Το ένα πουλάκι:
Τι άλλο είχαμε τις μέρες που
απουσιάσαμε;
Α, ναι. Είχαμε τα εγκαίνια και την
παράδοση στην κυκλοφορία των τμημάτων εκείνων των εθνικών οδών που χρόνιζαν και
δεν έλεγαν να ολοκληρωθούν.
Είδατε πώς το λέω; Σαν να επρόκειτο
να ολοκληρωθούν... από μόνα τους. Επιτέλους όμως, μπορεί να κινηθεί κανείς σε
όλο το μήκος του εθνικού δικτύου με ταχύτητα, με ασφάλεια και, κυρίως, χωρίς
ταλαιπωρία.
Ανάποδα τα είπα; Φυσικά το σημαντικότερο
είναι η ασφάλεια, η οποία εξαρτάται οπωσδήποτε από την κατάσταση των δρόμων,
την κύρια ευθύνη όμως εξακολουθούμε να έχουμε εμείς που κινούμαστε σ’ αυτούς.
Και η ταλαιπωρία όμως δεν είναι
μικρό πράγμα. Αφήστε που ο εκνευρισμός και η κούραση είναι από τις βασικές
αιτίες ατυχημάτων. Δεν μας κάνουν χειρότερους οδηγούς, φροντίζουν όμως να
αναδείξουν τα όποια κουσούρια του καθενός.
Έτσι η άνεση στις μετακινήσεις μάς
παρέχει και ασφάλεια. Το κακό είναι ότι αυτή «προσφέρεται» συνήθως εις βάρος
τής ομορφιάς μιας διαδρομής. Ειδικά για τον Πλαταμώνα και τα Τέμπη που έτυχε να
διασχίσουμε κι εμείς τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα.
Υπάρχει αναμφισβήτητη άνεση, ειδικά
σε μέρες που μετακινούνται πολλά αυτοκίνητα. Έχει χαθεί όμως εντελώς η ομορφιά
της διαδρομής που ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές στο εθνικό οδικό δίκτυο της
χώρας.
Θα μου πείτε, αν εσύ θέλεις,
ακολούθησε και πάλι τον παλιό δρόμο, τίποτε δεν σε εμποδίζει. Έτσι είναι. Όμως
σχεδόν κανείς δεν το κάνει. Αφήστε που στη συγκεκριμένη διαδρομή νομίζω ότι οι
έξοδοι προς τον παλιό δρόμο έχουν κάποιο πρόβλημα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις τελετές
εγκαινίων. Ποτέ δεν κατάλαβα την μικροψυχία ορισμένων, όχι μόνον πολιτικών, να αρνούνται
να παραδεχτούν τη συμβολή και άλλων στην ολοκλήρωση ενός έργου, όσο μικρή κι αν
είναι αυτή η συμβολή.
Το μόνο που δείχνει αυτό είναι πως
διακατέχονται από φόβο και ανασφάλεια, αισθήματα που συντροφεύουν σταθερά
εκείνους που δεν έχουν την παραμικρή εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Πώς θέλουν μετά
να τους εμπιστευτούμε εμείς;
Το άλλο πουλάκι:
Είχαμε όμως και το πρωτοφανές
πλεόνασμα!
Γύρω από το οποίο στήθηκε μια μάχη,
όπως εκείνες τις ομηρικές που στήνονταν γύρω από το νεκρό σώμα ενός ήρωα. Κυβέρνηση
και αντιπολίτευση μαλώνουν ακόμη για το αν το πλεόνασμα είναι καλό ή κακό.
Το παράξενο, και αστείο συγχρόνως,
είναι πως η καθεμιά είναι υποχρεωμένη να υποστηρίξει ακριβώς τα αντίθετα από
εκείνα που υποστήριζε πριν από λίγα χρόνια.
Πέρα όμως από το τι υποστήριζαν
άλλοτε και τι τώρα, το πράγμα σοβαρεύει όταν σκεφτεί κανείς ότι το πλεόνασμα
αυτό ήταν πραγματικά αναπάντεχο. Κανείς δεν το περίμενε και μάλιστα τόσο μεγάλο.
Επομένως προκύπτει ένα ερώτημα.
Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σ’ αυτούς που αποφασίζουν για τις τύχες
του τόπου; Για να καταλάβετε, θα σας κάνω έναν… αθλητικό παραλληλισμό.
Έχεις μια ομάδα μπάσκετ, η οποία
ετοιμάζεται για μια δύσκολη αναμέτρηση. Ο προπονητής κάνει τα πλάνα του, τα
συστήματα και οι κομπίνες δουλεύονται καλά από τους παίκτες και όλα είναι
έτοιμα για τον κρίσιμο αγώνα.
Μόλις όμως γίνεται το τζάμπολ, η
ομάδα τα ξεχνάει όλα και αρχίζει να παίζει με… γιουρούσια. Ο καθένας παίρνει τη
μπάλα και σουτάρει από όπου μπορεί.
Φαίνεται όμως πως όλοι έχουν μια
διαβολική ρέντα και η ευστοχία τους είναι τόσο σκανδαλώδης και εκνευριστική που
στο τέλος κερδίζουν τους αντιπάλους. Ως εδώ καλά, το πρόβλημα ξεκινά όταν
αρχίζουν οι δηλώσεις και οι προβλέψεις για το μέλλον.
Αν τους ακούσεις να λένε «όλα πήγαν
όπως τα είχαμε σχεδιάσει στις προπονήσεις», ή αν υπόσχονται πως «με το ίδιο
πλάνο θα κινηθούμε και στα επόμενα ματς», τότε αρχίζεις να ανησυχείς σοβαρά για
την πορεία της ομάδας.
Κάπως έτσι και με το πλεόνασμα. Αν
ήταν αποτέλεσμα συστηματικών ενεργειών, θα έπρεπε όχι μόνο να ήταν καλοδεχούμενο, αλλά να είχε
προβλεφθεί. Πράγμα που δεν συνέβη -μας προέκυψε- γι’ αυτό και η αμηχανία της
κυβέρνησης.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Είχαμε και τον θάνατο του Στάθη
Ψάλτη.
Ο οποίος θάνατος μάς έδωσε, για
άλλη μια φορά, την ευκαιρία να παρατηρήσουμε μια παράξενη συμπεριφορά της
ελληνικής κοινωνίας. Συμπεριφορά που μόνο κόμπλεξ μπορεί να φανερώνει.
Αν πεθάνει κάποιος με μια -κατά
γενική ομολογία- αναγνωρισμένη αξία, θα βρεθούν πάντοτε εκείνοι που θα
«αποκαλύψουν» μια αρνητική του πλευρά, συχνά άσχετη και με την τέχνη του, και
θα σταθούν σ’ αυτήν, υπερτονίζοντάς την.
Ο Στάθης Ψάλτης δεν ανήκει στη
συγκεκριμένη περίπτωση. Η αξία του δεν ήταν γενικώς αναγνωρισμένη και η
ποιότητα της τέχνης του δεν γινόταν παραδεκτή από όλους. Σε περιπτώσεις σαν τη
δική του παρατηρούνται δύο τινά.
Πρώτα εμφανίζονται κατά χιλιάδες
όλοι εκείνοι που παρακολουθούσαν ή θαύμαζαν τη δουλειά του καλλιτέχνη και, ενώ
όσο ζούσε ντρέπονταν να εκδηλωθούν, τώρα πενθούν φανερά και «θρηνούν γοερά» για
τον θάνατό του.
Ύστερα έρχονται οι πιο σοφιστικέ,
εκείνοι που ψάχνουν να βρουν και να αναδείξουν κάποιες μεμονωμένες και
ξεχασμένες καλές στιγμές στην καριέρα του, για να «αποδείξουν» ότι επρόκειτο
για μεγάλο ταλέντο που… ξεστράτισε.
Ευτυχώς ή δυστυχώς όμως, η πορεία
και το έργο ενός καλλιτέχνη δεν κρίνονται από όσα λέγονται ή γράφονται τη
στιγμή που εκείνος πεθαίνει.
Υπάρχουν άλλα κριτήρια όπως οι εύκολες
ή δύσκολες επιλογές στην καριέρα του, οι δρόμοι που άνοιξε στην τέχνη του ή ο
βαθμός στον οποίο επηρέασε τους ομότεχνούς του…
Και αυτά αποτιμώνται σε βάθος
χρόνου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου