Το ένα πουλάκι:
Το
δικαίωμα!
Καταστρατηγείται, λένε, το
δικαίωμα στην απεργία, με αυτή τη νέα ρύθμιση που θέλει η απόφαση για απεργία
να λαμβάνεται από συνέλευση στην οποία συμμετέχουν οι μισοί τουλάχιστον
εργαζόμενοι.
Κάποιους
τους ξεφεύγει μάλιστα και λένε ότι το μέτρο είναι «αντιδημοκρατικό». Κάποιους,
όχι όλους. Όχι την πεπειραμένη ηγεσία του ΚΚΕ, που επιχειρηματολογεί κάπως
διαφορετικά.
«Σε
άλλους τομείς», λέει, «η κυβέρνηση δεν δείχνει ανάλογη ευαισθησία για την
εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας σε ζητήματα λήψης αποφάσεων». Κατηγορεί,
δηλαδή την κυβέρνηση για υποκριτική στάση.
Αφήστε
που οι βολές είναι συχνά και εντελώς προσωπικές, αφού τα μέλη της κυβέρνησης ήταν
αυτά που άλλα έλεγαν όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση και άλλα λένε τώρα που
βλέπουν την πραγματικότητα πίσω από τα υπουργικά γραφεία.
Φυσικό
δεν είναι όμως; Η οπτική από την οποία εξετάζεις κάτι παίζει σημαντικό ρόλο
στις εκτιμήσεις σου γι’ αυτό. Άλλο να είσαι από τη μεριά του συνδικαλιστή και
άλλο από εκείνη του/της υπουργού μιας… μνημονιακής κυβέρνησης.
Έχει
νόημα να τονίσουμε το «μνημονιακής», διότι πέρασαν και άλλες κυβερνήσεις από αυτόν
τον τόπο, των οποίων κάποιοι υπουργοί ήταν περισσότερο συνδικαλιστές από τους
προέδρους των ομοσπονδιών εργαζομένων.
Για
να μην μας κατηγορήσουν όμως κι εμάς για «γλώσσα διχαλωτή», όπως έλεγαν οι
Ινδιάνοι στο Λούκυ Λουκ, σας καλούμε να θυμηθούμε πώς σχολιάζαμε τον τρόπο με
τον οποίο παίρνονταν, μέχρι σήμερα, οι αποφάσεις για απεργίες.
Και
μια και σημερινή νομοθέτηση σχετίζεται ή παραλληλίζεται από πολλούς με το
περίφημο άρθρο 4, μπορούμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, όπως τα
σχολιάζαμε πριν από χρόνια:
«Ποιος από εσάς θυμάται το
περίφημο άρθρο 4; Ήταν το ένδοξο 1983, στον νόμο 1365 που ψήφισε το ΠαΣοΚ του
Ανδρέα Παπανδρέου, του “τσάρου της οικονομίας” Γεράσιμου Αρσένη και φυσικά, του
αείμνηστου Μένιου Κουτσόγιωργα».
Το
άλλο πουλάκι:
«Θυμόσαστε», ρωτούσαμε, «τι
είχε γίνει και τότε;
Το άρθρο προέβλεπε πως, για
τη λήψη μιας απόφασης, έπρεπε να υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία (50%+1) των εγγεγραμμένων
σε ένα σωματείο. Και ξεσηκώθηκε επανάσταση. Διότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό
θεωρήθηκε μέτρο που “απαγόρευε τις απεργίες”, αφού, στη συντριπτική πλειονότητα
των περιπτώσεων, ήταν αδύνατο να επιτευχθεί τέτοια πλειοψηφία.
Θυμάμαι τότε το κυριότερο επιχείρημα
κατά του άρθρου 4: Δεν μπορεί ο αδιάφορος, αυτός που δεν συμμετέχει ποτέ στα
συλλογικά όργανα, να προσμετράται ως αρνητική ψήφος. Όπως ήταν φυσικό, το άρθρο
αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ κι έτσι οι απεργίες αποφασίζονται πάντοτε με… “απόφαση της γενικής συνέλευσης”.
Οι περισσότεροι ξέρετε τι
σημαίνει αυτό στην πράξη, καλό είναι όμως να το ξαναθυμηθούμε.
Για να είμαστε δίκαιοι, θα
πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα περισσότερα σωματεία τού
δημοσίου ή των ΔΕΚΟ γίνεται κάποιος μέλος με την πρόσληψή του, συχνά χωρίς καν
να ερωτηθεί.
Τη συνδρομή του την κρατά το
σωματείο από τη μισθοδοσία κι έτσι έχουμε περιπτώσεις εργαζομένων που είναι
μόνο τύποις μέλη του συνδικάτου, αφού δεν ξέρουν πού βρίσκονται τα γραφεία,
ποιοι είναι στο Δ.Σ., τι λέει το καταστατικό…
Ψηφίζουν όμως, αφού -άλλο
τέχνασμα υπέρ του συνδικαλισμού κι αυτό- η ψηφοφορία γίνεται σε εργάσιμη μέρα,
με άδεια, οπότε πρέπει ή να πας να ψηφίσεις ή να πας στη δουλειά.
Κάποιοι δεν πάνε σε κανένα
από τα δυο, όμως το προσπερνάμε.
Εδώ μπαίνει το άρθρο 4,
δηλαδή το σκεπτικό του. Αυτούς τους “αδιάφορους” τους μετράει ως αρνητικές
ψήφους. Στην πραγματικότητα όμως, όλα τα καταστατικά δίνουν το δικαίωμα
(υποχρέωση μήπως;) διαγραφής των μελών που συστηματικά δεν συμμετέχουν στα κοινά.
Ποιος όμως θα αναλάβει την
ευθύνη να διαγράψει μέλη, έστω και παντελώς αδιάφορα, από ένα σωματείο; Αφήνουμε
στην άκρη το άρθρο 4 και πάμε να δούμε πώς παίρνονται οι αποφάσεις στις γενικές
συνελεύσεις.
Για να υπάρχει συνέλευση
πρέπει να έχουμε απαρτία, όπως αυτή ορίζεται από το καταστατικό κάθε συλλόγου. Μια
συνηθισμένη πρακτική είναι να γίνονται τρεις απανωτές συνελεύσεις, με κατάληξη
στην τρίτη, όπου υπάρχει απαρτία με ελάχιστα μέλη, πολλές φορές “με όσα μέλη
παρευρίσκονται”, όπως γράφουν τα καταστατικά».
Ακόμη όπως και σε περιπτώσεις
που οι συνελεύσεις γίνονται σε εργάσιμη μέρα –άρα θα πρέπει να παρευρίσκονται
όλοι- οι περισσότεροι πηγαίνουν, υπογράφουν ώστε να σχηματιστεί απαρτία, και
φεύγουν να κάνουν καμιά δουλειά ή να πιούν το καφεδάκι τους».
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πού
να βρεθούν οι… πραγματικές πλειοψηφίες;
«Έτσι, όταν έρχεται η ώρα των
ψηφοφοριών, στη συνέλευση υπάρχουν μέλη μετρημένα στα δάχτυλα... άντε των δύο
χεριών. Για να καταλάβετε, θεωρείται “θαύμα” αν από κάποιο σύλλογο πολλών εκατοντάδων
μελών υπάρχουν σε συνέλευση πάνω από πενήντα.
Σκεφθείτε ότι αυτοί πρέπει να
αποφασίσουν και για σοβαρότερα θέματα, όπως η κήρυξη απεργίας. Τότε συμβαίνει
το αντίθετο από αυτό που φοβόμασταν για το άρθρο 4: όλοι οι απόντες θεωρούνται,
στην πράξη, σύμφωνοι με την πλειοψηφία των παρόντων.
Δεν είναι τυχαίο πως κάτι
τέτοιες «πλειοψηφίες” παίρνουν αποφάσεις, τις οποίες μετά δεν ακολουθεί κανείς
και όλοι αναρωτιούνται “γιατί δεν απεργεί ο κόσμος”.
Ίσως να σας φαίνεται ότι
γενικεύω λίγο, όσοι όμως έχουν ελάχιστη εμπειρία από συνδικαλισμό ή άλλους συλλόγους,
καταλαβαίνουν πολύ καλά τι λέω. Αυτός είναι ο κανόνας και οι εξαιρέσεις είναι
ελάχιστες», λέγαμε τότε και λέμε και τώρα.
Επειδή όμως το θέμα -το
βλέπετε και στα δελτία- θεωρείται πολύ σοβαρό, κι επειδή έχουμε να πούμε και
άλλα επ’ αυτού, θα συνεχίσουμε και αύριο.
Είναι αργία!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου