ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

161213 ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Εσείς σε ποια ηλικία ήσασταν τη δεκαετία του 1960;

Αστειεύομαι, δεν χρειάζεται να φανερώνουμε ηλικίες τώρα. Εξάλλου, τα χρόνια εκείνα, η ζωή δεν άλλαζε με τους ρυθμούς που το κάνει σήμερα. Όσοι μεγαλώσαμε μέσα σε δέκα, δεκαπέντε χρόνια, από τις αρχές του ’60 μέχρι το τέλος της δικτατορίας, ζήσαμε περίπου τα ίδια.

Όπως, λοιπόν, σας υποσχέθηκα χθες, θα σας πω τι θυμάμαι εγώ από εκείνα τα χρόνια. Έτσι για να δούμε και το «βιοτικό επίπεδο» και την «ποιότητα ζωής» που είχαμε, λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι σαν εμάς, που λέει και το ερωτηματολόγιο.

Στη γειτονιά μας δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Η πρώτη τέτοια που θυμάμαι να χτίζεται ήταν «του Αστεριάδη» ή κάπως έτσι, μια χαμηλή πολυκατοικία απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα, χωρίς ασανσέρ, χωρίς κεντρική θέρμανση, με… πλυσταριά στην ταράτσα όπου ανεβαίναμε και παίζαμε.

Αυτοκίνητο υπήρχε μόνον ένα, μικρό, απροσδιορίστου μάρκας, διότι το είχε ο κυρ-Μίμης, με συνεργείο αυτοκινήτων και το είχε… μεταποιήσει. Εμείς, αλλά και τα δυο αγόρια του, το λέγαμε «κοκομομπίλ», παραφράζοντας το oldsmobile, τη γνωστή αμερικάνικη μάρκα.

Δίπλα από το αυτοκίνητο αυτό, «πάρκαρε» το παϊτόνι του ο μπαρμπα-Γιώργης, ο οποίος μας αποκαλούσε με το χαϊδευτικότατο… «πουρδαλάδες». Δεν μας ενοχλούσε καθόλου όμως, ιδίως όταν είχε τα κέφια του και μας ανέβαζε από μακριά, καθώς ερχόταν, για να μας πάει μέχρι το πάρκινγκ.

Ως αντάλλαγμα εμείς τον βοηθούσαμε στο ξέζεμα, ή έτσι τουλάχιστον μας άφηνε να καταλάβουμε. Όταν όμως δεν σταματούσε για να μας πάρει και πηδούσαμε κρυφά από πίσω στον «χώρο αποσκευών», τότε μπορεί και να τρώγαμε καμιά… χαϊδευτική καμτισκιά.

Η γειτονιά μας θεωρούνταν αριστοκρατική. Τα φτωχόσπιτά μας ήταν κτισμένα δίπλα σε αρχοντικές μονοκατοικίες που περιβάλλονταν από μεγάλες αυλές, όπου κατοικούσαν γιατροί, βιοτέχνες και απόστρατοι αξιωματικοί. Όλοι τους σχεδόν χωρίς μικρά παιδιά.

Την άνοιξη πηδούσαμε την ψηλή μάντρα μιας από αυτές για κόψουμε κεράσια από την μοναδική κερασιά τής κυρίας Τζούλιας, μιας ηλικιωμένης Ιταλίδας που έμενε μόνη της και ποτέ δεν μάθαμε πώς βρέθηκε στη γειτονιά.

Τα καλοκαίρια πάλι κατηφορίζαμε προς την Αγία Βαρβάρα -πριν γίνει η «αξιοποίηση» και η «ανάδειξή» της-, για κολύμπι ή για καραβίδες. Λείπαμε από τα σπίτια μας ώρες ατέλειωτες, χωρίς κανείς να σκεφτεί να μας αναζητήσει ή να ανησυχήσει μήπως μας συμβεί κανένα κακό.

Το άλλο πουλάκι:
Όχι ότι δεν μας συνέβαιναν δηλαδή!

Και ανοιγμένα κεφάλια είχαμε, και σπασμένα χέρια, και τσιμπήματα από έντομα, και ένα σωρό πληγές που τις αντιμετωπίζαμε με τις γνωστές «επιστημονικές μεθόδους» του ταμπάκου, ή του… κατουρήματος.

Σκαρφαλώναμε στα τείχη της Αγίας Σοφίας, που ήταν τότε το πιο ψηλό σημείο της γειτονιάς, και αγναντεύαμε πέρα από τα σπίτια, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, από τον Αίμο και τον Άγιο Τρύφωνα, μέχρι τον Ξηροπόταμο, μέρη που τα επισκεπτόμασταν συχνά.

Ανεβαίναμε και στον Κορύλοβο για να θαυμάσουμε από κοντά τις «τρύπες» με τα αγριοπερίστερα, όμως δεν τολμήσαμε ποτέ να κατεβούμε μέσα. Μόνο απόπειρες κάναμε, για να δείξουμε τάχα πως δεν φοβόμαστε.

Όταν μεγαλώσαμε λίγο, πηγαίναμε τους πρόποδες του Κορυλόβου για να περάσουμε τον «στίβο μάχης», το μέρος όπου εκπαιδεύονταν οι καταδρομείς τής «5ης Μοίρας» και οι νεοσύλλεκτοι τού «519». Κάποιοι τα κατάφερναν.

Ένα άλλο από τα αγαπημένα μέρη όπου δραπετεύαμε συχνά για να το εξερευνήσουμε ήταν «ο λόφος των προσκόπων», με την παρακείμενη «σπηλιά της αρκούδας». Μιλάμε για τα πεύκα πίσω από το γηροκομείο, πολύ πριν γίνουν εκεί το κλειστό γυμναστήριο και το (ανοιχτό) κολυμβητήριο.

Πηγαίναμε βέβαια και στον Νταμπλατζά -όχι κοπανιστοί από το Σχολείο, ήμασταν μικροί ακόμη-, αλλά για να μαζέψουμε τον περίφημο εκείνο γκρίζο πηλό και να κάνουμε διάφορες κατασκευές.

Αν πεις για ποδόσφαιρο… Φτάναμε να παίζουμε «διεθνείς» συναντήσεις, από το… «Μαρακανά», ένα χωράφι πάνω από τον σημερινό Άγιο Χρυσόστομο, μέχρι το γήπεδο της Λατσίστας. Για όσους δεν γνωρίζουν τη Δράμα, πρόκειται για τεράστιες αποστάσεις που τις κάναμε πεζή.

Τις οποίες διανύαμε φορώντας από το σπίτι τα «ποδοσφαιρικά παπούτσια» μας, δηλαδή τις λαστιχένιες σαγιονάρες, που συχνά ήταν ραμμένες με ένα σύρμα. Είχαμε κάποιοι βέβαια και ελβιέλες, όμως μας ζέσταιναν και βρομούσαν τα πόδια μας γι’ αυτό δεν τις προτιμούσαμε.

Όταν κυκλοφόρησαν στη γειτονιά και τα πρώτα Velamos, τα περίφημα Τσεχοσλοβάκικα ποδήλατα, η χάρη μας έφτανε μέχρι το φράγμα της Μαυρολεύκης για ψάρεμα, δώδεκα χιλιόμετρα μακριά, από τον δημόσιο δρόμο.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Κράνος είπατε;

Όχι, δεν είχαμε. Δεν το επέτρεπε το… βιοτικό μας επίπεδο. Αφήστε που δεν υπήρχαν και στα μαγαζιά. Και να είχε ήταν δηλαδή ο πατέρας σου, και να ήταν τόσο παράξενος ώστε να σου αγοράσει, πάλι δεν θα έβρισκε.

Φαντάζομαι τώρα και γελάω, τι καζούρα θα τραβούσε, αν τολμούσε κάποιος να εμφανιστεί με κανένα από αυτά τα κράνη που φορούν σήμερα -και πολύ καλά κάνουν- τα περισσότερα παιδιά που κινούνται με ποδήλατο μέσα στην πόλη.

Τα βλέπω και θυμάμαι τα δικά μας χρόνια. Τα θυμάμαι με νοσταλγία, όπως φάνηκε και από τις αναμνήσεις που σας διηγήθηκα, όμως και πάλι δεν θα μπορούσα να απαντήσω στην ερώτηση αν πιστεύω ότι «το επίπεδο ζωής για ανθρώπους σαν εμένα ήταν καλύτερο τη δεκαετία του 1960 ή σήμερα».

Σας είπα, υπάρχουν πράγματα που δεν συγκρίνονται, όχι απλώς επειδή δεν είναι συγκρίσιμα, αλλά γιατί δεν είναι καν… μεγέθη. Αφήστε που η ζωή δεν είναι παιχνίδι να έχει πίστες και… επίπεδα.
 Πώς λένε «δεν τα χωράει ο τόπος»;

Δεν υπάρχουν σχόλια: