Το ένα πουλάκι:
Κάτι
πρέπει να σχολιάσουμε…
Πολύ τους λυπάμαι αυτούς τους
σχολιαστές, τους… κατ’ επάγγελμα. Πρέπει να βρίσκουν καθημερινά κάτι να ασχολούνται,
ασχέτως αν έχουν διάθεση, αν ενημερώθηκαν για τα τεκταινόμενα, αν υπάρχει κάτι
ενδιαφέρον…
Μου εξομολογήθηκε
κάποιος από αυτούς πως, συχνά, αισθάνεται όπως η… μητέρα του. Η οποία τους
έλεγε «αν σκεφτώ τι φαγητό να μαγειρέψω, είναι σαν να το μαγείρεψα κιόλας». Είχε,
βλέπετε, το καθημερινό βάσανο των μαμάδων όλου του κόσμου.
Που
στέκονται στη μέση της κουζίνας, όπως ο συγγραφέας μπροστά στη λευκή σελίδα.
Που πρέπει να τη γεμίσει, αφού πρώτα ξεπεράσει τον τρόμο του κενού. Έτσι,
λοιπόν και ο φίλος. «Άμα μου πει κάποιος τι να σχολιάσω, είναι σαν να το έχω
σχολιάσει ήδη».
Ευτυχώς
που εμείς δεν έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα. Εμείς πιάνουμε την καθημερινή
μας κουβέντα και όπου μας βγάλει. Κάτι θα πει ο ένας, κάτι θα προσθέσει ένας
άλλος, μέχρι που να πιούμε τον καφέ έχουμε συζητήσει για τα πάντα.
Μόνο
που κάποιες φορές προσπαθούμε να βγάλουμε από την κουβέντα τα θέματα που απασχολούν
την επικαιρότητα, γιατί απλώς το να τα συζητάς δεν οδηγεί πουθενά. Τότε όμως καταλήγουμε
να σχολιάζουμε τα σχόλια και τους σχολιαστές!
Να,
όπως χθες που κάποιος της παρέας ξεκίνησε να κάνει ανασκόπηση των γεγονότων της
εβδομάδας που πέρασε: «Είμαστε όμως, ρε παιδί μου, άλλο πράγμα! Πιστεύω πως δεν
πρέπει να υπάρχει στον κόσμο άλλη τέτοια κοινωνία».
Πώς
κατέληξε, για άλλη μια φορά, σ’ αυτό το συμπέρασμα; «Σε ποια άλλη κοινωνία
γίνεται ολόκληρος ντόρος από τις δηλώσεις που κάνει μια τραγουδίστρια,
οσοδήποτε σπουδαία και να είναι αυτή;
Είπε
κάτι το κορίτσι. Με γεια του με χαρά του. Γιατί πρέπει να ξεσηκωθεί το σύμπαν,
άλλοι να τρέξουν να την αρπάξουν από τα μούτρα και άλλοι να υπερασπιστούν αυτά
που δήλωσε. Έχει κι αυτή μια άποψη και την είπε. Απλώς».
Τότε
του θύμισα την κουβέντα του φίλου για τη μητέρα του που πρέπει κάτι να
μαγειρέψει κάθε μέρα. Έτσι και οι κατ’ επάγγελμα σχολιαστές. Από κάπου πρέπει
να εμπνευστούν. Ε, τι πιο εύκολο να πιαστείς από κάτι που «έχει ψωμί».
Το άλλο πουλάκι:
Σε
διαφορετική περίπτωση…
Έπρεπε
να σχολιάσουν την επίσκεψη Ερντογάν. Εκεί να δεις ψωμί. Το αστείο, αλλά και εντόνως
ανησυχητικό, είναι ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε σ’ αυτό· αν η επίσκεψη
είχε θετικά στοιχεία για τη χώρα μας ή όχι.
Και
δεν μιλάμε για απλή διαφωνία! Από το ένα άκρο, ότι δηλαδή επρόκειτο για
τεράστιο φιάσκο, μέχρι το άλλο, ότι ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του έλληνα
Πρωθυπουργού. «Δείτε το βίντεο με τα “χαστούκια” που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας
στον Ερντογάν», μας συμβούλευαν κάποιοι.
Από
αυτό, τώρα, μέχρι το ότι «δώσαμε στον τούρκο Πρόεδρο την ευκαιρία να διατυπώσει
εντός ευρωπαϊκού εδάφους τις ανήκουστες θέσεις του», ε, όπως να το κάνουμε,
έχει μια διαφορά. Όσο, να πούμε, η μέρα από τη νύχτα και κάτι παραπάνω.
Τι
είναι όμως αυτό που μας κάνει να παίρνουμε τόσο διαφορετικές και ακραίες
θέσεις; Για ποιο λόγο πρέπει, για το παραμικρό θέμα, να διχαστούμε και να
αρχίσουμε τον διαδικτυακό πετροπόλεμο, όπως κάποτε γειτονιά με γειτονιά;
Να,
είδατε τι είπα τώρα; Θυμήθηκα το παλιό παιδικό «άθλημα», τόσο αγαπητό στα
χρόνια που οι γειτονιές είχαν ακόμη χώμα και πέτρες. Αλήθεια, τι είχαν να
χωρίσουν μεταξύ τους και άρχιζαν χωρίς αιτία και αφορμή τον πετροπόλεμο;
Μιλάμε
για «γειτονιές» που βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή, που ο κάτοικος της μιας περνούσε
καθημερινά από την άλλη, που τα παιδιά πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και οι γονείς
εκκλησιάζονταν στην ίδια εκκλησία…
Μη
φανταστεί κανείς το αντίστοιχο φαινόμενο των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, όπου
κάθε γειτονιά, τεράστια συνοικία με χιλιάδες κατοίκους, αποτελούσε το
στρατόπεδο της συμμορίας που την ήλεγχε και εχθρικό έδαφος για κάθε ξένο.
Εδώ
μιλάμε για δυο τρεις δρόμους, για καμιά εικοσαριά πιτσιρικάδες, που έτσι, χωρίς
να γνωρίζουν πώς και πότε δημιουργήθηκε η «έχθρα» με τους διπλανούς, συνέχιζαν
την παράδοση του πετροπόλεμου, λες και είχαν ιερή υποχρέωση σε κάποιους
προγόνους.
Δηλαδή
στους λίγο μεγαλύτερους, οι οποίοι μεταλαμπάδευαν αυτό το «έθιμο» στους νεότερους,
μαζί με όλες τις τεχνικές που πρέπει να κατέχει ένας καλά εκπαιδευμένος
στρατός… της πέτρας.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ε,
αυτή είναι η απάντηση!
Στο
ερώτημα για ποιο λόγο διχαζόμαστε και μαλώνουμε για το πιο ασήμαντο θέμα.
Επειδή, ως κοινωνία, αρνούμαστε να ωριμάσουμε· μένουμε πάντα παιδιά, που έλεγε
και το παλιό εκείνο τραγουδάκι στην ταινία «ραντεβού στον αέρα».
Ένα από τα γνωρίσματα των
παιδιών είναι ότι δεν μπορούν να διακρίνουν το πρωτεύον από το δευτερεύον, το
σημαντικό από το ασήμαντο. Μπορούν να διαφωνήσουν και να μαλώσουν χωρίς
ουσιαστική αφορμή.
Μόνο
που εμείς δεν τους μοιάζουμε σε όλα. Γιατί τα παιδιά θα τα δεις, την επόμενη
στιγμή, να έχουν ξεχάσει τους καβγάδες και να παίζουν μαζί σαν να μην είχε
συμβεί τίποτε. Ε, εμείς δεν το κάνουμε αυτό.
Εμείς, μετά από κάθε καβγά,
συγκρατούμε πολύ καλά ποιοι ήταν μαζί μας και ποιοι εναντίον μας και τους την
έχουμε φυλαγμένη για την επόμενη φορά. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι
«παρατάξεις» αυτές είναι πολύ ευδιάκριτες.
Και να σκεφτεί κανείς ότι
θεωρούσαμε τριτοκοσμικό φαινόμενο τα γαλάζια και τα πράσινα καφενεία!
Το μεροκάματο του τρόμου!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου