ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

180131 ΡΕΜΠΕΤΑΔΙΚΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Τι είναι το ρεμπέτικο;

Ρώτησα κάποτε έναν φίλο που ασχολείται κάπως ιδιαίτερα με το είδος. Και λέω κάπως ιδιαίτερα, αφού λίγο ως πολύ, όλοι ασχολούμαστε με το ρεμπέτικο και το αγαπάμε. Θέλετε κάποια απόδειξη επ’ αυτού;

Κοιτάξτε λίγο τις τηλεοπτικές εκπομπές σε διάφορα κανάλια που παρουσιάζουν ένα σωρό αφιερώματα στο ελληνικό τραγούδι. Το πάνε από ‘δω, το φέρνουν από ‘κει, κάθε τόσο να κι ένα αφιέρωμα στο ρεμπέτικο.

Όχι πως οι παρουσιαστές έχουν τόσο μεγάλη αγάπη σ’ αυτό το είδος· στην τηλεόραση δεν χωράνε τέτοιοι συναισθηματισμοί. Ξέρουν όμως καλά πως μια εκπομπή με ρεμπέτικα τραγούδια σίγουρα θα «κάνει νούμερα».

Κι έτσι επανέρχονται κάθε τόσο, τάχα με ένα αφιέρωμα σε συγκεκριμένο δημιουργό, δήθεν με ευκαιρία κάποια «επέτειο», ψάχνουν και βρίσκουν λόγους να καλούν στις εκπομπές τους ανθρώπους και συγκροτήματα που ασχολούνται με το «αστικό λαϊκό τραγούδι».

Αυτή είναι η κανονική του ονομασία. Πρόκειται για το τραγούδι που εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε αντιδιαστολή με το τραγούδι της υπαίθρου, που έζησε στις μικρές κοινότητες της επαρχίας.

Ζήτησα, που λέτε, από αυτόν τον φίλο μου να μου δώσει έναν ορισμό. Τι θα απαντούσε αν τον ρωτούσαν τι είναι το ρεμπέτικο τραγούδι; Έστω το… αστικό λαϊκό τραγούδι. Εκείνος δανείστηκε έναν ορισμό και μου τον είπε.

Πήρε τα λόγια του μεγάλου Ισπανού θεατρικού συγγραφές Λόπε ντε Βέγκα (1562-1635) ο οποίος όταν του ζητήθηκε να δώσει έναν ορισμό για το θέατρο είπε: «τρία σανίδια, δύο πρόσωπα, ένα πάθος».

Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με την παράφραση του φίλου μου, το ρεμπέτικο μπορεί να οριστεί ως «τρία σύρματα, δύο άνθρωποι, ένα μεράκι». Μου διευκρίνισε μάλιστα ότι οι άνθρωποι μπορεί… να μην είναι παρόντες και οι δύο!

Αυτό είναι το ρεμπέτικο τραγούδι. Αν το απαλλάξουμε από τα περιττά φτιασίδια και κρατήσουμε την ουσία του, θα δούμε ότι πρόκειται για ένα μεράκι που κάποιος μοναχικός άνθρωπος προσπαθεί να εκφράσει μέσα από ένα σχετικά απλό όργανο.

Το άλλο πουλάκι:
Εμένα μου άρεσε κάτι άλλο.

Το άκουσα κάποτε από έναν πολυταξιδεμένο μουσικό του ρεμπέτικου και πολύ άξιο οργανοποιό. Μου είπε ότι, κατά τη γνώμη του το ρεμπέτικο είναι το στοιχείο εκείνο που ενοποιεί, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τους Έλληνες.

«Έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Μπορείς να βρεις Έλληνες που δεν ξέρουν λέξη ελληνικά, που δεν έχουν σχέση με την Ορθόδοξη παράδοση, που δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ στην Ελλάδα –μπορεί και να μην γνωρίζουν πού βρίσκεται….

Μπορεί να μην ξέρουν τίποτε για την ιστορία ή τον πολιτισμό της χώρας μας. Σπανίως όμως θα συναντήσεις κάποιον που να μην γνωρίζει δυο τρία ρεμπέτικα τραγούδια. Ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει τους στίχους».

Ακόμη όμως και έχοντας όλα αυτά κατά νου, δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να λέει κάποιος δεκαπέντε χρόνια σε «συναντήσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον κόσμο του». Διότι αυτό διάβασα:

Φέτος είναι η δέκατη πέμπτη φορά που πραγματοποιούνται αυτές οι συναντήσεις. Ρώτησα, λοιπόν, έναν από τους πιο τακτικούς «μαθητές», που παρακολουθούν από τον πρώτο κύκλο, και ακούστε τι μου είπε:

«Φαίνεται πως το θέμα είναι ανεξάντλητο. Κάθε κύκλος περιλαμβάνει πέντε συναντήσεις, σε κάθε μια τις οποίες ακούμε είκοσι τραγούδια και βλέπουμε πάνω από εκατόν είκοσι διαφάνειες με κείμενα και εικόνες. 

Συγχρόνως συζητάμε για την εποχή τα πρόσωπα ή το φαινόμενο που εξετάζουμε κάθε φορά. Όταν λέμε «φαινόμενα» να φανταστείς κάτι σαν τη ζωή στη Σμύρνη ή την Πόλη, την προσφυγιά, τον ξενιτεμό και τη ζωή στην Αμερική, αλλά και τη χρήση ουσιών, το λογοκρισία, τη διακογραφική παραγωγή…

Μέχρι στιγμής έχουμε ακούσει 1.215 διαφορετικά τραγούδια (γίνεται προσπάθεια να μην ξανακούμε τα ίδια, αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος) κι έχουμε δει πάνω από 8.500 διαφάνειες, ενώ παρακολουθήσαμε και πάρα πολλά βίντεο.

Υπάρχει επομένως πολύ υλικό που μπορεί να ενδιαφέρει όσους παρακολουθούν αυτές στις συναντήσεις –και δεν είναι λίγοι. Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω στο ρεμπέτικο εκπονούνται πλέον μεταπτυχιακά και διδακτορικές διατριβές».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Δεν ρωτήσαμε για φέτος…

Διότι μας είχαν πληροφορήσει ήδη τα ΧΡΟΝΙΚΑ! Φέτος το θέμα είναι η δύσκολη δεκαετία του 1940, κατά την οποία συνέβησαν συγκλονιστικά πράγματα που επηρέασαν και το αστικό λαϊκό τραγούδι.

Ο πόλεμος είναι πάντοτε μια βίαιη τομή στη συνέχεια της Ιστορίας. Αλλάζει άρδην τα κοινωνικά δεδομένα και το τραγούδι, ως ένα προϊόν της εποχής του, δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί από τις αλλαγές αυτές.

Κάτι τέτοιο συνέβη και με το ρεμπέτικο. Στην κατοχή χάθηκε ένας σημαντικός αριθμός δημιουργών. Άλλαξε ο τρόπος διασκέδασης. Άλλαξαν τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνταν στις ορχήστρες.

Σφραγίστηκαν τα ραδιόφωνα. Έκλεισαν οι δισκογραφικές εταιρείες. Εμφανίστηκαν νέα είδη που επηρέασαν την μετέπειτα εξέλιξή του. Νέοι δημιουργοί ήρθαν στο προσκήνιο, ενώ άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι επαγγελματίες στιχουργοί.

Ενδιαφέροντα ακούγονται όλα αυτά. Σκεφτόμαστε να παρακολουθήσουμε κι εμείς φέτος αυτές τις συναντήσεις. Μας άρεσε εκείνο το… «στόχος των συναντήσεων αυτών, είναι η διερεύνηση των λόγων που συνηγορούν στην ανάδειξη του ρεμπέτικου τραγουδιού ως σημαντικού στοιχείου του λαϊκού μας πολιτισμού».

Αυτό δηλαδή που κατάλαβε και η UNESCO για την οποία σας μιλήσαμε χθες. Λέτε η Διακυβερνητική Επιτροπή για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς να επηρεάστηκε από τέτοιου είδους εκδηλώσεις;

Ποιος ξέρει;
 «Έλα κι οι ρεμπέτες έχουν,
μάνα μου, χρυσή καρδιά».

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

180130 ΡΕΜΠΕΤΑΔΙΚΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Για το ρεμπέτικο.

Σκεφτόμουν κάποια πράγματα, με αφορμή το δελτίο τύπου που διάβασα -πού αλλού;- στα ΧΡΟΝΙΚΑ, σχετικά με μια σειρά εκδηλώσεων της Οικολογικής Κίνησης Δράμας, γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι.

Θέλησα να τα μοιραστώ μαζί σας, επειδή με κούρασε η συνεχής κουβέντα γύρω από την πολιτική ή το «μακεδονικό». Γύρω μας συμβαίνουν πράγματα αξιόλογα και εμείς ασχολούμαστε με το πώς γιορτάστηκαν τα τρία χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Τι είναι το ρεμπέτικο τραγούδι;
Μη βιαστείτε να απαντήσετε, διότι το έκαναν άλλοι πριν από σας. «Είναι ένα στοιχείο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας». Είτε σας αρέσει είτε όχι, αυτή είναι η απόφαση της UNESCO!

Μια απόφαση που πάρθηκε έπειτα από την εξέταση του σχετικού φακέλου που κατατέθηκε στην Διακυβερνητική Επιτροπή για τη Διαφύλαξη της Άυλης Κληρονομιάς, η οποία συνεδρίασε στο νησάκι Τζετζού της Νότιας Κορέας.

Πριν πούμε ποια ακριβώς ήταν η εκτίμηση για το ρεμπέτικο, αξίζει να αναφέρουμε ότι, μαζί μ’ αυτό, εντάχθηκαν στον σχετικό κατάλογο το ελβετικό καρναβάλι της Βασιλείας, η τέχνη των μυλωνάδων της Ολλανδίας, τα κεραμικά αγαλματίδια του Εστρεμόζ της Πορτογαλίας.

Ακόμη, υπάρχουν και γαστρονομικοί θησαυροί, όπως τα ντολμαδάκια του Αζερμπαϊτζάν και η περίφημη, γνωστή σε όλους και αγαπητή, ιταλική πίτσα. Και επειδή μιλάμε για άυλο πολιτισμό, δικαίως θα αναρωτιούνται κάποιοι τι θέση έχουν τα φαγητά στη λίστα.

Ας το διευκρινίσουμε, λοιπόν, για να γίνει κατανοητό. Δεν μιλάμε για αυτή καθαυτή την πίτσα, αλλά για την… τέχνη της παρασκευής της. Που έχει να κάνει από τη συνταγή, μέχρι τον ταχυδακτυλουργικό τρόπο με τον οποίο φτιάχνουν τη ζύμη.

Όταν μάλιστα ο πιτσαγιόλο είναι μερακλής, τότε πέρα από τις δεξιοτεχνικές κινήσεις, η τέχνη του συνδυάζει «τραγούδια, χαμόγελα, τεχνική και θέαμα», επομένως μιλάμε για μια ολοκληρωμένη τέχνη που έχει τις ρίζες της στον 16ο αιώνα.

Αφήστε που η πίτσα έχει καταφέρει να γίνει ίσως το πιο αγαπητό, σίγουρα όμως το πιο φωτογραφημένο φαγητό του κόσμου, αφού κάθε δευτερόλεπτο αναρτώνται στο ίνσταγκραμ περίπου είκοσι νέες φωτογραφίες.

Το άλλο πουλάκι:
Πανηγυρίζουν οι Ιταλοί.

Πανηγυρίζουμε όμως κι εμείς για το δικό μας ρεμπέτικο. Ας ρίξουμε μια ματιά στη σελίδα της UNESCO για να δούμε τι μπορεί να διαβάσει ο επισκέπτης από κάθε άκρη του κόσμου, σχετικά με αυτό.

«Το ρεμπέτικο είναι μια μουσική και πολιτιστική έκφραση που συνδέεται άμεσα με το τραγούδι και τον χορό, η οποία αρχικά διαδόθηκε στους αστικούς πληθυσμούς κατώτερης και εργατικής τάξης στις αρχές του εικοστού αιώνα. 

Τα ρεμπέτικα τραγούδια αποτελούν πλέον ένα τυποποιημένο ρεπερτόριο σχεδόν σε κάθε κοινωνική εκδήλωση που περιλαμβάνει μουσική και χορό. Το μουσικό κομμάτι εκτελείται στο κοινό, ενώ οι καλλιτέχνες ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του. 

Η μορφή διασκέδασης αυτή είναι ανοιχτή σε όλους και οι παρέες που γλεντούν μ’ αυτόν τον τρόπο  θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν οποιοδήποτε ελληνικό ή ελληνόφωνο πρόσωπο που απολαμβάνει αυτή τη μορφή μουσικής και χορού. 

Τα ρεμπέτικα τραγούδια περιέχουν ανεκτίμητες αναφορές στα έθιμα, τις πρακτικές και τις παραδόσεις ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, αλλά πάνω απ’ όλα, πρόκειται για μια ζωντανή μουσική παράδοση με ισχυρό συμβολικό, ιδεολογικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα. 

Αρχικά, η διάδοση του ρεμπέτικου πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά προφορικά, μέσω της ζωντανής ερμηνείας των τραγουδιών και της διδασκαλίας των νεότερων καλλιτεχνών από τους μεγαλύτερους μουσικούς και τραγουδιστές. 

Αυτή η μη τυπική μέθοδος μάθησης εξακολουθεί να είναι σημαντική, αλλά η πρόσφατη εξάπλωση των ηχογραφήσεων, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κινηματογράφου ενίσχυσε άλλες μεθόδους εξάπλωσης του τραγουδιού αυτού.

Κατά την τελευταία δεκαετία, τα ρεμπέτικα έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να διδάσκονται στα μουσικά σχολεία, τα ωδεία και τα πανεπιστήμια, διδασκαλία που συμβάλλει στην ευρύτερη διάδοση τους.

Στο μεταξύ, οι μουσικοί και οι άνθρωποι που απολαμβάνουν το ρεμπέτικο εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο να διατηρηθεί ζωντανή η παράδοσή του».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μπράβο την UNESCO!

Δεν τα λέει και άσχημα. Μόνο που θα μπορούσε να έχει κανείς κάποιες ενστάσεις στο κατά πόσο, στην περίπτωση του τραγουδιού και συγκεκριμένα του ρεμπέτικου, μιλάμε (αποκλειστικά) για άυλο πολιτισμό. Ελάτε να διαβάσουμε λίγο από την εγκυκλοπαίδεια:

«Ο όρος Πολιτιστική Κληρονομιά περιλαμβάνει τον απτό πολιτισμό (όπως κτίρια, μνημεία, τοπία, βιβλία, έργα τέχνης και τεκμήρια), τον άυλο πολιτισμό (όπως τη λαογραφία, τις παραδόσεις, τη γλώσσα και τη γνώση) και τη “φυσική” κληρονομιά, που περιλαμβάνει σημαντικά πολιτιστικά τοπία και βιοποικιλότητα. 

Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά συνίσταται από τα μη ψηλαφητά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, τα οποία συχνά διατηρούνται από κοινωνικά έθιμα κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου.

Πρόκειται για τους τρόπους και τα μέσα συμπεριφοράς μιας κοινωνίας, ή τους συχνούς τυπικούς κανόνες λειτουργίας σε ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό κλίμα, όπως π.χ. κοινωνικές αξίες και παραδόσεις, έθιμα και πρακτικές, οι αισθητικές και πνευματικές αντιλήψεις, η καλλιτεχνική έκφραση, η γλώσσα, καθώς και άλλες πτυχές της ανθρώπινης πολιτιστικής δραστηριότητας».

Καλά και άγια όλα αυτά, όμως στην περίπτωση του ρεμπέτικου τραγουδιού μιλάμε για κάτι περισσότερο, για κάτι που μπορούμε να το «ψηλαφίσουμε», επομένως θα το αδικούσαμε αν λέγαμε ότι είναι… εντελώς άυλο.

Διότι τότε θα έπρεπε να αφαιρέσουμε από το σύνολο αυτής της κληρονομιάς τη δουλειά που έκαναν π.χ. οι κατασκευαστές μουσικών οργάνων, οι συλλέκτες δίσκων γραμμοφώνου, ακόμη και οι μελετητές και συγγραφείς βιβλίων σχετικών με το ρεμπέτικο.

Επειδή όμως το θέμα είναι πολύ μεγάλο, θα συνεχίσουμε το σχόλιό μας και αύριο.
 
Μπράβο, Μάρκο!

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

180129 ΤΣΑΝΤ-ΙΣΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Πώς σας φάνηκε;

Αυτό το σουκού, λέω, πώς σας φάνηκε; Δεν ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα;
Πώς είπατε; Δεν ξέρετε τι είναι το σουκού; Νομίζω ότι το έχουμε ξαναπεί. Είναι το σαββατοκύριακο στη νέα γλώσσα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Είναι μια έκφραση που τη χρησιμοποιούν κυρίως, για να μην πω αποκλειστικά, όσοι έχουν χρήμα να πάνε κάπου, να φύγουν από την πόλη που ζουν και να αλλάξουν λίγο τον αέρα τους.

Αυτοί έχουν «σουκού». Οι άλλοι, ας πούμε οι άνεργοι, όσοι μετράνε τα ψιλά και σκέφτονται ποιον λογαριασμό να πληρώσουν πρώτο, τι να το κάνουν το «σουκού», μόνο μπελάς και επιπρόσθετα έξοδα είναι.

Χρησιμοποιείται, λοιπόν, ο όρος από όσους μπορούν ή από όσους θέλουν να δείξουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Διότι, όταν ρωτάς για το «σουκού» του άλλου, εξυπακούεται ότι έχεις κι εσύ ένα.

Τέλος πάντων. Ας επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα, το οποίο το απευθύνω κυρίως σε όσους έχουν παιδιά στο δημοτικό Σχολείο, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους που τους αρέσει να παρατηρούν τις αλλαγές που συντελούνται στη κοινωνία.

Αυτό το σαββατοκύριακο, λοιπόν, ήταν διαφορετικό για χιλιάδες οικογένειες, χάρη σε ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα που έθεσε σε εφαρμογή το υπουργείο Παιδείας. Λέγεται «αφήνουμε την τσάντα στο Σχολείο».

Όπως καταλαβαίνετε και από τον πρωτότυπο τίτλο που δόθηκε στο πρόγραμμα, δεν πρόκειται για κάτι άλλο, παρά για το γεγονός ότι οι μαθητές του Δημοτικού έφυγαν την Παρασκευή από τα Σχολειά τους χωρίς τσάντες.

Πράγμα που σημαίνει ότι όλο το «σουκού» είχαν καθόλου διάβασμα, το πέρασαν… δημιουργικά με την οικογένεια και τους φίλους τους. Σας ρώτησα, λοιπόν, αν παρατηρήσατε κι εσείς αυτή την αλλαγή.

Προσωπικά είδα ένα σωρό παιδάκια να επισκέπτονται με τους γονείς τους τα Μουσεία της πόλης, ενώ άλλα παρακολούθησαν την ταινία για παιδιά που παίζει ο κινηματογράφος της πόλης μας.

Το άλλο πουλάκι:
Ήταν καλός και ο καιρός…

Έτσι, πολλές οικογένειες βρήκαν την ευκαιρία να εκδράμουν για να απολαύσουν τα χιονισμένα βουνά της περιοχής μας. (Όταν λέω περιοχής μας, εσείς να βάζετε μέσα και το Μπάνσκο, περιοχή μας είναι και εκείνο.)

Σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να βοηθούν τα παιδιά τους στα μαθήματα που θα έπρεπε να ετοιμάσουν για σήμερα. Τώρα αν τους είδατε πάλι έτσι, ήταν επειδή… έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια.

Το μέτρο είχε τέτοια επιτυχία που είναι βέβαιο ότι τα επαναληφθεί και άλλες φορές, πράγμα για το οποίο το υπουργείο ήταν απολύτως βέβαιο, γι’ αυτό και είπε στους εκπαιδευτικούς να προγραμματίσουν από τώρα και τα υπόλοιπα σαββατοκύριακα.

Υπήρξαν προβλήματα; Ε, όπως συμβαίνει με την εφαρμογή κάθε νέου μέτρου, υπήρξαν και αυτή τη φορά μερικά παρατράγουδα. Ας πούμε δεν ήταν όλα τα παιδάκια εντελώς ελεύθερα από σχολικές εργασίες.

Μερικοί δάσκαλοι τους… έδωσαν στο χέρι τις γνωστές φωτοτυπίες, για να έχουν να πορεύονται και να μην απορούν πώς θα γεμίσουν τον ελεύθερο χρόνο τους, ούτε να ταλαιπωρούνται με τις ώρες μπροστά σε μια οθόνη.

Υπήρξαν και γονείς που δεν επέτρεψαν στα παιδιά τους να αφήσουν τις τσάντες στο Σχολείο, προκειμένου, λέει, να μην χαθούν. Όχι τα παιδιά, οι τσάντες να μην χαθούν, δηλαδή να μην μπει κανείς στο Σχολείο και τις κλέψει!

Είμαι βέβαιος ότι οι ίδιοι γονείς, έτσι και συνέβαινε κάτι στο Σχολείο που είχε ως αποτέλεσμα να απομονωθούν τα παιδιά τους και να ξεχωρίσουν από το σύνολο των υπολοίπων, θα ξεσήκωναν τον κόσμο.

Τώρα που αυτό συμβαίνει με δική τους ευθύνη, δεν τρέχει τίποτε. Δεν πειράζει. Ελπίζουμε ότι τώρα που είδαν ότι καμιά τσάντα δεν κλάπηκε, την επόμενη φορά θα είναι πιο χαλαροί και θα επιτρέψουν και στα δικά τους παιδιά να συμμετέχουν.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ας σοβαρευτούμε όμως.

Και αυτό το «μέτρο», όπως συμβαίνει με τόσα άλλα στη χώρα μας, ήταν μια… έμπνευση της στιγμής, μια ιδέα κάποιων συμβούλων του υπουργείου που ήθελαν να δείξουν ότι έχουν καλές προθέσεις. Οι οποίες δεν αρκούν!

Η αναστάτωση που επήλθε στα σχολικά προγράμματα ήταν μεγαλύτερη από τα οφέλη τής εφαρμογής του μέτρου. Διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλες οι τάξεις είχαν τα ίδια μαθήματα Παρασκευή και Δευτέρα.

Επιπλέον, πόση ώρα νομίζετε ότι παίρνει σε κάποιον μαθητή να ετοιμάσει τα μαθήματα της επόμενης μέρας; Αυτός ήταν ο λόγος που δεν περνούσαν, όσα παιδιά δεν περνούσαν, «δημιουργικό χρόνο» με τις οικογένειές τους;

Από την άλλη, και το να καθίσεις με το παιδί σου και να μελετήσετε μαζί ένα κεφάλαιο της Ιστορίας ή των Μαθηματικών δεν αποτελεί «δημιουργικό χρόνο»; Δυστυχώς, άλλοι είναι οι λόγοι που τα παιδιά δεν «ζουν» μαζί με τους γονείς τους.

Είναι ο τρόπος που, τουλάχιστον τα κάπως μεγαλύτερα, «παίζουν» με τα νέα αυτά ηλεκτρονικά παιχνίδια είτε εντελώς μόνα, είτε εξ αποστάσεως με κάποιους φίλους τους. Και σ’ αυτά τα παιχνίδια δεν χωράει κανένας γονιός.

Δεν είμαστε απολύτως αρνητικοί. Το μέτρο, κάτω από άλλες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικά χρήσιμο. Το κακό είναι πως οτιδήποτε ξεκίνησε στραβά πότε δεν βελτιώθηκε στην πορεία.

Αφήστε που ήρθε την τελευταία στιγμή και η δραστήρια ΔΟΕ να μπερδέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, υποδεικνύοντας στου Συλλόγους Διδασκόντων να μην ακολουθήσουν υποχρεωτικά το μέτρο αλλά… να κάνουν του κεφαλιού τους.

Τόσο καλά!
 Άλλο σουμού κι άλλο σουκού!



Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

180126 ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Κρυώνετε;

Προσέξτε τι θα απαντήσετε, γιατί σας την έχω στημένη. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι ζούμε έναν ήπιο χειμώνα˙ μέχρι στιγμής. Διότι ποτέ δεν ξέρει κανείς τι του ξημερώνει. Καιρός είναι αυτός…

Εξάλλου, ακόμα και ο πιο βαρύς χειμώνας είναι ήπιος, μέχρι να… βαρύνει. Έτσι είναι ο καιρός, έχει γυρίσματα, τα οποία μπορείς να τα παρατηρήσεις, αν έχεις καλή μνήμη ή απλώς αν είσαι παρατηρητικός.

Προχθές, για παράδειγμα, βρέθηκα στην κοπή βασιλόπιτας ενός συλλόγου, πράγμα που κάνω χρόνια τώρα. Ε, λοιπόν, ελάχιστοι παρατήρησαν ότι φέτος δεν παρευρέθηκε ούτε ένας πολιτικός. Γιατί, άραγε;

Η χρονιά δεν φαίνεται να είναι προεκλογική, τουλάχιστον από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε τώρα. Αφήστε που είναι πονηρές και οι μέρες. Οι πολιτικοί δεν κυκλοφορούν, χωρίς να υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος.

Γιατί; Διότι υπάρχει κίνδυνος να δεχθούν καμιά αδέσποτη… ερώτηση περί Μακεδονίας και τότε αρχίζουν τα δύσκολα. Είναι καιρός αυτός για να εκτίθεσαι; Δεν βλέπεις πού πάει το πράγμα;

Μόνο όσοι είναι απολύτως απελπισμένοι (με βάση τις δημοσκοπήσεις) ποντάρουν στο παιχνίδι με το όνομα (που είναι η ψυχή μας). Αυτοί και όσοι αντλούν πελατεία αποκλειστικά από τον συγκεκριμένο χώρο των Μακεδονομάχων.

Όλοι οι υπόλοιποι, το λέγαμε και τη Δευτέρα, κρατούν κλειστά τα χαρτιά τους, ή σφυρίζουν αδιάφορα, με τη γνωστή τακτική εκείνου που είναι και δεν είναι, που θέλει και δεν θέλει, που μπορεί και δεν μπορεί…

Ξεκίνησα όμως να σας λέω για τον καιρό και με παρέσυρε η επικαιρότητα. Ο καιρός πάει καλά˙ και κρύο πολύ δεν έχουμε και ηλιοφάνεια αρκετή υπάρχει, ώστε να εξοικονομούν ενέργεια όσοι βασίζονται στον ήλιο.

Βέβαια, δεν είμαστε και Αθήνα! Κάποιος φίλος που επισκέφθηκε προχθές την πρωτεύουσα ανέφερε πως οι πεζόδρομοι και οι πλατείες στενάζουν από τα πλήθη που απολαμβάνουν τον καφέ ή το ποτό τους στον… μαλακό καιρό.

Το άλλο πουλάκι:
Πού να μας καταλάβουν!

Αυτοί εκεί κάτω έχουν ελάχιστα έξοδα για καύσιμα, ο χειμώνας περνάει συνήθως χωρίς να τον καταλάβουν, εκτός άμα τους ρίξει κανένα χιονάκι και ταλαιπωρηθούν καναδυό μέρες. Τότε ρωτάνε πού είναι το κράτος.

Για να καταλάβετε πόσο άσχετοι είναι με τον χειμωνιάτικο καιρό, είδα με τα μάτια μου και άκουσα με τα αφτιά μου μία ρεπόρτερ να μεταδίδει από το… πεδίο της κακοκαιρίας: «Οι νιφάδες, αυτή τη στιγμή, πέφτουν βροχή»!

Που, αν ήταν σοβαρό το κανάλι, έπρεπε να της πουν από το κοντρόλ «άσε, αυτή τη στιγμή, το μικρόφωνο στο χιόνι και πέρασε να αποζημιωθείς, γιατί απολύεσαι». Δυστυχώς όμως, δεν έχει μόνο ο δημόσιος τομέας τα στραβά του.

Λέγαμε όμως για τον Χειμώνα για τον οποίο δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε. Διότι διάβαζα προχθές πως σε κάποια περιοχή της βορειοανατολικής Ρωσίας, στο χωρίο Οϊμιακόν (αν το λέω σωστά) το θερμόμετρο… πάγωσε.

Δεν ξέρω τι θερμόμετρα έχετε εσείς στο σπίτι σας, όμως το δικό μας δείχνει μέχρι τριάντα βαθμούς κάτω από το μηδέν. Πράγμα που σημαίνει ότι ο κατασκευαστής ήταν υπέρ το δέον προνοητικός.

Εκτός αν σκόπευε να το πουλήσει και σ’ αυτό το παγωμένο χωριό της Ρωσίας. Όπου το θερμόμετρο έδειξε προχθές μείον εξήντα βάλε βαθμούς. Λέω εξήντα βάλε, διότι άλλοι συμφωνούν στο μείον εξήντα δύο και άλλοι προχωρούν στο εξήντα επτά. Πάντα μείον!

Είναι οι χαμηλότερες θερμοκρασίες που έχουν παρατηρηθεί σε περιοχές που υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι˙ όχι, ας πούμε, στην Ανταρκτική. Το χωριό αυτό έχει το ρεκόρ με -67,7 βαθμούς τον Χειμώνα τού 1933.

Έχετε αναρωτηθεί με ποιο τρόπο οι κάτοικοι του χωριού ζεσταίνουν τα σπίτια τους; Όταν λέμε τα ζεσταίνουν, μη φανταστείτε˙ το πολύ πολύ να ανεβάζουν τη θερμοκρασία καμιά δεκαριά βαθμούς… κάτω από το μηδέν.

Σκεφθείτε μόνο ότι το Σχολείο κλείνει όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους -52 βαθμούς. Τώρα, γιατί πενήντα δύο και όχι, ας πούμε, πενήντα, κάτι θα ξέρουν αυτοί που έβαλαν εκεί το όριο.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εμένα άλλο με τρόμαξε.

Τον χειμώνα, η μέρα τους είναι πολύ μικρή, μόλις τρεις ώρες, ενώ το καλοκαίρι φτάνει τις είκοσι μία. Πράγμα που δεν τους επηρεάζει και τόσο, διότι το καλοκαίρι τους, φαντάζομαι, το περνούν στην Χαλκιδική. Τον χειμώνα όμως…

Δεν είναι μόνο η διάρκεια της μέρας. Είναι και τι ακριβώς εννοούμε λέγοντας μέρα –η λέξη δεν έχει το ίδιο νόημα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Φέτος, για παράδειγμα, η Ρωσία ζει τον πιο σκοτεινό χειμώνα της ιστορίας της.

Ξέρετε πόσο ήλιο είδαν τα μάτια των Μοσχοβιτών; Πριν σας απαντήσω, σκεφθείτε ότι εμείς, έτσι και κάνουμε τρεις μέρες να δούμε ήλιο, είμαστε μέσα στη γκρίνια και τη μαυρίλα. Λοιπόν, τώρα μπορώ να το πω:

Έξι λεπτά! Μόνον έξι λεπτά. Όχι τη μέρα, ούτε την εβδομάδα, τον μήνα! Ολόκληρο τον Δεκέμβριο, ο ήλιος φώτισε με τις ακτίνες του (για να το πω και λίγο ποιητικά) τη Μόσχα, μόνον έξι λεπτά.

Καταλάβατε τώρα γιατί η ΤΣΣΚΑ δίνει τόσα λεφτά για να αποκτήσει παίκτες; Όχι γιατί παίρνει τους καλύτερους, αλλά γιατί, αν έδινε όσα και ο Ολυμπιακός ή ο Παναθηναϊκός, ποιος θα άφηνε τον ελληνικό ήλιο να πάει στη Μόσχα;

Τώρα, αν οι παίκτες αυτοί εξελίσσονται εκεί γρηγορότερα, αφού δεν έχουν και πολλά πράγματα να κάνουν πέρα από τις προπονήσεις, αυτό είναι άλλο θέμα που πρέπει να το δουν οι ελληνικές ομάδες.
 Φρέντο!

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

180125 ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Πώς κάναμε έτσι τις ζωές μας;

Τις βγάλαμε στη φόρα! Τις κάναμε βούκινο! Τις περιφέρουμε από οθόνη σε οθόνη, σαν να είναι κάτι που αφορά τον καθένα, σαν να πρέπει να μάθει γι’ αυτές ο κάθε «φίλος» ή «ακόλουθος»…

Λέγαμε χθες για το περιστατικό με το πρωτοχρονιάτικο γλέντι στο νοσοκομείο Μυτιλήνης. Ποιος έξυπνος είχε την έμπνευση να το «ανεβάσει» στο διαδίκτυο; Για να καταλάβετε το μέγεθος της βλακείας, σκεφτείτε μόνο τούτο:

Ας υποθέσουμε ότι το «ανέβασμα» δεν ήταν μια ιδιωτική πρωτοβουλία. Φανταστείτε ότι η διοίκηση του νοσοκομείου είχε τοποθετήσει κάμερες, οι οποίες κατέγραψαν τη… δράση του προσωπικού το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

Μπορείτε να φανταστείτε τι θα είχε γίνει; Πόσος κόσμος θα είχε ξεσηκωθεί για την απαράδεκτη ιδέα -και μόνο- να εγκατασταθούν κάμερες οι οποίες θα καταγράφουν τα «προσωπικά δεδομένα» των εργαζομένων;

Εδώ υπάρχουν εγκαταστημένες στους δρόμους κάμερες για τον έλεγχο της κυκλοφορίας, με πινακίδες μάλιστα που σε προειδοποιούν για κάτι τέτοιο, και πάλι θεωρείται αδιανόητη παραβίαση της ιδιωτικότητας. 

Μπορεί να κατέγραψε η κάμερα ότι έτρεχες σαν τρελός ή ότι πέρασες με κόκκινο, όμως έκανε και το αδιανόητο: Κατέγραψε το προσωπικό σου δεδομένο ότι… βρισκόσουν τη συγκεκριμένη στιγμή στο συγκεκριμένο σημείο.

Αφήστε που μπορεί να κατέγραψε και με ποιον άλλον ήσουν μαζί. Πράγματα εντελώς απαράδεκτα για μια κοινωνία, και μια πολιτεία βεβαίως βεβαίως, που σέβεται την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα.

Στο εν λόγω νοσοκομείο, λοιπόν, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο, δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε μισή ώρα μια κάμερα που θα έκανε… ό,τι έκανε το κινητό κάποιου από το προσωπικό εκείνο που το έριξε έξω παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Και όμως! Στο βίντεο κανείς δεν φαίνεται να ανησυχεί για την λήψη, ο δε οπερατέρ με μεγάλη ευκολία, φαντάζομαι και με πολύ καμάρι, το «ανέβασε» στο διαδίκτυο, λες και πρόκειται για το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο.

Το άλλο πουλάκι:
Προσοχή!

Δεν μιλάμε για το γεγονός αυτό καθεαυτό. Το οποίο, κουτσά στραβά, το σχολιάσαμε χθες. Μιλάμε για τη συνήθεια κάποιος από την παρέα να εκθέτει σε κοινή θέα τον εαυτό του, συνήθως όμως τους άλλους, χωρίς να τους ρωτήσει.

Για να μην πω ότι συχνά δεν εκθέτει μόνο ανθρώπους της παρέας του, αλλά και όσους έχουν την ατυχία να βρίσκονται τριγύρω. Στο συγκεκριμένο όμως βίντεο υπάρχει και ένα ακόμη πρόβλημα.

Αυτή η παρέα δεν διασκέδαζε δημοσίως, ας πούμε σε κάποιο μαγαζί που θα μπορούσε να θεωρηθεί και δημόσιος χώρος, παρά διασκέδαζε κάπου ιδιωτικά. Ακόμη κι αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι αυτό το κάπου ήταν ένα νοσοκομείο.

Όπως και να το κάνουμε, έχει μια διαφορά το να «ανεβάσει» κάποιος σκηνές από μια δημόσια εκδήλωση, καταγράφοντας και τρίτους παρά τη θέλησή τους -είπαμε βρίσκονται σε δημόσια θέα- και άλλο σκηνές ιδιωτικών στιγμών.

Θέλετε να το πάω παραπέρα; Θα γλεντούσαν οι γιατροί και οι νοσηλευτές με τον ίδιο τρόπο (ή με οποιονδήποτε άλλο) αν ήταν παρόντες και κάποιοι ασθενείς και νοσηλευόμενοι του νοσοκομείου;

Δεν θα το έκαναν. Ε λοιπό, αυτός που τους κατέγραψε και «ανέβασε» το βίντεο έκανε ακριβώς αυτό. Μετέφερα το γλεντάκι που έγινε «στη ζούλα» σε δημόσια θέα. Το έδειξε ΚΑΙ στους ασθενείς του νοσοκομείου.

Όπως και σε κάθε άλλον… ενδιαφερόμενο. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, θα μπορούσαμε να δούμε ένα αντίστοιχο παράδειγμα με άλλον φορέα του δημοσίου, ας πούμε με ένα Σχολείο.

Υπάρχει πιθανότητα οι εκπαιδευτικού κάποιου Σχολείου να στήσουν ένα ανάλογο γλέντι μπροστά στους μαθητές τους; (Θέλω να πιστεύω πως) όχι, βέβαια! Θα μπορούσαν όμως να το ρίξουν λίγο έξω, μετά το πέρας μιας γιορτής και την αποχώρηση ΟΛΩΝ των παιδιών.

Ακόμη κι αν κατέφθανε κάποιος γονιός για μια δουλειά του ή για να ρωτήσει κάτι, δύσκολα θα μπορούσε να κατακρίνει τους εκπαιδευτικούς που είπαν να χαλαρώσουν λίγο και να συσφίξουν τις σχέσεις τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αν όμως κάποιος το «ανέβαζε»;

Αν την άλλη μέρα –ποια άλλη μέρα; την ίδια στιγμή- ένα βίντεο με σκηνές από το αυτοσχέδιο γλεντάκι των εκπαιδευτικών έκανε τον γύρο των… κινητών των μαθητών του Σχολείου; Θα ήταν και πάλι σαν μα μην συνέβη τίποτε το σοβαρό;

Ξέρω! «Άνθρωποι είναι κι αυτοί»!
Δεν θα διαφωνήσω, όμως οι άνθρωποι μαθαίνουμε να σεβόμαστε πρωτίστως το εαυτό μας και να μην τον εκθέτουμε «χύμα» στα μάτια τρίτων.

Έχω επίγνωση ότι αυτά που λέω ακούγονται στα αφτιά κάποιων σαν γεροντοκορισμοί. Σαν λόγια κάποιου παράξενου που επιμένει να ζει εκτός πραγματικότητας και αρνείται να ακολουθήσει τις αλλαγές της ζωής.

Όλοι αυτοί όμως ας δουν την πορεία που πήρε η κυκλοφορία στο διαδίκτυο του βίντεο των γιατρών και των νοσηλευτών του νοσοκομείου Μυτιλήνης. Γιατί, όταν στραβώσει η δουλειά, τότε σκεφτόμαστε τις συνέπειες κάποιων πράξεων.

Τότε ξεχνάμε τα «έλα, μωρέ, και τι έγινε;» και τρέχουμε να βρούμε τον υπεύθυνο, του οποίου ζητάμε την κεφαλήν επί πίνακι. Τότε απαιτούμε να εξαντληθεί η αυστηρότητα των ανωτέρων τους και να χάσουν τις δουλειές τους.

Όμως το πάθημα δεν μας γίνεται μάθημα. Την άλλη στιγμή θα βγάλουμε το κινητό μας και θα απαθανατίσουμε μια ιδιωτική στιγμή, για να την «ανεβάσουμε» σε κοινή θέα, καμαρώνοντας μάλιστα για το κατόρθωμά μας.

Μόνη ελπίδα, να περνάμε μια μεταβατική φάση.
 Στη φόρα!

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

180124 ΑΝΕΜΕΛΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Άνθρωποι είναι κι αυτοί».

Δεν θα διαφωνήσω, μόνο που αυτή η διαπίστωση συχνά δεν λέει τίποτε απολύτως. Πρέπει να δούμε για ποιον λόγο επισημαίνεται αυτό το αυτονόητο και έπειτα να συζητήσουμε αν θα τους δούμε κι εμείς από… ανθρώπινη σκοπιά.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή˙ από μια κάποια αρχή. Η σκηνή πριν από λίγο καιρό έξω από το ιατρείο ενός γιατρού, σε… δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα. Μια γυναίκα αρχίζει ξαφνικά να ωρύεται.

Παρ’ όλες τις φωνές, καταλαβαίνουμε ότι τα έχει βάλει με τον γιατρό, ο οποίος την «έχει και περιμένει έξω από το γραφείο του, ενώ ο ίδιος έχει πιάσει την κουβέντα και καπνίζει αμέριμνος το τσιγαράκι του».

Ο γιατρός προσπαθεί να της πει κάτι, όμως εκείνη «τα έχει πάρει», κατά το κοινώς λεγόμενον. Είναι έξω φρενών. Τι αναίσθητο τον ανεβάζει, τι γαϊδούρι τον κατεβάζει, με τα πολλά φτάνει στο σημείο της φασαρίας και κάποιος… ανώτερος.

Προσπαθεί να ηρεμίσει τη γυναίκα, αλλά και να υπερασπιστεί τον γιατρό, πράγμα που, όπως καταλαβαίνετε, είναι σαν να προσπαθεί να κουβαλήσει δυο καρπούζια σε μια μασχάλη. Δύσκολο πράγμα η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού.

Παίρνει μια κατάσταση και τη δείχνει στην γυναίκα. «Ορίστε, από το πρωί ο γιατρός έχει εξετάσει είκοσι ασθενείς. Δεν δικαιούται και αυτός να κάνει ένα διάλειμμα; Εξάλλου, εσείς είπατε ότι θα δείχνατε μόνο κάτι εξετάσεις».

Τότε συμβαίνει κάτι που, σ’ αυτές τις περιπτώσεις κάνει τα πράγματα χειρότερα. Εμπλέκονται κάποιοι από τριγύρω: «Είκοσι ασθενείς σε δυο ώρες! Πέντε λεπτά τον καθένα! Και θέλεις να μας πεις ότι κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του;»

«Γι’ αυτό έχετε διώξει όλον τον κόσμο από τα δημόσια νοσοκομεία, επειδή μας ξεπετάτε χωρίς να δίνετε σημασία. Μωρέ, καλά κάνει και φωνάζει η γυναίκα. Αν ήταν σε ιδιωτική κλινική, τώρα θα τον είχαν διώξει…»

Ο ανώτερος κάνει μια ύστατη προσπάθεια να υπερασπιστεί τον γιατρό: «Κοιτάξτε, ο συνάδελφος σε μια εβδομάδα βγαίνει στη σύνταξη και βρίσκεται εδώ και εκτελεί τα καθήκοντά του. Δείξτε, λίγη κατανόηση…»

Το άλλο πουλάκι:
Λίγη κατανόηση!

Δεν ξέρω πώς έληξε το επεισόδιο˙ όλα τα επεισόδια κάπως λήγουν, εκτός αν τα περιλάβουν τα Μέσα, οπότε η ζωή τους μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Το συγκεκριμένο είχε μια σύντομη «μετά θάνατον ζωή» στο τραπέζι του καφέ.

Κάποιοι υπερασπίστηκαν τον γιατρό, άλλοι τη διαμαρτυρόμενη γυναίκα και άλλοι τα υπόλοιπα μέλη που πήραν μέρος στο επεισόδιο. Ο καθένας κάτι είχε να πει, μέχρι που κάποιος στάθηκε και στη «λεπτομέρεια» ότι ο γιατρός… κάπνιζε!

Κάπνιζε μέσα στο ιατρείο του, όπου εξετάζει ασθενείς, έχοντας βέβαια την προνοητικότητα να ανοίξει το παράθυρο. Ευτυχώς το περιστατικό δεν έφτασε στα αφτιά του Πολάκη. Και, ευτυχέστερα, δεν υπάρχει σχετικό βίντεο.

Διότι τότε θα είχαμε ό,τι και με το πρωτοχρονιάτικο περιστατικό στο νοσοκομείο Μυτιλήνης. Το οποίο, χάρη στην έμπνευση κάποιου από τους συμμετέχοντες να το βιντεοσκοπήσει, πήρε τον δρόμο χωρίς γυρισμό. 

Έκαναν καλά ή όχι οι εφημερεύοντες γιατροί, οι οποίοι «άνθρωποι είναι κι αυτοί», που έστησαν ένα αυτοσχέδιο γλεντάκι, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μέσα στο νοσοκομείο; Τους αξίζει να απολυθούν, όπως ζητούν πολλοί ή θα έφτανε ένα… «λόγω της ημέρας»;

Είναι μία από τις (πολύ σπάνιες) περιπτώσεις που δεν μπορούμε να πάρουμε θέση. Και απορούμε με την ευκολία που άλλοι το κάνουν. Διότι, για να πάρεις θέση θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο, να μπεις… στα παπούτσια του άλλου.

Τυπικά, έκαναν κάτι που δεν επιτρέπεται. Όταν βρίσκεσαι σε μια θέση, οφείλεις… να βρίσκεσαι στη θέση σου. (Τι είπα πάλι, το πουλάκι!) δεν είσαι εκεί ούτε για να… απουσιάζεις, ούτε για να κοιμάσαι, ούτε για να γλεντάς.

Δείτε όμως λίγο ποιοι τους κατακρίνουν. Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όλη η πόλη γλεντούσε. Καταστηματάρχες άφησαν τα μαγαζιά τους και έστησαν στο πεζοδρόμιο ψησταριές, τρώγοντας και πίνοντας με φίλους και περαστικούς.

Άλλοι έπιασαν το χορό «ανά τας οδούς» και γλεντούσαν, με τις ευλογίες της Τροχαίας, που έκλεισε τους κεντρικούς δρόμους˙ και καλά έκανε.
«Ναι, αλλά αν ερχόταν κανένα βιαστικό ασθενοφόρο;»

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα έκανε τον γύρο.

Όπως και οι γιατροί με τους νοσηλευτές θα παρατούσαν το γλέντι αυτοστιγμεί και θα έσπευδαν στο καθήκον τους. Μια όμως που το αναφέραμε, ξέρει κανείς τι σημαίνει εφημερεύων γιατρός και νοσηλευτής σε δημόσιο νοσοκομείο;  

Τι σημαίνει από πλευράς ευθύνης, από πλευράς έντασης της στιγμής, από πλευράς πολύωρης εργασίας, ακόμη και από πλευράς αμοιβής για όλα αυτά; Εγώ προσωπικά δεν ξέρω και ούτε που μπορώ να το φανταστώ.

Θα με ρωτήσετε αν όλα αυτά δικαιολογούν τις σκηνές που είδαν το φως της δημοσιότητας. Η απάντησή μου είναι δεν τις δικαιολογούν, αλλά τις ερμηνεύουν μια χαρά. Αν σας λέει κάτι μια τέτοια απάντηση.

Και μη μου πείτε ότι «μόνο στην τριτοκοσμική Ελλάδα συμβαίνουν τέτοια πράγματα», διότι θα σας θυμίσω πως έχουμε δει σε ένα σωρό ξένες ταινίες και σίριαλ να στήνονται αυτοσχέδια γλεντάκια και σε νοσοκομεία και σε αστυνομικά τμήματα και σε άλλες υπηρεσίες.

Ίσως όχι τόσο αυτοσχέδια. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Επομένως, για να ξαναγυρίσουμε στο ερώτημά μας, κατανοώ την ανάγκη των γιατρών και των νοσηλευτών να χαλαρώσουν, ακόμη και από τη φόρτιση μιας ολόκληρης χρονιάς, όμως δεν τους δικαιολογώ.

Δεν τους δικαιολογώ και δεν τους συγχωρώ το γεγονός ότι… εκτέθηκαν.
Γι’ αυτό όμως θα μιλήσουμε αύριο.
 Λόγω της ημέρας…

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

180123 ΞΑΚΟΥΣΤΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Η «επόμενη μέρα»…

Πιστεύω ότι όλοι εμείς που παίρνουμε μέρος στην καθημερινή μας κουβέντα έχουμε τουλάχιστον καταλήξει ότι εκείνο που μετράει στις λαϊκές κινητοποιήσεις, όπως τα συλλαλητήρια και τα δημοψηφίσματα είναι η «επόμενη μέρα».

Η «επόμενη μέρα», λοιπόν, του προχθεσινού συλλαλητηρίου πρέπει να απασχολήσει σοβαρά όλους εκείνους που συμμετείχαν, αλλά κι εμάς που το παρακολουθήσαμε από μακριά. Όπως το παρακολουθήσαμε.

Διότι μια πρώτη διαπίστωση ήταν πως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης γύρισαν την πλάτη σε μια μεγάλη κινητοποίηση, την μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων, ενώ, όπως θα συμφωνήσουμε όλοι, δεν είναι αυτή η δουλειά τους.

Ωστόσο, σε κάποια ιδιωτικά κανάλια είδα ότι έπαιξε πρώτο θέμα στις ειδήσεις, με αναλυτικά ρεπορτάζ, τα οποία όμως στάθηκαν (όπως είναι φυσικό;) σε κάποια «παρατράγουδα» που πάντοτε συμβαίνουν όπου μαζευόμαστε πολλοί και… διάφοροι.

Εκείνα που έκαναν την πάπια και εκτέθηκαν -για άλλη μια φορά- ανεπανόρθωτα είναι τα κρατικά κανάλια, τα οποία μάλιστα διαθέτουν στις τάξεις τους και την ΕΡΤ3, έξω ακριβώς από την πόρτα της οποίας πραγματοποιούνταν το συλλαλητήριο.

Για εμάς ήταν αναμενόμενη αυτή η στάση∙ τόσα χρόνια τώρα μιλάμε για το ποιόν της κρατικής ενημέρωσης, την οποία πληρώνουμε όλοι οι Έλληνες. Ας τα βλέπουν κάποιοι που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τα κρατικά κανάλια μάς ενημερώνουν «ψύχραιμα και αντικειμενικά».

Ελάτε όμως να δούμε τι ακριβώς μας φέρνει αυτή η «επόμενη μέρα» του συλλαλητηρίου, κάνοντας κάποιες παρατηρήσεις, σποραδικά, χωρίς σειρά αξιολόγησης. Θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία τόσο από τις μεταδόσεις των διαφόρων Μέσων, όσο και από παρατηρήσεις φίλων που ήταν εκεί.

Πρώτα πρώτα ο κόσμος. Ήταν πολύς, πάρα πολύς. Σε καμιά περίπτωση όμως οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες που τον υπολογίζουν κάποιοι. Για να κάνετε μόνοι σας έναν υπολογισμό, σκεφθείτε ότι χίλια (!) λεωφορεία μπορούν να μεταφέρουν πενήντα χιλιάδες ανθρώπους.

Από εκεί και πέρα, θα έπρεπε να κατέβουν στην παραλία οι μισοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, για να μαζευτεί το νούμερο που εκτιμούν κάποιοι υπερβολικά αισιόδοξοι (και χουβαρντάδες).

Το άλλο πουλάκι:
Ας αφήσουμε τους αριθμούς.

Το σημαντικότερο είναι ότι δεν μπορεί κανείς να είναι τόσο αφελής (ή τόσο επικίνδυνος) που να χρεώνει όλον αυτόν τον κόσμο στην άκρα δεξιά ή στους «εθνικιστές υπερπατριώτες».

Μπορεί οι περισσότερες φωτογραφίες των ερασιτεχνών «ανταποκριτών» και πολλά από τα πλάνα που είδαμε να εστίασαν σε… γραφικές περιπτώσεις, σε καμιά περίπτωση όμως η πλειονότητα του κόσμου δεν ανήκε σε αυτές.

Δυστυχώς, όταν συγκεντρώνεται ένα μεγάλο πλήθος, οι περισσότεροι από τους οποίους σπεύδουν αυθορμήτως, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος του «καπελώματος». Αυτό το είδαμε να γίνεται από πλευράς ομιλητών –όχι όλων.

Θα ήταν μεγάλο λάθος όμως (οι «πολάκηδες» πρόλαβαν και το διέπραξαν ήδη) να αγνοήσει κάποιος το γεγονός ότι οι συγκεντρωμένοι προέρχονταν από ένα μεγάλο φάσμα του πολιτικού τόξου, από όλες τις αποχρώσεις.

Είναι επίσης λάθος, που και αυτό έσπευσαν προθύμως να το διαπράξουν κάποιοι, να εστιάσουμε στις ακρότητες. Μπορεί αυτές να «πουλάνε» ή να συμφέρουν κάποιους, καλό θα είναι όμως οι υπόλοιποι να μην τσιμπάμε.

(Αυτό είναι κάτι που μου έμαθε ένας καλός φίλος, ο οποίος είναι από τους σοβαρότερους φιλάθλους που γνωρίζω. Μου επεσήμανε τον τρόπο με τον οποίο τα Μέσα εστιάζουν σε καμιά δεκαριά χούλιγκανς, όταν στο γήπεδο πηγαίνουν χιλιάδες φιλήσυχων οπαδών.)

Εκείνο, τελικά στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε είναι πως η συντριπτική πλειονότητα των διαδηλωτών έδωσαν το «παρών» προκειμένου να πουν κάτι που πιστεύουν ακράδαντα∙ ότι η «Μακεδονία είναι Ελλάδα».

Να το πουν σε ποιους; Στην κυβέρνηση; Στους πολιτικούς μας γενικότερα; Στους «Σκοπιανούς»; Στον Νίμιτς; Στη διεθνή κοινότητα; Σε όλους μαζί και στον καθένα χωριστά;
Ωραία, το είπαν. Και τι γίνεται μετά;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Ε, και;»

Αυτό θα (τους) απαντήσουν οι υπόλοιποι. Κάποιοι θα πουν ότι το ξέρουν και το ίδιο πιστεύουν και εκείνοι. Οπότε… είμαστε από την ίδια πλευρά του τραπεζιού. Το θέμα όμως δεν είναι τι πιστεύουμε εμείς.

Κάποιοι άλλοι θα πουν ότι σέβονται την άποψή μας, όμως εκείνοι έχουν μια κάπως διαφορετική. Ότι η Μακεδονία, ας πούμε, είναι μια γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται σε τρεις χώρες, με το μεγαλύτερο μέρος της στη δική μας.

Υπάρχουν και άλλοι που θα υποστηρίξουν ότι, στις διεθνείς σχέσεις, δεν έχει και τόση σημασία αν το δίκιο βρίσκεται με το μέρος σου, σημασία έχει αν ξέρεις πώς να το διεκδικήσεις. Και πως αυτό δεν γίνεται με συλλαλητήρια.

Να το πω; Μακάρι να γινόταν. Όμως εμείς έπρεπε να το γνωρίζουμε πια και μην «επενδύουμε» σε συναισθηματισμούς, όταν πρόκειται για θέματα πολιτικής, πόσω μάλλον εξωτερικής. Διότι, αν μπορούσαν να κάνουν κάτι τα συλλαλητήρια, σήμερα θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε πιο ευνοϊκή θέση, σε σχέση με το 1992. Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι είμαστε;

Αυτό όμως κάποιος πρέπει να το δώσει στον κόσμο να το καταλάβει. Διότι εμένα δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι πολλοί από τους πρωτοστατούντες το γνωρίζουν μια χαρά, όμως έχουν εντελώς άλλα πράγματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους.

Μπορεί τα συλλαλητήρια να μην βοηθούν την υπόθεση της χώρας, τη δική τους όμως τη βοηθούν μια χαρά. Κι αυτός, το είπαμε και χθες, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος.

Δείτε με πόση ευκολία η «επόμενη μέρα» έγινε η… προηγούμενη του επόμενου συλλαλητηρίου. Κάπου το πάνε!
 Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη!

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

180122 ΞΑΚΟΥΣΤΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Μιμητισμός;

Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κοινωνιολογικό φαινόμενο: Ο τρόπος με τον οποίο μιμούμαστε τους άλλους, προκειμένου να ενταχθούμε στην ομάδα και να μη θεωρούμαστε παρείσακτοι. Τους μιμούμαστε… για καλό και για κακό!

Θα σας πω μια ιστορία, για να δείτε πώς λειτουργεί το πράγμα.
Πριν από πολλά χρόνια, είχε έρθει μια μόδα να φορούν τα κοριτσάκια κάτι αρβύλες, σαν της γερμανικής Βέρμαχτ.

(Γλωσσολογικό ενδιαφέρον: ο όρος «Βέρμαχτ» Wehrmacht είναι σύνθετη λέξη και αποτελείται από το Wehr, που σημαίνει άμυνα και το Μacht που σημαίνει δύναμη. Και αυτή ήταν η σημασία της λέξης, αμυντική δύναμή, μέχρι τον Μάρτιο του 1935, όμως αυτά είναι ιστορικές λεπτομέρειες μιας άλλης κουβέντας.)

Η μόδα, λοιπόν, εκείνη «υποχρέωνε» τα κοριτσάκια να φοράνε τις στρατιωτικές αρβύλες ακόμη και με φούστες, δίνοντας τους μια εικόνα καθόλου -ας μου συγχωρεθεί ο σεξισμός- θηλυκή.

Σε κάποιο επαρχιακό Σχολείο της εποχής, οι γονείς, στο πλαίσιο της συζήτησης για την πρόοδο της τάξης, τη συμπεριφορά των παιδιών κ.λπ., μίλησαν και για το θέμα του ντυσίματος και της μόδας.

Επεσήμαναν το γεγονός ότι τα παιδιά τους θα μπορούσαν να αντισταθούν στις επιταγές της, αν δεν έπεφταν θύματα του μιμητισμού, αν δηλαδή δεν παρασύρονταν το ένα από το άλλο. Τότε τον λόγο πήρε ένα πατέρας…

Μεγαλωμένος, όπως είπε, στη Γερμανία, θεωρούσε όχι μόνο αισθητικά, αλλά και… ιδεολογικά απαράδεκτο να φορά το  κοριτσάκι του αρβύλες «Βέρμαχτ»! Είπε ακόμη ότι, αφού συμφωνούν όλοι οι γονείς, θα μπορούσαν να πάρουν απόφαση να μην αγοράσει κανείς στο παιδί του τέτοια παπούτσια.

Η πρόταση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, αλλά και με ανακούφιση, από όλους τους παρευρισκόμενους. Βλέπετε, κανείς δεν ήθελε στην πραγματικότητα να ακολουθεί το παιδί του μια τέτοια μόδα.

Έτσι, υποσχέθηκαν όλοι ότι δεν πρόκειται ποτέ να αγοράσουν κάτι τέτοιο στα παιδιά τους, και αφού ήταν βέβαιο ότι αυτά δεν θα είχαν τις φίλες τους ως πρότυπα προς μίμηση, η «αντίσταση στη Βέρμαχτ» θα ήταν πιο αποτελεσματική. Ολοκληρωτική!

Το άλλο πουλάκι:
Καλά το μαντέψατε!

Σε λίγες μέρες εμφανίστηκε στο Σχολείο το πρώτο κοριτσάκι που έπεισε τους γονείς του να το αφήσουν να ακολουθήσει τη μόδα. Οι γονείς, στις επικρίσεις των άλλων, επικαλέστηκαν το πανίσχυρο επιχείρημα των τελευταίων δεκαετιών: «Αφού θέλει το παιδί…»

Την επομένη κιόλας, άρχισε να ξηλώνεται η κάλτσα και, σε μια εβδομάδα μέσα, η «Βέρμαχτ» αποτελούσε τον αποκλειστικό προμηθευτή υποδημάτων στα κορίτσια της τάξης. Τη στιγμή που δεν τα ήθελε κανείς!

Τι φοβήθηκαν τα μικρά παιδιά αλλά και οι γονείς τους και οδηγήθηκαν να επιλέξουν κάτι που ήταν έξω από τη δική τους αισθητική; Φοβήθηκαν ότι θα… απομονωθούν, ότι θα φανεί πως βρίσκονται εκτός εποχής, πίσω από τους άλλους…

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς διάβαζα για τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, σχετικά με το αν, και κάτω από ποιες προϋποθέσεις, θα πάρουν μέρος στο συλλαλητήριο οι βουλευτές του κόμματος.

Το πράγμα ήταν αστείο, αλλά και για κλάματα. Διάβασα πως ακούστηκαν ακόμη και απόψεις τού τύπου «πάμε κάπου απόμερα και, άμα δούμε ότι έχει πολύ κόσμο, εμφανιζόμαστε κι εμείς». Τέτοια στρατηγική… γελοιότης!

Τελικά, στο συλλαλητήριο εμφανίστηκαν εκείνοι που… δεν μπορούσαν να απουσιάζουν. Εκείνοι που δεν έχουν να επιδείξουν και πολλά με το έργο τους, αλλά ποντάρουν στον «πατριωτισμό» τους.

Και αυτό, αν θέλετε, είναι που σε μένα προσωπικά δεν κάθεται καλά με τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Εκδηλώσεις που αφήνουν να εννοηθεί ότι μόνο όσοι συμμετέχουν σε αυτές είναι «δικοί μας». Οι άλλοι είναι «προδότες»!

Εκδηλώσεις, ακόμη, από τις οποίες κανείς δεν έχει να κερδίσει κάτι πραγματικά, εκτός από εκείνους που παρευρίσκονται. Οι οποίοι κερδίζουν είτε αμέσως, είτε σε βάθος χρόνου. Δείτε, ας πούμε τι έγινε και με όσους συμμετείχαν στις «πλατείες».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Για να μην παρεξηγηθούμε…

Δεν σημαίνει πως όσοι πήγαν στο συλλαλητήριο είναι καιροσκόποι. Κάθε άλλο. Υπάρχουν πάρα πολλοί αγνοί πατριώτες που θέλουν με κάποιον τρόπο να διαδηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους και απέναντι στις διεκδικήσεις της γειτονικής χώρας και απέναντι στους χειρισμούς των δικών μας πολιτικών. 

Ποιος θα τους εξηγήσει όμως ότι από τέτοιου είδους εκδηλώσεις βγαίνουν κερδισμένοι μόνο οι… άλλοι; Διότι, όσος κόσμος και να συγκεντρωθεί, -ας πούμε ότι ήταν διπλάσιος από όσους «εκτιμούν» οι διοργανωτές- τίποτε απολύτως δεν μπορεί να προσθέσει στη διαπραγματευτική ισχύ της ελληνικής πλευράς.

Αν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει. Πολύ φοβάμαι όμως πως οι… «άλλοι» δεν ενδιαφέρονται καθόλου για κάτι τέτοιο. Ίσα ίσα, θα τους συνέφερε να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, προκειμένου να αποδειχθεί πως είχαν δίκιο.

Δίκιο όταν έλεγαν πως εκείνοι που διαπραγματεύτηκαν ήταν πουλημένοι, σε αντίθεση -εννοείται- με τους ίδιους που απέδειξαν τον πατριωτισμό τους, πηγαίνοντας απλώς σε ένα συλλαλητήριο. Κάπως έτσι χτίζονται οι πολιτικές καριέρες –ξαναλέω, δείτε τι έγινε με τις «πλατείες».

Μερικές φορές, λοιπόν, το να ακολουθείς τη μόδα (ή τον ενθουσιασμό σου, το ίδιο κάνει) δεν είναι τόσο αθώο όσο φαντάζει. Το μόνο που δεν χρειάζεται τέτοιες ώρες η χώρα μας είναι ένας ακόμη διχασμός σε «πατριώτες» και «προδότες».

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο διαφαίνεται και, κατά τη γνώμη μου, εκείνοι που το καλλιεργούν φαίνεται πως βρίσκονται κυρίως στην πλευρά που καλεί σε εθνικούς αγώνες –με το αζημίωτο για τους ίδιους.

Δεν είναι από μόνος του ένας σοβαρός λόγος να είσαι επιφυλακτικός απέναντι σε τέτοιου είδους συλλαλητήρια;
 Ξακουστή, το είπαμε!