Το ένα πουλάκι:
Πολιτική
και ΜΜΕ.
Παρακολουθήσαμε
την προηγούμενη εβδομάδα στην αυλή του κτηρίου «Κυριάκος Δοματζόγλου», δύο εξαιρετικές
ταινίες που μας έρχονται από παλιά είναι όμως τρομερά επίκαιρες. Όσο επίκαιρη
είναι η πολιτική.
Να
πούμε εδώ ότι αυτές οι καλοκαιρινές (που λέει ο λόγος, μέχρι στιγμής) προβολές
που κάνει η Οικολογική Κίνηση είναι μια «όαση» στα μεγάλα καλοκαιρινά βράδια
όσων μένουν στην πόλη από επιλογή ή όχι.
Μας
αρέσει που κινούνται στο παλιό πνεύμα του θερινού σινεμά, όπου προβάλλονταν
ταινίες περασμένων εποχών, πάντα αξιόλογες, τις οποίες μπορεί να έχουμε δει,
τις ξαναβλέπεις όμως ευχαρίστως κάτω από τα άστρα.
Όσο για τις νεότερες
παραγωγές, αυτές μπορούν να περιμένουν τη σειρά τους, να… παλιώσουν, κάποιες να
γίνουν κλασικές, και, αν είμαστε γεροί και η Οικολογική Κίνηση έχει ζωή, να τις
απολαύσουμε μετά από χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν,
παρακολουθήσαμε τις ταινίες «ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσιγκτον» (1939) και
«πολίτης Κέιν» (1941), ταινίες ενταγμένες στο αφιέρωμα «πολιτική και εκλογές
στη μεγάλη οθόνη».
Και στις δύο κυριαρχεί η
σχέση της πολιτικής με τα εκδοτικά συμφέροντα και ο ρόλος που μπορούν να παίξουν
αυτά στην άνοδο και την πτώση όχι μόνο πολιτικών προσώπων, αλλά και ολόκληρων
«ιδεολογιών».
Στον «κύριο Σμιθ…» ήταν
εντυπωσιακός επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο νεαρός αθώος, επαρχιώτης πολιτικός
προσεγγίζει τους χώρους στους οποίους έζησαν και έδρασαν οι μεγάλοι πολιτικοί
άνδρες της χώρας του.
Το δέος και η συγκίνηση που
αισθανόταν μπροστά στα αγάλματά τους, διαβάζοντας τα λόγια τους ή βλέποντας τα
έδρανα όπου καθόταν, σε ένα από τα οποία θα καθίσει και ο ίδιος. Και λες έτσι
θα έπρεπε να είναι.
Πόσοι,
ας πούμε, από τους νέους, συχνά όχι αφελείς αλλά θρασύτατους βουλευτές μας, έχουν
συναίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκονται και του βήματος από το οποίο καλούνται
να αγορεύσουν;
Πόσοι γνωρίζουν ποιοι μεγάλοι
πολιτικοί άνδρες (και ποιες γυναίκες) έχουν μιλήσει πριν από αυτούς εκεί και τι
σημαντικότατες συζητήσεις έχουν διεξαχθεί, συζητήσεις που έκριναν την πορεία
αυτής της χώρας;
Το άλλο πουλάκι:
Τέλος
πάντων.
Δεν μπορούν να έχουν όλοι την
αίσθηση του χώρου στον οποίο βρίσκονται και της Ιστορίας του, όπως είχε ο
Κολοκοτρώνης (ποιος; ο Κολοκοτρώνης!) κατά την περίφημη εκείνη ομιλία του στην
Πνύκα.
Λέμε κρίμα και προχωράμε στη
σχέση της πολιτικής με τα ΜΜΕ, καθώς και στην κουβέντα που ξεκίνησε για τον
υπερβολικά μεγάλο αριθμό δημοσιογράφων που βρίσκονται στα ψηφοδέλτια των
κομμάτων, αυτές τις εκλογές.
Αυτό συνέβαινε και
παλαιότερα, λένε κάποιοι, και μάλιστα ο Παύλος Τσίμας στα ΝΕΑ μάς θύμισε ότι ακόμη
και ο Τσόρτσιλ (όπως και πολλοί άλλοι σημαντικοί πολιτικοί) ξεκίνησαν ως
δημοσιογράφοι ή σχολιαστές σε εφημερίδες.
Δεν είναι το ίδιο. Όλοι
καταλαβαίνουμε ότι ο δημοσιογράφος σήμερα δεν είναι εκείνος που ήταν παλαιότερα,
κυρίως επειδή έχει αλλάξει η φύση των Μέσων Ενημέρωσης. Στις εφημερίδες
ελάχιστοι σε γνωρίζουν.
Μπορεί
να είναι χιλιάδες εκείνοι που σε διαβάζουν, που παρακολουθούν τη σκέψη και τις
ιδέες σου, όμως πολύ λίγοι ξέρουν πώς είσαι… στο πρόσωπο, με ό,τι αυτό μπορεί
να σημαίνει για έναν δημοσιογράφο που πάει για πολιτικός.
Δεν
είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειονότητα των δημοσιογράφων που κατεβαίνουν ως
υποψήφιοι σε κόμματα είναι άνθρωποι της τηλεόρασης ή/και του ραδιοφώνου, όπου ο
δημοσιογραφικός λόγος δεν περνά από την βάσανο του γραπτού κειμένου.
Κάποτε
διδάσκονταν στα σχολεία κείμενα από εφημερίδες, κάποτε, για να φτάσεις να δεις
δημοσιευμένο ένα κείμενό σου έπρεπε να θητεύσεις για χρόνια γράφοντας… τα
διανυκτερεύοντα φαρμακεία.
Σήμερα
παίρνεις ένα μικρόφωνο και, αν σε βοηθάει και η εμφάνισή σου, αν έχεις και
άλλες άκρες, βρίσκεις δουλειά σε κάποιο από τα τόσα ηλεκτρονικά, όπως τα λένε,
ΜΜΕ. Μπορεί να μη χρειαστεί να γράψεις μια λέξη!
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και
πας και για βουλευτής.
Πράγμα
που σημαίνει ότι έχεις σχέσεις στενότερες με κάποιο κόμμα ή/και με τον αρχηγό
του, κάτι που παλαιότερα θεωρείτο πολύ κακό, για κάποιον δημοσιογράφο που ήθελε
να τον παίρνουν στα σοβαρά.
«Οι
οικονομικά και πολιτικά ισχυροί μπορεί να επιδιώκουν επαφές με κάποιον δημοσιογράφο,
για να θεωρείται όμως καλός πρέπει να τον φοβούνται, όχι να έχουν φιλίες μαζί
του», έλεγαν και είχαν δίκιο.
Βεβαίως,
ο δημοσιογράφος μπορεί να έχει πολιτική άποψη και μάλιστα, έχουμε πει πολλές
φορές ότι είναι προτιμότερο αυτή να είναι ξεκάθαρη. Αυτό όμως είναι άλλο και
άλλο το να υπηρετεί αρχές και θέσεις κάποιου κόμματος.
Κάτι
που το βλέπουμε ολοένα και πιο συχνά στις μέρες μας. Δημοσιογράφοι να είναι… βασιλικότεροι
του βασιλέως και να αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για το κόμμα το οποίο
–δεν είναι υπερβολή- υπηρετούν.
Για
να φτάσουν μια μέρα να κατέβουν και υποψήφιοι μαζί του. Ακυρώνοντας με αυτόν
τον τρόπο ένα μεγάλο μέρος της προηγούμενης δουλειάς τους. Και υποθηκεύοντας τη
μελλοντική, αν επιστρέψουν ποτέ στη δημοσιογραφία.
Διότι
ποιος θα πάρει στα σοβαρά, εκτός από τους ομοϊδεάτες ενταγμένους στο κόμμα, εννοείται,
έναν δημοσιογράφο που πάει και γίνεται, αν τον ψηφίσουν οι πολίτες, βουλευτής;
Πώς θα κρίνει αυτός την εξουσία;
Από
την άλλη είναι πολλοί κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τέτοιοι δημοσιογράφοι
είναι καλό να την κάνουν από το επάγγελμα, γιατί έτσι αυτό καθαρίζει κάπως. Κι
ας πηγαίνουν να δοκιμαστούν εκεί που πραγματικά ανήκουν.
Στο καλό και να… μη μας γράφετε!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου