Το
ένα πουλάκι:
Πού βασίστηκαν οι καριέρες
αυτές;
Θυμίζω ότι δεν μιλάμε μόνο
για πολιτικές, αλλά και για καλλιτεχνικές, δημοσιογραφικές, συνδικαλιστικές,
γενικώς επαγγελματικές.
Βασίστηκαν σ’ ένα απλοϊκό
σχήμα: Μνημόνιο-αντιμνημόνιο.
Αρκούσε να δηλώσει κανείς
αντιμνημονιακός κι αμέσως είχε ένα τεράστιο, πρόθυμο ακροατήριο που τον
κατέτασσε στους ηθικούς, στους έντιμους, στους πατριώτες, στους αγωνιστές,
στους υπερασπιστές των φτωχών και των αδυνάτων.
Από την άλλη, δεν υπήρχε
κάποιος που να (τολμά να) δηλώνει μνημονιακός, αυτό όμως έβγαινε από τα
συμφραζόμενα.
Μνημονιακός ήσουν αν έλεγες
πως κάποια από τα μέτρα των μνημονίων έπρεπε η χώρα μας να τα είχε πάρει μόνη
της χρόνια πριν.
Μνημονιακός ήσουν αν
υποστήριζες πως δεν χρειάζονται και οι χίλιοι πεντακόσιοι (τους είδαμε πάλι
προχθές) φορείς του δημοσίου, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν αντικείμενο.
Μνημονιακός ήσουν αν
συμφωνούσες με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, με την κατάργηση σκανδαλωδών
προνομίων, με την αυτοαξιολόγηση (!) στα σχολεία…
Και τι έγινε; Θα μπορούσε να
ρωτήσει κανείς που δεν γνώριζε τα πράγματα από κοντά. Τι πάθαινε κάποιος όταν
τον τοποθετούσαν στο σρατόπεδο των μνημονιακών;
Δεν είναι τόσο απλό. Αρκεί να
θυμηθούμε μερικά από τα επίθετα που σου κολλούσαν, τα οποία εκτείνονταν σ’ ένα
φάσμα που ξεκινούσε από το «συστημικός» κι έφτανε μέχρι το «γερμανοτσολιάς».
Δεν τολμούσες να διατυπώσεις
δημόσια τη γνώμη σου κι ένας «στρατός» από πρόθυμους αντιμνημονιακούς σού
επιτίθεντο με ύβρεις και απειλές, όχι για να αντικρούσουν τις θέσεις σου, αλλά
για να σε προσβάλουν και να σε μειώσουν προσωπικά.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που
δέχτηκαν όχι μόνο φραστικές επιθέσεις, αλλά και προπηλακισμούς, χτυπήματα,
ακόμη και πετροπόλεμο.
Οι συνέπειες αυτού του
«εθνικού διχασμού» φάνηκαν όταν, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
είχε τον παραμικρό δισταγμό να συγκροτήσει κυβερνητικό σχήμα με τους ΑΝΕΛ, αλλά
και να συμπορευτεί στη συνέχεια με τον εκτός τόπου και χρόνου (και τόσο
επικίνδυνο) Πάνο Καμένο. Μόνο (;) συνδετικό στοιχείο το αντιμνημόνιο.
Το
άλλο πουλάκι:
Ευτυχώς που έγιναν εκείνες οι
εκλογές.
Και ευτυχώς που τις κέρδισε ο
ΣΥΡΙΖΑ, γιατί, παρ’ όλο το κόστος που πληρώνουμε με την αφυδάτωση της
οικονομίας, φαίνεται πως ήταν ο μόνος τρόπος να συνειδητοποιήσουμε αλήθειες που
αρνούμασταν να δούμε.
Η ζωή είναι όπως το
μπιλιάρδο. Πληρώνεις για να μάθεις.
Τι μάθαμε, λοιπόν, μετά τις
εκλογές; Χωρίς αξιολογική σειρά μάθαμε τα εξής: Ότι δεν είναι δυνατόν να
σκίσεις έτσι απλά τα μνημόνια και η χώρα να επιστρέψει στο 2009. Αν το
επιχειρήσεις να είσαι βέβαιος ότι θα γυρίσει πολύ περισσότερα χρόνια πίσω.
Ότι η διαπραγμάτευση είναι
μια επίπονη διαδικασία, στην οποία ο καθένας προσέρχεται με τα όπλα του, που
είναι η ισχύς της χώρας του και οι συμμαχίες που μπορεί να συνάψει κι όχι η
μαγκιά του, ο τσαμπουκάς και οι απειλές.
Μάθαμε ακόμη ότι πραγματικές
συμμαχίες και πηγές χρηματοδότησης εκτός ΕΕ δεν υπάρχουν. Όσοι μας προσεγγίζουν
εκτός της Ευρώπης το κάνουν μόνο και μόνο επειδή είμαστε μέλος της και δι’ ημών
βλέπουν μια δική τους προσέγγιση προς αυτήν.
Οι φιλίες και οι έχθρες εντός
της Ευρώπης δεν είναι όπως τις φανταζόμασταν. Από τη μια βλέπουμε τη Μέρκελ να
δηλώνει πως πρέπει να γίνει ό,τι είναι δυνατόν για να μην ξεμείνει η Ελλάδα από
ρευστό κι από την άλλη δεχόμαστε επίθεση από μικρές χώρες, ακόμη και του νότου.
Κάπως έτσι αποκαλύφθηκε και
μια άλλη αντίφαση μέσα στην οποία ζούσαμε τόσα χρόνια. Από τη μια κατηγορούσαμε
τους δανειστές ως τοκογλύφους, και από την άλλη, όταν αρνούνται να μας
δανείσουν, ως εκβιαστές που θέλουν να μας γονατίσουν οικονομικά.
Πέρα όμως από τα μεγάλα
οικονομικά θέματα, μετά τις εκλογές αποκαλύφτηκαν κι ένα σωρό άλλες, μικρές,
πικρές αλήθειες.
Μπορεί, ας πούμε, η Αριστερά
να έχει στη χώρα μας ένα «ηθικό πλεονέκτημα» έναντι της Δεξιάς, με βάση την
ιστορική τους διαδρομή και τους συσχετισμούς που δημιουργήθηκαν στην κοινωνία,
αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο κάθε «αριστερός» ατομικά είναι πιο ηθικός από τους
«δεξιούς».
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Τι άλλο μάθαμε;
Πώς δεν έχει τόση σημασία το
να τάσσεσαι υπέρ της κυβέρνησης στις δημοσκοπήσεις ή στις πλατείες, αλλά το να
της δείχνεις την εμπιστοσύνη σου αφήνοντας τις καταθέσεις σου στην τράπεζα.
(Αυτό είναι και το επιχείρημα
των ξένων, όταν οι δικοί μας διαπραγματευτές ισχυρίζονται πως έχουν τη στήριξη
του ελληνικού λαού.)
Μάθαμε ακόμη πως δεν ήταν «η
προκλητική στάση της αστυνομίας» η αιτία να δημιουργηθούν κάθε φορά επεισόδια
από κουκουλοφόρους - μπαχαλάκηδες, αφού αυτοί τα σπάνε και χωρίς κανέναν
ένστολο στα πέριξ.
Μάθαμε πως υπάρχουν απόψεις
που μπορεί να ακούγονται σωστές και δίκαιες στα αμφιθέατρα ή στα επιστημονικά φόρα,
όμως καταλήγουν ανεφάρμοστες ή και επικίνδυνες στο πεδίο της πρακτικής
εφαρμογής. Μιλώ για το μεταναστευτικό και τα δικαιώματα των φυλακισμένων.
Με μια κουβέντα, μια και ο
χρόνος μας τελειώνει, μάθαμε κάτι που το ξέραμε ανέκαθεν. Τα λόγια είναι εύκολα
και ανέξοδα, το πράγμα χαλάει όταν πας να τα εφαρμόσεις.
Αφού όμως το ξέραμε αυτό,
τότε γιατί πιστεύαμε στα λόγια; Και τι σκοπεύουμε να κάνουμε τώρα που, μετά από
τόσα «μαθήματα», γίναμε πιο σοφοί;
Ας μη γελιόμαστε, φίλοι μου.
Στη διδακτική λέμε πως μαθαίνει εκείνος που είναι έτοιμος (ώριμος) να μάθει,
αλλά και που θέλει (έχει κίνητρο) να μάθει.
Δυστυχώς εμείς, ως λαός εννοώ,
ούτε ωριμάζουμε εύκολα, ούτε μας συμφέρει (μας βολεύει) να μάθουμε. Για έναν
απλούστατο λόγο. Γιατί τότε θα πρέπει να δούμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη!
Τα μάθατε; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου