ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

170404 (ΝΕΟ)ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Είναι η ελπίδα του τόπου!

Προσπαθώντας να διακρίνουμε μια νότα αισιοδοξίας σε όσα σκοτεινά και δυσοίωνα λέγαμε χθες, αναφέραμε την άποψη του κυρίου Θάνου Βερέμη πως η νέα γενιά αποτελεί ελπίδα για τη χώρα.

Τα παιδιά αυτά έχουν ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα. Φρόντισαν οι γονείς τους, πέρα από τα πολλά στραβά που έκαναν για να τα μεγαλώσουν, να τους δώσουν τεράστια εφόδια στον τομέα της εκπαίδευσης.

Μιλάμε για παιδιά που απέκτησαν πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά, για παιδιά που γνωρίζουν δυο και τρεις ξένες γλώσσες και μπορούν να σταθούν άνετα σε οποιοδήποτε, υψηλών απαιτήσεων, επαγγελματικό περιβάλλον.

Παιδιά που μεταναστεύουν όπως τη δεκαετία του ’50 οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους, αναζητώντας ένα (καλύτερο) μέλλον, μια επαγγελματική σταδιοδρομία ανάλογη των προσόντων που απέκτησαν στα θρανία.

Τα έχουν χαρακτηρίσει «τα καλύτερα μυαλά της χώρας», η οποία τα «χάνει», όπως και τότε έχανε τα πιο παραγωγικά χέρια, τους ανθρώπους εκείνους που μπορούσαν να εργαστούν για να ανοικοδομήσουν την κατεστραμμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο Ελλάδα.

Τα έχανε; Η αλήθεια είναι ότι οι μετανάστες ξενιτεύονταν επειδή δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Ως εργάτες δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά, καθότι η βιομηχανία της χώρας ήταν ανύπαρκτη. (Για θέση στο δημόσιο δεν μιλάμε, ήθελε… «μπάρμπα την Κορώνη».)

Ως γεωργοί και κτηνοτρόφοι έβλεπαν το βιος τους να χάνει καθημερινά την αξία του και να χάνεται τελικά και αυτό στα χέρια των επιτήδειων, χωρίς να μπορεί να τους προσφέρει ένα μέλλον ασφαλές.

Έτσι, παρατούσαν οικογένειες, παρατούσαν τα παιδιά τους στα χέρια των γονιών, έβγαζαν ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, και αναζητούσαν την τύχη τους… στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές. 

Από τη ζωή τους εκεί δεν κέρδισαν μόνο ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Νίκος Ξανθόπουλος, κέρδισε ολόκληρη η χώρα. Αφού τα χρήματα που έστελναν πίσω στην πατρίδα ήταν για χρόνια, μαζί με τα χρήματα των ναυτικών και το συνάλλαγμα των τουριστών, ένα τεράστιο έσοδο για τη χώρα.

Το άλλο πουλάκι:
Πόσες γενιές έζησαν έτσι;

Τα εμβάσματα από το εξωτερικό συντηρούσαν τους γονείς των μεταναστών και μεγάλωναν τα παιδιά τους. Με αυτά επισκευάστηκαν τα παλιά πατρικά σπίτια στο χωριά και αγοράστηκαν καινούρια διαμερίσματα στην πόλη.

Όταν οι περισσότεροι από τους μετανάστες επέστρεψαν, απόμαχοι πια, από το εξωτερικό, οι συντάξεις που εξακολούθησαν να καταφτάνουν κάθε μήνα πάντρευαν παιδιά και σπούδαζαν εγγόνια.

Ό,τι περίσσευε συμπλήρωνε το δάνειο των παιδιών για την αγορά του εξοχικού, όταν δεν πήγαινε στους γιατρούς, που προσπαθούσαν να επιδιορθώσουν κατεστραμμένες, από τη δουλειά και το κακό κλίμα της βόρειας Ευρώπης, υγείες.

Τα τελευταία χρόνια η εισροή τέτοιων «κεφαλαίων» σταμάτησε σιγά σιγά, καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι συνταξιούχοι εκείνοι φεύγουν από τη ζωή. Ό,τι είχαν να δώσουν για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους και την εθνική οικονομία το έδωσαν.

Τώρα πια αντιστράφηκαν οι όροι και το μόνο που αφήνουν στα παιδιά και τα εγγόνια τους είναι η υποχρέωση να πληρώνουν τον ΕΝΦΙΑ, για το σπίτι στο χωριό ή τα διαμερίσματα στην πόλη, που δεν μπορούν να πωληθούν και σπανίως νοικιάζονται.

Ήρθε όμως η σειρά της νέας γενιάς μεταναστών να πράξει το καθήκον της απέναντι στη χώρα. Οι νέοι αυτοί φεύγουν υπό σημαντικά καλύτερους όρους. Δεν κατευθύνονται πια στις φάμπρικες και στις στοές, αλλά στα καλύτερα πανεπιστήμια και νοσοκομεία.

Οι μισθοί που τους περιμένουν εκεί είναι ασυγκρίτως καλύτεροι από τα «επιδόματα» που θα έπαιρναν στην Ελλάδα, ή τις αμοιβές από «προγράμματα», αν ήταν τυχεροί και εργάζονταν σε κάποιο τέτοιο.

Για την ώρα δεν έχουν ιδιαίτερες υποχρεώσεις, οι γονείς τους αντέχουν ακόμη και τα φέρνουν βόλτα με τις συντάξεις. Όπως πάμε όμως (και με τη «διαπραγμάτευση» σε εξέλιξη) σύντομα θα χρειαστεί να τσοντάρουν και αυτοί για να μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα επιστρέψουν, άραγε, ποτέ;

Προσωπικά πολύ αμφιβάλλω. Θα χρειαστεί να περάσουν χρόνια πολλά, να βελτιωθούν θεαματικά οι συνθήκες στη χώρα μας (και να επιδεινωθούν αντίστοιχα εκεί όπου ζουν τώρα) για να αρχίσουν να σκέφτονται τον επαναπατρισμό.

Ωστόσο, να είστε σίγουροι πως όλο και θα στέλνουν το κατιτίς τους εδώ. Είτε με τη μορφή εμβασμάτων, είτε ως έξοδα διακοπών, ένα μέρος από το εισόδημά τους θα επιστρέφει στην πατρίδα.

Για όσο διάστημα τουλάχιστον θα ζουν και οι δικοί τους, και οι ίδιοι θα έχουν μια επαφή με τον τόπο -τα εξοχικά που είχαν αγοραστεί με τις συντάξεις των παππούδων θα είναι πάντα ένας πόλος έλξης-, η χώρα θα ωφελείται από τη δουλειά τους στο εξωτερικό.

Κάποιοι δεν αποκλείεται να επιστρέψουν και ως επενδυτές, όταν η κατάσταση το επιτρέψει. Άλλοι για να αξιοποιήσουν οικογενειακά κτήματα και άλλοι για να στήσουν νέες, καινοτόμες επιχειρήσεις.

Είπαμε ότι έχουν πλούσια προσόντα. Αν σ’ αυτά προστεθεί η εμπειρία και η τεχνογνωσία που θα πάρουν από το εξωτερικό, μην αμφιβάλλετε ότι, ακόμα αν δεν βρουν ευκαιρίες, θα μπορούν να τις δημιουργήσουν οι ίδιοι.

Αυτοί, με λίγα λόγια, θα βρουν το δρόμο τους. Αυτούς μην τους κλαίτε καθόλου. Εμείς που θα μείνουμε εδώ να δούμε τι θα κάνουμε. Θα μείνουμε με σταυρωμένα χέρια και θα περιμένουμε τη βοήθεια από τους… νεομετανάστες μας;

Ή θα αποφασίσουμε να αλλάξουμε νοοτροπία, να ξεφύγουμε από τη λογική του παρελθόντος και να προσπαθήσουμε να ξαναστήσουμε τη χώρα στα πόδια της;
 Έχει ο καιρός γυρίσματα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: