ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

180928 ΦΕΥΓΑΤΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Με… φυσικό τρόπο!

Το ακούω πάρα πολύ, τώρα τελευταία. «Οι παλαιοί συνταξιούχοι», λέει ο ένας, «όσοι είναι πάνω από εβδομήντα», λέει ο άλλος, «αυτοί που βρίσκονται σε μεγάλη ηλικία», ξεκαθαρίζει ένας τρίτος… Γενικά, όσοι διανύουν τις τελευταίες δεκαετίες του βίου τους.

Νομίζω ότι πιο κομψά το διατύπωσε εκείνος που δεν ήξερε πώς να το διατυπώσει κομψά! Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Αυτοί οι άνθρωποι θα τεθούν εκτός συστήματος με φυσικό τρόπο. Μέχρι το 2020, το 2030, το 2040 δεν θα βρίσκονται πια εδώ»!

Όπως είδατε προκλήθηκαν αντιδράσεις. Κάποιοι θεώρησαν τις δηλώσεις μακάβριες, αφού μιλούν ωμά για τον θάνατο. Άλλοι κυνικές, διότι υπολογίζουν ως αριθμούς, στατιστικά, τους ανθρώπους που πεθαίνουν.

Κάποιοι τις θεώρησαν από κοινότοπες έως ανόητες, διότι δεν λένε τίποτε απολύτως πέρα από το πολύ γνωστό «όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα». Μόνο που το λένε για τους άλλους, εξαιρώντας, προς στιγμήν, τον εαυτό τους.

Είπα «κοινότοπες». Ας κάνω μια παρένθεση εδώ, γιατί άκουσα κάποιον να σχολιάζει από μέσα του και να αναρωτιέται μήπως το σωστό είναι κοινότυπος. Μάλιστα, αν… γκουγκλάρεις τη λέξη, μπορεί να την πατήσεις.

Διότι θα πέσεις πάνω στο –πώς να το χαρακτηρίσω;- καθόλου επίσημο Βικιλεξικό, που έχει τις δυο λέξεις ως συνώνυμα. Αν όμως αναζητήσεις τις λέξεις σε πιο σοβαρά λεξικά, θα δεις ότι η μία… δεν υπάρχει.

Όχι με την έννοια που χρησιμοποιούν τη φράση οι πιτσιρικάδες (και πολλοί νεανίζοντες ώριμοι) αλλά με την κυριολεκτική σημασία. Το κοινότυπος δεν (πρέπει να) υπάρχει∙ κακώς το χρησιμοποιούμε στον λόγο μας.

Υπάρχει το κοινότοπος = αυτός που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και στερείται πρωτοτυπίας. Το κοινότυπος το σχηματίζουμε μάλλον κατ’ αναλογία προς τα πρωτότυπος (το αντίθετό του;), παράτυπος… άρα γιατί όχι και κοινότυπος. Κακώς!

Ας επιστρέψουμε όμως στη συζήτησή μας. Διότι θέλω να διαχωρίσω τη θέση μου από τις υπόλοιπες απόψεις και να σταθώ λίγο στη φράση «με φυσικό τρόπο», που είπε ο υπουργός κύριος Τσακαλώτος.

Αλήθεια, ποιος είναι ο «φυσικός τρόπος» να φύγει από τη ζωή ένας άνθρωπος; Κατ’ αρχάς, να πούμε ότι στον θάνατο, ειδικά στα χρόνια που ζούμε, ο πιο φυσικός τρόπος είναι η παραβίαση της… φυσικής σειράς.

Το άλλο πουλάκι:
Οι νέοι φεύγουν!

Δεν εννοώ εκείνους που ξενιτεύονται αναζητώντας στον ήλιο μοίρα, μιλάω για τους ανθρώπους που πεθαίνουν, ενώ δεν έχουν ζήσει ακόμη, τουλάχιστον όσο είναι το προσδόκιμο για αυτούς που βρίσκονται ακόμη στη ζωή.

Μοιάζει αυτό να είναι το φυσικό –όχι το φυσιολογικό- το να φεύγουν από τη ζωή άνθρωποι στα πιο δημιουργικά και παραγωγικά τους ακόμη χρόνια. Όσοι την πηδήξουν, φτάνουν σε μεγάλες ηλικίες, ανεβάζοντας απλώς, παραπλανητικά, τον μέσο όρο και το προσδόκιμο.

Ας αφήσουμε όμως εκείνους που πεθαίνουν «πριν την ώρα τους»∙ δεν μίλησε γι’ αυτούς ο υπουργός. Ας ασχοληθούμε λίγο με τους άλλους, εκείνους που θα αφήσουν τον μάταιο τούτον κόσμο «πλήρεις ημερών».

Ποτέ δεν κατάλαβα τι σημαίνει αυτή η φράση, δεν θέλω όμως να το συζητήσουμε τώρα. Τώρα είπαμε ότι θα μιλήσουμε –ναι, αλλά δεν μιλάμε!- για τον «φυσικό τρόπο» και το πώς τον αντιλαμβανόμαστε εμείς.

Ο φυσικός τρόπος, λοιπόν, είναι όσο μεγαλώνουν αυτοί οι άνθρωποι, για τις συντάξεις των οποίων γίνεται ο καβγάς, να μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους. Ας ξεκινήσουμε πρώτα από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Προφανώς είναι δύσκολο να κλείνουν ραντεβού για προγραμματισμένες προληπτικές εξετάσεις, άρα πηγαίνουν στους γιατρούς τους και πληρώνουν τις επισκέψεις τους, όπως όλος ο κόσμος.

Πληρώνουν και τις εξετάσεις που τους στέλνουν εκείνοι να κάνουν, αφού ελάχιστες πλέον μπορούν να γίνουν μέσω των ασφαλιστικών ταμείων. Μετά έρχονται τα φάρμακα, που και σ’ αυτά η συμμετοχή δεν είναι μικρή.

Αυτός είναι ένας από τους φυσικούς τρόπους, δεν είναι όμως ο μόνος. Υπάρχουν και άλλοι πολύ πιο δύσκολοι. Όπως, για παράδειγμα, όταν δημιουργείται η ανάγκη «κάποιος να τους προσέχει».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει την καθημερινή, πολλές φορές και σε εικοσιτετράωρη βάση, παρουσία ενός ανθρώπου δίπλα τους. Ο οποίος, φυσικά, θα πληρώνεται, εκτός αν μιλάμε για τα παιδιά των ηλικιωμένων.

Που, συνήθως, δεν μπορούν να κάνουν αυτή τη δουλειά, τουλάχιστον αποκλειστικά. Άρα, από μια ηλικία και πέρα, είναι απαραίτητη η δαπάνη είτε για έναν άνθρωπο στο σπίτι, είτε για κάποιο σχετικό ίδρυμα.

Δεν ξέρω αν γνωρίζει ο κύριος υπουργός τις τιμές που κυκλοφορούν στην πιάτσα, θα τον πληροφορήσω όμως, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι, ότι οι περισσότερες συντάξεις δεν φτάνουν για μια τέτοια δαπάνη.

Διότι οι άνθρωποι που προσέχουν τους ηλικιωμένους μας θέλουν, μαζί με τους δικούς μας ανθρώπους, και να φάνε, και να ζεσταθούν, και να έχουν φως, νερό και τηλέφωνο… Πόσες από τις συντάξεις επαρκούν για όλα αυτά;

Επομένως, πέρα από τις περιπτώσεις (νέων σε ηλικία και υγιών) συνταξιούχων, που βοηθούν με τη σύνταξή τους τα παιδιά και εγγόνια τους, υπάρχει και το μέγα πλήθος αυτών που περιγράψαμε προηγουμένως.

Για τους οποίους, αξιότιμε κύριε υπουργέ, ο «φυσικός τρόπος» ζωής (και όχι θανάτου) είναι να γίνονται οικονομικό βάρος στους νεότερους, αφού οι δικές τους συντάξεις δεν φτάνουν ούτε για τα απολύτως απαραίτητα.

Μέχρι, λοιπόν, να «τεθούν εκτός συστήματος», ας τους σκεφτούμε ως ανθρώπους και όχι σαν αριθμούς ή στατιστικά δεδομένα. Ως ανθρώπους που εργάστηκαν μια ζωή και τροφοδότησαν το «σύστημα», προκειμένου να έχουν αξιοπρεπή γεράματα.
 Φεύγετε;

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

180927 ΑΓΡΙΟΝ-2


Το ένα πουλάκι:
Το δικαίωμα της απανθρωπίας…

Παραφράζω, όπως ακούτε, τον τίτλο τού πολύ γνωστού βιβλίου τού καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, γιατί θέλω να σας μιλήσω λίγο περισσότερο για το κτήνος που κρύβουμε όλοι μέσα μας.

Θα ξεκινήσω με ένα ερώτημα που τέθηκε επιτακτικά αυτές της μέρες: Εσύ τι θα έκανες, δηλαδή, αν ερχόταν ο άλλος με ένα μαχαίρι και σου ζητούσε τα χρήματά σου; Η απάντηση είναι όσο πιο σαφής μπορεί να γίνει:

Δεν ξέρω τι θα έκανα! Γι’ αυτό και παρακαλώ να μην βρεθώ ποτέ σε τέτοια θέση. Όπως ευχόταν και η γιαγιά μου, «παιδί μου, ούτε τον διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις».
Δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσεις.

Το έχουμε ξαναπεί∙ τα χιλιάδες χρόνια που ζήσαμε σαν αγρίμια, δεν μπορούν να ξεριζωθούν εύκολα από μέσα μας, όσον «πολιτισμό» κι αν δημιουργήσουμε, όσον «πολιτισμό» κι αν… καταναλώσουμε.

Με την πρώτη ευκαιρία, το αγρίμι αυτό μπορεί να ξυπνήσει και να σε οδηγήσει σε πράξεις που ούτε στα πιο εφιαλτικά σου όνειρα ζωντάνεψαν ποτέ. Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι τι θα κάνεις όταν βρεθείς σε… ειδικές συνθήκες.

Το πρόβλημα είναι πώς αντιδράς και πώς λειτουργείς, όταν είσαι ψύχραιμος, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή σου και παρακολουθείς την ανθρώπινη ζωή στην πιο άγρια εκδοχή της. Τι κάνεις τότε; Ποιο μέρος παίρνεις;

Τι κάνεις όταν συζητάς στο καφενείο με τους φίλους σου, ή, το πιο συνηθισμένο, όταν συμμετέχεις σε έναν «δημόσιο διάλογο», μέσα από το διαδίκτυο, ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Τι στάση κρατάς εκεί;

Εκεί δεν υπάρχουν οι δικαιολογίες του αίματος που βράζει; Εκεί δεν υπάρχει το ξύπνημα της άγριας φύσης, η ένταση της στιγμής, τα επιτακτικά διλήμματα του τύπου «ή εσύ ή ο άλλος»…

Εκεί, αν επιχαίρεις με τον βίαιο θάνατο ενός ανθρώπου (υπάρχει θάνατος που να μην είναι βίαιος; το διαβάζουμε και στη νεκρώσιμη ακολουθία) τότε το οικοδόμημα που ονομάζεται κοινωνία κάπου έχει κάνει λάθος μαζί σου.

Τότε ο πολιτισμένος κόσμος, μέλος του οποίου υποτίθεται ότι είσαι, πρέπει να ξαναδεί τους τρόπους με τους οποίους μυεί τα νεότερα μέλη του στις αρχές και τις αξίες του. Τότε… χάσαμε όλοι μαζί!

Το άλλο πουλάκι:
Δείτε την αντίφαση.

«Μα, ο άνθρωπος δεν σκοτώθηκε από τον ξυλοδαρμό∙ το λέει η ιατροδικαστική έκθεση. “Δεν ξέρουμε πώς πέθανε”, αποφάνθηκαν οι πλέον αρμόδιοι. Επομένως, κακώς τού δείχνετε συμπόνια και κατηγορείτε όσους είπαμε καλά να πάθει».

Με τον τρόπο αυτό έσπευσαν να πανηγυρίσουν το ιατροδικαστικό πόρισμα, όλοι όσοι, το προηγούμενο διάστημα, πήραν ανοιχτά θέση υπέρ της «δίκαιης τιμωρίας» του επίδοξου (και κακόμοιρου) μαχαιροβγάλτη ληστή.

Βιάστηκαν να ριχτούν σε εκείνους που στάθηκαν εμβρόντητοι μπροστά στον -σε «ζωντανή μετάδοση»- θάνατο ενός ανθρώπου, και να τους χλευάσουν, μόνο και μόνο επειδή ο θάνατος αυτός φαίνεται να μην ήταν (άμεσο) αποτέλεσμα της (αντ)επίθεσης.

Δεν βλέπουν όμως την αντίφαση στην οποία πέφτουν, αφού όλοι εκείνοι που βγήκαν στο διαδικτυακό μεϊντάνι και άρχισαν να κραυγάζουν «πήγε γυρεύοντας», «του άξιζε» ή «αυτή τη ζωή είχε επιλέξει», το έκαναν πιστεύοντας πως ο θάνατός του είχε προκληθεί από τα χτυπήματα που δέχτηκε.

Επομένως, πέρα από την πραγματική ή κύρια αιτία του θανάτου (μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν έχει ξεκαθαρίσει ποια ήταν αυτή) εκείνο το οποίο πρέπει να μας προβληματίσει είναι ακριβώς η αντίδραση αυτών των ανθρώπων.

Των ανθρώπων που είδαν στις οθόνες τους έναν συνάνθρωπό τους να πεθαίνει δεχόμενος (αντ)επίθεση από άλλους και, αντί να συγκλονιστούν από το γεγονός, βρήκαν να πουν μόνο λόγια οργής και κατάρες εις βάρος του.

Αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Τα υπόλοιπα είναι φιλολογία: «Ποιος ήταν και για ποιον ακριβώς λόγο βρέθηκε εκεί;» «Τι θα γινόταν, αν το τραγικό συμβάν γινόταν σε κάποιο άλλο σημείο της Αθήνας;»

«Πού βρίσκονταν οι φίλοι και οι δικοί του άνθρωποι, όταν εκείνος έπαιρνε τον δρόμο των ναρκωτικών;» «Τι κάνει η πολιτεία για τους εξαρτημένους ανθρώπους και πώς προστατεύει το κράτος τα «υγιή» μέλη του;»

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μπορούμε να συζητάμε για μέρες.

Όπως μπορούμε και να επιρρίπτουμε ακόμη και πολιτικές ευθύνες στις κυβερνήσεις και του τρόπους με τους οποίους (δεν) αντιμετωπίζουν τα φαινόμενα βίας. Να μαλώνουμε για το αν οι τρόποι αυτοί αφήνουν περιθώρια αυτοδικίας.

Να αναλύουμε φανταστικά σενάρια και ιδεατούς τρόπους αντίδρασης επί χάρτου, ή να σχολιάζουμε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν σε γνωστούς και φίλους μας. Να συγχέουμε τη ζωή με την (έβδομη) τέχνη…

Ωστόσο, πάντα θα μας ξεφεύγει το κυρίαρχο ζήτημα. Που δεν είναι άλλο από την αποτυχία όλων των θεσμών που έχουμε επινοήσει προκειμένου να καταστείλουμε την βίαιη φύση που εξακολουθεί να ζει μέσα μας.

Έχουμε αποτύχει. Ούτε η εκπαίδευση, ούτε οι θρησκείες, ούτε η τέχνη, ούτε ο αθλητισμός, ούτε η δικαιοσύνη… τίποτε δεν φαίνεται ικανό από μόνο του, ή σε συνδυασμό με τα άλλα, να μας κάνει ανθρώπους και μόνον ανθρώπους.

Όσο και αν προσπαθούμε να το ξεχάσουμε, έρχονται κάτι τέτοιες στιγμές, κάτι τέτοιες «ευκαιρίες», να μας θυμίσουν ότι έχουμε, ως κοινωνίες, πολύ ακόμη δρόμο μπροστά μας. Και παρά την αποτυχία των θεσμών μας…

Να σκεφτούμε πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ενδυνάμωσή τους.
 Καθρέφτης!

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

180926 ΑΓΡΙΟΝ-1


Το ένα πουλάκι:
Στο Φαρ Ουέστ…

Μια και μεταφερθήκαμε εκεί, με τη βοήθεια του αγαπημένου μας Λούκυ Λουκ, ας παραμείνουμε λίγο ακόμη, για να συζητήσουμε τον περίφημο «Νόμο του Λιντς», που, παρά το όνομά του, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με νόμο.

Ονομάστηκε έτσι χάρη σε κάποιον γεωργό, πολιτικό και επαναστάτη, στα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης, ο οποίος, κατ’ άλλους, είχε και δικαστικές εξουσίες. Δεν τις άσκησε όμως όπως θα περίμενε κανείς.

Απεναντίας, οργάνωσε ομάδες πολιτών, με στόχο την άμεση επέμβαση και την, με συνοπτικές διαδικασίες, τιμωρία εκείνων που συμπαθούσαν τους Άγγλους. Αργότερα ο «νόμος» συνέχισε να εφαρμόζεται εναντίον των μαύρων.

Ήταν το περίφημο «λιντσάρισμα» που το είδαμε και σε ένα σωρό ταινίες. Συνέβαινε κυρίως στις Πολιτείες του Νότου, όπου τα 4/5 των θυμάτων ήταν μαύροι. Το λιντσάρισμα ήταν βέβαια παράνομο, όμως μόνο το 1% των περιπτώσεων έφτανε στη δικαιοσύνη.

Στις ΗΠΑ μετράνε τα πάντα! Έτσι ξέρουμε ότι μόνο κατά το 1889 πραγματοποιήθηκαν 4000 λιντσαρίσματα. Το 38% των θυμάτων λιντσαρίστηκε για ανθρωποκτονίες, το 23% για απαγωγές, το 7% για κλοπές, το 6% για επιθέσεις…

Αν και στη συλλογική μας μνήμη το λιντσάρισμα καταλήγει σε κρεμάλα ή/και κάψιμο του θύματος, αρχικά η πιο συνηθισμένη «τιμωρία» ήταν οι «τεσσαράκοντα παρά μία» βουρδουλιές, και σπανίως ο θάνατος.

Βλέπετε, τα πρώτα χρόνια γινόταν και μια υποτυπώδης «δίκη» από πολίτες, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κάπου για να ενημερωθούν για το συμβάν και να αποφασίσουν για την τύχη τού… (εκ των προτέρων) ενόχου!

Αργότερα, επικράτησε η πρακτική του όχλου, ο οποίος, χωρίς να ακούσει τίποτε, εκτελούσε τον «δράστη» κρεμώντας ή/και καίγοντάς τον. Για όλα αυτά έχουμε πολλές αναφορές στις ιστορίες του Λούκυ Λουκ.

Με μια ουσιαστική λεπτομέρεια: Ποτέ, κανένα θύμα λιντσαρίσματος δεν πεθαίνει! Η πιο συνηθισμένη τιμωρία είναι «πίσσα και πούπουλα». Όταν το θύμα φτάσει να κρέμεται από τον λαιμό από ένα κλαδί…

Μια σφαίρα του Λούκυ Λουκ κόβει το σχοινί και αποκαθίσταται ο νόμος και η τάξη. Ο ύποπτος θα κλειστεί στο κελί του σερίφη, μέχρι να δικαστεί κανονικά και να οδηγηθεί στις φυλακές, αν αποδειχθεί ένοχος.

Το άλλο πουλάκι:
Αυτά στο Φαρ Ουέστ!

Στη δική μας καθημερινότητα, όπου «πρώτα πυροβολούμε και ύστερα το κουβεντιάζουμε» (στο διαδίκτυο), εξακολουθούν να υπάρχουν φαινόμενα λιντσαρίσματος, για τα οποία μάλιστα μαλώνουμε.

Ήταν σωστό; Ήταν λάθος; Ναι, αλλά κι αυτός το παράκανε! Και η δικαιοσύνη; Ποια δικαιοσύνη, αυτή που κάνει χρόνια να εκδώσει μια απόφαση; Άσε, ρε, θα πέσουν πάνω του οι δικηγόροι και θα τη βγάλει λάδι…

Το συζητάμε!
Δεν είναι αδιανόητο; Το συζητάμε! Και το χειρότερο; Βλέπουμε να υπάρχουν και κάποιοι που επιχαίρουν! Όχι να προσπαθούν να βρουν μια δικαιολογία, αλλά να δείχνουν να το ευχαριστιούνται!

Τι να πεις για όλους αυτούς; Προσωπικά μένα άφωνος. Προτιμώ να ακούσω τι λένε κάποιοι άλλοι, όπως ο Νικόλας Σεβαστάκης, λόγια του οποίου σας μεταφέρω:

«Ο κόσμος που επιδοκιμάζει ένα λυντσάρισμα και μάλιστα προχωράει και στη δικαιολόγηση, στην εκ του πλαγίου ή άγρια και ωμή νομιμοποίηση της “λογικής του”. Χωρίς καν δισταγμό, κάποιο κόμπο, κάποιο κράτημα μπροστά στο φριχτό τέλος ενός νέου ανθρώπου. 

Αυτή η ανενδοίαστη βεβαιότητα και η ευκολία του θεατή, του θεατή μιας φριχτής πράξης, αυτό το συναισθηματικό βάραθρο που ψάχνει δικαιολογίες στο αδικαιολόγητο- αυτή η ψυχρότητα εμένα με τρομάζει».

Πέρα όμως από την αντίδραση της συγκεκριμένης κατηγορίας «ανθρώπων», θα ήθελα να σχολιάσουμε και κάτι ακόμη. Την επιλεκτική ευαισθησία που δείχνουμε απέναντι σε θύματα που βρίσκονται… κοντά μας.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Για να μην παρεξηγηθούμε…

Εμείς είχαμε ξαναμιλήσει γι’ αυτό. Λέγαμε τότε «είναι λογικό -μάλλον όχι λογικό, ανθρώπινο είναι η καλύτερη έκφραση- να μας συγκινούν περισσότερο τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν είτε δίπλα μας, είτε σε ανθρώπους που γνωρίζουμε καλύτερα.

Ανθρώπινο σημαίνει πως όχι μόνο εξηγείται, αλλά δεν είναι και ντροπή να το ομολογήσει κανείς. Όπως και να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα να μάθεις για ένα αεροπορικό δυστύχημα που συνέβη στην άλλη άκρη του κόσμου και άλλο για κάποιο σε εταιρία και αεροπορική γραμμή με την οποία ταξιδεύεις κι εσύ ή αγαπημένα σου πρόσωπα.

Αν, στη δεύτερη περίπτωση, δείξεις μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεν σημαίνει ότι είσαι υποκριτής, ούτε φυσικά “ρατσιστής”, επειδή… υπάρχουν θύματα που σε συγκινούν περισσότερο από άλλα».

Προσοχή, όμως! Εδώ μιλάμε για κάτι άλλο. Μιλάμε για την περίπτωση του ίδιου θύματος, για το οποίο αρχικά αδιαφορείς, αν δεν ανήκεις στην ομάδα των «ανθρώπων» που είδαμε πριν, και μετά, ξαφνικά, αλλάζεις γνώμη.

Πότε μετά; Όταν μάθεις ότι το θύμα είχε κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ότι ανήκε, ας πούμε, σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, για την οποία τρέφεις αυξημένη ευαισθησία. Και τότε συγκινείσαι!

Και παίρνεις ανοιχτά θέση, φωνάζοντας για το άδικο του πράγματος. Δηλαδή, τι; Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θύματος, η αδικία δεν θα υπήρχε, ή θα ήταν μικρότερη; Ξέρεις πώς λέγεται αυτή η α λα καρτ ευαισθησία;

Δεν θα πω καμιά βαριά κουβέντα, βλέπετε ότι τις αποφεύγω επιμελώς. Λέγεται τουλάχιστον υποκριτική. Διότι, το τονίζω και πάλι αυτό, μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο και όχι για κάποιον που αποδείχτηκε αργότερα γνωστός σου, άρα ο θάνατός του σε άγγιξε περισσότερο.

Ανθρώπινο και το… απάνθρωπο!
 Ζουν ανάμεσά μας!


Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

180925 ΠΟΡΙΣΜΑΤΙΚΟΝ-2


Το ένα πουλάκι:
Η θεραπεία των Ντάλτον!

Λέγαμε χθες ότι υπάρχει μια μεγάλη μερίδα τού (επιστημονικού) κόσμου -μεταξύ των οποίων και ο κύριος Παρασκευόπουλος, το πόρισμα της Επιτροπής τού οποίου συζητάμε- οι απόψεις των οποίων συμφωνούν.

Συμφωνούν με εκείνες του καθηγητή Όττο Φον Χίμπεργκάιστ, της γνωστής περιπέτειας του Λούκυ Λουκ «η θεραπεία των Ντάλτον». Μιας από τις πιο αγαπημένες ιστορίες του φτωχού και μόνου κάου μπόυ…

Για όσους δεν θυμούνται πρόσωπα και πράγματα, θα πω λίγα λόγια για την αρχή της ιστορίας, η οποία παρεμπιπτόντως, παρουσιάζει και ένα ακόμη ενδιαφέρον. Μιλάει με έξοχο τρόπο για το πώς λειτουργεί μια επιστημονική κοινότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθηγητής του ΑΠΘ Γιώργος Τσιάκαλος ξεκινούσε τις παραδόσεις του στην «Μεθοδολογία της Επιστημονικής Έρευνας» με τις πρώτες σελίδες από αυτή την ιστορία τού Λούκυ Λουκ.

Βρισκόμαστε στο Επιστημονικό Ίδρυμα της νέας Υόρκης, όπου είναι συγκεντρωμένος ο επιστημονικός κόσμος, για να ακούσει την (απίστευτη) θεωρία ενός νεοαφιχθέντος από την Ευρώπη καθηγητή, τον οποίο παρουσιάζει ο Πρόεδρος.

Ο καθηγητής Όττο Φον Χίμπεργκάιστ ανεβαίνει στο βήμα και κάνει την ανακοίνωσή του, η οποία, όπως κάθε καινοφανής ιδέα, προκαλεί ποικίλες και αντικρουόμενες αντιδράσεις στην επιστημονική κοινότητα.

«Απίστευτο», «πρωτοφανές», «καθαρή τρέλα», είναι μερικές από τις πρώτες κουβέντες που ακούγονται από τα έδρανα του Ιδρύματος. «Τσαρλατάνε», φωνάζει πιο ένθερμος, ο καθηγητής Έηπλγουώτερ».

Κάποιοι συμφωνούν μαζί του, άλλοι όχι. Η ωραιότερη αντίδραση όμως βρίσκεται παρακάτω.
Κάποιος από το πλήθος φωνάζει για τον Όττο Φον Χίμπεργκάιστ: «Είναι τρελός. Και επιπλέον είναι και ξένος»!

«Έχεις απόλυτο δίκιο, Κοβάλσκυ», έρχεται να συμφωνήσει ένας τρίτος. Και μ’ αυτόν τον μικρό διάλογο ο πανέξυπνος δημιουργός τού Λούκυ Λουκ, Ρενέ Γκοσινί, κάνει ένα σχόλιο για το πώς φέρονται στους ξένους οι ίδιοι οι… ξένοι!

Ποια είναι όμως αυτή η απίστευτη θεωρία που διατύπωσε ο ευρωπαίος καθηγητής και προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις; Πριν σας το πούμε, ας διευκρινίσουμε ότι η ιστορία μας διαδραματίζεται γύρω στα 1870!

Το άλλο πουλάκι:
Πώς το ξέρουμε;

Στο τέλος του τεύχους αποκαλύπτεται ότι όλα αυτά γίνονται τη στιγμή που «στην Ευρώπη, μια θεωρία βρισκόταν στα σπάργανα», διότι μεταφερόμαστε στο Φράιμπεργκ της Αυστρίας όπου μια κατατρομαγμένη νταντά τρέχει φωνάζοντας:

«Κυρία Φρόυντ, κυρία Φρόυντ, ξέρετε τι προσπάθησε να μου κάνει ο μικρός Σίγκμουντ;» Καιρός όμως να ακούσουμε την ανακοίνωση του πρωτοπόρου καθηγητή Όττο Φον Χίμπεργκάιστ:

«Ισχυρίζομαι ότι όλοι οι εγκληματίες είναι ασθενείς που μπορούν να θεραπευτούν. Πάντα κάποιο γεγονός τού παρελθόντος τους, στην παιδική τους ηλικία, τους σπρώχνει στην παρανομία»!

Ο καθηγητής, θέλοντας να αποδείξει τη θεωρία του, ζητά να του εμπιστευθούν τους πιο επικίνδυνους κακοποιούς της Αμερικής, για να τους θεραπεύσει. Έτσι, τον στέλνουν στο Φαρ Ουέστ, όπου τον περιμένει ο Λούκυ Λουκ, να του συστήσει τους… Ντάλτον.

Θα αφήσουμε τους αγαπημένους ήρωές μας με μια τελευταία πινελιά. Όταν το τρένο των 15:07 φτάνει στον σταθμό με καθυστέρηση, καθώς «δέχεται πάντα επίθεση και φτάνει ακριβώς στις 16:35», οι επιβάτες βγαίνουν όλοι στα παράθυρα και επευφημούν τον καθηγητή που κατεβαίνει.

Ο ελεγκτής εξηγεί στον Λούκυ Λουκ ότι «το τρένο δέχτηκε επίθεση. Ο καθηγητής μίλησε με τους ληστές. Δεν ξέρω τι τους είπε, αλλά εκείνοι έβαλαν τα κλάματα, μας ζήτησαν συγγνώμη και επέστρεψαν τα κλοπιμαία…»

Έχει ενδιαφέρον αυτή η λεπτομέρεια, γιατί δείχνει ακριβώς πως η θεωρία αυτή (και η αντίστοιχη αντιμετώπιση) δεν είναι χωρίς βάση. Δυστυχώς όμως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε περίπτωση.

Όπως συμβαίνει τελικά με τους Ντάλτον, συμβαίνει και με πολλούς άλλους ανθρώπους που εκδηλώνουν παραβατικότητα. Δεν επαρκούν τα καλά λόγια, οι νουθεσίες και η καλή συμπεριφορά για να τους φέρουν στον ίσιο δρόμο.

Ο καθηγητής δίνει στους Ντάλτον όπλα και άλογα, πιστεύοντας πως εκείνοι δεν θα τα χρησιμοποιήσουν, αλλά θα εξακολουθήσουν… το κέντημα, όπως έκαναν όσο καιρό προσπαθούσαν να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του.

Και φυσικά αυτοί επιστρέφουν στη δράση! Κάτι αντίστοιχο δεν έκανε και ο κύριος Παρασκευόπουλος; Και τώρα με την Επιτροπή του, αυτό που κυρίως προτείνει είναι «να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά»!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μπορεί να τα πείσουμε!

Να τους εξηγήσουμε ότι «όταν το θύμα είναι συνάδελφός τους ή καθηγητής, δεν πλήττεται η άρχουσα τάξη» (Πράγμα που σημαίνει ότι αν το θύμα είναι κάποιος από την άρχουσα τάξη, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα;)

Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως «όταν καταστρέφονται υλικά και όργανα του πανεπιστημίου αυτά δύσκολα μπορούν να αντικατασταθούν και στο τέλος τα πληρώνει ο απλός φορολογούμενος».

Με συγχωρείτε πολύ, αλλά θα πω μια κακία. Αν υπάρχει κάποιος φοιτητής, ο οποίος δεν το γνωρίζει αυτό και χρειάζεται να του το εξηγήσουμε, ελπίζοντας ότι έτσι θα σταματήσει να καταστρέφει, πιστεύω ότι δεν έχει καμιά θέση στο Πανεπιστήμιο.

Όχι λόγω παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά λόγω βλακείας. Δυστυχώς όμως, αυτή η νοοτροπία «παιδιά είναι, θα μεγαλώσουν και θα σοβαρέψουν», φαίνεται ότι επικρατεί σε όλο το πόρισμα της Επιτροπής Παρασκευόπουλου.

Είναι παιδιά τα οποία ψηφίζουν από 16 ετών! Και αν κάποιος δεν κατέχει τις βασικές αρχές Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής, που διδάσκονται από το Δημοτικό ακόμη, δεν μπορεί να λέγεται πολίτης αυτής της χώρας.

Προσοχή! Κανείς δεν λέει «να παίρνουμε κεφάλια». Όμως, το έχουμε ξαναπεί σε κάθε λογής Παρασκευόπουλους· η τιμωρία είναι και αυτή μια πολύ καλή και αποτελεσματική παιδαγωγική μέθοδος.

Πάντως πολύ καλύτερη από το συνεχές χάιδεμα.

Παιδική χαρά!


Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

180924 ΠΟΡΙΣΜΑΤΙΚΟΝ-1


Το ένα πουλάκι:
Δείτε τά θετικά!

Μου κάνει εντύπωση που, σε κάθε τι που συμβαίνει γύρω μας, έχετε την τάση να βλέπετε μόνο τα αρνητικά. Λες και δεν υπάρχει κάτι καλό στο οποίο μπορούμε να σταθούμε. Ε, λοιπόν, εμείς σας λέμε ότι υπάρχει.

Και δεν μιλώ για το αρχαιοελληνικό «ουδέν κακόν…» Το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, το έλεγαν οι Στωικοί Φιλόσοφοι και περιείχε το αγαπημένο επίθετο των παππούδων μας το «αμιγές».

Ξέρετε, αυτό που προέρχεται από το μείγνυμι = ανακατεύω και θέλει να μας πει ότι, στη ζωή, τίποτε δεν είναι ΜΟΝΟΝ όπως δείχνει η πρώτη του εικόνα. Πάντοτε θα υπάρχει ανακατεμένο και με το αντίθετό του.

Εδώ όμως μιλάμε για κάτι άλλο. Μιλάμε για την κακή νεοελληνική συνήθεια να τοποθετούμαστε απέναντι στα γεγονότα… εκ των προτέρων, δηλαδή με μια προκατάληψη, που είναι, όπως ξέρετε, πολύ κακή συνήθεια.

Λέω «στα γεγονότα» και, φυσικά, εννοώ και στα λόγια, για να σας θυμίσω ότι και εκείνα είναι «έργα». Ας μην ξεχνάμε ότι οι γλωσσολόγοι μιλούν πλέον για «γλωσσικές πράξεις»· που πάει να πει… γεγονότα.

Τοποθετούμαστε, λοιπόν, εξ αρχής, με βάση όχι αυτό καθαυτό το γεγονός, αλλά το ποιος κρύβεται από πίσω του, ποιος το σκέφτηκε, ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό, και, φυσικά, ανάλογα με τη σχέση που έχουμε μαζί του. 

Ακούει ο άλλος, ας πούμε, «Πόρισμα Παρασκευόπουλου» και αμέσως δεν στέκεται στο… πόρισμα, αλλά στον Παρασκευόπουλο. Ανάλογα με την (προ)διάθεση στην οποία βρίσκεται απέναντί του, κρίνει και το πόρισμα.

Για στάσου, ρε φίλε! Το είδες; Το μελέτησες; Πώς βγάζεις μάνι μάνι απόφαση; Πώς καταλήγεις έτσι εύκολα σε πόρισμα για το… πόρισμα; Εδώ ο άλλος έκανε τόσο καιρό να φτάσει σε συμπεράσματα και προτάσεις.

Για να δείτε όμως πόσο ανοιχτοί πρέπει να είμαστε, ας πάρουμε τα πράγματα από (μία) αρχή. Την 1η Ιουνίου (ε.έ.) διάβασα πρώτη φορά για μια διευρυμένη σύσκεψη που κάλεσε στη Θεσσαλονίκη ο κύριος Παρασκευόπουλος.

Τότε, εκτός από το αστείο ότι η Επιτροπή θα ολοκλήρωνε τις εργασίες της εντός του Ιουνίου, διάβασα και κάτι πολύ ενδιαφέρον. Στόχος της, έλεγε, είναι «να προαχθεί η ευρυθμία στο ευρύτερο περιβάλλον των ακαδημαϊκών χώρων».

Το άλλο πουλάκι:
Το πιάσατε;

Σε κάθε τι που κάνεις στη ζωή σου, έχει μεγάλη σημασία το πώς ξεκινάς, από πού πιάνεις το θέμα. Εδώ, λοιπόν, δεν μιλάμε για μια Επιτροπή που θα στόχευε στο να διορθωθούν τα στραβά –το λέω όσο πιο κομψά μπορώ- στα ΑΕΙ.

Αλλά στο πώς θα προαχθεί η ευρυθμία. Δηλαδή, τώρα που μιλάμε, υπάρχει στα Πανεπιστήμια μας μια ευρυθμία, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να δούμε πώς θα την προαγάγουμε.

Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, ο κύριος Παρασκευόπουλος έβλεπε από τότε κάποιο «πρόβλημα», όπως όμως είχε πει στη συνέντευξή του «ένα μέρος του προβλήματος είναι ότι υπερτονίζονται τα προβλήματα».

Για να καταλάβετε όμως για τι είδους προβλήματα μιλούσε, σας λέμε ότι μιλούσε για εκείνα που υπάρχουν στα Πανεπιστήμιά μας, όπως… «και σε όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου». Νομίζω ότι τώρα έχετε μια εικόνα.

Ερχόμαστε όμως -επιτέλους- εκεί από όπου ξεκινήσαμε, για να δούμε πού βρίσκεται το καλό στην όλη υπόθεση. Σήμερα, λοιπόν, που η Επιτροπή παρέδωσε το πόρισμά της, τη βλέπουμε να αναγνωρίζει την ύπαρξη προβλημάτων.

Και όχι γενικώς και αορίστως, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Μιλάει για κλοπές, μιλάει για ληστείες, μιλάει για χρήση και εμπορεία ναρκωτικών, για εγκλήματα «χαμηλής ποινικής απαξίας» που διαπράττονται από φοιτητές…

Μιλάει για αυθαίρετες καταλήψεις χώρων του Πανεπιστημίου που χρησιμοποιούνται ως «στέκια φοιτητών», μιλάει για «διεκδικητικού χαρακτήρα καταλήψεις με φθορές ή μη», μιλάει για βίαιη παρακώλυση της λειτουργίας οργάνων των ΑΕΙ…

Μιλάει επίσης για φθορές περιουσίας, για ψυχολογική βία και εκφοβισμό των καθηγητών… Με λίγα λόγια για ό,τι συμβαίνει σε όλα τα Πανεπιστήμια του κόσμου, συγκεκριμένα του μικρόκοσμου που λέγεται Ελλάδα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εδώ, λοιπόν, βρίσκεται το καλό!

Διότι, μέχρι σήμερα, όσοι έλεγαν (λέγαμε) ότι στα Πανεπιστήμιά μας το κακό έχει παραγίνει, θεωρούμασταν από εχθροί του φοιτητικού κινήματος μέχρι εχθροί της δημοκρατίας και της ελεύθερης διακίνησης της γνώσης.

Τώρα, σε όσους μας κατηγορούν, δεν έχουμε παρά να τους δείξουμε το πόρισμα της Επιτροπής Παρασκευόπουλου, το οποίο έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα υποστηρίζαμε. Με τη βούλα ενός (πρώην) αριστερού υπουργού.

Το πρώην πάει στον υπουργό και όχι στον αριστερό, έτσι, για να μην παρεξηγούμαστε. Με τον οποίο μπορούμε να διαφωνούμε, μόνον όμως ως προς τις προτεινόμενες λύσεις του προβλήματος.

Οι οποίες συνοψίζονται σε δύο «αρχές». Η πρώτη ταυτίζεται με εκείνη του γνωστού μας Γυμνασιάρχη, κυρίου «βεβαίως, βεβαίως»: Παιδιά είναι, βρε αδελφέ, τι θέλεις να τους κάνουμε; Να τα σκοτώσουμε;

Η δεύτερη ταυτίζεται με του επίσης γνωστού (στους φίλους του Λούκυ Λουκ) καθηγητή Όττο Φον Χίμπεργκάιστ, από την περιπέτεια «η θεραπεία των Ντάλτον». Επειδή όμως αυτή είναι μεγάλη ιστορία, θα μιλήσουμε στην αυριανή κουβέντα μας.

Για την ώρα θα έρθουμε να συμφωνήσουμε με την Εφημερίδα των Συντακτών, η οποία θεωρεί «κακόβουλη την κριτική που ασκείται στο πόρισμα της Επιτροπής Παρασκευόπουλου». Και να πούμε πως η δική μας θα είναι σε διαφορετικό επίπεδο.

Αύριο, λοιπόν…
 «Τα παιδιά είναι παιδιά»!
Αριστοτέλης.


Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

180921 ΦΡΟΥΡΟΥΜΕΝΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Τι κάνει;

Κάθε παιδάκι, μικρό μικρό, όταν αρχίζει να διδάσκεται την ελληνική γλώσσα, μαθαίνει να υποβάλλει στον εαυτό του αυτή την ερώτηση. Τι κάνει; Μπορεί να μας φαίνεται ανόητη, όμως έχει λόγο ύπαρξης.

Ας κάνουμε μια μικρή παρένθεση, μια και το έφερε η κουβέντα. Υπάρχει η λανθασμένη άποψη ότι το παιδί -μιλάω πάντα για εκείνο που έχει μητρική γλώσσα την ελληνική- αρχίζει να μαθαίνει τη γλώσσα του όταν πηγαίνει στο Σχολείο.

Μέγα λάθος! Το παιδάκι των έξι ετών κατέχει τη γλώσσα σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, γεγονός που αποδεικνύεται από… τα λάθη που κάνει. Τι δεν γνωρίζει; Τη γραπτή μορφή τής γλώσσας και μάλιστα μιας συγκεκριμένης «νόρμας».

Αν προσέξουμε λίγο την ομιλία των μικρών παιδιών, θα θαυμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα. Δεν θα ξεχάσω ένα πολύ μικρό παιδάκι, που έλεγε όλα τα οχήματα που φέρουν σειρήνα «ίου-ίου».

Μόλις είχε αρχίσει, δηλαδή, να μιλάει. Μια μέρα που πέρασε έξω από έναν σταθμό Πυροσβεστικής και είδε πολλά παρκαρισμένα οχήματα, είπε «κοίτα, μαμά, τα… ίου–ία»! Έκανε δηλαδή… πληθυντικό, με τη λέξη που είχε επινοήσει το ίδιο!

Ένα άλλο παιδάκι, πολύ μικρό κι αυτό, όταν το ρώτησαν πού είναι ο παππούς, ο οποίος βρισκόταν κάτω από μια κληματαριά, είπε «είναι κάτω από τη… σταφυλιά». Δημιούργησε δηλαδή μια νέα λέξη, με βάση το ήδη γνωστό του λεξιλόγιο.

Το μήλο το κάνει η μηλιά, το κεράσι η κερασιά, γιατί όχι και το σταφύλι η… «σταφυλιά»; Δεν είναι αξιοθαύμαστο; Τα παιδιά, λοιπόν, κατέχουν τη γλώσσα πολύ καλύτερα από ό,τι φανταζόμαστε. Κάτι είπαμε όμως για τα λάθη.

Ναι, ξέρουν καλά τους κανόνες, δυσκολεύονται όμως με κάποιες εξαιρέσεις. Γι’ αυτό λένε «την κυρία νηπιαγωγός»! Διότι έχουν κατακτήσει από πολύ μικρά τον κανόνα πως, στα θηλυκά, η Ονομαστική και η Αιτιατική είναι ίδιες. 

Γι’ αυτό και λένε ο «διευθυντάς»! Επειδή έχουν μάθει την Κλητική, ακούγοντάς την συχνά, -«κύριε διευθυντά»- σχηματίζουν αντίστοιχα την Ονομαστική, κατά το… μπαμπά, ο μπαμπάς. Άρα ο διευθυντάς!

Το άλλο πουλάκι:
Τι κάνει;

Ας αφήσουμε τη γλωσσολογία και ας επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, αυτό που αντιμετωπίζουν τα παιδάκια, όταν αρχίζουν να μιλάνε για… Συντακτικό. Τι κάνει ο τραγουδιστής; Τραγουδάει. Ο χορευτής; Χορεύει.

Τι κάνει ο βοσκός; Βόσκει (τα πρόβατα). Αυτό είναι λίγο μπερδεμένο, έτσι; Διότι πολλοί «βόσκουμε» χωρίς να είμαστε βοσκοί. Τα έχει αυτά τα ωραία η γλώσσα μας. «Οι πυροσβέστες επιχειρούν στο δάσος». Το προσπερνάμε.

Ο (δι)δάσκαλος, λοιπόν, διδάσκει, ο γιατρός γιατρεύει, ο μάγειρας μαγειρεύει, ο προστάτης προστατεύει (καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή), ο «διευθυντάς» διευθύνει, ο ψαράς ψαρεύει, ο κυνηγός κυνηγά και ο φρουρός… φρουρεί.

Το πώς ακριβώς ο καθένας από τους παραπάνω επιτελεί το έργο του δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Κάθε επάγγελμα, κάθε τέχνη ή ασχολία έχουν τα μικρά τους μυστικά, έτσι που να ξεχωρίζουν οι επαγγελματίες από τους ερασιτέχνες.

Όλοι (κυριολεκτικά) οι Έλληνες, από μικρά παιδιά, μαγειρεύουμε, δεν είμαστε όμως όλοι μάγειροι. Πάρα πολλοί ψαρεύουν, όμως δεν πιάνουν όλοι ψάρια. Ακόμα και οι γιατροί δεν… γιατρεύουν όλοι.

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς διάβαζα και εξακολουθώ να διαβάζω σχόλια για το τι έπρεπε ή ΔΕΝ έπρεπε να κάνει ο φρουρός -και μάλιστα «ειδικός»- που… «φρουρούσε» την πρεσβεία τού Ιράν στο Ψυχικό.

Γράφουν ο καθένας το κοντό και το μακρύ του. Συγκρίνουν τον τρόπο που (δεν) αντιδρά εδώ η Αστυνομία με εκείνον σε άλλες χώρες, και ειδικά στις ΗΠΑ. Θυμούνται ανάλογες περιπτώσεις που οι αστυνομικοί βρήκαν τον μπελά τους…

Η αλήθεια είναι ότι είμαστε «η μέρα με τη νύχτα». Έχω δει αστυνομικούς, όχι στις ΗΠΑ, σε ευρωπαϊκή χώρα, να… επιχειρούν και κυριολεκτικά σε πιάνει τρόμος. Αφήστε που κανείς δεν λέει (δεν τολμάει να πει) κουβέντα.

Απεναντίας, έχω τύχει σε πολλές περιπτώσεις στη χώρα μας, όπου οι περαστικοί μόνο που δεν δείρανε τους αστυνομικούς που πήγαν να… επιχειρήσουν, δηλαδή να κάνουν τη δουλειά τους∙ αυτή για την οποία πληρώνονται.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τι να  (μην) έκανε ο φρουρός;

Δεν χρειάζεται να κάνουμε εμείς τους έξυπνους και τους παντογνώστες. Είναι σίγουρο ότι μέσα στην εκπαίδευση που δέχονται αυτοί οι (ειδικοί) φρουροί, προβλέπεται ένα μνημόνιο ενεργειών για κάθε περίπτωση.

Είναι επίσης σίγουρο πως, σ’ αυτό το μνημόνιο, δεν συμπεριλαμβάνονται οδηγίες τού τύπου «κάντε πως κοιμάστε». Φαντάζομαι πως προβλέπεται κάτι περισσότερο από ό,τι είδαμε όλοι να κάνει ο συγκεκριμένος φρουρός.

Υπάρχει η άποψη που λέει ότι, αν έκανε οτιδήποτε άλλο, πιθανότατα θα υπήρχαν θύματα, είτε ο ίδιος, είτε κάποιος ή κάποιοι από τους επιτιθέμενους, πιθανόν και κανένας ανυποψίαστος περαστικός.

Ενώ τώρα, περιοριστήκαμε σε υλικές ζημιές, λίγα σπασμένα τζάμια και μερικοί μουτζουρωμένοι τοίχοι. Βέβαια υπάρχει πάντοτε το μεγάλο θύμα, φαίνεται όμως πως αυτό δεν το λογαριάζει κανείς.

Μιλάω για την αξιοπιστία της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία μάλιστα πάει χέρι χέρι με το αίσθημα ασφάλειας που (δεν) έχει ο πολίτης. Αυτά είναι τα θύματα, τα οποία δεν «δικαιώνονται» με την μετάθεση του οργάνου και του διοικητή του.

Και, για να γυρίσουμε εκεί από όπου αρχίσαμε, αν έστω και ένας φρουρός δεν φρουρεί, έστω και ένας αστυνομικός δεν αστυνομεύει, τότε συμβαίνουν πολλά περισσότερα από μικρές υλικές ζημιές που προξενεί μια μικρή γραφική ομάδα.
 Ρόμπα με… μπλουζάκι!

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

180920 ΜΟΡΙΟΔΟΤΟΥΜΕΝΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Έχει ενδιαφέρον!

Διάβασα με προσοχή την πρόταση που παρουσίασε το «Project Δράμα 2020» για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να χρηματοδοτούνται από τον Δήμο οι πολιτιστικοί σύλλογοι που δραστηριοποιούνται εντός των ορίων του.

Κατ’ αρχάς, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι πρέπει να υπάρχει ένας τέτοιος κανονισμός, ο οποίος να προβλέπει κριτήρια μοριοδότησης, έτσι που η ετήσια χρηματοδότηση των συλλόγων αυτών να γίνεται με δικαιότερο τρόπο.

Και σίγουρα είναι θετικό το ότι κάποιοι στρώθηκαν, έβαλαν κάτω ορισμένα δεδομένα και έκαναν μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση. Δεν έμειναν δηλαδή σε ό,τι έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα, στην πρόταση μιας… πρότασης.

Άδικο έχω; Αυτό που βλέπουμε συνήθως είναι να υποβάλλονται προτάσεις για να συσταθεί μια επιτροπή, η οποία θα μελετήσει το θέμα και θα… προτείνει. Πρακτική που σχεδόν πάντα σταματά στην σύσταση της επιτροπής.

Αν, παρ’ ελπίδα, προχωρήσει λίγο παρακάτω, εκείνο στο οποίο καταλήγουμε είναι όχι μία αλλά δυο, τρεις ή και περισσότερες διαφορετικές προτάσεις, ανάλογα με την εκπροσώπηση των παρατάξεων στην επιτροπή.

Έτσι, όταν αυτές οι προτάσεις φτάνουν στην ολομέλεια, είναι αδύνατον να συζητηθούν επί της ουσίας. Ψηφίζεται εκείνη που υπέβαλαν τα μέλη της επιτροπής που ανήκουν στην πλειοψηφούσα παράταξη και τέλος.

Ψηφίζεται, μετά από καβγάδες και σκληρή αντιπαράθεση, μέσα σε προσωπικές επιθέσεις, σε διακοπές τής συνεδρίασης, σε αποχωρήσεις μελών τής αντιπολίτευσης και γενικά σε όλο αυτό το κλίμα που χαρακτηρίζει τον πολιτικό μας πολιτισμό.

Ειδικά αν μιλάμε για προεκλογική περίοδο, όπου τα πνεύματα είναι περισσότερο οξυμένα και όπου ο κάθε υποψήφιος ψάχνει να βρει τρόπους να συγκεντρώσει, για λίγο, πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας.

Έστω και φωνάζοντας χωρίς λόγο. Έστω και δημιουργώντας κλίμα έντασης. Έστω και μη λέγοντας τίποτε περισσότερο από το «είμαι κι εγώ εδώ», όχι ως πολιτική, αλλά ως φυσική παρουσία.

Αν νομίζετε ότι αδικώ κάποιους με την εικόνα που δίνω, έχετε απόλυτο δίκιο˙ το κάνω. Διότι, ασφαλώς υπάρχουν και εξαιρέσεις που, δυστυχώς, δεν επαρκούν για να ανασκευάσουν τη συνολική εικόνα.

Το επίπεδο της οποίας, ας μη γελιόμαστε, δείχνει και η εικόνα, καθώς και η πορεία του έρημου αυτού τόπου. Δεν είναι όμως εδώ το θέμα μας˙ έχουμε καιρό για τέτοια μέχρι τις εκλογές για την αυτοδιοίκηση.

Το άλλο πουλάκι:
Έτοιμη δουλειά!

Όταν έχεις να εργαστείς πάνω σε μια ολοκληρωμένη πρόταση, όπως αυτή που κατέθεσε το «Project Δράμα 2020», είναι το έργο σου πιο εύκολο. Αρκεί βέβαια να συμφωνείς με τη γενική φιλοσοφία.

Η οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η ανάγκη να υπάρξει ένας αντικειμενικός -όσο γίνεται- άρα και πιο δίκαιος τρόπος χρηματοδότησης των πολιτιστικών συλλόγων. Το θέλουν όλοι αυτό; 

Κανονικά θα έπρεπε, όμως μην βάζετε και το χέρι σας στη φωτιά. Μπορεί μια τέτοια πρόταση να γλιτώνει τις εκάστοτε δημοτικές αρχές από τις πιέσεις που δέχονται, στην πράξη όμως τους δένει και τα χέρια.

Ένας αντικειμενικός τρόπος χρηματοδότησης δεν αφήνει περιθώρια για «παιχνίδια». Ούτε για πραγματικά ευνοϊκή μεταχείριση σε κάποιους, ούτε τη δυνατότητα να δίνεται η εντύπωση ότι κάτι τέτοιο ισχύει.

Τι θέλω να πω: όταν το πράγμα είναι χύμα, μπορεί η κάθε δημοτική αρχή να δίνει όσα χρήματα θέλει, όπου εκείνη κρίνει. Συγχρόνως όμως μπορεί να καλλιεργεί και ένα κλίμα υποχρέωσης απέναντί της. 

Είτε πάρεις πολλά, είτε λιγότερα, ακόμη και καθόλου, αισθάνεσαι υποχρεωμένος, αφού ό,τι πήρες (ή ό,τι σου υποσχέθηκαν) δεν το πήρες με βάση κάποια κριτήρια, αλλά επειδή έτσι θέλησαν οι «άρχοντες».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως, ξεφύγαμε από το κυρίως θέμα μας που είναι η συζήτηση επί της πρότασης που κατέθεσε το «Project». Έχουμε να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις τις οποίες μπορούν να λάβουν υπόψη τους. Όποιοι θέλουν.

Πρώτα πρώτα σηκώνει μεγάλη συζήτηση η έννοια του «ενεργού μέλους» ενός συλλόγου, με μόνο αποδεικτικό το γεγονός ότι αυτό πληρώνει τη συνδρομή του. Θα μπορούσε ίσως να μπει και άλλη παράμετρος όπως η συμμετοχή στις εκλογές.

Συζήτηση επίσης σηκώνει η μοριοδότηση με βάση των αριθμό παιδιών ή ενηλίκων που εκπαιδεύει ένας σύλλογος. Ας μην ξεχνάμε ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν «δίδακτρα».

Αφήστε που σύλλογοι με πολύ αξιόλογη πολιτιστική παρουσία δεν έχουν, εκ της φύσης τους, καθόλου τέτοια τμήματα (ΣΦΓΤ). Έπειτα, υπάρχει ένα πρόβλημα και με την μοριοδότηση της συμμετοχής των συλλόγων σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Υπάρχει ένα πρόβλημα ορισμού.

Ας πούμε, ο ετήσιος χορός που κάνει κάθε σύλλογος, και από τον οποίο έχει πολλά έσοδα, αποτελεί πολιτιστική εκδήλωση και θα πρέπει να μοριοδοτείται; Αφήστε που, αν θέλουμε να ξεκινήσουμε σωστά, θα πρέπει να ορίσουμε ποιος είναι πολιτιστικός σύλλογος.

Ας πούμε, η Οικολογική Κίνηση, που πραγματοποιεί κάθε χρόνο μια σειρά προβολών θερινού κινηματογράφου, με ελεύθερη είσοδο, και μια σειρά συναντήσεων «για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον κόσμο του», χωρίς καμιά επιβάρυνση για τους συμμετέχοντες, μπορεί να θεωρηθεί πολιτιστικό σωματείο;

Για να μην μακρηγορώ, άποψή μου είναι πως πρέπει να μοριοδοτούνται οι εκδηλώσεις εκείνες που δεν επιφέρουν έσοδα για τους διοργανωτές, όπως για παράδειγμα οι παρουσιάσεις βιβλίων από τον ΣΦΓΤ.

Τέλος, πρέπει να υπάρχει και μια παράμετρος που έχει να κάνει με το «οικολογικό αποτύπωμα» κάθε εκδήλωσης. Το αν, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται υλικά ανακυκλώσιμα ή όχι, μιας χρήσης ή περισσότερων, αν υπάρχει επιβάρυνση στο περιβάλλον κ.λπ.
 Να που αξίζει να συζητάμε!

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

180919 ΥΠΕΡΦΟΡΟΛΟΓΗΜΕΝΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Ποιος να πληρώσει;

Το ερώτημα έχει απαντηθεί από όλες τις πλευρές. Από άλλες μόνο με την μορφή εξαγγελιών ή αιτημάτων και από άλλες εντελώς πρακτικά με τη μορφή νόμων που, κάποια περίοδο, έπεφταν βροχή.

Την κρίση να πληρώσει η πλουτοκρατία!
Αυτό ήταν ένα αίτημα που ακούστηκε πολλές φορές, ιδίως τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Μοιάζει λογικό και δίκαιο, μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα.

Στη χώρα μας, είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς ποια είναι η πλουτοκρατία. Βλέπετε, καλές είναι οι μαρξιστικές αναλύσεις, ιδιαίτερα οι λεγόμενες αρχαιομαρξιστικές (και όχι αρχειομαρξιστικές), μόνο που κάπου μπάζουν.

Διατυπώθηκαν σε ένα εντελώς διαφορετικό οικονομικό περιβάλλον από αυτό της σημερινής Ελλάδας. Στην οποία ούτε το «μεγάλο κεφάλαιο», ούτε η «πλουτοκρατία» υπάρχουν με τη μορφή για την οποία έγιναν οι αναλύσεις εκείνες.

Στη χώρα μας είναι πολύ δύσκολο να πούμε ποιος είναι πολύ πλούσιος, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μια σωστή βάση δεδομένων, όπου θα αντικατοπτρίζεται η πραγματική οικονομική κατάσταση του κάθε πολίτη.

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ζουν πλουσιοπάροχα˙ αυτό το βλέπουμε όλοι, είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού. Αν δεις όμως τη φορολογική τους δήλωση θα ανακαλύψεις ότι είναι από τους πιο «φτωχούς».

Υπάρχουν άλλοι οι οποίοι έχουν μια τεράστια ακίνητη περιουσία, η οποία όμως, ειδικά στα χρόνια της κρίσης, έχει απαξιωθεί τελείως και μάλλον οικονομικό βάρος αποτελεί πλέον, παρά πηγή εισόδων.

Από την άλλη, έχουμε κάποιους επιχειρηματίες που τα καταφέρνουν αρκετά καλά, που θα μπορούσαμε ίσως να τους κατατάξουμε στην «πλουτοκρατία», οι οποίοι όμως είναι έτοιμοι να σηκώσουν πανιά για άλλες… πατρίδες.

Αν δεν το έχουν κάνει ήδη. Αν δεν έχουν μεταφέρει δηλαδή τις επιχειρήσεις τους σε γειτονικές βαλκανικές χώρες, όπου απολαμβάνουν ένα καθεστώς με πολύ μικρότερες δαπάνες και αισθητά μεγαλύτερα κέρδη.

Να πληρώσει, επομένως, η πλουτοκρατία˙ κανείς δεν έχει αντίρρηση, πρέπει όμως πρώτα να την εντοπίσουμε και έπειτα να την περιορίσουμε στα όρια της ελληνικής επικράτειας, ώστε να μπορούμε να την έχουμε στο χέρι.

Το άλλο πουλάκι:
Το θεωρείτε εύκολο;

Ρητορικό το ερώτημα. Δεν έχει σημασία πώς το βλέπουμε εσείς κι εγώ, σημασία έχει πως οι μνημονιακές κυβερνήσεις έχουν παραδεχτεί ότι είναι αδύνατον. Γι’ αυτό και έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια.

Για να είμαστε πιο ακριβείς, τα έχουν απλώσει στις τσέπες εκείνων που δεν μπορούν να αντισταθούν, ούτε να αποφύγουν αυτή την ληστρική, όπως παραδέχονται πλέον όλοι, φορολόγηση.

Στο μεταξύ η «πλουτοκρατία» μπορεί να περιμένει. Να περιμένουμε κι εμείς μέχρι να έρθει ένα άλλο σύστημα, το οποίο θα πάρει από αυτήν τα μέσα παραγωγής και θα τα δώσει στους εργάτες και τους άκληρους.

Τότε θα φορολογείται ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του και θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του. Ακούγεται πολύ ωραίο και, κυρίως δίκαιο, αν, όπως έχουμε δει να συμβαίνει, τις ανάγκες αυτές δεν τις όριζε το κόμμα.

Και οι οποίες είναι διαφορετικές για τον απλό πολίτη και εντελώς άλλες για τα μεγαλοστελέχη του. Αυτά όμως είναι ιστορία, ενώ εμείς έχουμε μπροστά μας μια καθημερινότητα που τρέχει. Ποιοι πληρώνουν την κρίση;

Το είπαμε προηγουμένως. Εκείνοι που δεν μπορούν να το αποφύγουν! Ακούγεται σκληρό, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Το λένε οι αριθμοί, το λένε οι ειδικοί, το λένε πλέον όλοι. Φορολογούνται σκληρά όσοι… φορολογούνται.

Αν ακούσουμε όμως λίγο και τη θεωρία, όπως λέγαμε στις νεανικές μας συζητήσεις, θα δούμε ότι η σκληρή φορολόγηση έχει κι αυτή όρια. Έχει ένα ταβάνι το οποίο, αν ξεπεράσεις, τότε κάνεις μια… τρύπα στο νερό.

Διότι κάθεται ο φορολογούμενος (ή ο εν δυνάμει τέτοιος) τα βάζει κάτω, τα μετράει από εδώ, τα μετράει από εκεί, και λέει καλύτερα να φοροδιαφεύγω, με ό,τι ρίσκο συνεπάγεται αυτό, παρά να πληρώνω εκείνο που μου αναλογεί.

Εδώ υπεισέρχονται δύο ακόμη παράμετροι. Η πρώτη έχει να κάνει με την αδυναμία ή την απροθυμία των κυβερνήσεων να ελέγξουν πραγματικά την φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή.

Η άλλη αποτελεί μεν δικαιολογία, δεν παύει όμως να έχει μια πραγματική βάση, η οποία, με την παρούσα κυβέρνηση, αποκτά ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα. Συνοψίζεται σε ένα ερώτημα: Γιατί να πληρώνω τους… Καρανίκες;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα αλλάξει κάτι;

Έχουμε πει σ’ αυτές τις κουβέντες μας πολλές φορές ότι η κρίση θα τελειώσει πραγματικά μόνον όταν αλλάξουμε νοοτροπία και αποφασίσουμε να φερόμαστε ως υπεύθυνοι πολίτες που ενδιαφέρονται ΚΑΙ για το κοινό καλό.

Αν συνειδητοποιήσουμε, δηλαδή, ότι η προσωπική και οικογενειακή μας ευημερία όχι απλώς έχει νόημα, αλλά, τελικά, είναι εφικτή, μόνον μέσα σε ένα συνολικά εύρωστο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.

Και αρχίσουμε να ενεργούμε ανάλογα. Δυστυχώς οι αριθμοί, αλλά και η καθημερινή εμπειρία τού καθενός από εμάς, δείχνουν ότι απέχουμε ακόμη πάρα πολύ από τον στόχο αυτό˙ αν θέσαμε ποτέ κάποιον τέτοιο στόχο.

Χρειάζεται όμως κι ένα κατάλληλο περιβάλλον. Και σίγουρα αυτό τής υπερβολικής φορολόγησης, που πνίγει την επιχειρηματικότητα και γεννά σκέψεις για τα οφέλη της φοροδιαφυγής, δεν είναι το πλέον πρόσφορο.

Όπως και εκείνο των ανύπαρκτων (εντάξει, ελάχιστων) ελέγχων, καθώς και των… δελεαστικών ποινών, που κάνουν το ρίσκο μια συμφέρουσα επιλογή. Διότι, όπως έχουμε πει πολλές φορές, η σωστή τιμωρία αποτελεί ένα άριστο… παιδαγωγικό μέσο.

Κι εμείς έχουμε ακόμη να μάθουμε πολλά.
Ποιος πληρώνει τον βαρκάρη;