Το
ένα πουλάκι:
Συνέχεια από χθες.
Λέγαμε για τον διαγωνισμό PISA και τις επιδόσεις των ελληνόπουλων σ’
αυτόν. Όπως ξέρετε, σε ειδικά τεστ, μετριούνται οι γνώσεις των μαθητών του
Γυμνασίου στα μαθηματικά, τις θετικές επιστήμες και την κατανόηση κειμένου.
Για να μην παρεξηγηθούμε, από
τη χώρα μας συμμετείχαν δημόσια αλλά και ιδιωτικά σχολεία.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να
μετρήσει ο διαγωνισμός είναι κατά πόσον οι επιδόσεις των μαθητών οφείλονται σε
δουλειά που γίνεται (ή δεν γίνεται) στο σχολείο και στην αντίστοιχη που γίνεται
(ή δεν γίνεται) στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα.
Παρακολουθούσα προχθές στο
διαδίκτυο τη διάλεξη ενός καθηγητή στο TEDx.
Μιλούσε για τον ελεύθερο
χρόνο που (δεν) έχουν οι μαθητές στη χώρα μας και επεσήμανε ότι η ζωή τους κινείται
μεταξύ σπιτιού -για φαγητό και ύπνο- σχολείου και φροντιστηρίου.
Στο σημείο αυτό έκανε μια
παρένθεση και αναρωτήθηκε:
«Μου εξήγησαν ότι οι
διαλέξεις στο TEDx
μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες.
Αλήθεια, πώς θα μεταφραστεί η
λέξη φροντιστήριο; Απογευματινό σχολείο; Σχολείο όπου πηγαίνει το παιδί μετά το
κανονικό, προκειμένου να ξαναδιδαχθεί όσα δεν έμαθε το πρωί; Πώς θα εξηγήσουμε
στους ακροατές άλλων χωρών τι ακριβώς είναι το φροντιστήριο;»
Πολύ εύκολη η απορία του.
Διότι, λέγαμε χθες να
μετρήσουμε την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το σχολείο μας, όμως πώς μπορεί
να γίνει αυτό, κρατώντας απ’ έξω την παράμετρο που λέγεται φροντιστήριο;
Το πρόβλημα είναι πως αυτά τα
δύο, επίσημη και ανεπίσημη εκπαίδευση, σχολείο και εξωσχολικά μαθήματα, είναι
τόσο άρρηκτα δεμένα που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποια είναι η συμβολή του ενός
και ποια του άλλου στην εκπαίδευση ενός παιδιού.
Από την άλλη, υπάρχει ένα
θέμα υποκρισίας, κάνουμε σαν να μην βλέπουμε τι ακριβώς συμβαίνει.
Χιλιάδες οικογένειες δαπανούν
εκατομμύρια ευρώ στην παραπαιδεία, όπως τη λέγαμε παλαιότερα, τότε που η κάθε
κυβέρνηση υπόσχονταν να την «πατάξει».
Αυτά τα ποσά, αλλά και αυτές
οι εκατομμύρια ανθρωποώρες, δεν συνυπολογίζονται ποτέ στις «δαπάνες» που
καταβάλλουμε ως κοινωνία, για να μορφώσουμε –συγνώμη- εκπαιδεύσουμε τα παιδιά
μας.
Το
άλλο πουλάκι:
Δημόσια, δωρεάν παιδεία.
Που δεν είναι ούτε δημόσια
(αυτό θέλει μεγάλη κουβέντα και το αφήνω για άλλη φορά), ούτε (φυσικά) δωρεάν,
ούτε παιδεία.
Και μετά έρχεται ο ΟΟΣΑ και η
PISA να μας πάρουν τα μέτρα.
Τι μέτρα να πάρουν, πώς να μας μετρήσουν, αφού δεν χωράμε και στα μέτρα με τα
οποία μετρούν τους υπόλοιπους.
Γι αυτό σας λέγαμε χθες.
Πρέπει τη δουλειά να την
κάνουμε μόνοι μας. Συστηματικά, οργανωμένα, όμορφα και ωραία.
Και να πάψει αυτό που γίνεται
σήμερα, το κατ’ εκτίμηση, το οποίο αφήνει απεριόριστα περιθώρια για
υποκειμενισμούς και σκοπιμότητες.
Πρώτα πρώτα να σας πω πως οι
εκπαιδευτικοί της κάθε βαθμίδας κατηγορούν τους συναδέλφους του της κατώτερης.
Τα παιδιά στο δημοτικό
πηγαίνουν «ανέτοιμα» από το Νηπιαγωγείο. Οι δάσκαλοι τα στέλνουν στο Γυμνάσιο
«χωρίς να τους έχουν μάθει τα βασικά».
Οι καθηγητές του Λυκείου
κατηγορούν εκείνους του Γυμνασίου ότι «δεν κάνουν δουλειά» και τέλος, άμα
συζητήσεις με καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα σου πουν ότι στο Λύκειο
τους μαθαίνουν ίσα ίσα ό,τι χρειάζεται για να γράψουν στις εξετάσεις τόσο που
να μπουν κάπου.
Μια παρατήρηση εδώ.
Οι ίδιοι εκπαιδευτικοί μπορεί
να κατηγορούν επίσης και συναδέλφους τους των ανώτερων βαθμίδων, όταν όμως το
παιδί τους φοιτά σ’ εκείνες.
Τότε εντοπίζουν «αδιαφορία»,
«ανικανότητα», «αντιεπαγγελματισμό», και ό,τι άλλο μπορεί να έχει κάποιος
εκπαιδευτικός, που στέκεται εμπόδιο στα προσόντα και στο ταλέντο του παιδιού
τους.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Δηλαδή, δεν υπάρχει
πραγματικό πρόβλημα;
Βλέπετε; Δεν μπορούμε να
απαντήσουμε κι εμείς σ’ αυτό το ερώτημα, διότι θα πέσουμε στο ίδιο λάθος το
οποίο εντοπίζουμε.
Ενδείξεις μόνον έχουμε ότι
κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν είναι όπως θα θέλαμε. Ενδείξεις που προέρχονται από
τον συνδυασμό όλων των παραπόνων που ακούγονται από κάθε πλευρά.
Μια πηγή τέτοιων ενδείξεων
ίσως να είναι και οι εξετάσεις της PISA,
στις οποίες η θέση μας, με όλες τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχουμε απέναντι
στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, δεν είναι εκείνη που θα θέλαμε.
Επομένως υπάρχει πρόβλημα.
Ποιο ακριβώς είναι, πού
εντοπίζεται και με τι μεθόδους μπορεί να αντιμετωπιστεί δεν ξέρουμε.
Και δεν ξέρουμε επειδή δεν
καθόμαστε να μετρήσουμε και να σκεφτούμε.
Όλα αυτά είναι ζητήματα
αξιολόγησης, η οποία είναι μια ουσιαστική και επωφελής μέθοδος σε κάθε
περίπτωση που θέλουμε να ελέγξουμε και να βελτιώσουμε κάποια διαδικασία.
Οτιδήποτε κι αν «παράγουμε»!
Σκεφθείτε όμως λίγο. Η
πολιτεία παραλαμβάνει ένα παιδί τεσσάρων ετών, το παραδίδει στην κοινωνία
πολίτη, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θέλει να του διδάξει και χωρίς να μπει ποτέ
στον κόπο να αξιολογήσει τους τρόπους, τα μέσα, αλλά και το προσωπικό που
χρησιμοποιεί γι’ αυτή την τόσο σοβαρή προσπάθεια.
Και αυτό δεν απασχολεί
κανέναν.
Ούτε καν τους εκπαιδευτικούς!
Ρε, πού πάμε, ρε; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου