Το ένα πουλάκι:
Σας
ενδιαφέρει η φιλοσοφία;
Σίγουρα
οι παλαιότεροι κάτι θα θυμόσαστε από το αντίστοιχο μάθημα στο Σχολείο. Πόσο
ωραία πράγματα μαθαίναμε! Από τότε ξέρω ότι «Α είναι Α» και ότι «Α είναι όχι Β».
Τέτοιου είδους φιλοσοφικές σκέψεις προσπαθούσαν να μας εισαγάγουν στον υπέροχο κόσμο
της «Λογικής».
Εμείς
εκείνο που μαθαίναμε πιο εύκολα ήταν το… «ο Αστυνόμος είναι όργανο, το
μπουζούκι είναι όργανο, άρα ο Αστυνόμος είναι μπουζούκι». Είχε, βλέπετε
«τελειώσει» και η χούντα (σε πείσμα πολλών που το αμφισβητούν ή μάλλον το
αμφισβήτησαν πριν από καναδυό χρόνια) και μπορούσες κάπως πιο ελεύθερα να λες τέτοιες
φιλοσοφικές εξυπνάδες.
Πιθανότατα
θα θυμόσαστε και την περίφημη φράση από τον «Επιτάφιο», που ήταν η αγαπημένη
όλων των εφήβων τότε: «Φιλοκαλούμεν [τε γαρ] μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν
άνευ μαλακίας». Κάθε φορά που κάποιος έλεγε την κοτσάνα του, του το
υπενθυμίζαμε: «Σταυράκη, είπαμε… “άνευ”!»
Μετά
από τόσα χρόνια, αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του, για να διαπιστώσει
πόσο χαμένα πήγανε τα μαθήματα περί «φιλοκαλίας». Όσο, δε, αφορά την «λογική»,
εκείνα είναι που αποδείχθηκαν πραγματικό χάσιμο χρόνου. Δεν είναι τυχαίο αυτό
που ακούγεται συχνά, ότι η κοινή λογική είναι το μεγάλο ζητούμενο σ’ αυτή τη
χώρα.
Κι
όμως, έχει ενδιαφέρον η φιλοσοφία. (!)
Τις
τελευταίες μέρες σκεφτόμουν συνεχώς το περίφημο ερώτημα του Τζορτζ Μπέρκλεϊ
(1685-1753) σχετικά με την πραγματικότητα και την αντίληψή μας γι’ αυτήν: «Αν
ένα δέντρο πέσει στο δάσος και κανείς δεν είναι εκεί για να το ακούσει, θα
κάνει θόρυβο;»
Ο
Μπέρκλεϊ, ως ιδεαλιστής, έδωσε την απάντηση πως, στην πραγματικότητα, τίποτα
δεν είναι… πραγματικό και πως οτιδήποτε υπάρχει μόνον αν (και με τον τρόπο που)
το αντιλαμβανόμαστε. Κατά την άποψή του, δηλαδή, το δέντρο όχι μόνο δεν θα
έκανε θόρυβο, αλλά δεν θα υπήρχε καν.
(Βέβαια
ο Μπέρκλεϊ, ο οποίος εκτός από φιλόσοφος ήταν και Επίσκοπος, προσπάθησε να
σώσει την παρτίδα, ισχυριζόμενος ότι πάντα θα υπάρχει το αφτί του Θεού που θα
ακούει ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, γι’ αυτό και τα δέντρα πάντα θα κάνουν θόρυβο
καθώς θα πέφτουν.)
Το άλλο πουλάκι:
Γιατί
πας τόσο μακριά;
Εγώ
θα σου θυμίσω την πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, «πού
πάει η μουσική, όταν δεν την ακούμε πια;», στο Τρίτο Πρόγραμμα, κάθε Κυριακή
απόγευμα. Εκεί ο παραγωγός προσπαθεί να δώσει κάποιες απαντήσεις, όμως, τελικά,
αφήνει τον κάθε ακροατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Δεν
είναι τυχαίο που ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης αφήνει το θέμα εκκρεμές. Τέτοιου
είδους ερωτήματα μπορούν να έχουν μόνο προσωπικές απαντήσεις ή να μένουν
αναπάντητα. Τι εννοώ, όταν λέω «τέτοιου είδους»;
Για
να φύγουμε από το Τρίτο, και να το εκλαϊκεύσουμε κάπως περισσότερο, μπορούμε να
θυμηθούμε και ένα καταπληκτικό τραγούδι της Βάσως Αλαγιάννη. Το πρωτοτραγούδησε
η Γιούλη Τσίρου το 1988, όμως έγινε γνωστό με την φωνή της Πίτσας Παπαδοπούλου,
αρκετά χρόνια αργότερα, γύρω στο 1994: «Πού πάει η αγάπη όταν φεύγει;»
Ούτε
η Βάσω Αλαγιάννη δίνει απάντηση στο (φιλοσοφικό) ερώτημα, οπότε καταλαβαίνετε
πόσο δύσκολο ήταν για μας να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ανάλογο ερώτημα
που προέκυψε (και πάλι) αυτές τις μέρες επιτακτικά:
Πού
πάει το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα», όταν φεύγει;
Το
ερώτημα μπορεί να μοιάζει πολύ με τα προηγούμενα, έχει όμως και μια
ιδιαιτερότητα. Δεν μιλάμε απλώς για ηθική, είναι εκείνο το «πλεονέκτημα» που
μας τα μπερδεύει.
Διότι,
ένα πλεονέκτημα υφίσταται πάντοτε έναντι κάποιου άλλου. Αυτό που εξετάζουμε
τώρα, ας πούμε, είναι το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς, εννοείται
απέναντι στη Δεξιά. Λένε ότι αποκτήθηκε μέσα από ιστορικές συγκυρίες, εξαιτίας
των διώξεων που υπέστησαν πολλά μέλη της, κυρίως όμως λόγω των θέσεων που
έπαιρνε η Αριστερά σε κοινωνικά ζητήματα.
Και
όχι μόνον. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι στις γραμμές της εντάχθηκαν,
ή συμβάδισαν μαζί της, πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, οι οποίοι
(υποτίθεται ότι) μιλούν για έναν κόσμο με άλλου είδους αξίες, πέρα από το
κέρδος.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Υπάρχει
και ένας άλλος λόγος.
Ήταν
το γεγονός ότι η Αριστερά δεν είχε ποτέ κυβερνήσει στη χώρα μας, παρ’ όλο που
είχαμε δείγματα γραφής από χώρους στους οποίους ασκούσε διοίκηση, όπως στα
Πανεπιστήμια ή στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Μετά
τις εκλογές του περσινού Ιανουαρίου, τα δεδομένα άλλαξαν. Είναι πάρα πολλοί
εκείνοι που διαπιστώνουν καθημερινά ότι το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» πήγε
περίπατο. Το ίδιο συνέβη και πρόσφατα, με τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο
θέμα των οφσόρ εταιρειών.
Το
ερώτημά μας όμως παραμένει επιτακτικό. Πού πάει το «ηθικό πλεονέκτημα», όταν φεύγει;
Προφανώς δεν το αποκτά ο… αντίπαλος. Είναι αστείο, δηλαδή, να βλέπεις στη Βουλή
τους προηγούμενους (και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) να επιχαίρουν,
επειδή, τάχα, τώρα αυτοί έχουν το πάνω χέρι στην… ηθική!
Για
να δώσουμε, λοιπόν, μια απάντηση στο ερώτημά μας, αγαπητοί φίλοι, θα πρέπει να
πούμε ότι… δεν τίθεται καν ερώτημα. Το «ηθικό πλεονέκτημα», αν υπάρχει, υπάρχει
μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν κάποιοι που το παρατηρούν. Αυτοί όμως δεν μπορεί
να είναι οι ίδιοι που υποτίθεται ότι το διαθέτουν και… δεν δέχονται μύγα στο
σπαθί τους!
Σε
κάθε περίπτωση, μοιάζει με… τον έρωτα, την «αγάπη» της Βάσως Αλαγιάννη, που η
ύπαρξή του δεν αποτελεί ποτέ βεβαιότητα, αλλά ένα διαρκές στοίχημα. Χάνεις και
κερδίζεις κάθε στιγμή.
Αρκεί,
βεβαίως, να παίζεις!
Φιλοσοφούμεν! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου