Το ένα πουλάκι:
«Κι
άλλο καλοκαίρι πέρασε…»
Το 1981 δεν υπήρχε φοιτητικό
σπίτι που να μην έχει την κασέτα «Τα μπαράκια», του Βαγγέλη Γερμανού,
αγορασμένη, εννοείται, από τους αντιγραφείς που διέθεταν χιλιάδες τίτλους στους
χώρους του Πανεπιστημίου.
Δεν υπήρχε
επίσης φοιτητής, από τους πάρα πολλούς που γρατζουνούσαν τότε κιθάρα, που να
μην συμπεριλαμβάνει στο ρεπερτόριό του το «Μικρό», το τραγούδι την αρχή του
οποίου σας θύμισα σήμερα.
Ήταν
εντυπωσιακή η επιτυχία που είχε τότε εκείνος ο δίσκος -θυμίζω- παραγωγή τού
Διονύση Σαββόπουλου. Πολλά από τα τραγούδια του ακούγονται και σήμερα, σαν να
μην έχει περάσει μια μέρα.
Κι
όμως, πέρασε! Διότι, εκείνο που μας έκανε τότε επίσης τεράστια εντύπωση ήταν το
γεγονός πως ο Βαγγέλης Γερμανός, για πρωτοεμφανιζόμενο καλλιτέχνη, ήταν ηλικιακά
πολύ μεγάλος! Στα μάτια μας.
Θυμίζω
ότι ήταν τριάντα ενός ετών, ηλικία που σε έναν δεκαοχτάρη φαντάζει… πολύ κοντά
στο τέλος της ζωής. Σήμερα μας φαίνεται παιδική! Και είναι, αφού εκεί γύρω
βρίσκονται τα παιδιά των περισσοτέρων.
Είδατε,
όμως! Πιάστηκα με το τραγούδι και ξέχασα να σας χαιρετήσω. Και να σας καλωσορίσω
στον εικοστό χρόνο της καθημερινής συνομιλίας μας. Καλώς σας βρήκαμε, γεροί να
είμαστε και να τα λέμε και φέτος.
Ποιος
να το φανταζόταν, όταν ξεκινούσαμε δειλά δειλά, από την τελευταία σελίδα των ΧΡΟΝΙΚΩΝ,
τέτοιες μέρες το 1999… Κι όμως, βαδίζουμε ήδη σε ένα επετειακό έτος. Από το οποίο
έχουμε να περιμένουμε και πολλά.
Κάθε
πράγμα, όμως, στην ώρα του. Ας αφήσουμε αυτά που είναι να έρθουν, όπως, ας πούμε,
οι τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που περιμένουμε μέσα στη «χρονιά», να τα
σχολιάσουμε στον καιρό τους.
Για
την ώρα μπορούμε να αναφερθούμε σε όσα συνέβησαν κατά την περίοδο που κι εμείς
κι εσείς ξεκουραζόμασταν στην ξενοιασιά του καλοκαιριού, το οποίο κάθε άλλο παρά
ξένοιαστο ήταν.
Δεν
ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει κι εσείς, αν συμβαίνει, δηλαδή και σ’ εσάς, όμως
τα δικά μας καλοκαίρια μοιάζουν όλο και πιο δύσκολα. Δεν επαρκούν όχι για να
«γεμίσουμε τις μπαταρίες» για τον επερχόμενο χειμώνα, αλλά ούτε για να «ξεχάσουμε»
εκείνον που προηγήθηκε.
Το άλλο πουλάκι:
«Κι
άλλο καλοκαίρι πέρασε…»
Δεν
«μας κέρασε ήλιο και φιλί», όπως εκείνο, του Βαγγέλη Γερμανού, αλλά,
κυριολεκτικά, μας μαύρισε την ψυχή. Είναι αυτό που λέμε «να πάει και να μη
γυρίσει», με όλη του τη σημασία.
Τις
δύσκολες εκείνες ώρες που μετρούσαμε απανθρακωμένα πτώματα -όχι ότι δεν μετράμε
ακόμη νεκρούς, αλλά τότε οι αριθμοί «έτρεχαν»- σκεφτόμουν τι θα μπορούσε να
σχολιάσει κανείς για το όλο θέμα.
Τι να
πει κανείς μπροστά στο καμένο κορμάκι ενός παιδιού; Ότι φταίει η κακιά η ώρα; Ο
καιρός; Οι γονείς και οι παππούδες του που έχτισαν όπου και όπως έχτισαν; Η
κυβέρνηση και οι χειρισμοί των αρμοδίων υπηρεσιών;
Φταίνε
τα πολιτικά πρόσωπα που προΐστανται; Οι πολιτικοί περασμένων ετών; Όπως είδατε
κι εσείς, ο καθένας, ανάλογα από τη θέση από την οποία κοίταζε την κατάσταση,
επέρριπτε τις ευθύνες εκεί που τον βόλευε.
Όταν
όμως χάνεται έστω και ένα παιδί, από τέτοια αιτία, πιστεύω πως μεγάλη ευθύνη
έχουμε όλοι εμείς της περασμένης γενιάς. Κάτι δε κάναμε καλά, κάτι πήγε στραβά
και γι’ αυτό είμαστε υπεύθυνοι όλοι.
Ο τρόπος που πήραμε τη ζωή
μας (λάθος;), οι αξίες στις οποίες επενδύσαμε, οι προτεραιότητες που βάλαμε,
κάτι από όλα αυτά, μπορεί και όλα μαζί, δεν τα κάναμε σωστά. Και το ότι
χάνονται με τέτοιου τρόπους τα παιδιά μας ίσως είναι το αποτέλεσμα.
Διότι, από τα αρχαία χρόνια
ξέρουμε ότι η ύβρις είναι η χειρότερη πρόκληση ενός θνητού απέναντι στη μοίρα
και τους αθανάτους. Μπορεί να ξεκινά ως περιφρόνηση στους νόμους της πολιτείας…
Στην πραγματικότητα όμως
πρόκειται για αλαζονική συμπεριφορά απέναντι στον θεϊκό νόμο, όταν επιχειρεί
κάποιος να αγνοήσει και να υπερβεί τα όρια που εκείνος θέτει, έστω και αν είναι
άγραφος.
Αυτή η συμπεριφορά και η
νοοτροπία έχουν ως αποτέλεσμα τη νέμεση, τη θεία τιμωρία προς τον υβριστή.
Φαίνεται όμως πως, τουλάχιστον η γενιά η δική μας, μάταια χάσαμε τόσα και τόσα
βράδια στα αρχαία θέατρα της χώρας.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Κι
άλλο καλοκαίρι πέρασε…»
Θα
μείνει στη μνήμη μας ως ένα από τα χειρότερα της ζωής μας. Ας ελπίσουμε πως δεν
θα βρεθεί άλλο να διεκδικήσει την πρωτιά. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να διδαχτούμε
κάτι. Που σημαίνει να αλλάξουμε στάσεις και αντιλήψεις απέναντι στα πράγματα.
Έχει
κανείς από εσάς την αίσθηση ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο; Διότι αλλάζω αντίληψη
και συμπεριφορά δεν σημαίνει γκρεμίζω πέντε δέκα αυθαίρετα, ούτε κάνω έναν πιο
αυστηρό νόμο για την ανοικοδόμηση.
Δεν
σημαίνει καν αναζητώ τους ενόχους -όποιους έχει για ενόχους ο καθένας στο μυαλό
του- και απαιτώ την παραδειγματική τους τιμωρία. Καλά είναι και αυτά, αλλά δεν
φτάνουν.
Κάθε φορά που απαιτούμε «να κρεμαστεί
έστω και ένας υπεύθυνος για παραδειγματισμό», θα πρέπει να σκεφτόμαστε πως, αν
αυτό ήταν αρκετό, στις χώρες όπου σου κόβουν το χέρι για μια κλεψιά, θα έπρεπε
αυτή να είχε εξαλειφθεί.
Όσο οι αξίες της κοινωνίας
μας είναι αυτές με τις οποίες μεγάλωσε η δική μας γενιά (θα μπορούσαν να
συγκεφαλαιωθούν στη φράση «ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν») κανένα
φάρμακο δεν θα φέρει τη θεραπεία.
Από άλλα υπάρχει ανάγκη…
Καλή -που λέει ο λόγος- αρχή! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου