Το
ένα πουλάκι:
Οι Μανωλάδες!
Στον πληθυντικό κι όχι στον
ενικό, επειδή το φαινόμενο της εργασίας σε συνθήκες απαράδεκτες, χωρίς αμοιβή
και σε απόλυτη εξάρτηση από τον εργοδότη δεν είναι μεμονωμένο, αλλά το
συναντάμε ολοένα πιο συχνά κα μάλιστα εκεί που δεν θα το περιμέναμε(;)
Ένα εκατομμύριο μεροκάματα
χρειάζονται για να πραγματοποιηθεί η συγκομιδή μιας χρονιάς της φράουλας.
Καταλάβατε τώρα πόσο μεγάλη
διαφορά είναι αν το μεροκάματο έχει 23 ή 15 ή 8 ευρώ;
«Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη»!
Έτσι, έρχονται οι εργάτες από
το Μπαγκλαντές, οι οποίοι φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει κάποιου είδους
εξειδίκευση και μαζεύουν τη φράουλα με μεροκάματα πείνας. (Όχι εξειδίκευση στα
μεροκάματα πείνας, που και αυτό θα μπορούσες να το πεις, αλλά στο μάζεμα.)
Το λέω αυτό για την εξειδίκευση,
επειδή διάβασα ότι κάποιοι Βούλγροι ή Ρουμάνοι που τους αντικατέστησαν μάζευαν
μισή ποσότητα ημερησίως, 15 τελάρα, αντί για 30-35 που μαζεύουν οι
Μπαγκλαντεσιανοί. Όσο για τα μεροκάματα…
Πιθανότατα οι εργοδότες να
θεωρούν ότι τους καλοπληρώνουν κιόλας, αν σκεφτεί κανείς ότι το μεροκάματο στο
Μπαγκλαντές δεν ξεπερνάει το 1 ευρώ. Σου λέει εγώ σε δέκα μέρες σου δίνω τα
λεφτά που θα έβγαζαν στη χώρα τους σε ένα χρόνο. Γι’ αυτό, ας κόψω τα μισά, θα
πάρουν σε είκοσι μέρες αυτά που παίρνει ένας εργάτης στο Μπαγκλαντές ολόκληρη
τη χρονιά.
Έτσι, άλλα συμφωνούν, άλλα
τους δίνουν στο τέλος, τους έχουν και να «κατοικούν» σε θερμοκήπια,
κυριολεκτικά σαν τα ποντίκια, και μάλιστα τους κρατούν και ενοίκιο για τη
«στέγη» που τους παρέχουν.
Με το παραμικρό τους απειλούν
ότι θα τους καταδώσουν και θα απελαθούν και, άμα δουν τα ζόρια, τους πυροβολούν
«για εκφοβισμό», στέλνοντάς τους στο νοσοκομείο σοβαρά τραυματισμένους.
Αυτά σε μια χώρα που θέλει να
λέγεται σοβαρή, ευρωπαϊκή και πολιτισμένη, στην οποία υπάρχουν εργατικά κέντρα,
συνδικαλισμός, εργατική νομοθεσία και μηχανισμοί ελέγχου.
Μόνο ντροπή δεν υπάρχει.
Σε άλλες χώρες, όπου έχουν κι
εκεί περιόδους συγκομιδής που απαιτούν πολλά χέρια, υπογράφουν μια σύμβαση με
κάποια αφρικανική ή ασιατική χώρα, έρχονται οι εργαζόμενοι με άδεια και με
χαρτιά που τους επιτρέπουν να δουλέψουν για συγκεκριμένο χρόνο και σε
συγκεκριμένη παραγωγή, πληρώνονται και, όταν τελειώσει η συγκομιδή επιστρέφουν
στη χώρα τους.
Όλα νόμιμα, όλα υπό τον
έλεγχο του κράτους.
Το
άλλο πουλάκι:
Εδώ είμαστε ξέφραγο αμπέλι.
Συζητώντας προχθές για τους
καθηγητές και το ωράριό τους, κάποιος φίλος ανέφερε ότι το παιδί του εργάζεται
σε φροντιστήριο στη Θεσσαλονίκη και μας ρώτησε αν μπορούμε να φανταστούμε πόσες
ώρες την εβδομάδα διδάσκει.
Ε, όταν ο άλλος σου θέτει
έτσι το ερώτημα, εσύ πονηρεύεσαι και βάζεις κάτι παραπάνω για να τον «πιάσεις».
Είπαμε, λοιπόν, άλλος σαράντα, άλλος πενήντα ώρες και τον παρακολουθούσαμε να
μας κοιτά με χαμόγελο.
«Εκατό ώρες»!
Εκατό ώρες διδασκαλίας σε μια
εβδομάδα, εν όψει και των εξετάσεων, όχι ότι παλαιότερα έπεφτε ποτέ κάτω από
τις ογδόντα.
Μάλιστα όχι στο ίδιο κτήριο,
αλλά σε διάφορα «παραρτήματα» που έχει το φροντιστήριο στις συνοικίες της
Θεσσαλονίκης.
«Ξέρετε πόσο πληρώνεται;» μας
ρώτησε μετά ο φίλος.
«Αφήστε, μην παιδεύεστε. Δεν
πληρώνεται, διότι ο φροντιστής λέει πως δεν έχει να πληρώσει τους καθηγητές,
αφού και ο ίδιος δεν παίρνει λεφτά από τους γονείς».
Μας είπε μάλιστα ότι το παιδί
του, όπως και άλλοι καθηγητές, του πήγαν τους λογαριασμούς του νερού, του ηλεκτρικού,
του τηλεφώνου και τα κοινόχρηστα, ώστε να τα πληρώσει τουλάχιστον αυτά και να
μη μείνουν χωρίς νερό και τηλέφωνο.
Καθηγητές είναι κι αυτοί, σχολίασε
κάποιος, μάλιστα οι περισσότεροι όχι με ένα «ξερό» πτυχίο, αλλά με πολύ
περισσότερα προσόντα απ’ ό,τι εμείς που δουλεύουμε στα σχολεία.
Δεν συνέχισε την κουβέντα,
γιατί άρχισαν οι εκπαιδευτικοί της παρέας να τον κοιτάζουν περίεργα σαν να τον
ρωτάνε πού το πάει.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Εκεί που πάει μόνο του.
Διότι, κάποιος άλλος της
παρέας σχολίασε μια ακόμη περίπτωση «μαύρης εργασίας», εννοώντας εργασία που
μοιάζει με εκείνη που έκαναν οι σκλάβοι.
Μας είπε ότι ένα γνωστό του
«παιδί», αριστούχος της νομικής, έκανε την άσκησή του σε γνωστό ποινικολόγο της
Αθήνας.
Επί δύο χρόνια του έβγαζε όλη
τη δουλειά, εργαζόμενος από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς αργίες και δίχως
διακοπές.
«Ξέρετε πόσα χρήματα του
έδωσε ο ποινικολόγος, όλο αυτό το διάστημα», μας ρώτησε.
Καταλάβαμε ότι δεν είχε νόημα
να προσπαθήσουμε να μαντέψουμε.
«Τίποτα, μηδέν, ούτε ένα
ευρώ», απάντησε μόνος του. «Ούτε πενήντα ευρώ στη γιορτή του να κεράσει ένα
ποτό τους φίλους του. Δύο χρόνια σκληρής εργασίας. Για να μη μιλήσουμε για την
κλασική περίπτωση μεταπτυχιακών φοιτητών που κάνουν όλη τη δουλειά καθηγητάδων,
για να κερδίζουν εκείνοι τα λεφτά και τη δόξα…»
Έτσι είναι φίλοι μου. Γι’
αυτό σας είπα για «Μανωλάδες», στον πληθυντικό. Άνθρωποι των γραμμάτων, που
μάλιστα –θα το πω το παράπονό μου- τοποθετούν τον εαυτό τους στον… «προοδευτκό
χώρο», εκμεταλλεύονται με απαράδεκτο τρόπο την εργασία…συναδέλφων τους.
Ειδικά αυτό με τους
δικηγόρους και την «άσκηση» είναι μια θαυμάσια εφεύρεση που απορώ πώς δεν την
σκέφτηκαν και άλλοι κλάδοι, μηχανικοί, τοπογράφοι κλπ.
Κάτι άκουσα πως με νόμο του
Γιωργάκη υποχρεούνται να πληρώνουν τους ασκούμενους, αλλά οι νόμοι, απ’ ό,τι
φαίνεται, σταθμίζονται και μάλλον κυριαρχεί αυτός της προσφοράς και ζήτησης.
Σαν δεν ντρέπονται!
Μαυρίλα! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου