλο τηλεοπτικό αφιέρωμα είναι γεμάτο από τις δικές του δημιουργίες. Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς σε λαϊκό μαγαζί και να μην ακούσεις τα τραγούδια του, όχι απλώς να γεμίζουν το πρόγραμμα, αλλά κυριολεκτικά να το στηρίζουν.

Το άλλο πουλάκι:
«Να μιλάς για πράγματα που γνωρίζεις».

Δεν είναι όμως καλύτερα να δίνουμε τον λόγο στους ίδιους τους ήρωες της ζωής; Θέλετε να τον ακούσετε να μιλάει ο ίδιος για τα δύσκολα χρόνια του ξεκινήματός του στο τραγούδι; Ζητώ συγγνώμη για τις πολύ μικρές παρεμβάσεις στα λόγια του, όμως θα καταλάβετε.

«Είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Οι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφτιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Με πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! Η μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα.

Με πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων στον Άγιο Διονύση. Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Δεν πήγα σχολείο -είχα σταματήσει στην Α΄ δημοτικού- αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.

Βγήκα μετά στις οικοδομές. Κουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Αγώνας για τη φασολάδα. Είχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες και έτρωγα μία. Βλέπετε φτώχια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα στα καΐκια. Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Κουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Μετά σιγά σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός και αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά. 

[…] Πήγα στη δισκογραφική εταιρία. Άκουσαν που τους έπαιξα το πρώτο μου τραγούδι και μου είπαν θα με φωνάξουν. Όταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουν με τα ρούχα της δουλειάς. 
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Ήταν κάτι το καινούργιο, μια επανάσταση, δηλαδή κάτι που δεν υπήρχε και που άγγιζε τόσο πολύ τον κόσμο.

Όταν πήγα να πάρω τα ποσοστά από το πρώτο μου τραγούδι, τρελάθηκα, γιατί ήταν πάρα πολλά. Τα πήρα και πήγα στη μάνα μου όλο χαρά και της φώναξα: “Ρε μάνα, σου ‘φερα λεφτά, έξω φτώχια”. 

Εκείνη δεν τα έπαιρνε, έκλαιγε δεν ήθελε τα λεφτά. Γιατί μια γειτόνισσα, η κυρά Αντωνία, τρέλανε τη μάνα μου. Της είπε ότι το μηχάνημα που τραγουδάει ο γιος σου, του παίρνει τη φωνή και σε λίγο καιρό θα γίνει μουγκός! Παλιά μικρασιάτικα μυαλά. Γι’ αυτό και η μάνα μου έκλαιγε και δεν έπαιρνε τα λεφτά». 

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Έτσι ξεκίνησε την καριέρα του.

Το πρώτο εκείνο τραγούδι ήταν η περίφημη «Φαληριώτισσα».
Για να ακολουθήσουν άλλα όπως «Η μοδιστρούλα», το «Καπετάν Αντρέα Ζέπο» και τα «Πριν το χάραμα», «Κάνε κουράγια καρδιά μου», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Πειραιώτισσα», «Άνοιξε, άνοιξε», «Εσύ θα μετανιώσεις», «Δεν θέλω το κακό σου», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Άνθρωποι άνθρωποι», «Έχουν καρδιά και οι φτωχοί», «Πολύ στο λούσο το ‘ριξες», «Ως πότε θα ‘σαι όμορφη», «Πέντε Έλληνες στον Άδη»…

Ποιο να πρωτοθυμηθείς από τα τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, «ενός από τους μεγαλύτερους ψυχαγωγούς του ελληνικού λαού», όπως τον χαρακτήρισαν οι ειδικοί;
Σκέφτηκα να σας μιλήσω γι’ αυτόν, με αφορμή τον τραγικό χαμό ενός νέου, πολύ δημοφιλούς τραγουδιστή, του Παντελή Παντελίδη. Του οποίου, δυστυχώς, ούτε εγώ, ούτε κανείς από τους φίλους μου γνωρίζαμε κάποιο τραγούδι.

Κρίμα. Είχε τη ζωή μπροστά του και… ποιος ξέρει;
Στον άλλο κόσμο!

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

160219 ΑΔΕΙΟΥΧΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Τι υπάρχει πίσω από τους αριθμούς;

Κατά μία άποψη υπάρχουν άλλοι αριθμοί που υποκρύπτονται. Κατά μία άλλη, «πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν οι άνθρωποι».
Αν συνδυάσουμε τις δυο απόψεις μπορεί να καταλήξουμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Μπορεί δηλαδή πίσω από τους αριθμούς που εμφανίζονται και προβάλλονται ως «αντικειμενικοί» και αδιαμφισβήτητοι να υπάρχουν πράγματι άνθρωποι οι οποίοι υποκρύπτουν άλλους αριθμούς που δεν πρέπει να τους δει το φως της δημοσιότητας.

Θα σας πω τι εννοώ. Όταν μιλάμε για την ανεργία είναι λογικό να μη συμφωνούμε στα νούμερα. Άλλο πράγμα οι άνεργοι που υπάρχουν σε μια χώρα και άλλο εκείνοι που φαίνονται στις λίστες του Ταμείου Ανεργίας. Άλλο εκείνοι που δηλώνουν ότι ψάχνουν δουλειά και δεν βρίσκουν και άλλο όσοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο της αναζήτησης, όμως αν έβρισκαν δουλειά θα εργάζονταν ευχαρίστως.

Άλλο οι πραγματικά άνεργοι και άλλο οι υποαπασχολούμενοι ή εκείνοι που δεν φαίνονται πουθενά λόγω μαύρης εργασίας. Και οι εποχιακά ή περιστασιακά απασχολούμενοι; Θα τους υπολογίσουμε με τους άνεργους ή όχι;
Τέλος πάντων, καταλάβατε πού είναι η δυσκολία στον ακριβή προσδιορισμό των αριθμών.

Είναι δυνατόν όμως να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε πόσοι τηλεοπτικοί σταθμοί λειτουργούν σε μία χώρα; Είναι δυνατόν ο ένας να λέει 6 και ο άλλος 57; Είναι δυνατόν να δίνονται μέσα στη Βουλή, επισήμως, συγκεκριμένα νούμερα, τα οποία να διαψεύδονται την άλλη μέρα από κρατικές υπηρεσίες;

Είναι δυνατόν να συζητιέται ο αριθμός καναλιών που θα λάβουν άδεια λειτουργίας, να μαλώνουμε δημοσίως για το τελικό νούμερο και να αποδεικνύεται ότι κανείς δεν ξέρει για τι είδους ακριβώς κανάλια μιλάμε και ποια πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά τους;

Δεν είναι πρωτοφανές, συμβαίνει συχνά να ακούμε πολιτικούς να μαλώνουν με το ίδιο ακριβώς πνεύμα που το κάνουμε κι εμείς οι απλοί πολίτες. Χωρίς να έχουμε πλήρη γνώση του αντικειμένου πάνω στο οποίο διαφωνούμε, αλλά έχοντας μια γενική εικόνα, ανάλογα με την ενημέρωση που είχε ο καθένας.

Έλα όμως που αυτοί πληρώνονται (ακούγεται πεζό όμως έτσι ακριβώς είναι) για να κάνουν αυτή τη δουλειά! Εμείς μπορεί να μαλώνουμε από χόμπι, από ανία ή από πολιτικό οίστρο (τσίμπημα μύγας), εκείνοι όμως είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν… επαγγελματικά.

Και, όπως οι σωστοί επαγγελματίες πυγμάχοι, είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στο ρινγκ σωστά προετοιμασμένοι, διαφορετικά θα μοιάζουν μα καρικατούρες, όπως ο Θανάσης Βέγγος ή ο Τσάρλι Τσάπλιν σε ανάλογους ρόλους.

Το άλλο πουλάκι:
Τι είδους κανάλια θα έχουμε;

Γενικού περιεχομένου, ελεύθερης λήψης, εθνικής εμβέλειας, επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής, ιδιωτικά! Για κανάλια που συγκεντρώνουν ΟΛΑ αυτά τα χαρακτηριστικά κάνει λόγο η κυβέρνηση. (Όχι όλα τα κανάλια, όλα τα χαρακτηριστικά.) Τέτοια, λέει, υπάρχουν από δύο μέχρι έξι σε κάθε χώρα της Ευρώπης, ενώ στη δική μας υπάρχουν οκτώ!

Θα γίνουν, λοιπόν, τέσσερα. Τόσες άδειες θα δοθούν σε κανάλια που θα έχουν ΟΛΑ τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Το λέω διότι, αν δεν κάνω λάθος, θα δοθούν και άλλες άδειες σε θεματικά κανάλια, δηλαδή όχι γενικού περιεχομένου.

Το θέμα όμως που καίει είναι η ενημέρωση. Λέγαμε και χθες πως επικρατεί μια εσφαλμένη άποψη. Ότι τα κανάλια, μέσω τον ειδήσεων και των ενημερωτικών εκπομπών, μπορούν και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, επομένως μπορούν και παίζουν πολιτικά παιχνίδια.

Μπορούν να επιδιώκουν την εύνοια των κυβερνήσεων ή να τις εκβιάζουν, προκειμένου να πετυχαίνουν ευνοϊκούς όρους σε δάνεια ή ρυθμίσεις χρεών ή ακόμη και να εξασφαλίζουν για τους ιδιοκτήτες τους άλλα οικονομικά οφέλη.

Αυτό που με μια κουβέντα λέγεται διαπλοκή και που τόσο πολύ πολεμάει τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως τώρα θα την βάλει στη θέση της, κάνοντας αρχή από τον περιορισμό των αδειών. Οι οποίες μάλιστα θα δίνονται με απόφαση ενός υπουργού.

Έλα όμως που η λογική αυτή παραβλέπει εμπειρία που έχουμε από τον καιρό ακόμα της… ποτοαπαγόρευσης! Δεν μπορείς να σταματήσεις την οικονομική συναλλαγή που γίνεται γύρω από ένα περιζήτητο προϊόν, απλώς απαγορεύοντας ή περιορίζοντας τη χρήση του. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι… να ανεβούν οι τιμές.

Με ποια λογική οι λιγότερες άδειες θα είναι εμπόδιο στις… ανάρμοστες σχέσεις ανάμεσα σε εκείνους που τις παραχωρούν (λέγε με κυβέρνηση) και σε εκείνους που τις λαμβάνουν;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Η διαπλοκή είναι όπως το ταγκό. Θέλει δύο.

Και, όπως πολύ σωστά ειπώθηκε, τι έχει να φοβηθεί ο κύριος Παππάς, αφού η παρούσα κυβέρνηση διαθέτει -εξ ορισμού- μια άλλη ηθική, μακριά από διαπλοκές και σκάνδαλα;

Το σταματώ εδώ κι ξαναγυρίζω σε κάτι που ξεκινήσαμε να λέμε χθες. Αν από κάτι κινδυνεύει η κοινωνία, δεν είναι η απουσία αντικειμενικότητας από τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές. Περισσότερο κινδυνεύει από το επίπεδο των εκπομπών που παρουσιάζουν τα κανάλια, είτε μεγάλα είναι είτε μικρά, τοπικά.

Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει και η ανάγκη κρατικών καναλιών, όχι για να μας λένε αντικειμενικά τις ειδήσεις –από αυτό έχουμε κακιά πείρα-, αλλά για να αποτελούν έναν μπούσουλα και μια εναλλακτική λύση στην ποιότητα των άλλων προγραμμάτων.

Αυτό, μπορεί να το εξασφαλίσει η κυβέρνηση, με τη σωστή λειτουργία του ΕΣΡ και τις ποινές που πρέπει να είναι αυστηρές και παραδειγματικές, όταν παραβιάζονται οι κανόνες; Εκεί είναι η ουσία και όχι στον αριθμό των καναλιών.
Ποιότητα, όχι ποσότητα!

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

160218 ΑΔΕΙΟΥΧΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Τι γίνεται με τα κανάλια και τις άδειες;

Το θέμα έχει βάθος και από εκεί θα ξεκινήσουμε κι εμείς. Τα κανάλια έχουν «ψωμί», διότι, πράγματι μπορούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Είναι όμως αυτή η πραγματική δύναμη των καναλιών; Εννοώ είναι τα δελτία ειδήσεων εκείνα που, κυρίως, διαμορφώνουν τους τηλεθεατές;

Όποιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο, φοβάμαι πως δεν ξέρει τι είναι… διαδίκτυο. Ζει ακόμη στην εποχή που η οικογένεια στήνονταν μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες κάθε βράδυ για να μάθει τα «γεγονότα».

Αν είναι έτσι. Τότε εμείς γιατί εξακολουθούμε να είμαστε υπέρμαχοι των κρατικών καναλιών; Αφού, ως γνωστόν, αν υπάρχουν τηλεοπτικοί σταθμοί που παρουσιάζουν τις ειδήσεις και την ενημέρωση με συγκεκριμένους παραμορφωτικούς φακούς, κυβερνητικούς, είναι τα κρατικά κανάλια. Κάθε φορά και με κάθε κυβέρνηση!.

Αυτό όμως, τα τελευταία χρόνια, ενοχλεί όλο και λιγότερο και, σε λίγο διάστημα, κανείς δεν θα του δίνει σημασία. Είναι τόσες πολλές σήμερα οι πηγές ενημέρωσης που είναι αστείο ή αφελές να υποστηρίζει κάποιος ότι δεν μπορεί να ενημερωθεί όπως θα ήθελε, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα κανάλια.

Υπάρχει, δηλαδή στην κοινωνία μας «αντικειμενική ενημέρωση»; Προφανώς όχι! Άλλωστε αυτό το φρούτο δεν ευδοκιμεί πουθενά στον κόσμο. Είναι μάταιο να το αναζητά κανείς σε ένα Μέσο ή σε κάποιον δημοσιογράφο. Όχι απλώς μάταιο, αλλά, θα το ξαναπώ, και αφελές.

Εκείνο όμως που μπορεί και πρέπει να ζητά (να αναζητά) ο αναγνώστης ή ο τηλεθεατής είναι μια στοιχειώδης συνέπεια σε θέσεις και αρχές. Όταν βλέπεις ένα Μέσο ή έναν δημοσιογράφο να υποστηρίζει σήμερα αυτό και αύριο το αντίθετό του, τότε παράτα τον και πήγαινε αλλού.

Κάτι πέρα από τη συνέπεια; Ειλικρινή στάση, δηλαδή ξεκάθαρο και ευανάγνωστο στίγμα τού πού ακριβώς τοποθετείται το Μέσο ή ο δημοσιογράφος. Βλέπετε, ας πούμε, ο άλλος να αναγράφει «αδέσμευτος», «ανεξάρτητος», «ακηδεμόνευτος» και κρατάτε μικρό καλάθι, με το δίκιο σας.

Και ο άλλος αναγράφει τίμια και ξάστερα «Όργανο της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας», που σου λέει αμέσως τι πρεσβεύει και τι να περιμένεις διαβάζοντας τη συγκεκριμένη εφημερίδα.

Το άλλο πουλάκι:
Τι άλλο όμως μπορεί να ζητά ο πολίτης από ένα ενημερωτικό Μέσο;

Μπορεί να ζητά νηφαλιότητα και ψυχραιμία στην αντιμετώπιση των γεγονότων, χαμηλούς τόνους και πολιτισμένο πνεύμα στις αναλύσεις. Μπορεί να ζητά –μη σας φαίνεται παράλογο- και σωστά ελληνικά. («Πενήντα ένας χιλιάδες άνθρωποι», είπε προχθές ρεπόρτερ της ΕΡΑ, τον οποίο πληρώνουμε εσείς κι εγώ.)

Ας επανέλθουμε όμως στην αντικειμενικότητα, διότι αυτήν, υποτίθεται, ψάχνουν όλοι και για την έλλειψή της κατηγορούν τα Μέσα.
Το μόνο πράγμα που μπορεί να εξασφαλίσει μια στοιχειώδη αντικειμενικότητα είναι η πολυφωνία.

Όσο «όμοιες» και αν είναι οι πολλές φωνές, όσο «ενορχηστρωμένες» από κάποιους σκοτεινούς κύκλους που κρύβουν την αλήθεια από τον κόσμο, πάντα κάτι θα ξεφεύγει, κάποια ψήγματα αντικειμενικότητας θα υπάρχουν που θα προσφέρονται, αρκεί να τα αναζητήσει κανείς.

Εξάλλου, δεν βλέπετε κι εσείς τη βλακώδη αντίφαση που υπάρχει σε όσους πιστεύουν σε συνομωσίες τέτοιου είδους; Η «παγκόσμια τάξη» επιβάλλει να κρατηθούν κρυφά στοιχεία, τα οποία όμως γνωρίζουν μόνο οι οπαδοί των συνομωσιολογιών, ενημερωμένοι από ειδικά και αποκαλυπτικά Μέσα, που τολμούν, μόνα αυτά, να πουν την αλήθεια.

Ας επανέλθουμε όμως στα ερωτήματά μας. Αφού τα κανάλια παίζουν, τελικά πολύ μικρότερο ρόλο στην ενημέρωση από εκείνον που πιστεύουν κάποιοι, τότε γιατί γίνεται τόσος ντόρος για την υπερεξουσία που διαθέτουν απέναντι στις κυβερνήσεις; Προφανώς, θα μου πείτε, επειδή… αυτό πιστεύουν κάποιοι.

Από την άλλη, αν η λύση για την αντικειμενικότητα, την όποια αντικειμενικότητα, είναι η πολυφωνία, πώς γίνεται να λες ότι περιορίζεις των αριθμό των αδειών στο ελάχιστο, ακριβώς στο όνομα της αντικειμενικότητας;

Τι είναι εκείνο που μπορεί να εγγυηθεί ότι τα τέσσερα (4) κανάλια θα είναι πιο αντικειμενικά από τα δέκα ή από τα δεκατέσσερα;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ξέρω, το γεγονός ότι θα είναι οικονομικά ανεξάρτητα.

Διότι υπάρχει και αυτός ο φόβος. Υποτίθεται ότι τα κανάλια ζουν από την περίφημη διαφημιστική πίτα. Αν η πίτα δεν φτάνει για να τους «χορτάσει» όλους, τότε πιθανότατα θα αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, άρα θα δημιουργηθούν σχέσεις υποτέλειας και εξάρτησης.

Δείτε, ας πούμε, τι γίνεται και με τα υπερβολικά πολλά τοπικά Μέσα, κάποια από τα οποία ζουν με τις… «χρηματοδοτήσεις» που λαμβάνουν σε προεκλογικές περιόδους από διάφορους υποψήφιους, άτομα ή και παρατάξεις. Είναι ένα κοινό μυστικό στην κάθε τοπική «πιάτσα», που όμως το ανέχονται και το αφήνουν να εξελίσσεται όλοι.

Κι όμως, αυτό είναι κάτι που μπορεί εύκολα να ελεγχθεί, αν υπάρχει η πολιτική βούληση. Να δοθεί μεγάλη έμφαση στην «υγεία» των οικονομικών στοιχείων κάθε καναλιού που θα εκπέμπει, να μπουν και συγκεκριμένοι περιορισμοί στις δανειοδοτήσεις και, όποια δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, να κλείνουν, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε επιχείρηση.

Επομένως, το να στήνεις εκ των προτέρων ένα –πώς το λένε στη μαρξιστική διάλεκτο;- ένα… ολιγοπώλιο, με την πρόφαση ότι «τόσους σηκώνει η αγορά» είναι τουλάχιστον ύποπτο. Είπαμε όμως, μπορεί να μην είναι κακή πρόθεση, μπορεί απλώς να είναι αγνή, άδολη αφέλεια, δηλαδή… ιδεοληψία.

Δεν τελειώσαμε. Αύριο τα υπόλοιπα.
Μικρό και ευέλικτο σχήμα!

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

160217 ΙΔΕΟΛΗΠΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Τι σημαίνει ιδεοληψία;

Αν ανοίξουμε ένα σοβαρό λεξικό, π.χ. του Δημητράκου, θα διαβάσουμε ότι ιδεοληψία είναι «η εμφάνισις και επιβολή επί του πνεύματος ιδεών και αισθημάτων ξένων προς το ενσυνείδητον εγώ».

Αν πάμε σε κάτι πιο σύγχρονο, π.χ. Μπαμπινιώτης, διαβάζουμε πως έχουμε να κάνουμε με δυο ερμηνείες: «1. ΨΥΧΟΛ. Νοσηρή κατάσταση που εκδηλώνεται με την επίμονη εμφάνιση στη συνείδηση του πάσχοντος ιδεών ή αισθημάτων, έμμονων ιδεών».
Και «2. η υπερβολική εμμονή σε ιδεολογικά δόγματα».

Κάτι αντίστοιχο με τον Δημητράκο βρίσκουμε και στο λεξικό του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από το οποίο όμως θα πάρουμε ένα άλλο λήμμα, το ιδεολόγημα: «Χαρακτηρισμός μιας ιδέας ή μιας άποψης, η οποία έχει επινοηθεί για να στηρίζει μια άλλη άποψη ή ένα σκοπό, δεν αντιστοιχεί όμως στην πραγματικότητα».

Γιατί καθόμαστε και τα ψάχνουμε όλα αυτά και τα λέμε και σ’ εσάς; Διότι, τα τελευταία χρόνια ακούστηκαν πολλά περί ιδεοληψιών και ιδεοληπτικών, με βάση τόσο την αντιπολιτευτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το κυβερνητικό έργο. Το όποιο έργο.

Δυο είναι λοιπόν τα γνωρίσματα με βάση τα οποία δόθηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Το πρώτο η απουσία επαφής με την πραγματικότητα. Εδώ δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε, αρκεί να σκεφτούμε πως δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθεί η κυρία Μέρκελ τις προτάσεις μας, ή το τι θα κάνουν οι αγορές αν πούμε να τους τρίξουμε τα δόντια.

Το δεύτερο, σχετικό με το πρώτο, η εμμονή σε νοητικά κατασκευάσματα, ακόμη και αν αυτά έρχονται σε αντίθεση με τον αληθινό κόσμο. Εδώ θα σταθούμε λίγο παραπάνω και θα αναφερθούμε στο μεγάλο θέμα, το προσφυγικό και τη στάση που κρατάει η χώρα μας σ’ αυτό.

Θέλω πριν να κάνω μια σημαντικά παρατήρηση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρούμε ότι οι ιδέες και τα πιστεύω ενός ιδεοληπτικού είναι εξ αρχής λάθος. Μπορεί να στέκουν ωραιότατα ως θεωρητικά σχήματα, μπορεί να διακρίνονται για τις καλές τους προθέσεις ή τα υψηλά ιδεώδη, όμως είναι δύσκολο να εφαρμοστούν, τουλάχιστον αυτούσια.

Το επικίνδυνο, λοιπόν, δεν είναι η ύπαρξη τέτοιων ιδεών, κάθε άλλο. Μόνο που οι ιδέες αυτές πρέπει να είναι οδηγοί, σηματοδότες στην πορεία του ανθρώπου μέσα στη ζωή, όχι όμως και να επιδιώκεται η, με κάθε τρόπο και σε κάθε περίσταση, υλοποίησή τους.

Το άλλο πουλάκι:
Θα σας δώσω ένα παράδειγμα.

Πριν από πολλά χρόνια είχε επισκεφτεί την πόλη μας ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ευρωβουλευτής τότε του Συνασπισμού. Το βράδυ, στο τραπέζι που έγινε προς τιμήν του, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την αγροτική οικονομία της χώρας.

Ακούστηκαν πολλά από εμάς τους έξυπνους της παρέας, για αναδιάρθρωση καλλιεργειών, για νέους συνεταιρισμούς, για κοινή αγροτική πολιτική, για εκπαίδευση και επιμόρφωση των αγροτών, για εναλλακτική γεωργία…

Κάποια στιγμή γυρίζει και μας λέει: «Καλά όλα αυτά, εγώ όμως αύριο στις Βρυξέλλες θα συζητάω για την τιμή της ντομάτας και θα πρέπει, όπως και οι υπόλοιποι, να δώσω ένα νούμερο και κάπου να συμφωνήσουμε. Τι θα τους πω; Για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών;»

Καταλάβατε; Πόσο μακριά από την διαπραγματευτική τακτική του Βαρουφάκη, που πήγαινε να συμφωνήσει για τα δανεικά και το χρέος και τους έλεγε για την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της Ευρώπης και την αναθεώρηση των πολιτικών που σχεδιάστηκαν σε άλλου είδους όργανα, από διαφορετικούς εκπροσώπους και κάτω από άλλες διαδικασίες!

Ωστόσο, όπως το είπαμε και πριν, οι ιδέες πρέπει να υπάρχουν και να μας καθοδηγούν, όχι όμως να μας εγκλωβίζουν σε αδιέξοδα. Διότι η ζωή είναι εκεί και θέτει πραγματικά διλήμματα, στα οποία πρέπει να δώσεις ρεαλιστικές και πραγματοποιήσιμες απαντήσεις.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά με βάση τις απόψεις που ακούγονται από κυβερνητικά στελέχη και ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από το προσφυγικό.
Επιτρέψτε μου να γνωρίζω αρκετά καλά τις απόψεις αυτές και σας λέω εκ των προτέρων ότι συμφωνώ μαζί τους.

Άλλωστε, κάθε άνθρωπος που θέλει να λέγεται πολιτισμένος και να θεωρείται παιδί του διαφωτισμού και υποστηρικτής των δικαιωμάτων δεν μπορεί παρά να συμφωνεί.
Θα προσπαθήσω να σας το δώσω με μια φράση και μην τρομάξετε αν σας φανεί απόλυτη. Πρώτα σκεφτείτε την καλά:

Οποιοσδήποτε πολίτης της γης πρέπει να έχει το δικαίωμα να μπορεί να πάει και να ζήσει σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου επιθυμεί.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πόσο ωραίο και, κυρίως, ανθρωπιστικό ακούγεται!

Μπορείς να το αναπτύξεις σε πανεπιστημιακές αίθουσες, να το υποστηρίξεις σε συνέδρια, να το γράψεις σε έντυπα και να το αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι δυνατόν όμως να καθορίζει (κυριολεκτικά) την πολιτική της χώρας σου σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα;

Τι γίνεται όταν ο πολίτης της γης που θέλει να αλλάξει χώρα διαμονής δεν είναι ένας αλλά εκατομμύρια; Και θέλουν να το κάνουν όλοι ταυτοχρόνως;
Τι γίνεται όταν η χώρα προορισμού ή άλλες ενδιάμεσες κλείνουν τα σύνορά τους, με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό πολλών χιλιάδων ανθρώπων στη δική σου χώρα;

Τότε πρέπει να δοθούν λύσεις, να παραμεριστούν –όχι να ξεχαστούν- οι ιδεολογίες και τα ευχολόγια, πριν καταλήξουν ιδεοληψίες, και να βρεθούν πρακτικά εφαρμόσιμοι τρόποι διαχείρισης της κρίσης.

Διότι η πολιτική είναι ακριβώς η εφαρμογή των ιδεολογιών σε ρεαλιστικές συνθήκες, πράγμα που δεν είναι καθόλου εύκολο.
 Στα λόγια όλα είναι εύκολα!