ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

150130 ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Κυβέρνηση έχουμε.

Τώρα, χρειαζόμαστε και αντιπολίτευση.
Μη βιάζεστε, ξέρω πολύ καλά τι θα μου πείτε. Ότι έχουμε, μάλιστα και αξιωματική και από τις άλλες.
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω κι ελάτε να το συζητήσουμε ψύχραιμα.

- Εμείς οι Έλληνες έχουμε ένα χούι.
- Σιγά το πράγμα. Μόνο ένα;
- Όχι, αλλά εγώ τώρα θα μιλήσω γι αυτό το ένα, το οποίο το ονομάζω το σύνδρομο του καλλιεργητή. Του Έλληνα καλλιεργητή. Είναι δική μου ορολογία και θα σας εξηγήσω πώς την επινόησα και πού είναι η εφαρμογή της στο κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο.

Ποιο είναι το σύνδρομο του καλλιεργητή;
Ο (Έλληνας, γι’ αυτόν μιλάμε πάντα) καλλιεργητής δεν ξέρει τι θέλει να καλλιεργήσει. Δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι ταιριάζει στο χωράφι του, τι ταιριάζει στον ίδιο, τι αγαπάει να κάνει στο κάτω κάτω. Δεν τον ενδιαφέρει επίσης να κάνει μια έρευνα αγοράς να δει ποιο προϊόν έχει ζήτηση, πού υπάρχουν προοπτικές για το μέλλον…

Πώς καλλιεργεί το χωράφι του;
Βλέπει τι βάζει ο διπλανός! Όχι ο οποιοσδήποτε διπλανός, αλλά εκείνος που πήρε πέρσι καλή σοδειά και καλή τιμή. Ή καλή επιδότηση.
Πήγε καλά η ντομάτα; Όλοι ντομάτα του χρόνου, με αποτέλεσμα, φυσικά, η τιμή να είναι χαμηλή και η χρονιά να μην πάει καλά.

Αυτή η λογική τής «μόδας» κυριαρχεί παντού. Έφτανε να ανοίξει ένας καφετέρια μέσα στην αγορά και σε λίγο οι καφετέριες γίναν περισσότερες από τα εμπορικά καταστήματα.
Θέλετε άλλο παράδειγμα; Έχετε μετρήσει πόσα μαγαζιά που πουλάνε χύμα αρώματα έχουν ανοίξει τελευταία στην αγορά;

Πόσο άρωμα πια να φορέσουμε;
Αμ’ το άλλο; Πόσα μαγαζιά έχουν ανοίξει με βότανα και όλα τα σχετικά; Τα έχετε μετρήσει; Τσάγια, αρωματικά κεριά, φυτικές βιταμίνες, θεραπευτικά βότανα, μπαχαρικά και ό,τι άλλο (δεν) χρειαζόμαστε, τουλάχιστον σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που να δικαιολογούν τόσα νέα καταστήματα.

Το άλλο πουλάκι:
Δεν μιλάμε για μόδα γενικώς!

Δεν μιλάμε καν για το φαινόμενο του μιμητισμού, το να αγοράσουμε όλοι θηριώδη τζιπ, ακόμη κι αν η εξόρμησή μας στα βουνά είναι μέχρι τους πρόποδες του Κορυλόβου.
Μιλάμε για τη λογική της «μονοκαλλιέργειας», όλοι κάνουμε αυτό που βλέπουμε στον άλλο να έχει κέρδος.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην πολιτική.
Θα αναφέρω δυο παραδείγματα, ένα πρόσφατο κι ένα παλαιότερο, που θα το λέγαμε και διαχρονικό.
Πώς αντέδρασε ο Αντώνης Σαμαράς στο εκλογικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών;

Ελάτε, τα έχουμε ξαναπεί αυτά.
Πολύ σωστά! Δεν προσπάθησε να δει τι δεν πάει καλά στην πορεία των αλλαγών που (με χίλια ζόρια και δυο χιλιάδες πιέσεις) είχε ξεκινήσει, παρά προσπάθησε να μιμηθεί τους αντιπάλους.
Έγινε ένα κόμμα που αντιπολιτευόταν τον εαυτό του και, στη συνέχεια, μιμήθηκε εντελώς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πήγε να παίξει μπάλα στο αντιμνημονιακό γήπεδο. Σκίζουν τα μνημόνια αυτοί; Εμείς τα σκίζουμε πιο μπροστά. Χαρίζουν τον ΕΝΦΙΑ αυτοί; Τον χαρλιζουμε εμείς στα σίγουρα… Και έχασε.

Μια παρατήρηση εδώ. Αν θέλετε τη γνώμη μου, οι ψηφοφόροι έπρεπε να είναι πολύ πιο αυστηροί με τον κύριο Σαμαρά. Διότι τώρα, με το ποσοστό που του έδωσαν, αυτός έχει κατσικωθεί στην προεδρία του κόμματος και δύσκολα τον ξεκουνάς. Σου λέει «δεν χάσαμε και πολλές ψήφους, αναμενόμενη ήταν μια μικρή πτώση για κυβέρνηση που αναγκάστηκε να πάρει τόσο δυσάρεστα μέτρα».
Ενώ αν έπαιρνε ένα πολύ μικρότερο ποσοστό…

Είπαμε όμως πως έχουμε κι ένα παλιότερο παράδειγμα.
Αφορά και πάλι το ίδιο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία. Η οποία, στην προσπάθειά της να αντιπολιτευτεί το τότε ΠαΣοΚ, κατέληξε να γίνει ένα κακέκτυπό του. Κι έτσι –πώς το έλεγε το παλιό εκείνο αστείο;- όποιον και να ψήφιζες πάλι «αυτοί» έβγαιναν.
Και είδαμε τα χαΐρια τους.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Χρειαζόμαστε λοιπόν αντιπολίτευση.

Θυμίζω ότι μια σωστή αντιπολίτευση είναι πολύτιμη όχι μόνο στη χώρα, αλλά και στην κυβέρνηση. Μ’ αυτό τον τρόπο εξάλλου γίνεται χρήσιμη και στον τόπο, αφού συγκρατεί την κυβέρνηση από κακούς και επικίνδυνους χειρισμούς.

Δηλαδή, για να επανέλθουμε στο πρώτο παράδειγμά μας, η κυβέρνηση Σαμαρά δεν θα ήταν τόσο χάλια, αν και η αντιπολίτευση έκανε σωστά τη δουλειά της. Αυτό είναι και ένα αντεπιχείρημα σε όσους χρησιμοποιούν τη δικαιολογία «ναι, αλλά αυτοί δεν κυβέρνησαν ποτέ».

Ποιος μπορεί να αναλάβει το ρόλο μιας σοβαρής αντιπολίτευσης; Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό και για «το ποτάμι», το οποίο καλείται να καλύψει ένα μεγάλο κενό.
Δεν αρκεί όμως μόνο του. Διότι η χώρα, εκτός από μια σοβαρή κεντροαριστερά, θα πρέπει να έχει και μια εξίσου σοβαρή κεντροδεξιά παράταξη.

Ελπίζω, μετά από τόσα που είπαμε, να μη βρεθεί να πει κανείς «και τι σε κόφτει εσένα για την κεντροδεξιά».
Αν θέλετε κι άλλο επιχείρημα, να σας πω πως στην πολιτική, όπως και στη φύση, το κενό δεν είναι ανεκτό. Το όποιο κενό πάει να σχηματιστεί έρχεται να το καλύψει κάτι άλλο.

Είδατε τι πάθαμε που μείναμε χωρίς αντιπολίτευση λόγω συγκυβέρνησης ΠαΣοΚ, Νέας Δημοκρατίας (και ΔΗΜΑΡ). Το κενό καλύφθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τους Καμμένους και τη Χρυσή Αυγή.
Τώρα να δούμε…

Ισχυρή αντιπολίτευση
ίσον σοβαρή αντιπολίτευση!

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

150129 ΣΧΟΛ(Ι)ΑΣΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Σχόλιο στο σχόλιο.

Έχει ενδιαφέρον, αυτές τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές, να διαβάζει κανείς πώς σχολιάζουν διάφοροι, ένθεν και ένθεν, το εκλογικό αποτέλεσμα.
Φυσικά μιλάω για σοβαρούς σχολιαστές, όχι για ακραίους τύπους που, αν τους διαβάζεις τους κάνεις μεγάλη χάρη -εκτός του ότι αηδιάζεις.

Το ενδιαφέρον είναι ότι στην τοποθέτηση κάποιου σχολιαστή απαντούν με δικά τους σχόλια αναγνώστη από όλες τις πλευρές, μάλιστα, με τις δυνατότητες που μας δίνει η τεχνολογία, συχνά απαντούν και ο ένας στον άλλο.

Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω τμήμα ενός τέτοιου «διαλόγου».
Γράφει στην Καθημερινή ο Παντελής Μπουκάλας: «Οι πολίτες υπερψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να γνωρίζουν όλοι ή να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για το ποιες οι συνιστώσες του και οι μεταξύ τους διαφορές. Ψήφισαν εξίσου (ή περίπου) ΣΥΡΙΖΑ και Τσίπρα. Με θυμό, αλλά και προσδοκώντας μερική έστω αλλαγή της ασφυκτικής καθημερινότητάς τους και σαφέστερο σεβασμό των δημοκρατικών κανόνων και της εθνικής αυτοτέλειας.

Κατέθεσαν την ψήφο τους χλευάζοντας τις σφόδρα αντιδημοκρατικές προσπάθειες του ξένου παράγοντα (της Τρόικας, των Βρυξελλών, μεγάλων ΜΜΕ και όμως ιδιαιτέρως της γερμανικής ηγεσίας) να χειραγωγήσουν τους Έλληνες ψηφοφόρους διά του φόβου.

Έτσι, ένα κόμμα της Αριστεράς και μάλιστα της ριζοσπαστικής και όχι της σοσιαλδημοκρατικής, είδε το ποσοστό του να οκταπλασιάζεται εν συγκρίσει με το 4,6% του 2009. Το μεγαλύτερο εκλογικό ποσοστό κόμματος της Αριστεράς ήταν το 24,42% τη ΕΔΑ το 1958. Πάνω από μισόν αιώνα πριν».

Και καταλήγει ο εξαίρετος αυτός δημοσιογράφος:
«Με την ιστορικής σημασίας νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο μεταπολιτευτικός κύκλος, που τόσες φορές είπαμε ότι έκλεισε, έκλεισε πράγματι με τρόπο σημαδιακό με την άνοδο στην εξουσία ενός κόμματος που ο πρόεδρός του γεννήθηκε το 1974, με την έναρξη ακριβώς της Μεταπολίτευσης. Στον κύκλο που ανοίγει, η Αριστερά οφείλει να αποδείξει ότι οι ιδέες της δεν προορίζονταν για τον ασφαλή χώρο της αντιπολίτευσης».

Το άλλο πουλάκι:
Κάποιες παρατηρήσεις.

Όταν το ΠαΣοΚ ήρθε στην εξουσία το 1981, δεν ήταν καθόλου «κεντροαριστερά», όπως λέμε σήμερα, που ξεχνάμε όχι μόνο την τότε ιδεολογική τοποθέτηση του «κινήματος», αλλά ακόμη και τα κεντρικά του συνθήματα.

Θυμίζω ότι μέσα σ’ εκείνο το ΠαΣοΚ υπήρχαν άνθρωποι που οι θέσεις τους δεν συγκρίνονταν σε… αριστεροσύνη -αν μου επιτρέπεται ο όρος- όχι με του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε με της αριστερής πλατφόρμας του.
Αλλά και ολόκληρου του ΠαΣοΚ (του τότε ΠαΣοΚ) το πρόγραμμα και οι διακηρύξεις βρισκόταν πολύ πιο αριστερά.

Είδαμε όμως τι έγινε.
Δυστυχώς, οι «στροφές», για να μην πω οι «κωλοτούμπες», έχουν ένα κακό. Πετάνε έξω από το όχημα πολύ κόσμο και όχι πάντοτε τον πλέον εκλεκτό και απαραίτητο για να προχωρήσει μια προσπάθεια ουσιαστικών αλλαγών.

Υπάρχει και μια άλλη διαφορά, πολύ πιο σημαντική, που μπορεί να μας προϊδεάσει για το μέλλον, αφού από την ιστορία πρέπει να διδασκόμαστε. Το ΠαΣοΚ του 1981 δεν είχε μόνο ψηφοφόρους, όπως συμβαίνει τώρα, με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είχε τεράστιο αριθμό και μεγάλη κλίμακα στελεχών, σε όλους τους χώρους. Μέσω δε του συνδικαλισμού ήλεγχε τα πάντα, μέχρι και «τα παγκάρια των εκκλησιών», όπως συνήθιζε να λέει ένας φίλος.

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ελάχιστη έως καθόλου δύναμη στα συνδικάτα και γενικότερα στα διάφορα συλλογικά όργανα, αφού σε πολλούς μαζικούς χώρους, μέχρι πριν από δύο χρόνια, δεν υπήρχε καν δικό του ψηφοδέλτιο.

Βεβαίως, τώρα θα βρεθούν πολλοί «πρόθυμοι» να στηρίξουν ένα νέο άνοιγμα και στον συνδικαλισμό, όμως καταλαβαίνετε πως αυτό, από μόνο του, εμπεριέχει έναν τεράστιο κίνδυνο.
Είπαμε, να διδασκόμαστε κάτι και από την ιστορία.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ποιοι θα στηρίξουν τα μέτρα;

Με τον κακό τρόπο που συνηθίσαμε να πολιτευόμαστε -και σ’ αυτό έχει τεράστια ευθύνη και η αριστερά- την επόμενη μέρα τα συνδικάτα που ελέγχονται από αντιπολιτευόμενες δυνάμεις θα κατέβουν σε απεργίες. Το ΚΚΕ το έχει δηλώσει ευθέως πως θα κάνει τη ζωή του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολη και τι νομίζετε ότι θα κάνουν ΠαΣοΚ και ΝΔ;

Εκτός εάν τα μέτρα είναι τόσο φιλολαϊκά, οπότε αλλάζει το πράγμα. Μένει να το δούμε, αφού συνεννοηθούμε πρώτα τι ακριβώς εννοεί ο καθένας με το «φιλολαϊκό». Πάντως εμείς το λέμε από τώρα το  «όλα τζάμπα για όλους» όχι απλώς δεν είναι φιλολαϊκό, αλλά είναι και άδικο.

Είπαμε όμως για σχόλια σε σχόλια…
Σας διαβάζω κάτι που έγραψε κάποιος, προφανώς γνωστός του Παντελή Μπουκάλα θέλοντας να σχολιάσει τα παραπάνω:
«Πάντα μετρημένος και σοφός, ρε Παντελή. Μ’ αρέσουν οι ισορροπίες που κρατάς. Εν πάση περιπτώσει αυτό είναι ένα αναμφισβήτητα ιστορικό γεγονός και μια δικαίωση για όσους έχουν μια ηλικία. Είμαστε συνομήλικοι και πιθανόν να έχεις νιώσει τι «πα να πει δεξιά», από τότε που έκλεβαν το βαμβάκι του πατέρα μου, με το πρόσχημα ότι… έπεσε έξω ο βαμβακέμπορος και μέναμε στην ανέχεια, με βαρείς χειμώνες, χωρίς να μπορείς δίκαιο».

Και συνεχίζει (η ορθογραφία πάντα δική μου):
«Τους μίσησα όσο τίποτα στον κόσμο κι αυτό το μίσος είναι άσβεστο, Παντελή. Τα γράφω αυτά και κλαίω αυτή τη στιγμή, γι αυτό σου λέω αυτή η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι δικαίωση.
Κι ας γίνουν όλα κουρνιαχτός αύριο…»

Πώς σας φαίνεται;

Δικαίωμα στο σχόλιο!

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

150128 ΧΑΜΕΝΟ

Το ένα πουλάκι:
Ποιοι έχασαν στις εκλογές;

Όπως συμβαίνει συνήθως στις εκλογικές αναμετρήσεις της χώρας, μετά την καταμέτρηση των ψήφων, νικητές υπάρχουν πολλοί. Ηττημένους σπάνια συναντάς. Ακόμα κι εκείνοι που είναι εντελώς έξω από τους στόχους τους, έτσι όπως τους είχαν θέσει προεκλογικά, πάντοτε βρίσκουν μια δικαιολογία για να πουν πως, αν δεν κέρδισαν, τουλάχιστον δεν έχασαν.

Δείτε, για παράδειγμα τον κύριο Σαμαρά. Εκείνο που βρήκε να πει είναι πως έπεσε μόνο (άκου, μόνο) δύο ποσοστιαίες μονάδες, από τις προηγούμενες εκλογές. Πράγμα συνηθισμένο για κυβερνήσεις. Άρα δεν έχασε.

Με μια αντίστοιχη λογική δεν έχασε και το ΠαΣοΚ, αφού το ποσοστό που του έλειπε το… βρήκε κάποιος «δικός τους».
Ασχέτως, λοιπόν, αν πήγαινε για τρίτη θέση και βρέθηκε στην έβδομη κάποιοι θεωρούν ότι το κόμμα τα πήγε σχετικά (βάζουν κι ένα «σχετικά») καλά στις εκλογές.

Τι κι αν, στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, το ποσοστό τους ήταν κάτω από εκείνο της Ένωσης Κεντρώων; Θυμίζουμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι και η έδρα του και εκεί ο Βαγγέλης έχασε από τον Λεβέντη, με λάμδα κεφαλαίο, μην πάει ο νους σας πουθενά αλλού.

Με αφορμή το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, καλό θα είναι να σκεφτούμε και πάλι το παλιό ερώτημα.
Υπάρχει καλή και κακή ψήφος; Υπάρχει ψήφος ανώτερη και κατώτερη; Ποιοτική ή για πέταμα; Ψήφος σοβαρή ή για γέλια;

Αυτό είναι κάτι που, για να απαντηθεί, πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά. Διότι, στην προσπάθειά μας να το διερευνήσουμε, αγγίζουμε την ουσία της δημοκρατίας, η οποία, όπως συχνά συζητιέται, έχει ένα μειονέκτημα. Όλοι ψηφίζουν. Και όλες οι ψήφοι μετρούν το ίδιο.

Αφού λοιπόν η δημοκρατία παρέχει δικαίωμα ψήφου σε όλους και μετρά όλες τις ψήφους το ίδιο, αν αμφισβητήσεις τα αποτελέσματα αυτού του δικαιώματος, είναι σαν να αμφισβητείς την αξία της δημοκρατίας.
Μάλιστα. Όλοι ψηφίζουμε, άρα ό,τι κι αν ψηφίζει ο καθένας είναι -πρέπει να είναι- σεβαστό.

Το άλλο πουλάκι:
Όχι από όλους και όχι πάντα.

«Τρεις στους εκατό ψηφοφόρους», μου έλεγε ένας φίλος, «ψήφισαν τον Λεβέντη και τον Γκλέτσο», αφήνοντας υπονοούμενα για την «σοφία» των ψηφοφόρων, που συχνά εκθειάζεται από πολλούς.

Προσέξτε όμως. Την ίδια γνώμη μπορεί να έχουν πολλοί, αλλά δεν την λένε ανοιχτά. Το κυριότερο; Δεν είναι ίδια η γνώμη τους για όλα τα μικρά κόμματα και τους επικεφαλής τους, οι οποίοι μπορεί επίσης να θεωρηθούν «γραφικοί».
Σε καμιά περίπτωση. Αμέσως θα ειρωνευτούν με μεγάλη ευκολία το κριτήριο κάποιου που ψηφίζει Γκλέτσο, όχι όμως του άλλου που ψηφίζει μια από τις πολλές παραλλαγές των σταλινικών κομμάτων.

Τα οποία, όπως ακριβώς και η «Ένωση Κεντρώων», κατεβαίνουν επί χρόνια στις εκλογές και παίρνουν τις ψήφους ορισμένων ταγμένων, άντε και μερικών φίλων ή συγγενών τους.
Έτσι είναι όμως η δημοκρατία. Εκτός από το δικαίωμα του εκλέγειν, υπάρχει και το επίσης ιερό δικαίωμα του εκλέγεσθαι.

Αν αρχίσουμε να ειρωνευόμαστε εκείνους που θεωρούμε ότι το ασκούν χωρίς να έχουν αίσθηση της πραγματικότητας, τότε δυναμιτίζουμε τα θεμέλιά της.
Με άλλα λόγια και μόνο το γεγονός ότι αυτές οι υποψηφιότητες υπογραμμίζουν πως έχουμε ελεύθερες εκλογές, τους δίνει ένα νόημα.

Προσοχή! Δεν λέω πως πρέπει να ψηφίζουμε οτιδήποτε με ελαφριά καρδιά ή να μην έχουμε κριτήρια επιλογής, αφού όλοι έχουν δικαίωμα να κατεβαίνουν στις εκλογές. Ίσα ίσα που τα κριτήριά μας αυτά πρέπει να είναι πολύ αυστηρά. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να αποτρέψουμε εκείνους που κατεβαίνουν χωρίς να το καλοεξετάσουν ή που σκέφτονται οι ίδιοι διάφορα για τους ψηφοφόρους (ζώα, βόδια κ.λπ.)

Αν, ωστόσο, το ερώτημα δεν τίθεται για τους υποψηφίους αλλά για εκείνους που τους ψηφίζουν και τα κριτήρια με τα οποία το κάνουν, θα σας θυμίσω πως, τις περισσότερες φορές, τα κριτήρια αυτά είναι πολύ πιο υψηλά από κάποια άλλα, εντελώς ωφελιμιστικά, που οδηγούν χιλιάδες ψηφοφόρους στο να στηρίζουν τα λεγόμενα μεγάλα κόμματα.

Τουλάχιστον αυτοί κάτι βρίσκουν, κάτι εκτιμούν, κάτι προσέχουν στις αποκαλούμενες «περιθωριακές» περιπτώσεις, τη στιγμή που οι άλλοι σκέφτονται απλώς θέσεις, βολέματα ή ψηφίζουν ό,τι τους πουν συγγενείς, γνωστοί και φίλοι.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ας επανέλθουμε όμως στους χαμένους.

Που, όπως είπαμε, δεν το παραδέχονται.
Λοιπόν, ένας τρόπος για να διαβάσεις τα αποτελέσματα είναι το να αναζητήσεις ηττημένους όχι σε πρόσωπα αλλά σε στάσεις και νοοτροπίες.
Ας πούμε, μπορεί να έχασε η στάση της Άντζελας Γκερέκου, όμως σε άλλες περιπτώσεις οι ψηφοφόροι στήριξαν τις μεταγραφές.

Εκείνο που έχασε σίγουρα ήταν ο φόβος, η προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι πολίτες και να στραφούν προς κάτι κακό μεν, σίγουρο δε. Οι ψηφοφόροι δεν φοβήθηκαν και τόλμησαν, γυρίζοντας την πλάτη σε όσους επένδυσαν στην κινδυνολογία.

Έχασαν επίσης οι παλαιοκομματικές πρακτικές, αν κρίνουμε από τη στροφή που επιχείρησε ο κύριος Σαμαράς, μετά τις ευρωεκλογές και τους τύπους στους οποίους εμπιστεύτηκε όχι τη σωτηρία της χώρας, αλλά τη σωτηρία της παράταξής του.

Έχασε όμως και η προσπάθεια να τεθεί η Χρυσή Αυγή εκτός κοινοβουλευτικού παιχνιδιού και αυτό είπαν μια άλλη ιστορία την οποία πρέπει να σχολιάσουμε χωριστά.
Διότι η δημοκρατία, όπως είπαμε, έχει χώρο για όλους, τι γίνεται όμως με εκείνους που απλώς την εκμεταλλεύονται;

Θα τα πούμε.

Χαμένοι και «χαμένοι»!

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

150127 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Έτσι έπρεπε να γίνει.

Αυτή η «αντιμνημονιακή Ελλάδα» έπρεπε να εκφραστεί και πολιτικά και αυτό συνέβη στις προχθεσινές εκλογές.
Κερδισμένος – μεγάλος κερδισμένος- ο ΣΥΡΙΖΑ και από κοντά όλα τα κόμματα που τάχθηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά των μνημονίων.

(Τα αυθεντικά, έτσι; Διότι και άλλοι τα έβαλαν με τα μνημόνια, στα λόγια και στις πράξεις, ξεχνώντας όμως τον παλιό κανόνα που λέει πως όταν έχεις το αυθεντικό είσαι μεγάλο κορόιδο αν προτιμάς την απομίμηση.)

Ποιο σαφές δε μπορούσε να γίνει: Δεν θέλουμε τα μνημόνια. Τελεία και παύλα. Τι θέλουμε; Τι πιστεύουμε; Τι ελπίζουμε; Ως κοινωνία εννοώ, ως εκλογικό σώμα, όχι ατομικά ο καθένας.
Αυτά θα πρέπει να περιμένουμε για να τα δούμε. Θα εκφραστούν σε κάποια από τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.

Για την ώρα ξέρουμε ποιος θέλουμε να μας κυβερνήσει. Ή μάλλον ποιοι, αφού μπορεί να δώσαμε ξεκάθαρη εντολή, δεν δώσαμε όμως αυτοδυναμία. Θεωρώ πως κι αυτό ήταν μια έξυπνη κίνηση του «σοφού», όπως τον αποκαλούν λαού.
Έτσι, για να φανεί ποιοι είναι με ποιους.

Το ποιος το είπαμε. Πώς θέλουμε να κυβερνήσει;
Εδώ η απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο έμμεσα, από σπόντα. Ας πούμε «όπως δεν κυβέρνησαν οι άλλοι».
Ή «όπως περιγράφεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που πήρε την εντολή».

Στο σημείο αυτό μπορεί να διακρίνει κάποιος και μια δόση ελπίδας, από εκείνη την ελληνική, την παραδοσιακά δική μας, η οποία δεν στηρίζεται σε δεδομένα, αλλά στην πεποίθηση πως στο τέλος όλα θα γίνουν όπως πρέπει και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Το έβλεπα περισσότερο στα βλέμματα των νέων παιδιών που πανηγύριζαν έξω από τα εκλογικά κέντρα των νικητών και έλεγα πως αυτό, από μόνο του, είναι κάτι πολύ σημαντικό.

Κοντά σ’ αυτά τα παιδιά έφτασα να ελπίζω κι εγώ. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, σίγουρα η ηλικία παίζει το ρόλο της, κάτι περισσότερο διαισθάνονται αυτοί οι νέοι άνθρωποι, κάτι νιώθουν στην ατμόσφαιρα που δεν το νιώθουμε εμείς οι μεγαλύτεροι.

Κάποιοι από εμάς τους μεγαλύτερους. Διότι υπάρχουν πάρα πολλοί που κι αυτοί ελπίζουν –είπαμε με ποιον τρόπο- πως είναι δυνατόν τα πράγματα να γίνουν πιο εύκολα, με λιγότερο κόπο, χωρίς θυσίες. Στο κάτω κάτω, λένε οι πιο συνετοί, αρκετά πληρώσαμε.

Το άλλο πουλάκι:
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.

Διότι αυτές ακριβώς τις ελπίδες έχει να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ και μακάρι να βρει τον τρόπο να το κάνει.
Όχι έτσι όπως το εννοείτε. Όχι να τις «διαχειριστεί» επικοινωνιακά, αλλά να τους δώσει υπόσταση, να πραγματοποιήσει όσες περισσότερες μπορεί.

Τι είπα τώρα; Πραγματοποιούνται οι ελπίδες; Τέλος πάντων, εσείς καταλάβατε πολύ καλά τι εννοούσα.
Οι πολίτες έδειξαν με την ψήφο τους ότι επιθυμούν μια -πώς το είπε ένας φίλος;- «αριστερόστροφη» πολιτική.

Μια πολιτική που θα νοιάζεται τους πλέον αδύναμους που θα μοιράζει πιο δίκαια τα βάρη, που θα ξανακάνει κοινωνικό αγαθό την υγεία και την παιδεία, που θα αγγίξει τις ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες…

Όλα αυτά έτσι είναι και ποιος δεν τα θέλει.
Το θέμα όμως βρίσκεται αλλού, στο… θέμα που μας έβαζαν να αναπτύξουμε οι φιλόλογοι στα γυμνασιακά μας χρόνια: Δει δη χρημάτων…
Κακά τα ψέματα, το παιχνίδι θα κριθεί στην οικονομία, εκεί κρίνεται πάντοτε. Και εκεί βρισκόταν οι ενδοιασμοί και οι αντιρρήσεις όσων δεν εμπιστεύονταν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πού θα βρεθούν τα λεφτά; Υπάρχουν λεφτά; Από πού θα τα πάρουμε; Με τι κόστος και τι ανταλλάγματα;
Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία οφείλει να απαντήσει, και μάλιστα γρήγορα, η νέα κυβέρνηση. Κάποιοι απαντούν βιαστικά για λογαριασμό της. «Θα ανοίξουν οι διάφορες “λίστες” και θα μπουν στα ταμεία του κράτους ένα σωρό χρήματα», ισχυρίζονται.

Ακούγεται εύκολο, φαίνεται όμως να μη λαμβάνει υπόψη του ότι το ίδιο, πάνω κάτω, είχε πει και ο Γιωργάκης (το υποκοριστικό λόγω εκλογικού αποτελέσματος) και δεν μπόρεσε να το κάνει, έχοντας πολύ μεγαλύτερο ποσοστό.

Στην οικονομία, λοιπόν. Διότι στα άλλα, τα ανώδυνα, όπως ας πούμε η κατάργηση της αξιολόγησης στο δημόσιο, τα πράγματα είναι πιο βατά.
Την κάνεις και τελειώνεις, έχοντας ικανοποιήσει ένα βασικό «λαϊκό αίτημα» και μια μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων.
Με την οικονομία τι γίνεται.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Κοντός ψαλμός αλληλούια!

Εδώ θα είμαστε και θα το δούμε. Εξάλλου ο αέρας μιας μεγάλης νίκης είναι ένα ισχυρό όπλο από μόνο του. Μη ξεχνάμε ότι οι ευρωπαίοι εταίροι μας, έχοντας μια μακρά δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση, σέβονται τη λαϊκή ετυμηγορία, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι εμείς οι ίδιοι.

Αυτό δεν σημαίνει ότι κάνουν τα χατίρια σε κάθε εντολοδόχο αυτής της ετυμηγορίας, σίγουρα όμως συζητούν μαζί του και τον ακούν προσεκτικά. Από εκεί και πέρα…
Μη ξεχνάμε πως και οι ίδιοι κάποιες εντολές λαμβάνουν από τους δικούς τους ψηφοφόρους.

Έχει λοιπόν η νέα κυβέρνηση ένα ισχυρό όπλο. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι τα όπλα πρέπει να τα χειριζόμαστε με ιδιαίτερη προσοχή. Όσο πιο ισχυρά είναι τόσο περισσότερο μπορούν να βλάψουν εμάς τους ίδιους, σε περίπτωση λάθους χειρισμού ή ατυχήματος.

Ας μην είμαστε όμως απαισιόδοξοι, μέρες που είναι.
Όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Τα χειρότερα είναι πίσω μας. Εξάλλου, η αισιοδοξία δεν κοστίζει τίποτε.
Ή μήπως κοστίζει;
Καλορίζικα!

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

150126 ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Λίγη λογοτεχνία!

«Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες αλλαγές. Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή. Φανταστείτε μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας. Εσείς που διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δνε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα».
Κάρολος Ντίκενς, Μεγάλες Προσδοκίες

Διαβάζω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, εκδόσεις Πατάκη, 2013:
«Οι “Μεγάλες Προσδοκίες” είναι η υπέροχη ιστορία του νεαρού Πιπ που ζει στη φτώχεια του χωριού του, ώσπου οι τρομερές συμπτώσεις τον φέρνουν στο Λονδίνο, στους κύκλους του “καλού κόσμου”.

Μέσα από τις περιπέτειες του Πιπ, που παρατηρεί τον κόσμο γεμάτος όνειρα κι ερωτηματικά, ο Ντίκενς περιγράφει την Αγγλία της πρώτης βιομηχανικής εποχής, μιας σκληρής εποχής όπου όμως τα θαύματα ήταν δυνατά. Με φόντο την ύπαιθρο, που παρακμάζει, και το άστυ, που αναπτύσσεται γοργά, ο Ντίκενς δημιουργεί μια σειρά αξιαγάπητους χαρακτήρες (όπως τον καλοκάγαθο Τζο και την γλυκιά Μπίντυ) που συγκρούονται με τους Κακούς, που κι αυτοί απ' την πλευρά τους έχουν τις δικαιολογίες τους.

Η ωραία Εστέλλα είναι δύστροπη και καταστροφική, η μις Χάβισαμ είναι μισότρελη, η αδελφή του Πιπ είναι μια μέγαιρα: και ο Μάγκγουιτς, που αποτελεί με τον τρόπο του το κέντρο αυτής της ιστορίας, είναι ένας παράνομος - σαν τον Γιάννη Αγιάννη στους Αθλίους.

Όμως πίσω από τα φαινόμενα κρύβονται απρόσμενες αλήθειες και παλιά μυστικά που συνιστούν την ίδια την πλοκή και που κινούν το γαϊτανάκι των ηρώων. Ο ανικανοποίητος έρωτας, η φιλία, η μοίρα, η εκδίκηση, οι ταξικές συγκρούσεις, η κοινωνική αναρρίχηση, η αρρώστια, ο θάνατος και η λύτρωση περιγράφονται εδώ με ρεαλισμό και χιούμορ: οι δραματικές σκηνές είναι συνταρακτικές, οι κωμικές είναι ξεκαρδιστικές και οι πρώτες διαδέχονται τις δεύτερες σε μια μνημειώδη σύνθεση».

Πώς το παρουσίασε ο Τύπος;
«Στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τουλάχιστον τις αντιλαμβάνεται η βικτωριανή Αγγλία: το φτωχόπαιδο που αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα, θα έχει έναν και μοναδικό στόχο - το πώς να πλουτίσει σε μια κοινωνία συστηματικών αποκλεισμών.

Κι όλα αυτά στο πλαίσιο μιας αφήγησης που θέλει να αποδείξει ότι η φτώχεια δεν συνιστά φυσική κατάσταση ή προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το απαραγνώριστο χαρακτηριστικό ενός πανίσχυρου ταξικού καθεστώτος, που υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια την πίστη του στην ανισομέρεια και την ανισότητα».

Από την πρώτη κιόλας εμφάνισή τους στο εβδομαδιαίο περιοδικό «All The Year Around», τον Δεκέμβριο του 1860, οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Τσάρλς Ντίκενς αποδείχθηκαν μια διαχρονική δουλειά. Μετά την αύξηση των πωλήσεων του περιοδικού οι «Μεγάλες Προσδοκίες» το 1861 πήραν τη μορφή μυθιστορήματος.
Παρότι στην αρχή οι κριτικές δίχασαν, το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα κατάφερε να ανέλθει στα πιο πολυδιαβασμένα παγκοσμίως.

Εκείνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι πως τον τίτλο του μυθιστορήματος θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς  ειρωνικό, καθώς ο Πιπ θα ανακαλύψει ότι ο ευεργέτης που τον βοήθησε είναι ο κατάδικος, τον οποίο είχε βοηθήσει στο παρελθόν. Τα χρήματα, οι φιλοδοξίες του και η αίσθηση που έχει για τον εαυτό του δοκιμάζονται λόγω της σχέσης του με τον ευεργέτη, μη γνωρίζοντας πώς θα εξελιχθεί η μοίρα του.

Το άλλο πουλάκι:
Γυρίστηκε σε πολλές ταινίες, από το 1946 και μετά.

Το πιο πρόσφατο φιλμ είναι σε σενάριο Ντέιβιντ Νίκολς και σκηνοθεσία Μάικλ Νιούελ. Ας δούμε τι έγραψε η κριτική.
«Έχοντας το αξιοσημείωτο μειονέκτημα των δεκάδων προηγούμενων μεταφορών της κλασικής ιστορίας του Καρόλου Ντίκενς σε μικρή και μεγάλη οθόνη, οι «Μεγάλες Προσδοκίες» έχουν να πολεμήσουν με το ακριβώς αντίθετο του τίτλου τους: ακόμη κι αν αγαπά κανείς το βιβλίο στο οποίο βασίζεται, το πιθανότερο είναι ότι μια νέα κινηματογραφική μεταφορά δεν είναι ακριβώς αυτό που λαχταρά.

Οι σκληροπυρηνικοί φαν ναι μεν θα χαρούν, όταν διαπιστώσουν ότι η ταινία είναι όσο πιο πιστή γίνεται στην πηγή της, αυτό όμως την κρατά επίσης από το να γίνει πραγματικά ξεχωριστή και αξιοσημείωτη.

Διατηρώντας έναν εντυπωσιακό αριθμό χαρακτήρων και υποπλοκών, το σενάριο του Ντέιβιντ Νίκολς εύστοχα δίνει το βάρος του στο επώδυνο ταξίδι του Πιπ στην ενηλικίωση και καταφέρνει να αναπτύξει ικανοποιητικά τον κεντρικό αυτό χαρακτήρα, βασιζόμενο και στην εξαιρετική επιλογή τοποθεσιών και στον αψεγάδιαστο σχεδιασμό παραγωγής.

Φυσικά η ταινία, προσπαθώντας να χωρέσει την πυκνή αφήγηση του Ντίκενς σε ένα δίωρο, χάνει στην πορεία την ορμή της ή και τις απαραίτητες παύσεις για να δώσει λίγη περισσότερη πνοή σε κάποιους δεύτερους χαρακτήρες που περιορίζονται σε μικρά και τελικά ασήμαντα περάσματα».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Έτσι είναι.

Άλλο στα «παραμύθια», άλλο στον κινηματογράφο και άλλο στη… ζωή.

Θυμίζω ότι ο συγγραφέας των «μεγάλων προσδοκιών» έχει διχάσει τους αναγνώστες του. Άλλοι τον χαρακτήρισαν εκφραστή της μεσαίας τάξης, ενώ άλλοι πιστεύουν πως εκφράζει το προλεταριάτο. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως ενώ περιγράφει και κρίνει τη σκληρή πραγματικότητα και την ανισότητα που κυριαρχεί, δεν έρχεται να προτείνει καμία λύση.

Έτσι είναι. Παντού και πάντα θα υπάρχουν οι… τάσεις!
Όσο αφορά εμάς, επιτρέψτε μας να σας θυμίσουμε τι είχε πει ο Μαρξ για τον Ντίκενς:
«Οι εύγλωττες σελίδες του έχουν προσφέρει πολύ περισσότερες αλήθειες από όλους μαζί τους επαγγελματίες πολιτικούς».
Κάθε ομοιότης…

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

150122 ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟ

Το ένα πουλάκι:
Κουβέντα να γίνεται;

Εδώ και πολύ καιρό έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να προσπαθείς να πείσεις άλλους για τις απόψεις σου ή να τους δείξεις πως οι δικές τους είναι γεμάτες αντιφάσεις και ανακολουθίες.

«Τότε, γιατί εξακολουθείς να συζητάς;» θα με ρωτήσετε. «Δεν αλλάζεις την κουβέντα, άσε τις εκλογές, άσε την πορεία του τόπου, άσε τους υποψήφιους και πες κάτι για τον καιρό, για το πρόγραμμα της τηλεόρασης, για το ποδόσφαιρο ή τις σχέσεις της τρομοκρατίας με τον υπόκοσμο».

Οι λόγοι που εξακολουθώ να συμμετέχω σε συζητήσεις είναι δύο. Ο πρώτος βρίσκεται πέρα από τη λογική, είναι το «χούι» που έχουμε πολλοί από εμάς να μπαίνουμε σε όποιο «πηγαδάκι» βρεθεί στο δρόμο μας. Δεν συζητάμε για να πείσουμε το ακροατήριο, το κάνουμε γιατί έτσι πρέπει, ίσως και για να ξεκαθαρίσουμε τις δικές μας απόψεις. Όταν το λες το σκέφτεσαι καλύτερα, ιδιαίτερα όταν έχεις να ανασκευάσεις μια άποψη.

Ο δεύτερος λόγος έχει ακόμη πιο βαθιά ψυχαναλυτικά αίτια. Είναι η μεγάλη ανάγκη να δικαιωθείς εκ των υστέρων, να μπορείς τουλάχιστον να πεις –κατόπιν εορτής- «εγώ σας τα ‘λεγα».
Ποιος θα σε ακούσει τότε; Τότε όλοι θα λένε «κι εγώ το είχα σκεφτεί, όμως να…» Δεν έχει σημασία. Είπαμε άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

Αν θέλετε, αυτός είναι και ο λόγος που ποτέ δεν στοιχηματίζουμε για κάποιο αποτέλεσμα, ούτε καν αθλητικό.
Η γοητεία τού να προβλέπεις έχει αξία από μόνη της. Αν πας να βγάλει κάτι από αυτό, χάνεται, αφού, πολλές φορές, προκειμένου να κερδίσεις, είσαι υποχρεωμένος να στοιχηματίσεις, άρα και να υποστηρίξεις αυτό που δεν επιθυμείς.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, τρεις μέρες πριν από τις κάλπες –τα προγνωστικά τα ξέρετε. Το θέμα όμως δεν είναι ποιος θα νικήσει. Όπως λέμε πάντοτε αστειευόμενοι, κι αυτή η νίκη θα είναι του λαού.

Το θέμα είναι τι θα ακολουθήσει, ποια πορεία θα πάρει η χώρα, πώς θα κυβερνηθεί, με ποιους και προς ποια κατεύθυνση.
Εδώ χωράει πολλή συζήτηση, αφού την απάντηση δεν την γνωρίζουν ούτε εκείνοι που ζητούν την ψήφο μας.

Το άλλο πουλάκι:
Ας μιλήσουμε για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο λόγος είναι προφανής. Πέρα από τις δημοσκοπήσεις, τους άλλους τους είδαμε και… εν των καιρώ της δόξης τους, και με την κρίση που πήγαν να διαχειριστούν.
Ας ασχοληθούμε με το «νέο» και την «ελπίδα» που έρχονται. (Τα εισαγωγικά από την προεκλογική καμπάνια του κόμματος).

Όπως είπαμε κι άλλη φορά, όσοι προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ το κάνουν έχοντας διαφορετικά πράγματα στο μυαλό τους.
Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν ότι, μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να εφαρμόσει αυτά που λέει –και γι’ αυτό ακριβώς τον ψηφίζουν- και οι άλλοι που είναι βέβαιοι πως θα εφαρμόσει κατά γράμμα το περίφημο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης –κι έτσι τον στηρίζουν δυναμικά.

Θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι και στις δύο προσεγγίσεις υπάρχει ένα σημαντικό σφάλμα. Το σφάλμα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το κόμμα που θα κυβερνήσει θα έχει ένα σύνθετο έργο.
Από τη μια τη συμφωνία με τους εταίρους και τη διαχείριση του χρέους και από την άλλη την προσπάθεια αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Σε ποιον από τους δύο τομείς ο ΣΥΡΙΖΑ θα σταθεί συνεπείς στις εξαγγελίες του και σε ποιον θα κάνει την αναμενόμενη από πολλούς κυβίστηση; Διότι το ένα συνδέεται με το άλλο. Η συμφωνία για το χρέος και τα δάνεια θα απαιτήσει αλλαγές με τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ δεν (θα) συμφωνεί. Ας το πούμε χοντρικά «λιγότερο κράτος».

Ας υποθέσουμε όμως, για τις ανάγκες της συζήτησης, ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Ότι δηλαδή ο κύριος Τσίπρας θα πείσει την γερμανίδα καγκελάριο και τους υπόλοιπους εταίρους να μας δώσουν ό,τι θέλουμε, χωρίς να ρωτούν ούτε τι θα τα κάνουμε, ούτε πότε και πώς θα τα επιστρέψουμε.

Δηλαδή, ας υποθέσουμε ότι πράγματι γυρίζουμε στην προ χρεοκοπίας εποχή, όπου η χώρα εύρισκε δανεικά χωρίς όρια και χωρίς όρους, προκειμένου να χρηματοδοτεί τη… φιλολαϊκή πολιτική (την προσπάθεια επανεκλογής δηλαδή) όσων μας κυβερνούσαν.
Αυτό θέλουμε;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εδώ κρύβεται το μυστικό, φίλοι μου.

Εμείς, από την αρχή αυτής της ιστορίας, προσπαθήσαμε να πούμε ξεκάθαρα τη θέση μας: Είναι ένα σύστημα στρεβλής ανάπτυξης που χρεοκόπησε, όχι τη λανθασμένη διαχείριση αυτού του συστήματος.
Εδώ βρίσκεται και η διαφωνία μας με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πιστεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως μια χρηστή διαχείριση, από έντιμους διαχειριστές θα έχει άλλα αποτελέσματα.

Δηλαδή, εκτός από «λεφτά υπάρχουν» και από το «Τσοβόλα δωσ’ τα όλα», έχουμε και «επανίδρυση του κράτους», αλλά και πόλεμο με τους «νταβατζήδες», με μια όμως πιο… αποτελεσματική εκδοχή.
Δείτε λίγο τι και ποιους υποστήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια που προσπαθούσε να ρίξει την κυβέρνηση με «κινήματα», από το «πεζοδρόμιο» και θα καταλάβετε.

Σας τα λέμε αυτά τώρα, για να τα θυμηθούμε αργότερα. Τώρα που πάμε σε εκλογές τις οποίες δεν θέλαμε, για να ψηφίσουν αυτόν που θεωρούμε λιγότερο κατάλληλο για πρωθυπουργό, ώστε να εφαρμόσει την ατζέντα του άλλου, τον οποίο θέλουμε να τιμωρήσουμε, επειδή δεν εφάρμοσε όσα ζητούσαν οι άλλοι, που δεν τους ψηφίσαμε για να αποφύγουμε την άτακτη χρεοκοπία.
Άντε βγάλε άκρη!

Εμάς μη μας υπολογίζετε!

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

150121 ΑΥΤΟΑΔΥΝΑΜΟ

Το ένα πουλάκι:
Νέος δικομματισμός.

Μου έστειλαν ένα εκπληκτικό βιντεάκι. Θα προσπαθήσω να σας το περιγράψω με κίνδυνο να το αδικήσω κατάφωρα.
Δυο παλαιστές ντυμένοι με παράξενες στολές, κουκούλες κ.λπ. παλεύουν πιασμένοι ο ένας από τη ζώνη του άλλου.

Πέφτουν, σηκώνονται, βάζουν τρικλοποδιές στον αντίπαλο, εφαρμόζουν διάφορα «κόλπα», ώσπου στο τέλος ο ένας καταφέρνει, κρατώντας πάντοτε τον άλλο από τη ζώνη, να τον σηκώσει ψηλά, ανάποδα έτσι που τα πόδια του να είναι στον ουρανό.

Και τότε, ξαφνικά, ανοίγουν οι παράξενες στολές των δύο παλαιστών και αποκαλύπτεται πως ήταν ένας και μόνο ένας άνθρωπος, τα χέρια του ήταν τα πόδια του «αντιπάλου», η δε πάλη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια δεξιοτεχνική χορογραφία που έδινε στον θεατή αυτή την εντύπωση.
Πραγματικά ευρηματικότατο στη σύλληψη και αριστοτεχνικό στην εκτέλεση.

Μόλις το είδα, το μυαλό μου πήγε στον δικομματισμό. Σε δύο κόμματα μονομάχους, που συγκρούονται με τέτοια ένταση επί δεκαετίες, μέχρι να αποκαλυφθεί ότι πρόκειται για μια μάχη «σικέ», ότι πίσω τους κρυβόταν ένα και το αυτό πράγμα, υπεύθυνο για το χάλι του τόπου.

Αυτά για τον παλιό δικομματισμό. Τον οποίο καταδίκαζαν όλοι, πρώτος ίσως απ’ όλους το κόμμα που σήμερα αποτελεί τον ένα από τους δύο «μονομάχους».
Βέβαια, «άλλος καιρός ήτανε τότε, άλλος είναι τώρα», όπως είπε και ο Κολοκοτρώνης, όμως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που ζητούν αυτοδυναμία δεν λένε ούτε αυτό!

«Δεν διεκδικούμε την αυτοδυναμία για λόγους κομματικούς αλαζονείας. Αν μας τη δώσει ο λαός δεν θα συγκροτήσουμε μονοκομματική κυβέρνηση Συριζαίων, αλλά κυβέρνηση από ένα ευρύτερο φάσμα με έντιμους και ικανούς ανθρώπους διατεθειμένους να δουλέψουν για την υλοποίηση του προγράμματος που έχει εγκρίνει ο ελληνικός λαός».
Λόγια του μετριοπαθούς Δημήτρη Παπαδημούλη.

Μην ψάξετε να βρείτε τι έλεγε ο ίδιος και το κόμμα του, όταν το ΠαΣοΚ, σε άλλες, αλησμόνητες εποχές, ζητούσε αυτοδυναμία προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά του, το εγκεκριμένο από τον ελληνικό λαό.

Το άλλο πουλάκι:
Ποιος δίνει την αυτοδυναμία;

Να ένα πολύ λεπτό σημείο που τείνουν επίσης να ξεχνούν ή να παραβλέπουν εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς δεν την δίνει ο «λαός», όπως ισχυρίζεται ο κύριος Παπαδημούλης, αλλά ο εκλογικός νόμος, με το μπόνους των 50 εδρών που χαρίζει στο πρώτο κόμμα.

Με έναν άλλο νόμο, με μια «απλή και ανόθευτη αναλογική», όπως ζητούσε χρόνια τώρα η Αριστερά (και το κάνουν ακόμη τα «μικρά» τμήματά της) ένα ποσοστό 30%-35% θα έδινε στο πρώτο κόμμα καμιά εκατοσταριά έδρες, πολύ μακριά από την αυτοδυναμία που τώρα μοιάζει όνειρο αλλά όχι άπιαστο.

Άντε να πάρεις 50%, να σου δώσει ο λαός δηλαδή, προκειμένου να έχεις πραγματική αυτοδυναμία και να εφαρμόσεις το πρόγραμμα που έθεσες στην κρίση του. Πρόγραμμα! Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση από μόνο του.

Θυμίζω ότι το μπόνους των 50 εδρών το παίρνει το πρώτο κόμμα ανεξάρτητα από τη διαφορά που έχει από το δεύτερο. Μία παραπάνω ψήφος αρκεί!
Η αυτοδυναμία όμως κρίνεται και από μία άλλη παράμετρο πολύ σημαντική για την στάση που θα κρατήσει το εκλογικό σώμα.
Είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που θα πάρουν κάτω από 3% και δεν θα μπουν στη βουλή.

Όσο πιο μεγάλο είναι αυτό το ποσοστό, τόσο πιο εφικτός γίνεται ο στόχος της αυτοδυναμίας για το πρώτο κόμμα. Ο λόγος; Τις έδρες που θα έπαιρναν αυτά τα κόμματα, αν υπήρχε «απλή και ανόθευτη αναλογική», τις μοιράζονται εκείνοι που μπαίνουν στη βουλή, ανάλογα με τη δύναμη τους. Επομένως, όσο πιο πολλές είναι οι έδρες που θα έπαιρναν αυτά τα κόμματα όσο πιο πολλές αναλογούν και στο πρώτο, που κυνηγάει την αυτοδυναμία.

Θυμόσαστε τη «λογική της χαμένης ψήφου» και τι μας έλεγαν τα μικρά κόμματα, όπως ο πάλαι ποτέ ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτήν;
Ε, το ίδιο (δεν) λένε και τώρα. Διότι τους συμφέρει, αν είναι να μην ψηφίσεις τους ίδιους, να ψηφίσεις ένα από τα κόμματα που δεν θα μπουν στη βουλή. Η ψήφος σου δεν χάνεται. Πάει σ’ αυτούς!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Όχι μονοκομματική κυβέρνηση Συριζαίων».

Αυτό είναι άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της δήλωσης Παπαδημούλη. (Είπαμε, ασχολούμαι μόνο με δηλώσεις σοβαρών στελεχών.)
Ο Σύριζα θα συγκροτήσει κυβέρνηση από ένα ευρύτερο φάσμα με έντιμους και ικανούς ανθρώπους.
Καμιά έκπληξη, γι’ αυτό, πλήρως αναμενόμενο. Φυσικά δεν μιλάμε για το υπουργικό συμβούλιο, αλλά για τον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως εδώ έχουμε την κλασική περίπτωση που η ανάγκη γίνεται φιλοτιμία.
Διότι, πού βρίσκονται, πού θα βρεθούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όχι τα έντιμα και ικανά, τα στελέχη γενικώς; Το κόμμα, παρά από τη δημοσκοπική και την εκλογική του δύναμη, παραμένει μικρό, το μικρό κόμμα που ξέραμε.

Δείτε λίγο σε τοπικό επίπεδο. Δείτε το ψηφοδέλτιο που κατεβάζει στις εκλογές. Ανάλογο (κατά κάποιους καλύτερο, όμως αυτό δεν το σχολιάζουμε) ψηφοδέλτιο κατέβαζε στη Δράμα και έπαιρνε ποσοστά λίγο πάνω από το 3%.
Είναι επόμενο να στραφεί σε «ένα ευρύτερο φάσμα…»

Προεκλογικά σενάρια και προεκλογικές κουβέντες, θα μου πείτε.
Τι να κάνουμε; Αυτή είναι και η γοητεία της προεκλογικής περιόδου. Αλλάζει λίγο το… μουχαμπέτι!
Πού ήσουν νιότη που ‘λεγες…



Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

150120 ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ

Το ένα πουλάκι:
Τι προεκλογική περίοδος κι αυτή!

Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά, τα οποία μπορούν να μας γίνουν μάθημα για το μέλλον.
Η προεκλογική περίοδος ήταν σύντομη. Τόσο σύντομη που δεν πρόλαβαν να γίνουν τα γνωστά… έκτροπα που είχαμε προηγούμενες φορές.

Ούτε τεράστια εκλογικά «μαγαζιά», ούτε ο γνωστός χαρτοπόλεμος, ούτε οι συγκεντρώσεις και οι ομιλίες σε πλατείες.
Αλήθεια, είδατε πώς αλλάζουν τα πράγματα; Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα ερχόταν στην πόλη μας πολιτικοί αρχηγοί και θα έκαναν τις προεκλογικές τους συγκεντρώσεις σε… καφετέριες;

Να περιδιαβαίνουν τους κεντρικούς δρόμους και να τους ακολουθεί μόνο μια πολύ μικρή ομάδα… ακολούθων, ενώ οι πολίτες δεν κάνουν τον κόπο να σηκωθούν από τη θέση τους ή να βγουν από τα καταστήματα για να τους δουν.

Τι είναι άραγε αυτό;
Ένας νέος «πολιτικός πολιτισμός» ή μια πλήρης απαξίωση της πολιτικής;
Μη μου πείτε πως πρόκειται απλώς για απαξίωση των πολιτικών, διότι θα σας απαντήσω πως κάτι τέτοιο –μόνο του- δεν υπάρχει.

Δεν μιλάμε για έναν αρχηγό, που πιθανότατα να συμβαίνει να μην είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Πέρασαν ένα σωρό και μάλιστα εκείνοι που φιλοδοξούν να είναι τη Δευτέρα πρωθυπουργοί της χώρας. Και να μη γεμίζουν ούτε μια καφετέρια;

Θα μου πείτε λίγο καιρό πριν, οι πολιτικοί αρχηγοί –κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί- δεν θα τολμούσαν να περπατήσουν στους δρόμους της πόλης, χωρίς τον κίνδυνο να γίνουν στόχοι φραστικών ή πραγματικών επιθέσεων, χωρίς να δεχτούν από βρισιές και γιουχαΐσματα, μέχρι αβγά και γιαούρτια.

Κάναμε κάποια πρόοδο.
Η οποία όμως, στη συγκεκριμένη φάση, θα έπρεπε να προβληματίζει περισσότερο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί; Διότι, όπως είπε ο Μίκης, δεν γίνεται να κυβερνήσεις, και μάλιστα με αριστερό πρόσημο, χωρίς να έχεις μαζί σου τον λαό, παρά μόνο την ψήφο του.

Το άλλο πουλάκι:
Ρίξτε μια ματιά γύρω σας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πάει για κυβέρνηση –ακούγεται από παντού, δεν χρειάζεται να μας το πουν οι δημοσκοπήσεις- ίσως και για αυτοδυναμία, όμως δεν έχει μαζί του τον κόσμο. Αυτά τα είπαμε και χθες. Έχετε σκεφτεί για ποιο λόγο υπάρχει αυτό το κλίμα; Το έχουν σκεφτεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ;

Έχω την εντύπωση πως κάτι νιώθουν και γι’ αυτό βλέπεις στις δηλώσεις τους –μιλώ για τις σοβαρές περιπτώσεις, όχι τις αστειότητες- μια… παγωμάρα.
Αν σε κάποιες περιπτώσεις μιλούσαμε για τον «φόβο του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», τώρα μιλάμε για εκείνον του παίκτη που πάει να το εκτελέσει.

Ίσως ούτε καν για εκείνον. Ίσως μιλάμε για τον φόβο του παίκτη που περιμένει μήπως ο προπονητής τού αναθέσει να εκτελέσει ένα κρίσιμο πέναλτι.
Εύχεται να συμβεί, να του δοθεί η ευκαιρία να πάρει όλη τη δόξα ίσως όμως και το ανάθεμα;

Ή μήπως παρακαλάει να πάει κάποιος άλλος στη «βούλα» και να το χάσει, ώστε όλοι οι φίλαθλοι να αναρωτιούνται γιατί ο προπονητής δεν το ανέθεσε σ’ αυτόν;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ, υποθέσεις κάνουμε από όσα βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε.

Ωστόσο, υπάρχουν εξηγήσεις.
Δείτε τι δήλωσε στην αυστριακή εφημερίδα «Νερ Στάνταρντ» ο Γιάννης Δραγασάκης «πιθανός υπουργός Οικονομικών μιας ενδεχόμενης κυβέρνησής του», όπως τον παρουσιάζει η ίδια η εφημερίδα:
«Εάν η χώρα μας εκβιαστεί, δεν θα το υπομείνουμε απλώς παθητικά. Θα ήταν οι Έλληνες, οι οποίοι για μια δημοκρατική απόφαση που πήραν θα εκβιάζονταν».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και αν… εκβιάσει;

Οι άλλες χώρες, ή οι άλλοι λαοί, όπως αρέσκονται κάποιοι να λένε, δεν έχουν πάρει ή θα πάρουν κι αυτοί δημοκρατικές αποφάσεις που δεν σηκώνουν εκβιασμούς; Δείτε λίγο το σκεπτικό του έλληνα πολιτικού: «Κάθε χώρα μέλος μπορεί να οδηγηθεί σε μια δύσκολη θέση και να ταπεινωθεί, εάν κάτι τέτοιο θέλουν οι εταίροι της. Αλλά ταυτόχρονα μπορεί επίσης μια μικρή χώρα να προκαλέσει μεγάλη ζημιά».

Ωραία και ηρωική στάση. Αποθανέτω μετά των αλλοφύλων! Την καταλαβαίνεις, μόνο που έχει νόημα όταν πρόκειται να πεθάνεις ούτως ή άλλως. Διαφορετικά, τι θα κερδίσουμε, ακόμα κι αν χρεοκοπήσει όλη η Ευρώπη μαζί μας;

Να γιατί οι πολίτες είναι κουμπωμένοι. Αν το πει κάποιος άλλος, αν το πούμε ακόμη κι εμείς, είναι κινδυνολογία.
Όμως ο φόβος μπορεί να προέρχεται από «μπαμπούλες», αλλά μπορεί να έχει και κάποιες πραγματικές βάσεις.
Και δεν μιλάμε απλώς για τον φόβο του νέου, τον φόβο του αγνώστου.

«Επειδή αυτή η συνέντευξη (σημ. η διαδικτυακή του Αλέξη Τσίπρα) θέλω να είναι πραγματικά μη συμβατική, αυτή την ερώτηση δεν θα την απαντήσω», είπε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, όταν τον ρώτησαν πού θα βρει τα λεφτά για την εφαρμογή του προγράμματός του.

Έδωσε δηλαδή μια «μη-συμβατική απάντηση», μόνο που ήταν ακριβώς όμοια με εκείνες που έδιναν όλοι οι προηγούμενοι «συμβατικοί» αρχηγοί, όταν βρισκόταν στη θέση του.

Είπαμε, διαφορετική προεκλογική περίοδος, όχι όμως και τόσο. Πάντως άλλη φορά να ξέρουμε. Εκλογές εντελώς απρόοπτα και σε δυο εβδομάδες, ώστε να μην προλαβαίνουν να οργανωθούν ούτε τα κόμματα, ούτε οι υποψήφιοι.
Αυτή είναι η δική μας πρόταση για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση.

Τι μόνο αυτοί θα λένε ό,τι τους κατέβει; Εμείς τουλάχιστον δεν είμαστε υποψήφιοι και μπορούμε να λέμε και καμιά… εξυπνάδα, για να περνά η ώρα.

Τόσο διαφορετικά, τόσο ολόιδια!