ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

160630 ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Άτιμη επικαιρότητα!

Μας κυνηγά, δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα, κυρίως όμως δεν μας επιτρέπει να σχολιάσουμε ό,τι πραγματικά θέλουμε, τη στιγμή που το θέλουμε, καμιά φορά και όπως ακριβώς το θέλουμε.

Ο λόγος που το κάνει είναι που έχει έναν δικό της τρόπο να θέτει την ατζέντα και να επιβάλλεται. Όσο κι αν θέλει κανείς να την αγνοήσει, όσο κι αν προσπαθεί να κάνει υπέρβαση της ιεραρχίας που αυτή υποδεικνύει, δεν μπορεί παρά στο τέλος να υποκύψει στις επιταγές της.

Το περίεργο είναι ότι θύμα της επικαιρότητας πέφτει κυρίως… η ίδια η επικαιρότητα. Εννοώ ότι κάποιο τμήμα της θα ήταν περισσότερο προβεβλημένο, αν την ίδια στιγμή δεν συνέβαινε να κυριαρχεί ένα άλλο επίκαιρο θέμα.

Συμβαίνει δηλαδή να υπάρχει και να λειτουργεί ένας ιδιότυπος… (σταθείτε μισό λεπτό να εφεύρω έναν όρο) επικαιροτισμός –κατά το ρατσισμός, σεξισμός κ.λπ., ένας διαχωρισμός δηλαδή των θεμάτων σε περισσότερο και λιγότερο επίκαιρα, άρα σε εκείνα που τους πρέπει μεγαλύτερη και σε άλλα που τους πρέπει μικρότερη προσοχή.

Θα σας δώσω ένα πρόσφατο παράδειγμα για να καταλάβετε. Τις μέρες αυτές, μέρες που θα τις θυμόμαστε ως μέρες του Brexit, συνέβη να λαμβάνουν χώρα οι εκδηλώσεις για τα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του «Αντρέα».

Εννοώ τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος για τους φίλους του (και τους εχθρούς του) ήταν γνωστός μόνο με το μικρό του όνομα και μάλιστα στην λαϊκή του εκδοχή, πράγμα που συμβαίνει με πολλά λαϊκά είδωλα, όπως ο Στελλάρας, ο Μίκης, η Μελίνα, ο Λάκης…

Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την επέτειο, πραγματοποιήθηκαν τελετές, έγιναν αφιερώματα και παρουσιάστηκαν εκδόσεις, που θα είχαν οπωσδήποτε διαφορετική τύχη, αν δεν συνέπιπτε το Brexit που κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της επικαιρότητας, αφήνοντας στο περιθώριο ακόμη και… το ποδόσφαιρο!

Εμείς οι ίδιοι αφήσαμε να περάσουν οι μέρες χωρίς ούτε μια αναφορά, είτε στον ίδιο τον ιδρυτή και «ιστορικό ηγέτη» του ΠαΣοΚ, είτε σε κάποια από τα πολλά που γράφτηκαν και ειπώθηκαν αυτές τις μέρες.

Το άλλο πουλάκι:
Τι ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου;

Η απάντηση στο ερώτημα μπορεί να είναι τελείως υποκειμενική και διαφοροποιημένη, ανάλογα με το ποιος είναι αυτός που θα την δώσει και ποια ήταν η σχέση του με τον πολιτικό άντρα και το κόμμα που εκείνος ίδρυσε.

Εξάλλου, τους πολιτικούς τους κρίνει η Ιστορία και μάλιστα αφού περάσουν πολύ περισσότερα από είκοσι χρόνια από τον θάνατό τους. Επομένως, όλες οι… επετειακές αναφορές από απλούς ανθρώπους (ή πουλάκια) εμπεριέχουν τον κίνδυνο να αδικήσουν ή να αγιοποιήσουν τον άνδρα.

Υπάρχει κάτι αντικειμενικό; Ελάτε να το δούμε λίγο. Πρώτα πρώτα ξέρουμε ότι η μέτρηση οποιουδήποτε μεγέθους δεν είναι τίποτε άλλο από μια σύγκριση με μέγεθος ομοειδές που λαμβάνουμε ως «μέτρο».

Το μήκος το μετράμε με μήκος, το βάρος με βάρος, την ταχύτητα με ταχύτητα… Πώς μπορούμε να μετρήσουμε το πολιτικό μέγεθος κάποιου ανθρώπου; Τι θα λάβουμε ως στοιχειώδη μονάδα μέτρησης για να το συγκρίνουμε μαζί της;

Επειδή υπάρχει αυτή η αντικειμενική δυσκολία, καταφεύγουμε σε ένα τέχνασμα. Συνήθως κατατάσσουμε κάποιον πολιτικό με βάση το έργο του, θεωρώντας προφανώς ως αρχή το μηδενικό έργο, εκείνο που (δεν) άφησε κάποιος, ούτε θετικό ούτε αρνητικό.

Και πάλι όμως υπάρχουν προβλήματα. Διάβασα, για παράδειγμα, την (αρνητική) κριτική που άσκησε κάποιος στον Ανδρέα Παπανδρέου, με βάση όχι όσα έκανε, αλλά όσα μπορούσε να κάνει, αν αναλογιστούμε τις ικανότητές του και τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, και δεν τα έκανε.

Εκείνο πάντως στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι είναι πως ο… Αντρέας «έβγαλε από την απομόνωση (πολιτική, οικονομική, κοινωνική) το άλλο μισό του ελληνικού λαού». Δεν θα διαφωνήσουμε. Το θέμα όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο ήρθε στο προσκήνιο αυτό το παραγκωνισμένο (επιεικής ο όρος) «άλλο μισό».

Δυστυχώς, ήρθε με την υλοποίηση του συνθήματος «το ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση, ο [άλλος μισός] Λαός στην εξουσία». Δόθηκε δηλαδή η δυνατότητα στους περιθωριοποιημένους και κατατρεγμένους μέχρι τότε Έλληνες να κυβερνήσουν κυριολεκτικά τη χώρα, μέσα όμως από ένα σύστημα βολέματος ημετέρων, αναξιοκρατίας, εκμαυλισμού, κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού, αυριανισμού, ατιμωρησίας, χαϊδέματος της νεολαίας…

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εγώ έχω ένα άλλο κριτήριο.

Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, πιστεύω πως ένας μεγάλος ηγέτης οφείλει να λειτουργεί και… παιδαγωγικά προς την κοινωνία και τους πολίτες, ειδικά εκείνους που τον εμπιστεύονται και τον ακολουθούν. Και φυσικά δεν εννοώ να γίνεται ο ίδιος παράδειγμα ακεραιότητας και άμεμπτης συμπεριφοράς, με την ηθικιστική έννοια.

Εννοώ να καθοδηγεί τους πολίτες, ώστε να γίνονται καλύτεροι τέτοιοι, να ενδιαφέρονται περισσότερο για «την πόλιν» και τα κοινά, να ενισχύουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, να υποτάσσουν το ατομικό τους συμφέρον σ’ εκείνο του συνόλου…

Αν κρίνουμε, λοιπόν, εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να αναρωτηθούμε τι από τα παραπάνω κατάφερε να εμφυσήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου στους οπαδούς (τουλάχιστον) του κόμματός του.

Αρκεί να δούμε πού πήγαν και τι έγιναν όσοι (στελέχη και απλοί ψηφοφόροι) εγκατέλειψαν το ΠαΣοΚ, και δεν ήταν λίγοι, μόλις αυτό έπαψε να έχει τη δυνατότητα να τους εξασφαλίζει τα προνόμια και τις παροχές, κυρίως όμως την αίσθηση μιας παντοδυναμίας, που τους εξασφάλιζε στα χρόνια της κυριαρχίας του.

Ασφαλώς η… παιδαγωγική ικανότητα δεν είναι το μόνο κριτήριο για την αξιολόγηση ενός ηγέτη. Για βάλτε το όμως κι αυτό μαζί με τα άλλα, όποτε επιχειρείτε μια αποτίμηση του έργου ή της προσωπικότητάς του. Θα δείτε πώς θα αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα.
Για μια Ελλάδα νέα! 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

160629 ΚΕΡΔΟΦΟΡΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε»!

Τη φράση αυτή, που αποτελεί τον χρυσό κανόνα των στοιχημάτων, τη γνωρίζουμε από κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με παπατζήδες. Όσα βάζεις, τόσα παίρνεις, αν, φυσικά, βρεις τον παπά.

Για σκεφθείτε όμως κάτι παράτολμο, αλλά και παράλογο. Θα ποντάρατε ποτέ σε ένα στοίχημα με την πιθανότητα να χάσετε, αλλά όχι να κερδίσετε; Σας μπέρδεψα. Θα το θέσω αλλιώς. Πώς θα σας φαινόταν η ιδέα να ποντάρετε ένα ποσό και έτσι και βρείτε τον παπά δεν θα πάρετε τίποτε, αν όμως δεν τον βρείτε θα χάσετε τα λεφτά σας;

Όπως το είπαμε. Παράτολμο μέχρι ανοησίας, καθότι και παράλογο. Εντάξει να ρισκάρω με την πιθανότητα να χάσω, όμως δεν πρέπει να υπάρχει στο στοίχημα και η πιθανότητα να κερδίσω; Διαφορετικά, γιατί να «παίξω»;

Είδατε; Αυτό το τόσο προφανέστατα λογικό επιχείρημα δεν μπορούν να το σκεφτούν άνθρωποι στους οποίους έχει ανατεθεί η μοίρα ολόκληρης χώρας. Όπως ο Κάμερον, ας πούμε, που έπαιξε και έχασε, χωρίς την παραμικρή προοπτική να κερδίσει κάτι.

Αφού, ακόμη κι αν νικούσε η άποψή του στο δημοψήφισμα που προκάλεσε, το πολύ πολύ να… έπαιρνε τα λεφτά του πίσω.

Διότι, η Βρετανία ήταν ήδη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν στο δημοψήφισμα νικούσε το Remain, το αίτημα για παραμονή δηλαδή, τότε ο Κάμερον που το προκάλεσε δεν είχε να κερδίσει απολύτως τίποτε. Αν όμως συνέβαινε αυτό που συνέβη, δηλαδή νίκη του Brexit, τότε θα χάνονταν (και χάθηκαν) πολλά.

Είδατε; Μήπως όμως το βάλαμε σε λάθος βάση. Μπερδέψαμε το κέρδη και τις ζημιές του Κάμερον με εκείνα της Βρετανίας. Λέτε να έγινε κατά λάθος;
Αυτό συμβαίνει συχνά με τους πολιτικούς. Ταυτίζουν το προσωπικό τους συμφέρον με εκείνο της χώρας τους. Και εμείς, οι ανόητοι πολίτες τους ακολουθούμε.

Ο Κάμερον δεν προκάλεσε το δημοψήφισμα στα καλά καθούμενα. Το είχε υποσχεθεί στους πολίτες προεκλογικά, ελπίζοντας πως μ’ αυτό τον τρόπο θα ένωνε τους Συντηρητικούς και θα κέρδιζε την εξουσία.

Το άλλο πουλάκι:
Επομένως, κάτι θα κέρδιζε κι αυτός.

Πόνταρε το προσωπικό και το κομματικό του όφελος απέναντι στην πιθανότητα εξόδου της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι έχασε. Και μαζί του έχασε και η χώρα του (αλλά και η Ευρώπη;) έτσι τουλάχιστον λένε όσοι είναι υποστηρικτές μιας ενωμένης Βρετανίας, αλλά και της ευρωπαϊκής ιδέας.

Τι είναι, λοιπόν, τα δημοψηφίσματα; Η πιο ωραία παρομοίωση που άκουσα είναι αυτή που έκανε ένας φίλος που είπε ότι «μοιάζουν με τον θεσμό του οστρακισμού στην Αρχαία Αθήνα».

Ο οποίος, ενώ ξεκίνησε για να προστατέψει την πόλη από επίδοξους τυράννους ή πολίτες επικίνδυνους για τη δημοκρατία, κατέληξε όπλο στα χέρια των πραγματικά ισχυρών, άρα και επικίνδυνων, για την εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων.

Έτσι και τα δημοψηφίσματα.
Υποτίθεται ότι δίνουν τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφράσουν την άποψή τους για σοβαρά θέματα, άποψη που είναι δεσμευτική για τους κυβερνώντες. Έλα όμως που δεν λειτουργούν πάντοτε μ’ αυτόν τον τρόπο!

Βλέπουμε συχνά ότι γίνονται μέρος πολιτικών παιχνιδιών, ακόμη και εσωκομματικών και τα «αξιοποιούν» πολιτικοί που δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να ρισκάρουν ακόμη και μεγάλα εθνικά ζητήματα, προκειμένου να βελτιώσουν τη θέση τους στην πολιτική σκακιέρα.

Οι πολίτες, από την άλλη, παίζουν μέσω των δημοψηφισμάτων τα δικά τους «παιχνίδια». Ενώ καλούνται να πάρουν θέση σε κάποιο συγκεκριμένο ερώτημα, συχνά απαντούν σε κάποιο άλλο. Στην πράξη επιδοκιμάζουν ή αποδοκιμάζουν εκείνον που τους έθεσε το ερώτημα.

(Υπάρχει, βλέπετε, και η χαρακτηριστική ελληνική ιδιαιτερότητα, όπου οι πολίτες κλήθηκαν να πάρουν θέση σε ένα ερώτημα το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν υφίστατο. Οι πολίτες έδειξαν την εμπιστοσύνη τους σε εκείνον που τους ζητούσε απλώς να πουν όχι και… η συνέχεια είναι γνωστή.)

Σε άλλες περιπτώσεις, οι πολίτες θεωρούν το δημοψήφισμα μια καλή ευκαιρία να πάρουν θέση υπέρ ή κατά των πολιτικών που τάσσονται με τη μία ή την άλλη άποψη, να δώσουν δηλαδή ψήφο εμπιστοσύνης ή να αποδοκιμάσουν πολιτικούς (και πολιτικές).

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκφράζονται οι πολίτες;

Η Ιστορία δείχνει πως, σε μεγάλα και κρίσιμα ζητήματα, οι πολίτες δεν έχουν πάντοτε ούτε την απαιτούμενη ωριμότητα, ούτε το απαραίτητο καθαρό μυαλό. Δυστυχώς, όσο πιο κρίσιμο είναι το θέμα στο οποίο καλούνται να αποφασίσουν, τόσο περισσότερο λειτουργούν με το θυμικό.

Δεν σκέπτονται τις συνέπειες της ψήφου τους, δεν υπολογίζουν κινδύνους για τη χώρα τους, θεωρούν συχνά ότι δεν έχουν κάτι να χάσουν, ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα…

Ξυπνούν μέσα τους παλιά μίση και καινούριοι φόβοι κι έτσι μπορούν πολύ εύκολα να «γίνουν πελατεία εκείνων που υπόσχονται εκδίκηση και ασφάλεια», πολύ ωραία το είπε ο Διόδωρος στο Βήμα!

Είμαστε, λοιπόν, κατά των δημοψηφισμάτων; Όχι, βέβαια. Χρειάζονται όμως κάποιες προϋποθέσεις, πριν πούμε ναι σε κάθε είδους δημοψήφισμα.

Πρώτα πρώτα είναι καλύτερα για μεγάλα εθνικά θέματα και για πολύπλοκα ή τεχνικά ζητήματα να αποφασίζουν οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια που έχουν (υποτίθεται) καλύτερη γνώση της πραγματικότητας και μεγαλύτερη ψυχραιμία. Άσε που μια άλλη κυβέρνηση μπορεί εύκολα να διορθώσει κάποια λάθος απόφαση.

Έπειτα χρειάζεται μια… παιδεία δημοψηφισμάτων. Να εκπαιδεύονται οι πολίτες παίρνοντας θέση σε πιο απλά ζητήματα και σιγά σιγά να τους δίνεται η δυνατότητα να εκφραστούν σε πιο περίπλοκα.

Τα υπόλοιπα, τα… «δημοψηφίσματα παντού», είναι επίφαση δημοκρατίας, εκ του πονηρού και για ψαράδες σε θολά νερά.
Πολλά βάζετε, πολλά χάνετε.
Μόνο! 

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

160628 HTTHMENON

Το ένα πουλάκι:
«Πλην Λακεδαιμονίων».

Και πλην Βρετανών, φυσικά!
Δεν ήσαν οι Βρετανοί για να τους οδηγούν και να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς Βρετανό βασιλέα γι’ αρχηγό δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής. Α βεβαιότατα πλην Βρετανών.
Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Ιδιαίτερα πρέπει να τους νιώσουμε εμείς, που σηκώσαμε μπαϊράκι και απειλήσαμε πως θα τινάξουμε την Ευρώπη στον αέρα. Εμείς που θέλαμε (θέλαμε;) να φύγουμε, ενώ είχαμε το χέρι απλωμένο για δανεικά. Κάπως έτσι εξηγείται, «νοιώθεται» και η διάχυτη χαρά σε πολλούς κύκλος της χώρας μας, με το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος.

Αναρωτιόμασταν χθες αν υπάρχουν ευθύνες στο τρόπο με τον οποίο δομήθηκε και λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και απαντούσαμε πως υπάρχουν και είναι πολλές, δεν είναι όμως αυτός ο πραγματικός λόγος που ενισχύονται οι λεγόμενες ευρωσκεπτικιστικές φωνές.

Ας δούμε το θέμα απλά. Προφανώς και στα επιτελεία των Βρυξελλών υπάρχουν τεχνοκράτες οι οποίοι έχουν αυτονομηθεί και λειτουργούν χωρίς να σκέφτονται τους πολίτες της Ευρώπης. Αυτή, τουλάχιστον είναι η κατηγορία που τους αποδίδεται.

Το ερώτημα όμως είναι από πού ξεφύτρωσαν αυτοί; Δεν είναι απεσταλμένοι των κυβερνήσεων και μάλιστα ανακλητοί; Δεν εκτελούν εντολές και δεν εφαρμόζουν νόμους είτε των κρατών από τα οποία προέρχονται είτε του Ευρωκοινοβουλίου;

Ακόμη και αν κατόρθωσαν να γίνουν ένα αυτονομημένο κέντρο αποφάσεων, η ευθύνη ανήκει στις κυβερνήσεις των κρατών, στα εκλεγμένα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, τελικά, στους πολίτες που ψηφίζουν τις μεν και τα δε.

Επομένως, η δήθεν κριτική στάση στην Ενωμένη Ευρώπη δεν αποτελεί παρά μια πρόφαση των λεγόμενων ευρωσκεπτικιστών, προκειμένου να κερδίσουν πόντους στο πολιτικό παιχνίδι που παίζεται στη χώρα τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα κόμματα αυτά και οι πολιτικοί που τα εκπροσωπούν ανήκουν στα άκρα, στο περιθώριο θα λέγαμε του πολιτικού φάσματος κάθε χώρας, και προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσω της επίθεσης σε έναν εχθρό που δεν χρειάζεται να τον περιγράψεις, ούτε να εξηγήσεις τη λειτουργία του.

Το άλλο πουλάκι:
«Αυτοί φταίνε»!

Που δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε όπως ξέρουμε εμείς, που θέτουν κανόνες και όρια, που έχουν απαιτήσεις, που μας φορτώνουν και τους μετανάστες (τους). Λαϊκισμός χωρίς όρια.

Ποιοι είναι αυτοί; Το είπαμε πριν. Κάποιοι δικοί μας εκπρόσωποι, κάποιοι επικεφαλής οργάνων στα οποία συμμετέχουμε κι εμείς ισότιμα και έχουμε λόγο, κάποιοι τεχνοκράτες που υποτίθεται ότι εφαρμόζουν δικές μας εντολές και οδηγίες.

Τι λογής είναι τα όρια και οι κανόνες που τίθενται και περιορίζουν την… εθνική μας ανεξαρτησία; Είναι κανόνες που ορίζουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων, την προστασία του περιβάλλοντος, την ελευθερία διακίνησης ανθρώπων και ιδεών, τη συνοχή των κοινωνιών...

Προφανώς υπάρχουν και κανόνες και περιορισμοί σε επίπεδο παραγωγής και διακίνησης εμπορευμάτων, δασμών και φόρων, τιμών και επιδοτήσεων…
Τους οποίους όμως συναποφασίζουμε. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τον εναλλακτικό δρόμο.

Που είναι ποιος; Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, η κατάργηση κάθε περιορισμού και η επικράτηση των τυφλών δυνάμεων του κέρδους. Περί αυτού πρόκειται, αυτά είναι τα όρια και οι περιορισμοί που τίθενται από τους «κακούς και ανεξέλεγκτους τεχνοκράτες των Βρυξελλών».

Ελάτε να δούμε λίγο ένα γνωστό παράδειγμα, αυτό της χώρας μας. Πού ακριβώς εντοπίζονται τα όρια και οι περιορισμοί που μας θέτουν οι… θεσμοί (που είναι και δανειστές μας, αλλά το παραβλέπουμε αυτό για την οικονομία της συζήτησης).

Δεν αναγνωρίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση με τα όργανά της αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο κάθε αδικημένου από την… εντόπια νομοθεσία και τις αυθαιρεσίες τής κρατικής εξουσίας;

Δε ξέρουμε όλοι ότι χωρίς τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς και τους κανόνες για το περιβάλλον, η κατάσταση θα ήταν τώρα στα επίπεδα της δεκαετίας του ’70;

Ή μήπως μας ενοχλεί το γεγονός ότι οι θεσμοί (που είναι και δανειστές μας, δεν θυμάμαι αν το είπαμε αυτό) δεν επιτρέπουν στις κυβερνήσεις μας να δημιουργούν νέα ελλείμματα, δαπανώντας το  μεγαλύτερο μέρος των εσόδων σε ρουσφετολογικούς διορισμούς ημετέρων σε θέσεις χωρίς αντικείμενο;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτά τα λένε στους πολίτες οι ευρωσκεπτικιστές;

Όχι, βέβαια! Τι τους λένε;
«Μας κλέβουν τον πλούτο μας, δεν μας αφήνουν να αποφασίζουμε για τον τόπο μας, μας φορτώνουν πρόσφυγες, προσπαθούν να εξαφανίσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας…»

Τέτοια ωραία τους λένε, χαϊδεύοντας τα χαμηλά ένστικτα ημιμαθών και προκατειλημμένων ανθρώπων, οι οποίοι βέβαια, αυτό να το λέμε, βλέπουν πως το μέλλον τους δεν θα είναι εκείνο που ήλπιζαν ή ονειρεύονταν.

Αντί όμως να σκεφτούν τι φταίει και πώς μπορεί να αλλάξει, ακολουθούν τον παραδοσιακό τρόπο της… χελώνας, που κλείνεται στο καβούκι της και νομίζει ότι όλα θα διορθωθούν από μόνα τους.

Ή θα διορθωθούν όταν θα έρθουν στην εξουσία οι λαϊκιστές του ευρωσκεπτικισμού, που θα κλείσουν τα σύνορα και θα ακολουθήσουν «ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο στους εθνικούς πόρους και τις εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις», κάτι δηλαδή σαν την Αλβανία του Χότζα.

Το πρόβλημα είναι ότι, στα δημοκρατικά καθεστώτα, όπου μπορούν (χάρη στις ευρωπαϊκές ιδέες) να ανθούν κάθε λογής λουλούδια, υπάρχει και το δικαίωμα της επιλογής μέσω δημοψηφισμάτων. Τα οποία είναι καλά ως ιδέα, στην πράξη όμως έχουν πολλά προβλήματα και τα βλέπουμε ήδη στη Βρετανία.

Περί δημοψηφισμάτων όμως, αύριο.
Σκέτο σκεπτικισμός δεν κάνει; 

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

160627 ΕΞΟΔΙΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα!

Έτσι δεν λέμε, όταν είναι πολλοί εκείνοι που ενδιαφέρονται να φύγουν, παρά το γεγονός ότι η έξοδός τους δεν θεωρείται και η καλύτερη επιλογή; Ας φύγουν όσοι είναι να φύγουν, να ξέρουμε ποιοι μένουμε.

Με κλειστή πόρτα, για να έχουμε και την ησυχία μας. Να μπορούμε να κουβεντιάζουμε χωρίς φασαρία απ’ έξω και να είμαστε και σίγουροι ότι δεν θα υπάρξει κανείς άσχετος που θα δει φως και θα μπει.

Αλήθεια, πόσοι και ποιοι ενδιαφέρονται να… την κάνουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Κάτω από άλλες συνθήκες, το ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και διαφορετικά. Είναι κανείς που ενδιαφέρεται να μείνει στη… συγκεκριμένη Ένωση;

Βλέπετε πώς τίθενται τα επίμαχα ζητήματα; Υποτίθεται πως όλοι είμαστε υπέρ μιας ένωσης των ευρωπαϊκών χωρών, όμως όχι έτσι όπως υπάρχει και λειτουργεί η συγκεκριμένη Ένωση. Θα θέλαμε μια άλλη; Ποια; Έλα μου, ντε!

Η απάντηση που δίνουν οι περισσότεροι σ’ αυτό το ερώτημα εμένα προσωπικά δεν μου λέει τίποτε. «Είμαστε υπέρ μιας Ευρώπης των Λαών». Τι θα πει αυτό; Πώς το αντιλαμβάνεται ο καθένας; Ποιοι είναι οι Λαοί που η συγκεκριμένη Ευρώπη τους έχει στο περιθώριο;

Για να απαντήσουμε, θα πρέπει να ανατρέξουμε λίγο στην Ιστορία. Ποια ήταν η Ευρώπη, πριν γίνει αυτό για το οποίο την κατηγορούμε σήμερα, δηλαδή μια Ευρώπη των γραφειοκρατών και των επιχειρηματιών;

Για να μην πάμε στα αρχαία χρόνια, θα πούμε πως ήταν μια Ευρώπη των φεουδαρχών. Οι οποίοι έβαζαν τους υποτελείς τους να σκοτώνονται για να αποκτούν εκείνοι λίγη περισσότερη γη, αφού η κατοχή γης αποτελούσε τη μοναδική πηγή πλούτου.

Όταν με τις ανακαλύψεις των Νέων Χωρών και την ανάπτυξη του εμπορίου αναδείχθηκαν νέες οικονομικά τάξεις, αυτές απαίτησαν και συμμετοχή στην εξουσία, την οποία όμως δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν μέσα στις φεουδαρχικές δομές.

Κάπως έτσι αναπήδησε το «αίτημα» της δημιουργίας εθνικών κρατών. Λέμε κάπως έτσι, γιατί, αναγκαστικά, δίνουμε λίγο αφαιρετικά και πολύ σχηματικά τα πράγματα. Δεν πάμε, άλλωστε και για διατριβή, κουβέντα κάνουμε.

Το άλλο πουλάκι:
Νέες δομές, νέα βάσανα για τους Λαούς!

Έξαρση των εθνικισμών, δύο ανθρωποφάγοι πόλεμοι, δικτατορίες σ’ Ανατολή και Δύση, εμφύλιοι σπαραγμοί και… κάποια στιγμή γεννιέται η ιδέα «της Ευρώπης των γραφειοκρατών και των επιχειρηματιών».

Τα σύνορα καταλύονται, οι άνθρωποι και οι ιδέες κυκλοφορούν ελεύθερα, τεράστια «πακέτα» χρηματοδοτούν τη σύγκλιση, ένα κοινό νόμισμα εξυπηρετεί και διευκολύνει τις συναλλαγές, τα δικαιώματα, ατομικά και κοινωνικά διευρύνονται και γίνονται περισσότερο σεβαστά…

Οι Λαοί (βλέπετε, επιμένω στο κεφαλαίο λάμδα) ευημερούν. Το κοινωνικό κράτος και τα εργατικά δικαιώματα τούς δίνουν ένα πρωτόγνωρο για την ανθρωπότητα επίπεδο ζωής. Μπορούν να σπουδάζουν όπου θέλουν, να κάνουν τις διακοπές τους όπως τους αρέσει, να απολαμβάνουν ένα αυστηρά προστατευμένο περιβάλλον…

Με την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, δεκάδες χώρες ζητούν να ενταχθούν κι αυτές στην Ενωμένη Ευρώπη, που μόνο κάτι απολιθώματα όπως το δικό μας ΚΚΕ τη βλέπουν ως εχθρό των εργαζομένων. Οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, πουθενά στον κόσμο δεν ζουν καλύτερα και δεν απολαμβάνουν περισσότερα δικαιώματα.

Όλο αυτό το διάστημα, η Βρετανία, για τους δικούς της ιστορικούς (και ανθρωπολογικούς) λόγους, διατηρεί μια ιδιαίτερη σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε έξω, αλλά ούτε και για τα καλά μέσα.

Στο μεταξύ αλλάζουν οι συνθήκες παγκοσμίως. Έρχεται μια μεγάλη οικονομική κρίση και η κρίση χρέους που αναγκάζει τις χώρες της Ευρώπης να ξανασκεφτούν το πολυδάπανο κοινωνικό τους κράτος. Επιπλέον, οι λαοί (με μικρό αυτή τη φορά) αρχίζουν να… γερνούν και ο μεγάλος μέσος όρος ηλικίας επιβάλλει περικοπές σε εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Η Ευρώπη έχει γίνει πόλος έλξης απελπισμένων και κατατρεγμένων ανθρώπων, που καταφτάνουν από κάθε γωνιά του πλανήτη, προκειμένου να βρουν στον ήλιο μοίρα. Η άφιξή τους, σε συνδυασμό με την οικονομική ύφεση, δίνουν… χώρο και λόγο έκφρασης στα πιο ακραία συντηρητικά στοιχεία.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Είπαμε, τα παρουσιάζουμε κάπως σχηματικά.

Συγχρόνως ένας παλιός πολιτικά γνώριμος κάνει την εμφάνισή του πολύ έντονα, θέτοντας σε κίνδυνο όχι μόνο δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά την ουσία της δημοκρατίας στη γηραιά (πλέον) Ευρωπαϊκή Ένωση. Μιλάω για τον λαϊκισμό.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, αυξάνονται οι «εθνικές» φωνές, που ξεχνούν ό,τι καλό έφερε η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι θεσμοί της στους πολίτες τής ηπείρου και μιλούν για επιστροφή στην… ανεξαρτησία και τις «παλιές καλές μέρες» των απομονωμένων κρατών.

Ξεπήδησαν κόμματα και πολιτικοί που το μόνο που έχουν να υποσχεθούν είναι «απαλλαγή από την Ευρώπη των γραφειοκρατών και των επιχειρηματιών», καθώς και «κλείσιμο των συνόρων για τους ξένους».

Το κακό είναι ότι στον κατήφορο του λαϊκισμού τούς ακολούθησαν ηγέτες και κόμματα του περίφημου «δημοκρατικού τόξου» κι έτσι το πράγμα ξέφυγε. Εύκολος στόχος όλων αυτών η καταραμένη Ευρώπη, λες και αυτή είναι μια υπερκρατική δομή ανεξάρτητη και αυτονομημένη από τα μέλη που την αποτελούν.

Δεν υπάρχουν ευθύνες στον τρόπο με τον οποίο δομήθηκε και λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση; Οπωσδήποτε και είναι πολλές και σοβαρές. Αυτές όμως είναι ο πραγματικός λόγος που η Βρετανία… άνοιξε την πόρτα;

Αυτές είναι ο πραγματικός λόγος που οι εθνικιστικές φωνές πολλαπλασιάζονται και οι πολίτες στρέφονται σε κλειστοφοβικά, λαϊκίστικα και «σκοτεινά» κόμματα και ακολουθεί ηγέτες που το μόνο τους ιδεώδες είναι ο… θαυμαστός παλιός κόσμος;

Προφανώς όχι! Θα συνεχίσουμε όμως και αύριο.
Παραγίναμε πολλοί! 

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

160624 ΑΡΙΣΤΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Έπεσε μπόλικο ρετσίνι!

Θα έχετε προσέξει, φίλοι μας, ότι ποτέ δεν σχολιάζουμε δηλώσεις οι οποίες αποκόπτονται από ένα κείμενο και γίνονται σύνθημα και ευκαιρία για επίθεση στον άνθρωπο που τις έκανε. Δεν είπαμε, για παράδειγμα, κάτι για το «λεφτά υπάρχουν» ή για το «η αριστεία είναι ρετσινιά».

Ο λόγος που κρατάμε μια τέτοια στάση είναι προφανής. Είναι πολύ εύκολο να απομονώσεις μια φράση και να της δώσεις εσύ νόημα που πιθανότατα δεν έχει, μέσα στο κείμενο και τα συμφραζόμενα που διατυπώθηκε.

Έπειτα, με βάση το συγκεκριμένο, αυθαίρετο συχνά, νόημα, σχεδιάζεις μια επίθεση που στόχο έχει όχι μόνο την αποδόμηση της φράσης, αλλά και του ίδιου του ομιλητή. Του επιτίθεσαι με χαρακτηρισμούς που δεν προκύπτουν από πουθενά, ούτε από το υπόλοιπο κείμενο της ομιλίας του, ούτε από τη γενικότερη πορεία του.

Το καλό είναι ότι, επειδή τα πρόσωπα που δέχονται την επίθεση είναι συνήθως πολιτικοί, υπάρχουν ένα σωρό ευκαιρίες να τους κάνες κριτική, τόσο για δηλώσεις, κυρίως όμως για το έργο τους. Δεν συντρέχει κανένας λόγος, πέρα ίσως από τη δική σου αδυναμία, να εστιάζεις σε παρατραβηγμένους… στόχους.

Το κακό είναι ότι η «κριτική» αυτή στην αποκομμένη και κακώς ερμηνευμένη φράση επαναλαμβάνεται και πολλαπλασιάζεται από χρήστες του διαδικτύου. Οι οποίοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας, αλλά μένουν στην έτοιμη επίθεση, την οποία υιοθετούν άκριτα.

Προχθές δημοσιεύτηκε μια ενδιαφέρουσα έρευνα, η οποία δείχνει ότι το 60% των συνδέσμων που… αναμεταδίδουν οι χρήστες του διαδικτύου, δεν έχουν κάνει τον κόπο να τους ανοίξουν πριν οι ίδιοι!

Επίσης λέει ότι δίνουν μεγαλύτερη σημασία (εννοείται οι χρήστες, όχι οι σύνδεσμοι) σε μια «είδηση» όπως αυτή αναμεταδίδεται από κάποιον γνωστό τους, παρά όπως τη δημοσίευσε αρχικά το πρακτορείο ειδήσεων.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, καταλαβαίνεται γιατί αποφεύγουμε να σχολιάζουμε αποκομμένες εκφράσεις.

Το άλλο πουλάκι:
Σήμερα όμως θα πούμε για… τη ρετσινιά.

Πώς θα γίνει αυτό, χωρίς να επιτεθούμε στο πρώην υπουργό της Παιδείας που τόσες ριπές δέχτηκε για τη συγκεκριμένη φράση του, σχετικά με την αριστεία; Πρώτα πρώτα θα δεχτούμε την απάντηση που έδωσε ο ίδιος, ότι η φράση λέχτηκε εν τη ρύμη του λόγου του, ήταν υπερβολική και (κακώς) έγινε σύνθημα.

Έπειτα θα σας μιλήσουμε για την αυθεντική ρετσινιά και τέλος θα έρθουμε στο θέμα μας που αυτή την εβδομάδα, λόγω και της γιορτής (αργίας) του Αγίου Πνεύματος, ήταν τα Σχολεία, οι μαθητές και οι επιτυχίες τους.

Τι ακριβώς είναι η ρετσινιά και γιατί χρησιμοποιούμε την φράση «του κόλλησαν τη ρετσινιά», για κάποιον που  του αποδόθηκε μια μομφή από την οποία δυσκολεύεται να απαλλαγεί; 

Στη Λακωνία, οι πρακτικοί θεραπευτές, χρησιμοποιούσαν ένα (πρωτοποριακό) είδος εμπλάστρου για πόνους και κρυολογήματα. Έκοβαν ένα κομμάτι από δέρμα γίδας και το τοποθετούσαν στο πονεμένο μέρος, κολλώντας το με ρετσίνι από πεύκο.

Ε, όταν έφτανε ο καιρός να το απομακρύνουν, αυτό πονούσε υπερβολικά και αποκολλιόταν με μεγάλη δυσκολία. Έτσι γεννήθηκε η φράση για χαρακτηρισμούς ή κατηγορίες από τις οποίες είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί κανείς.

Τώρα, πώς ήρθαν και έδεσαν όλα αυτά με το θέμα που συζητάμε αυτές τις μέρες; Μας ήρθαν συνειρμικά στον νου, όταν διαβάσαμε στα ΧΡΟΝΙΚΑ τα ονόματα των παιδιών που αρίστευσαν σε Λύκειο της πόλης μας.

Κατ’ αρχάς, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, να πούμε συγχαρητήρια στα παιδιά και στους γονείς τους για τις πραγματικά υψηλές βαθμολογίες που επέτυχαν. Αυτό είναι το ένα δεδομένο και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, αφού οι μαθητές των Λυκείων είναι από τους σκληρότερα εργαζόμενους στη χώρα.

Από την άλλη όμως, δεν σας έκανε κι εσάς εντύπωση ο πολύ μεγάλος αριθμός των αριστούχων; Στην Γ΄ Λυκείου, περισσότεροι από πενήντα μαθητές έβγαλαν βαθμό πάνω από 19! Από ένα μόνο Λύκειο της πόλης!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Προφανώς είναι οι καλύτεροι του Σχολείου.

Πώς γίνεται όμως ένας μαθητής να είναι τόσο καλός που να παίρνει 20 σε όλα ή σχεδόν σε όλα τα μαθήματα του Σχολείου; Μήπως το παρακάνουν και οι καθηγητές λίγο μα τις βαθμολογίες;

Ένας μαθητής με τέτοια βαθμολογία υποτίθεται ότι κατέχει πλήρως την ύλη της τάξης του, σε όλα τα μαθήματα. Ό,τι και να τον ρωτήσεις στα προφορικά, ότι και να του βάλεις να γράψει, θα απαντήσει ολόσωστα.

Γίνεται; Υπήρχαν και στα δικά μας τα χρόνια μαθητές που… έπιαναν πουλιά στον αέρα και που στη συνέχεια διέπρεψαν στις σπουδές τους, όμως ούτε τόσοι πολλοί ήταν, ούτε τόσο μεγάλους βαθμούς είχαν.

Μαθαίνω ότι φέτος δεν μέτρησε και ο βαθμός των Πανελληνίων Εξετάσεων στη διαμόρφωση του απολυτηρίου. Διαφορετικά θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί οι μαθητές έγραψαν άριστα σε όλα τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα.

Το Σχολείο, λοιπόν, το κάθε Σχολείο και οι εκπαιδευτικοί του, είναι αυτοί που πολύ γενναιόδωρα αξιολογούν και βαθμολογούν τα παιδιά, δημιουργώντας μια «μαγική εικόνα», έναν πληθωρισμό αριστούχων. Κι αυτό είναι κάτι που δεν ξεκινά από το Λύκειο, αλλά καταλήγει εκεί.

Γιατί; Για ποιο λόγο οι δάσκαλοι και οι καθηγητές βαθμολογούν τόσο… μπερεκετλίδικα; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις, με κυριότερη εκείνη τού να έχουν οι εκπαιδευτικοί το κεφάλι τους ήσυχο.

Αυτό όμως αποτελεί σύμπτωμα αλλά και αίτιο της στρέβλωσης του εκπαιδευτικού μας συστήματος και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να βγούμε.

Ακόμη κι αν έχουμε χιλιάδες αριστούχους.
 Ρετσινιά, ξερετσινιά…! 

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

160623 ΤΕΧΝΟΒΟΥΤΙΕΣ

Το ένα πουλάκι:
Τι είδους επιστήμονες θέλουμε;

Λέγαμε χθες για τα παιδιά που πηγαίνουν (καταλήγουν;) σε κάποιες σχολές, χωρίς να το επιθυμούν πραγματικά. Κάθε τόσο, πέρα από τις «διαχρονικές αξίες», τις σχολές που απαιτούν μεγάλες βαθμολογίες, εμφανίζονται και άλλες που γίνονται της μόδας.

Πολλοί καλοί μαθητές, αισθάνονται υποχρεωμένοι να τις δηλώσουν και να φοιτήσουν σ’ αυτές, χωρίς να ξέρουν ποιες είναι οι πραγματικές προοπτικές που ανοίγονται, όταν θα πάρουν το πτυχίο τους.

Αποτέλεσμα; Αποφοιτούν και ψάχνουν να ακολουθήσουν κάποια «καριέρα» που βρίσκεται σε άμεση σχέση με το (γνωστό και αγαπημένο σε όλους) ελληνικό δημόσιο. Γίνονται υπάλληλοι και ακολουθούν μια σταδιοδρομία που ελάχιστη σχέση έχει μ’ εκείνο που στ’ αλήθεια σπούδασαν.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σχολές πληροφορικής. Κάποτε, πριν επέλθει ο κορεσμός (και θα σας πω παρακάτω τι εννοούμε κορεσμό), τις δήλωναν οι άριστοι μαθητές κάθε σχολείου. Οι σημαιοφόροι!

Οι οποίοι, μετά τις σπουδές και την απόκτηση του πτυχίου τους, αντί να ανοίξουν δημιουργικά τα φτερά τους και να δοκιμάσουν την τύχη τους στο πεδίο σπουδών τους, πήγαν και έγιναν καθηγητές πληροφορικής!

Κάποιοι από αυτούς ξαναγύρισαν στο σχολείο από το οποίο είχαν αποφοιτήσει ως αριστούχοι με τα περισσότερα μόρια στις εξετάσεις και έγιναν συνάδελφοι των παλιών καθηγητών τους, που κάποτε καμάρωναν για τις επιτυχίες τους.

Δηλαδή αποφάσισαν να κάνουν την ίδια δουλειά που θα έκανε και κάποιος μετριότατος συμμαθητής τους που πέρασε στις λεγόμενες «καθηγητικές σχολές», που καμιά σχέση δεν είχαν, ως προς τη δυσκολία πρόσβασης, με εκείνες της πληροφορικής που είχαν επιλέξει οι ίδιοι ως «πρώτοι των πρώτων».

(Μη σας πω ότι πολλοί έγιναν και… κακοί καθηγητές. Λογικό δεν είναι;. Όταν κάποιος που διαθέτει κατά τεκμήριο αυξημένα προσόντα επιλέγει τον εύκολο και ασφαλή δρόμο του δημοσίου, σίγουρα δεν το κάνει επειδή είναι ορεξάτος για δουλειά, μάλλον πάει να αράξει και να αφεθεί στην ξένοιαστη ζωή τού «μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει…»)

Το άλλο πουλάκι:
Ευτυχώς δεν είναι όλοι έτσι.

Διαβάζω κάθε τόσο για τις φανταστικές εφαρμογές που σκέφτονται και σχεδιάζουν διάφοροι προγραμματιστές της πληροφορικής και λέω «μπράβο στα παιδιά». Εφαρμογές που δείχνουν, πέρα από τις δυνατότητες στο αντικείμενο που σπούδασαν, φαντασία και επινοητικότητα.

Μόλις προχθές είχαν οι εφημερίδες αναφορές στους «βασιλιάδες της ξαπλώστρας», τους νέους που σκέφτηκαν εφαρμογές σχετικές με την παραλία, τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες, που κάνουν τη ζωή του χρήστη πολύ πιο εύκολη.

Η πρώτη έχει να κάνει με την «κράτηση» ξαπλώστρας σε παραλίες όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Οι εμπνευστές της εφαρμογής σκέφτηκαν να αξιοποιήσουν την ταλαιπωρία που υπέστησαν, όταν επέτυχαν να βρουν ξαπλώστρα σε απομακρυσμένη παραλία και έπρεπε να γυρίσουν πίσω μέσα στο λιοπύρι.

Σκέφτηκαν, λοιπόν, να σχεδιάσουν μια εφαρμογή που θα δίνει τη δυνατότητα στον χρήστη να βλέπει από το κινητό ή το τάμπλετ του τη διαθεσιμότητα σε ξαπλώστρες, να κλείνει μια για τις ώρες που επιθυμεί και να την προπληρώνει αμέσως.

Εδώ λίγη προσοχή!
Υπάρχουν πολλοί που διαφωνούν με την πρακτική να κλείνονται ρεζερβέ ξαπλώστρες σε παραλίες και το θεωρούν… αρχοντοχωριατιά! Το καλύτερο θα ήταν, λένε, να υπάρχει η δυνατότητα να πιάνει την ξαπλώστρα όποιος προλάβει. Το «πρωινό πουλί», που λένε και οι Άγγλοι.

Αυτό όμως δεν είναι το θέμα της συζήτησής μας. Από τη στιγμή που κάτι συμβαίνει, γιατί να μην μπορεί να το κάνει ο κάθε χρήστης, αλλά να επιτρέπεται μόνο στον… πρώτο «μάγκα», που έχει λαδώσει τον υπάλληλο για να βάλει μια πετσέτα και να του κρατήσει την ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα;

Εξάλλου, από τη στιγμή που κλείνεις τραπέζι σε εστιατόριο ή μπαρ, ενώ μπορείς, αν δεν υπάρχει διαθέσιμο, να φύγεις και να πας στο διπλανό, γιατί να μην έχεις τη δυνατότητα να κλείσεις ξαπλώστρα σε κάποια απομακρυσμένη παραλία, όπου, αν δεν βρεις ελεύθερη, θα ταλαιπωρηθείς αφάνταστα;

(Προσωπικά, δεν θα με ενοχλούσε καθόλου η παντελής απουσία «υποδομών» στις παραλίες, και τότε κάποιες θα ήταν πραγματικά ερημικές και θα άξιζε τον κόπο και την ταλαιπωρία να τις επισκεφθείς. Όμως, όπως είπαμε, δεν είναι αυτό το θέμα μας.)

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Έχουμε και άλλη ενδιαφέρουσα εφαρμογή.

Κάποιος ηλεκτρολόγος μηχανικός σκέφτηκε να δώσει ρεύμα στους λουόμενους, οι οποίοι μπορεί να πάθουν και κρίση πανικού, βλέποντας το κινητό ή το τάμπλετ τους να αποφορτίζεται και τον κίνδυνο να μείνουν «αποκομμένοι» στην παραλία ορατό.

Τι έκανε, λοιπόν; Σχεδίασε και κατασκεύασε ομπρέλες εφοδιασμένες με φωτοβολταϊκά, οι οποίες θα παρέχουν τη δυνατότητα στον χρήστη (που τις είχε κλείσει αξιοποιώντας την προηγούμενη εφαρμογή) να φορτίζει το κινητό ή το τάμπλετ του.

Βλέπετε τώρα, φίλοι μου, τι σημαίνει αξιοποιώ τις σπουδές που έχω κάνει, βάζω μπροστά τη φαντασία και την επινοητικότητά μου, ανοίγω τα φτερά μου και… κερδίζω και εγώ και η χώρα μου;

Βλέπετε επίσης ότι ο κορεσμός σε κάποιες σχολές έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι απόφοιτοι δεν μπορούν, πλέον, να απορροφηθούν από το δημόσιο; Μια τέτοια σχολή, για τον νέο που έχει πραγματική έφεση και όρεξη για δουλειά, θα είναι πάντοτε ευκαιρία ζωής.

Ας το σκεφτούν σοβαρά τα παιδιά και οι γονείς τους, τώρα που θα κληθούν (οι δεύτεροι, μέσω των πρώτων), να κάνουν τις δηλώσεις προτίμησης για τις σχολές όπου «επιθυμούν» να σπουδάσουν.
Τεχνοτουρισμός! 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

160621 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
«Ήταν δύσκολα τα θέματα»!

Διαβάζω σε σχετικό ρεπορτάζ, έξω από Λύκειο της Θεσσαλονίκης, ότι μ’ αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους μαθητές που συγκέντρωσαν γύρω στις τέσσερις χιλιάδες μόρια.

Ήταν δύσκολα τα θέματα;
Όλοι όσοι γνωρίζουν τα πράγματα από κοντά λένε πως ήταν τα ευκολότερα των τελευταίων ετών. Φίλος, μαθηματικός, λέει ότι δεν θυμάται άλλη φορά να έγραψαν οι υποψήφιοι σε τόσο μεγάλο ποσοστό 53,24% πάνω από τη βάση.

Κι όμως, ακόμη και φέτος αυτή είναι η δικαιολογία. Η οποία δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση, διότι, με τα ίδια ακριβώς θέματα κάποιοι έγραψαν δεκαοκτώ και δεκαεννιά και οι εν λόγω μαθητές ένα και δύο.

Διότι, αυτό σημαίνει το σύνολο των μονάδων που συγκέντρωσαν. Αν σκεφτείς ότι στην έκθεση, και εντελώς απροετοίμαστος να πας, μπορείς να γράψεις γύρω στο δέκα, πάει να πει πως στα άλλα μαθήματα έδωσες άδεια κόλλα.

Το περίεργο δεν είναι ότι υπάρχουν τέτοιοι μαθητές. Το περίεργο δεν είναι ότι τελειώνουν το Λύκειο και δίνουν Πανελλαδικές Εξετάσεις, ενώ κανονικά θα έπρεπε να… σκαλώσουν κάπου στο Γυμνάσιο, για να μην πω στο Δημοτικό.

Το περίεργο είναι ότι αυτοί οι μαθητές θα μπουν και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και μάλιστα κάποιοι θα την τελειώσουν παίρνοντας ένα πτυχίο.
Μου περιέγραφε την κατάσταση ένας φίλος που δίδασκε στα ΤΕΙ υποψήφιους μηχανικούς.

«Πολλοί δεν ξέρουν να κάνουν τις τέσσερις πράξεις. Και δεν εννοώ με το μολύβι. Αυτό είναι αδιανόητο. Ακόμη και με το κομπιουτεράκι όμως κάνουν λάθος. Βρίσκουν σε μια διαίρεση ότι, για παράδειγμα, 13,72 διά 2,8 κάνει 49 και δεν μπορούν να σκεφτούν ότι αυτό δεν είναι λογικό, αλλά κάπου έκαναν λάθος στην υποδιαστολή».

Αυτά, λοιπόν, τα παιδιά, και άλλα πολλά στην ίδια κατάσταση, θα πάνε να «σπουδάσουν» κάπου και η πολιτεία θα πληρώσει κτήρια, εργαστήρια, καθηγητές, συγγράμματα, δωρεάν φαγητό και μετακινήσεις, προκειμένου να τους δώσει μια μόρφωση και ένα πτυχίο.

Το άλλο πουλάκι:
Το ίδιο και οι γονείς τους.

Θα κάνουν ένα σωρό έξοδα, συχνά από το υστέρημά τους, θα χρεωθούν πιθανότατα, προκειμένου να μη στερήσουν τα παιδιά τους από… τις ευκαιρίες που έχουν άλλοι συνομήλικοί τους. Χωρίς να σκεφτούν και αυτοί και πολλοί άλλοι ότι οι ίσες ευκαιρίες είναι δικαίωμα ενός νέου, το οποίο όμως συνεπάγεται και κάποιες υποχρεώσεις.

Χωρίς να σκεφτούν ακόμη πως υποχρέωση της πολιτείας είναι να δίνει ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, όχι όμως τις ίδιες, αλλά ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός και, οπωσδήποτε, ανάλογα με την προσπάθεια που προτίθεται να καταβάλει.

Αυτή είναι μια παράμετρος του προβλήματος, που, όπως είπαμε και χθες, δεν μπορείς να τη δεις ξεκομμένα από άλλες. Ας πούμε, το γεγονός ότι στη χώρα μας τα Πανεπιστήμια δεν έχουν ως στόχο να καλύψουν τις ανάγκες για μόρφωση των νέων παιδιών.

Τουλάχιστον πολλά από αυτά. Τα οποία ιδρύονται και λειτουργούν για να καλύψουν οικονομικές ανάγκες των κοινωνιών μέσα στις οποίες… φυτεύονται. Για να νοικιαστούν σπίτια, να δουλέψουν μαγαζιά, να κυκλοφορήσει το εισαγόμενο από άλλες πόλεις χρήμα.

Οι οποίες, με τη σειρά τους, περιμένουν να έρθει οικονομική «ανάπτυξη» από τους φοιτητές που θα καταφτάσουν στα μέρη τους και θα ξοδέψουν εκεί τα χρήματα των γονιών τους. Στην πράξη, δηλαδή, αλλάζουμε μεταξύ μας τα λεφτά μας και αυτό λέγεται εκπαιδευτική πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση των νέων.

Όχι ότι δεν υπάρχουν και καλά (πάντοτε για τα ελληνικά δεδομένα) Πανεπιστήμια και αξιόλογες σχολές. Αυτά όμως χρειάζονται ελάχιστους φοιτητές, σε σχέση με τις δεκάδες χιλιάδες των υποψηφίων που ψάχνουν να… σκαλώσουν κάπου.

Έτσι εξηγούνται οι πολύ κάτω από τη βάση βαθμολογίες, οι οποίες εξηγούνται από τα… «δύσκολα θέματα», τα οποία εξηγούνται από το γεγονός ότι όλοι όσοι αποφοιτούν από το (υποχρεωτικό) Γυμνάσιο θα μπουν τελικά και σε κάποια σχολή, εκτός πια και αν προσπαθήσουν πάρα πολύ να αποτύχουν.

Έτσι εξηγούνται και τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα, αφού οι σχολές που έχουν μια πραγματική αξία δέχονται σχετικά μικρό αριθμό φοιτητών, ενώ οι υποψήφιοι γι’ αυτές είναι περισσότεροι, άρα πρέπει με κάποιο τρόπο να ξεπεράσουν τους ανταγωνιστές τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι πραγματικά θέλουν να σπουδάσουν τα παιδιά;

Με αφορμή τις «σχολές υψηλής ζήτησης», επιτρέψτε μου να παρατηρήσω ότι η υψηλή ζήτηση οφείλεται εν πολλοίς και στο γεγονός ότι… οι σχολές αυτές τη διαθέτουν. Τι θέλω να πω; Υπάρχουν πολλά παιδιά, αριστούχοι μαθητές, που δηλώνουν τις πιο περιζήτητες σχολές ακριβώς επειδή είναι περιζήτητες.

Υπάρχει δηλαδή μια νοοτροπία που λέει ότι ο καλύτερος κάθε σχολείου οφείλει να πάει στη σχολή με τη μεγαλύτερη ζήτηση. Γιατί; Έτσι. Επειδή μπορεί να το κάνει. Όχι επειδή θα του εξασφαλίσει καλύτερο μέλλον, ούτε επειδή αγαπάει το συγκεκριμένο επάγγελμα, αλλά επειδή αυτή είναι η μοίρα των καλών μαθητών.

Δείτε, ας πούμε, τι ντόρος γίνεται, όποτε ένας αριστούχος, λόγω της ιδιαίτερης αγάπης που έχει για μια επιστήμη, επιλέγει να δηλώσει Μαθηματικό ή Φυσικό. Πρέπει ο ίδιος και οι γονείς του να εξηγούν αναλυτικά σε γνωστούς και φίλους ότι δεν απέτυχε στις εξετάσεις, απλώς… αυτό του άρεσε!

Αφήστε που ανεβάζει τη βάση στη συγκεκριμένη σχολή και δημιουργεί και άλλους εχθρούς!
Τριτοβάθμια περίπτωση!

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

160621 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Συζητάτε με τους διπλανούς;

Δεν εννοώ τους συγκάτοικους στην πολυκατοικία ή εκείνους που μένουν στο διπλανό σπίτι. Ρωτάω αν σας έχει τύχει να πιάσετε κουβέντα με κάποιον από το διπλανό σας τραπέζι στην καφετέρια που απολαμβάνετε τον καφέ σας.

Εδώ ας κάνουμε μια μικρή παρένθεση, για να επισημάνουμε ένα από τα αρνητικά του περίφημου «πολιτισμού του καφέ», για τον οποίο γινόμαστε συχνά τόσο περήφανοι. Το στοιχείο που θέλω να σχολιάσω είναι η συνήθεια των ιδιοκτητών να… εκμεταλλεύονται τον χώρο ως εκεί που δεν παίρνει.

Αραδιάζουν (τι ωραία και ξεχασμένη λέξη!) τα τραπεζάκια τους κατά τέτοιο τρόπο που, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ο παραμικρός διαχωρισμός μεταξύ τους. Πολλές φορές βρίσκεσαι πιο κοντά σε εκείνον που κάθεται στο διπλανό τραπέζι, παρά στην παρέα σου που μοιράζεστε το ίδιο.

Ως εκ τούτου, μπορείς και παρακολουθείς τη συζήτηση των διπλανών χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ενώ, για να μιλήσεις με τους φίλους σου, πρέπει να υψώσεις τη φωνή, γεγονός που δίνει το δικαίωμα στους διπλανούς (δηλαδή τους υποχρεώνει) να ακούν όσα λες.

Κάπως έτσι, και με δεδομένη την ελληνική οικειότητα (ή αγένεια - όπως προτιμάτε) δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που κάποιος από δίπλα παίρνει τον λόγο και παρεμβαίνει στην κουβέντα του άλλου τραπεζιού απρόσκλητος.

Αυτό έχει τα θετικά του. Προάγει τον διάλογο, κοινωνικοποιεί τους ανθρώπους, κάνει πιο ευχάριστες τις ατέλειωτες ώρες στην καφετέρια…
Έχει όμως και τα αρνητικά του. Δίνει έδαφος να αναπτυχθούν διάφορες κολλιτσίδες, δημιουργεί εντάσεις χωρίς λόγο, κάνει αφόρητες τις ατέλειωτες ώρες στην καφετέρια..

Όπως καταλαβαίνετε, όλα είναι σχετικά. Η παρέμβαση σε συζήτηση που διεξάγεται σε διπλανό τραπέζι απαιτεί χειρουργική λεπτότητα χειρισμού και είναι θέμα σωστού τάιμινγκ, ώστε να λειτουργήσει σωστά και να μην εξελιχθεί στην αρνητική περίπτωση.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, έχει νόημα η αρχική μας ερώτηση αν συζητάτε με τους διπλανούς σας και είμαστε βέβαιοι ότι κι εσείς θα θέλατε να μάθετε αν έχουμε αυτή τη συνήθεια. Πάντως, και να μη θέλετε, εμείς θα σας το πούμε.

Το άλλο πουλάκι:
Εγώ το κάνω καμιά φορά.

Να, όπως προχθές, που πήγα να απολαύσω τη σοκολάτα μου σε ήσυχο καφέ και να μελετήσω ένα ενδιαφέρον κόμιξ που από καιρό προσπαθώ να βρω και να του αφιερώσω τον απαραίτητο χρόνο.

Έλα όμως που στο διπλανό τραπέζι διεξάγονταν μια συζήτηση με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Ο ένας της παρέας, που ήταν και ο πιο μεγαλόσωμος, καθόταν κολλητά δίπλα μου, προκειμένου να τον ακούσουν οι απέναντι, μου έπαιρνε τα αφτιά.

Η συζήτηση ξεκίνησε με το γενικό ερώτημα «πώς πήγαν τα παιδιά;» και εξελίχτηκε σε κριτική του εκπαιδευτικού συστήματος. Από τις κουβέντες τους καταλάβαινες πως οι άνθρωποι δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την εκπαίδευση, πλην ενός, ο οποίος ήταν καθηγητής.

«Γιατί να μπαίνουν τόσα παιδιά στα Πανεπιστήμια, να σπουδάζουν και να μην μπορεί το κράτος να τα βάλει σε μια δουλειά;» αναρωτιόταν κάποιος του οποίου το παιδί είχε σπουδάσει πληροφορικός δικτύων και ήταν άνεργο. «Ας παίρνουν λίγους, όσους μπορεί να απορροφήσει το σύστημα».

Ο καθηγητής διαφωνούσε, λέγοντας πως «η πανεπιστημιακή μόρφωση είναι δικαίωμα και ανοίγει στο παιδί ορίζοντες, γι’ αυτό πρέπει να φοιτούν όλοι στα Πανεπιστήμια, άσχετα από το τι επάγγελμα θα ακολουθήσουν».

Ένας τρίτος απάντησε πως «το κακό είναι ότι μετά κανείς δεν θέλει να κάνει άλλη δουλειά και όλοι απαιτούν να διοριστούν κάπου στο δημόσιο. Ενώ, αν γινόταν ένα ξεκαθάρισμα νωρίτερα, κάποιοι θα οδηγούνταν και στα τεχνικά επαγγέλματα».

Ο τέταρτος της παρέας, ο οποίος, όπως κατάλαβα, ασχολείται και με τα κοινά, τα έβαλε με «την συντεχνία των εκπαιδευτικών που δεν αφήνουν να πραγματοποιηθούν αλλαγές στην εκπαίδευση, για να μην χάσουν τα προνόμιά τους».

Ο καθένας ξεχωριστά είχε μεγάλο δίκιο, όμως, αν άκουγες τη συζήτηση συνολικά, έβλεπες πως δεν οδηγούσε πουθενά και διαπίστωνες τον λόγο για τον οποίο έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, χρόνια τώρα, το εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Ποιος είναι ο λόγος; Προσπάθησα να τον πω και στους… γείτονες. Ενώ το πρόβλημα είναι συνολικό και τρομερά περίπλοκο, όλοι κοιτάζουν να το αντιμετωπίσουν αποσπασματικά. Όποια παράμετρο και να πάρεις, όσο σωστές διορθώσεις και να κάνεις, η συνολική βελτίωση θα είναι ελάχιστη.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Για να μην πω και αρνητική.

Είναι σωστό, ας πούμε, το αίτημα να έχουν όλα τα παιδιά δυνατότητα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να ωφελούνται πολλαπλά από αυτήν. Πόσο μπορεί όμως να ωφεληθεί και σε τι ακριβώς ένας μαθητής που περνά σε κάποιο ΤΕΙ (ακόμη και Πανεπιστήμιο), έχοντας γράψει ένα (βαθμός 1) και δύο (βαθμός 2) στις εξετάσεις;

Πού ακριβώς εντοπίζονται οι ευθύνες της «συντεχνίας των εκπαιδευτικών» και ποιες είναι εκείνες οι θετικές αλλαγές που προωθήθηκαν από τις κυβερνήσεις, αλλά ακυρώθηκαν από τους εκπαιδευτικούς;

Τι είδους τεχνολογική εκπαίδευση και με ποιες επαγγελματικές προοπτικές φαντάζονται κάποιοι, σε μια χώρα που, ακόμη και σήμερα, ο σημαντικότερος και σε πολλές περιπτώσεις ο μοναδικός εργοδότης είναι το κράτος;

Βλέπετε, καμιά φορά είναι πιο δύσκολο να θέτεις ερωτήματα από το να δίνεις απαντήσεις. Όσο για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, αυτά συζητήθηκαν όταν στήθηκε για καλά η κουβέντα και τα δυο τραπέζια έγιναν ένα.

Θα σας μεταφέρω τα σημαντικότερα σημεία αύριο.
Αναποτελεσματική συζήτηση!