ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

160222 ΤΡΟΧΑΙΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Να μιλάς για πράγματα που γνωρίζεις».

Η παρότρυνση αυτή -πείτε την και συμβουλή- δεν μας απαγορεύει να μιλάμε ΚΑΙ για πράγματα που δεν γνωρίζουμε, μπορούμε να το κάνουμε όμως με μια διερευνητική διάθεση, με το να θέτουμε ερωτήματα και να αναζητούμε απαντήσεις.

Διότι, όταν αποφασίσεις να μιλήσεις για ένα θέμα με τέτοιο πνεύμα, όλο και κάτι θα ακούσεις και από τους γύρω σου, κάτι θα νέο θα μάθεις, κάποια πληροφορία θα πάρεις που πριν σου διέφευγε.

Κι όμως. Στην προκειμένη περίπτωση, κανείς από τους γνωστούς και τους φίλους δεν μπορούσε να με διαφωτίσει. Όλοι είχαν μαύρα μεσάνυχτα, ήταν βυθισμένοι σε άγνοια μεγαλύτερη από τη δική μου. Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω τη συμβουλή που σας είπα στην αρχή και να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις:

Θα σας μιλήσω για έναν σημαντικότατο άνθρωπο του τραγουδιού. Συνθέτη και ερμηνευτή που τα τραγούδια του θα τα θυμούνται και θα τραγουδούν οι απανταχού Έλληνες και μετά από εκατό χρόνια. Έναν καταπληκτικό μουσικό, παρόλο που ήταν αυτοδίδακτος, που έκανε τραγούδι τους καημούς και τα βάσανα, τους έρωτες και τις χαρές ενός ολόκληρου κόσμου.

Του κόσμου όπου ανήκε και ο ίδιος. Του απλού λαού μέσα από τον οποίο ξεπήδησε και, παρά τις τιμές και τα πλούτη που γνώρισε, στην ουσία δεν τον απαρνήθηκε ποτέ. Του λαού που τον αγάπησε και τον αγκάλιασε όσο λίγους και που τον έκλαψε πικρά, όταν, ένα πρωί, επιστρέφοντας από το μαγαζί που δούλευε, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα.

Τον έκλαψαν όμως και όλοι οι συνάδελφοί του. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας από όσους τον γνώρισαν από κοντά και συνεργάστηκαν μαζί του να πει άσχημη κουβέντα για κείνον. Ένας από τους πιο σημαντικούς, φίλος και κουμπάρος του, έγραψε ένα τραγούδι θρήνο για τον άδικο χαμό του.

Ακόμη και απόψε, την ώρα που τα σκέφτομαι και σας τα λέω όλα αυτά, ένα μεγάλο τηλεοπτικό αφιέρωμα είναι γεμάτο από τις δικές του δημιουργίες. Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς σε λαϊκό μαγαζί και να μην ακούσεις τα τραγούδια του, όχι απλώς να γεμίζουν το πρόγραμμα, αλλά κυριολεκτικά να το στηρίζουν.

Το άλλο πουλάκι:
«Να μιλάς για πράγματα που γνωρίζεις».

Δεν είναι όμως καλύτερα να δίνουμε τον λόγο στους ίδιους τους ήρωες της ζωής; Θέλετε να τον ακούσετε να μιλάει ο ίδιος για τα δύσκολα χρόνια του ξεκινήματός του στο τραγούδι; Ζητώ συγγνώμη για τις πολύ μικρές παρεμβάσεις στα λόγια του, όμως θα καταλάβετε.

«Είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Οι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφτιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Με πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! Η μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα.

Με πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων στον Άγιο Διονύση. Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Δεν πήγα σχολείο -είχα σταματήσει στην Α΄ δημοτικού- αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας.

Βγήκα μετά στις οικοδομές. Κουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Αγώνας για τη φασολάδα. Είχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες και έτρωγα μία. Βλέπετε φτώχια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα στα καΐκια. Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Κουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Μετά σιγά σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός και αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά. 

[…] Πήγα στη δισκογραφική εταιρία. Άκουσαν που τους έπαιξα το πρώτο μου τραγούδι και μου είπαν θα με φωνάξουν. Όταν με ειδοποίησαν να πάω για γραμμοφώνηση, ήμουν με τα ρούχα της δουλειάς. 
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, έγινε λαϊκό προσκύνημα, χάλασε ο κόσμος. Ήταν κάτι το καινούργιο, μια επανάσταση, δηλαδή κάτι που δεν υπήρχε και που άγγιζε τόσο πολύ τον κόσμο.

Όταν πήγα να πάρω τα ποσοστά από το πρώτο μου τραγούδι, τρελάθηκα, γιατί ήταν πάρα πολλά. Τα πήρα και πήγα στη μάνα μου όλο χαρά και της φώναξα: “Ρε μάνα, σου ‘φερα λεφτά, έξω φτώχια”. 

Εκείνη δεν τα έπαιρνε, έκλαιγε δεν ήθελε τα λεφτά. Γιατί μια γειτόνισσα, η κυρά Αντωνία, τρέλανε τη μάνα μου. Της είπε ότι το μηχάνημα που τραγουδάει ο γιος σου, του παίρνει τη φωνή και σε λίγο καιρό θα γίνει μουγκός! Παλιά μικρασιάτικα μυαλά. Γι’ αυτό και η μάνα μου έκλαιγε και δεν έπαιρνε τα λεφτά». 

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Έτσι ξεκίνησε την καριέρα του.

Το πρώτο εκείνο τραγούδι ήταν η περίφημη «Φαληριώτισσα».
Για να ακολουθήσουν άλλα όπως «Η μοδιστρούλα», το «Καπετάν Αντρέα Ζέπο» και τα «Πριν το χάραμα», «Κάνε κουράγια καρδιά μου», «Πώς θα περάσει η βραδιά», «Πειραιώτισσα», «Άνοιξε, άνοιξε», «Εσύ θα μετανιώσεις», «Δεν θέλω το κακό σου», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Άνθρωποι άνθρωποι», «Έχουν καρδιά και οι φτωχοί», «Πολύ στο λούσο το ‘ριξες», «Ως πότε θα ‘σαι όμορφη», «Πέντε Έλληνες στον Άδη»…

Ποιο να πρωτοθυμηθείς από τα τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, «ενός από τους μεγαλύτερους ψυχαγωγούς του ελληνικού λαού», όπως τον χαρακτήρισαν οι ειδικοί;
Σκέφτηκα να σας μιλήσω γι’ αυτόν, με αφορμή τον τραγικό χαμό ενός νέου, πολύ δημοφιλούς τραγουδιστή, του Παντελή Παντελίδη. Του οποίου, δυστυχώς, ούτε εγώ, ούτε κανείς από τους φίλους μου γνωρίζαμε κάποιο τραγούδι.

Κρίμα. Είχε τη ζωή μπροστά του και… ποιος ξέρει;
Στον άλλο κόσμο!

Δεν υπάρχουν σχόλια: