Το
ένα πουλάκι:
Στο
γουρούνι πάει κουδούνι;
Μ’
αυτή την πολύ εύστοχη και σοφή παροιμία μάς δίδαξαν οι παππούδες μας κάτι πολύ
απλό: Δεν είμαστε όλοι για όλα!
Ο
καθένας έχει μια κλίση, μια ικανότητα, ακόμη κι έναν χώρο μέσα στον οποίο
κινείται άνετα. Δεν χρειάζεται να μπαίνουμε σε ξένα χωράφια.
Δηλαδή,
να αποκλείσουμε τις αλλαγές, ιδιαίτερα τις τολμηρές; Να ακυρώσουμε τις
καινοτομίες; Να πάψουν οι άνθρωποι να δοκιμάζουν τον εαυτό τους και το ταλέντο
τους σε νέα πεδία, να αναζητούν νέους ορίζοντες έκφρασης; Κάθε άλλο. Ας το
κάνουν κι αν τους βγει τους βγήκε. Να είναι όμως προετοιμασμένοι να σπάσουν και
τα μούτρα τους.
Θα
καταλάβετε, φαντάζομαι, ότι τόση ώρα προσπαθώ να κάνω μια εισαγωγή (που λένε
και στις τηλεοπτικές εκπομπές), προκειμένου να συζητήσουμε το θέμα που προέκυψε
με την επιλογή του Σάκη Ρουβά ως ερμηνευτή στο Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη,
σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη.
Υπάρχει
θέμα ή όπως συμβαίνει συνήθως, το μεγαλοποιούμε κι αυτό, σε δουλειά να
βρισκόμαστε;
Γιατί
όχι ο Ρουβάς; Τραγουδιστής δεν είναι; Ποιος είναι αυτός που θα του πει τι
μπορεί να τραγουδήσει και τι όχι; Που ξέρουμε, εκ των προτέρων και χωρίς να τον
ακούσουμε, ότι το αποτέλεσμα δεν θα είναι καλό;
Πριν
απαντήσουμε στα ερωτήματα, ας ξεκαθαρίσουμε πως στα έργα τέχνης, όπως επίσης σε
πάρα πολλά άλλα θέματα, υπάρχει ένας παράγοντας που ονομάζεται προσωπικό
γούστο. «Γούστος είναι αυτός», που έλεγε και ένας παππούς. Ας πούμε εμένα δεν
μου άρεσε καθόλου ούτε ο Πάριος, όταν τραγούδησε «ερωτικό Θεοδωράκη». Κάποιοι
μπορεί να ξετρελάθηκαν.
Αν
το δούμε έτσι, ίσως και να μην υπάρχει όριο. Να είστε βέβαιοι πως θα βρεθούν
ένα σωρό «ρουβίτσες», οι οποίες θα ξετρελαθούν με την ερμηνεία του ειδώλου
τους.
Θα
μου πείτε πως αυτές, πιθανότατα δεν έχουν τον Μπιθικώτση στη μνήμη τους, για να
συγκρίνουν.
Μην
το λέτε. Είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει παιδί που να τελείωσε το ελληνικό
σχολείο και δεν έχει ακούσει όχι μια αλλά πολλές φορές τουλάχιστον το «ένα το
χελιδόνι» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το
άλλο πουλάκι:
Ας
αφήσουμε το γούστο.
Κι
ας μιλήσουμε για ρεπερτόριο. Προσέξτε, δεν αναφέρομαι στο «ποιοτικό» ή όχι του
πράγματος, γιατί κι εδώ υπάρχουν ενστάσεις.
Θυμίζω
πως κι ο ίδιος ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν καταλάβαινε πολύ καλά τι τραγουδούσε,
στον καιρό του.
Είναι
γνωστή η ατάκα του προς τον Μανώλη Χιώτη: «Ρε, Μανώλη, τι είναι αυτά τα “άρμεγες
με τα μάτια σου το φως της οικουμένης”; Λες να μας πάρουν με τις πέτρες;»
Αφήνω
τις αντιδράσεις των «έντεχνων», των μουσικών της κλασσικής ορχήστρας που αρνούνταν
να παίξουν με έναν… μπουζουξή και αντέδρασαν, όταν είδαν ότι έπρεπε να έχουν ως
σολίστ τον Μανώλη Χιώτη.
Αυτά
βέβαια για τον «Επιτάφιο» που ηχογραφήθηκε τέσσερα σχεδόν χρόνια πριν από το
«Άξιον Εστί». Που σημαίνει ότι το 1964 ο Μπιθικώτσης ήταν ήδη καθιερωμένος από
τον Μίκη, που τον είχε βάλει και τραγουδούσε, εκτός από Ρίτσο, και Γκάτσο, και
Τάσο Λειβαδίτη, και Σεφέρη και Δημήτρη Χριστοδούλου, ακόμη και Μποστ.
Όμως
ο Μπιθικώτσης ήταν, ούτως ή άλλως, ένας λαϊκός τραγουδιστής. Τόσο τα ακούσματά
του, όσο και το ερμηνευτικό του ύφος δεν απείχαν πολύ από εκεί που ήθελε να τον
οδηγήσει ο Θεοδωράκης. «Το είχε», για να χρησιμοποιήσουμε μια σημερινή έκφραση.
Αυτό
ακριβώς, το να «το έχει», είναι κάτι που δεν έχει να κάνει μες τις φωνητικές
δυνατότητες ενός ερμηνευτή. Αν βάλετε έναν τενόρο, με την ολόσωστη φωνή του, να
τραγουδήσει Βαμβακάρη, θα βγει ένα αποτέλεσμα που δεν θα το αναγνωρίσουμε. Θα
είναι κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό από αυτό που ήταν το αρχικό τραγούδι ή
έστω οι γνωστές επανεκτελέσεις του, από ερμηνευτές του ρεμπέτικου.
Το
ίδιο κι αν βάλετε ψάλτη να τραγουδήσει μια…καντάδα. Θα δυσκολευτεί πολύ, παρά
την καλή του φωνή, να αποδώσει την… ελαφρότητα που χρειάζεται το κομμάτι.
Δεν
είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι υπάρχουν τραγουδιστές με συγκεκριμένο ρεπερτόριο και
μόνον αν είσαι… Νταλάρας μπορείς να τραγουδήσεις τα πάντα το ίδιο (καλά)!
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ο
Ρουβάς έκανε την επιλογή του.
Διάλεξε
ένα είδος τραγουδιού που έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις και μια τεχνική την
οποία ο άνθρωπος αναμφισβήτητα διαθέτει. Εμένα δεν μ’ αρέσει, αλλά ποιος με ρωτάει;
Ούτε δίσκο του έχω στην συλλογή μου, ούτε πήγα ποτέ να τον ακούσω, ούτε το
ραδιόφωνο που ακούω βάζει τραγούδια του.
Έλα
όμως που όσο περνούν τα χρόνια βλέπει πιθανότατα ο ίδιος (ή ο παραγωγός του)
πως οι «ρουβίτσες» αλλά και το είδωλό τους έχουν σαρανταρίσει προ πολλού και το
1991 που εμφανίστηκε στη δισκογραφία μοιάζει απίστευτα μακρινό. Το ίδιο και το Shake it
(2004) όταν οι αγριεμένες παρτενέρ του του έσκιζαν τα ρούχα επί σκηνής
και κατακτούσε την 3η θέση στο φεστιβάλ της Γιουροβίζιον.
Άρα
ήρθε η ώρα για κάτι πιο κοντά στα (ηλικιακά) μέτρα του. Όμως… το έχει; Θα
φανεί. Θυμίζω μια αντίστοιχη στροφή που επιχείρησε η Νατάσα Θεοδωρίδου,
τραγουδώντας στην Πολίτικη Κουζίνα. Έμεινε με την όρεξη για… ποιότητα.
Άρα
δεν μιλάμε για απαγορεύσεις, όπως λέει κι ο ίδιος Μίκης, αλλά για κάτι πολύ πιο
απλό. Όπως και να το κάνουμε, στο γουρούνι δεν πάει κουδούνι!
Θέλει δουλειά πολλή! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου