Το ένα πουλάκι:
Δεν
γράφουν τίποτε!
Μεγάλη
έκπληξη έδειξε κάποιος φίλος, όταν συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν μαθητές που
μπήκαν σε σχολές γράφοντας στις Πανελλαδικές εξετάσεις μόνο το όνομά τους.
Είναι
δυνατόν να μην ξέρουν τίποτε;
Υπάρχει
ένα διπλό πρόβλημα. Από τη μια, το γεγονός ότι κάποιοι μαθητές δεν μπορούν να
ανταποκριθούν στοιχειωδώς σε μια εξέταση που απευθύνεται σε παιδιά της ηλικίας
και των (υποτιθέμενων) γνώσεών τους.
Από
την άλλη, το γεγονός ότι υπάρχουν θέσεις για ανώτερες σπουδές ακόμη και γι’
αυτά τα παιδιά. Με το ερώτημα να προκύπτει αβίαστα: αφού δεν κατάφεραν τίποτε
στο Λύκειο, πώς θα ανταποκριθούν παραπέρα;
Ας τα
δούμε με τη σειρά. Πρώτα πρώτα, το θέμα της (πλήρους) αποτυχίας στις
Πανελλαδικές εξετάσεις είναι αρκετά περίπλοκο. Μια του πτυχή ξεκινάει από το
γεγονός ότι όλα τα παιδιά μπορούν να συνεχίσουν στο Γενικό Λύκειο.
Μπορούν,
με την έννοια τού έχουν τη δυνατότητα. Και αυτά το κάνουν. Δεν υπάρχει δηλαδή
ένας μηχανισμός να επιβάλει στον πολύ αδύνατο μαθητή να ακολουθήσει κάποια άλλη
κατεύθυνση, αν εκείνος δεν το επιθυμεί.
Σκεφτείτε
ένα παιδί που από το Δημοτικό ακόμη μπορεί να μένει συνεχώς πίσω, για διάφορους
λόγους, που δεν είναι της ώρας να τους εξετάσουμε. Αδυνατεί να παρακολουθήσει
το επίπεδο της τάξης του.
Οι
χρονιές περνούν, τα προβλήματα και οι ελλείψεις συσσωρεύονται, όμως το παιδί
συνεχίζει κανονικά με τους άλλους συμμαθητές του, ώσπου τελειώνει το Γυμνάσιο,
αφού πλέον κανείς δεν χάνει χρονιά.
Δεν
χάνει για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η εννιάχρονη εκπαίδευση είναι υποχρεωτική
και πρέπει οπωσδήποτε να τελειώσει το Γυμνάσιο και ο άλλος επειδή όλοι βλέπουν
ότι και να χάσει χρονιά δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτε.
Έτσι,
κουτσά στραβά, παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου και πηγαίνει στο Λύκειο. Σε
ένα ανώτερο σχολείο, με περισσότερες απαιτήσεις, στις οποίες είναι (σχεδόν)
αδύνατον να ανταποκριθεί.
Το άλλο πουλάκι:
Όμως
είναι εκεί!
Ο
καθηγητής τον έχει μέσα στην τάξη μαζί με όλα τα άλλα παιδιά. Ελάτε τώρα στη
θέση του. Όχι του καθηγητή, του συγκεκριμένου μαθητή. Ο οποίος πρέπει να
παρακολουθεί κάτι από το οποίο… «δεν παίρνει μπάλα».
Φανταστείτε
τον εαυτό σας να είστε υποχρεωμένοι να παρακολουθήσετε, ας πούμε, μια διάλεξη
για ένα θέμα για το οποίο δεν γνωρίζετε τίποτε, μάλιστα σε μια γλώσσα από την
οποία καταλαβαίνετε ελάχιστα.
Τι θα
κάνατε; Ακόμη και αν ήσασταν πολύ φιλότιμος και είχατε τη διάθεση να προσπαθήσετε
να μάθετε κάτι, μετά από λίγο θα καταλαβαίνατε πως είναι άδικος κόπος και θα τα
παρατούσατε.
Από
τη θέση του καθηγητή, τώρα, που θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό αν αυτοί οι
μαθητές κάθονται στη θέση τους φρόνιμοι, ασχολούνται με κάτι δικό τους και δεν
δημιουργούν προβλήματα στην τάξη.
Να
προσπαθήσει να τους… πλησιάσει, ή να κάνει το μάθημά του πιο «προσιτό», ώστε να
μπορούν κι εκείνοι να έχουν κάποια συμμετοχή; Το κάνει, πολλές φορές. Πώς όμως
να διδάξεις άλγεβρα σε κάποιο που δεν ξέρει… την προπαίδεια;
Που
δεν μπορεί να κάνει μια διαίρεση; Που αδυνατεί να λύσει ένα απλό πρόβλημα τεσσάρων
(και δύο) πράξεων; Τι να κάνεις ώστε το παιδί αυτό να μην περνάει ατελείωτες
ώρες βαρεμάρας στο Σχολείο;
Ο
καθηγητής μόνος του δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτε. Θα μπορούσε όμως το
Σχολείο. Να πάρει όλα αυτά τα παιδιά και να δημιουργήσει κάποιο τμήμα, όπου θα
ασχολούνται με πράγματα των δυνατοτήτων τους.
Αν
θέλετε, και των ενδιαφερόντων τους. Να μιλούν για κάτι που γνωρίζουν και τα
ενδιαφέρει. Να κάνουν εργασίες τέτοιου επιπέδου που να μπορούν να έχουν ορατά
αποτελέσματα. Να νιώθουν και αυτά χρήσιμα και δημιουργικά.
Έτσι,
και τα ίδια θα κέρδιζαν πολλά περισσότερα, και τα άλλα παιδιά θα μπορούσαν ίσως
να προχωρούν με κάπως πιο γοργούς ρυθμούς, αφού οι καθηγητές τους θα
απευθύνονταν μόνο σε εκείνα.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτό
δεν γίνεται!
Μην
ρωτάτε γιατί, δεχτείτε μόνο ότι έτσι είναι! Το αποτέλεσμα. Να φτάνει κάποτε
αυτός ο μαθητής στη Γ΄ Λυκείου και να πρέπει να δώσει εξετάσεις, μάλιστα μαζί
με όλα τα υπόλοιπα παιδιά.
Δηλαδή
τα θέματα είναι ίδια, είτε μιλάμε για μαθητές που στοχεύουν σε πολύ απαιτητικές
σχολές, είτε για άλλους που με το ζόρι έφτασαν να τελειώσουν το Σχολείο. Θα
πρέπει όμως οι πρώτοι να… διαφοροποιηθούν.
Θα
πρέπει δηλαδή τα θέματα να έχουν κάποια δυσκολία, ώστε να ξεχωρίσουν οι άριστοι
από τους πολύ καλούς και εκείνοι από τους λιγότερο. Αποτέλεσμα; Κάποιοι, οι…
καθόλου καλοί, γράφουν μόνο το όνομά τους.
Σε
μια άλλη εξέταση, με κάπως πιο εύκολα θέματα, ίσως θα μπορούσαν να γράψουν και
αυτοί κάτι. Τότε όμως οι καλοί και οι άριστοι θα στριμώχνονταν όλοι στο είκοσι
και δεν θα μπορούσε να γίνει σωστά ο διαχωρισμός τους.
Βλέπετε;
το πρόβλημα είναι περίπλοκο, θα μπορούσαν όμως να αναζητηθούν, να βρεθούν, έστω
να συζητηθούν κάποιες λύσεις, αλλά σε μία τελείως διαφορετική βάση, από το
πλαίσιο που υπάρχει σήμερα.
Όσο
για το γεγονός ότι, τελικά, αυτοί οι μαθητές βρίσκονται να φοιτούν και στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση, ε, γι’ αυτό μιλήσαμε χθες. Ας όψονται οι σχολές μεγάλης
ζήτησης… ενοικίων, όπως εύστοχα χαρακτηρίστηκαν.
Σε ένα τσουβάλι!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου