Το
ένα πουλάκι:
Παιδαγωγική ελευθερία.
Τι πράγμα είναι αυτό; Τι
ακριβώς σημαίνει; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις ασκείται; Είναι πράγματι
ελευθερία ή μήπως είναι κάτι άλλο;
Πριν τα εξετάσουμε όλα αυτά,
ας δούμε ένα θέμα που προηγείται.
Λέγαμε χθες πως, στη χώρα
μας, ο καθένας μπορεί (ουσιαστικά) να γίνει εκπαιδευτικός, αρκεί να έχει
τελειώσει μια σχολή από αυτές που έχουν ως επαγγελματική αποκατάσταση την έδρα
του σχολείου.
Και είναι πολλές.
Τι είναι όμως η διδασκαλία;
Αν ρωτήσουμε τους ειδικούς,
θα μας πουν πως είναι επιστήμη, αλλά και… τέχνη. Αυτό τι σημαίνει πρακτικά;
Σημαίνει πως, για να μπορεί κάποιος να κάνει μια σωστή διδασκαλία απαιτούνται
δυο πράγματα.
Πρώτα πρώτα μια σωστή
θεωρητική κατάρτιση. Αυτό είναι η «επιστήμη». Να γνωρίζει καλά το αντικείμενο
που θα διδάξει, ας πούμε τα μαθηματικά, τα οποία δεχόμαστε ότι γνωρίζει
τουλάχιστον επαρκώς, όποιος τελειώνει την αντίστοιχη σχολή.
Η «επιστήμη» όμως δεν
τελειώνει εδώ. Είναι άλλο πράγμα να ξέρεις καλά κάτι και άλλο να μπορείς να το
μεταδώσεις σε τρίτους.
Διδακτική των μαθηματικών,
λοιπόν. Αρκεί όμως κι αυτό; Δεν θα πρέπει να ξέρεις λίγα πράγματα και γι’ αυτόν
στον οποίο απευθύνεσαι, τον μαθητή;
Για να μην τα πολυλογούμε, θα
πρέπει να ξέρεις κάτι και από ψυχολογία, από παιδαγωγική, από διδακτικά μοντέλα,
από κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, από διαχείριση σχολικής τάξης, από «καλές
πρακτικές μάθησης», από… από…
Όταν τελειώσει όμως η
«επιστήμη», αρχίζει η «τέχνη». Που πάει να πει πως όλα αυτά είναι καλό να τα
γνωρίζεις θεωρητικά, αλλά θα πρέπει να τα εφαρμόσεις κλείνοντας πίσω σου την
πόρτα μιας αίθουσας και αυτό απέχει πολύ από όσα διδάχτηκες διαβάζοντας βιβλία.
Είναι άλλο πράγμα να
γνωρίζεις απ’ έξω τις κινήσεις που απαιτούνταν για τη σωστή κολύμβηση, άλλο
πράγμα να έχεις παρακολουθήσει πρωταθλητές να κολυμπούν και εντελώς διαφορετικά
να πέσεις στο νερό και να κολυμπήσεις ο ίδιος.
Το
άλλο πουλάκι:
Πέσε και κολύμπα!
Αυτό περίπου λέει η πολιτεία
στους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς. Και αυτοί κάνουν ό,τι τους φωτίσει ο Θεός.
Διότι κάποιος άλλος να τους
δώσει τα φώτα του δεν υπάρχει και αναφέρομαι ευθέως στον θεσμό του Συμβούλου.
Οι Σχολικοί Σύμβουλοι, ακόμη
και αν θέλουν (πολλοί θέλουν), συνήθως δεν προλαβαίνουν, ούτε μπορούν να
τρέξουν όπου τους χρειάζονται. Ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπάρχουν καθηγητές
που βγήκαν στη σύνταξη και δεν έχουν δει τον σχολικό τους σύμβουλο στα μάτια.
Πώς μαθαίνεται όμως μια τέχνη;
Από αιώνες, η κάθε τέχνη
μαθαίνεται δίπλα σε έναν παλιό μάστορα.
Εκεί το μαστορόπουλο θα δει
«στην πράξη» πώς δουλεύει ο τεχνίτης, εκεί θα κάνει τις πρώτες του απόπειρες,
με τη βοήθεια του μάστορα θα διορθώσει τα λάθη και τις ατέλειές του και, σιγά
σιγά, θα ανοίξει τα δικά του φτερά.
Σε άλλα εκπαιδευτικά
συστήματα το έχουν λύσει αυτό με τον θεσμό του «μέντορα». Ένας έμπειρος
δάσκαλος ή καθηγητής, «εγνωσμένης αξίας», αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τον νέο
συνάδελφο στα πρώτα του βήματα.
Του επιτρέπει να τον
παρακολουθήσει στην τάξη και ο ίδιος παρακολουθεί τις πρώτες διδακτικές
απόπειρες του νέου. Τον συμβουλεύει, συζητούν, τον βοηθά να αντιμετωπίσει
δυσκολίες, να ετοιμάσει το υλικό του, να χειριστεί προβλήματα, δηλαδή να σταθεί
στα πόδια του.
Στην Ελλάδα ο θεσμός έμεινε
ως πρόταση.
Τον αρνήθηκαν οι ίδιοι οι
εκπαιδευτικοί, φοβούμενοι ότι… «προετοιμάζει το έδαφος για την αξιολόγηση», με
την οποία, όπως είπαμε, είναι αντίθετοι. Αφήστε που υπήρχε και μια
αντικειμενική δυσκολία.
Με δεδομένη την απουσία
αξιολόγησης, πού θα βρεθούν οι «εγνωσμένης αξίας» εκπαιδευτικοί που θα γίνουν
μέντορες;
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Πέσε και κολύμπα, λοιπόν.
Απολαμβάνοντας την πλήρη
εμπιστοσύνη της κοινωνίας, και της πολιτείας που την εκπροσωπεί, στο βαθμό που
κανείς ποτέ δεν σου ζητά λογαριασμό για το τι κάνεις μέσα στην τάξη.
Ας το σκεφτούμε λίγο.
Μπαίνεις σε μια δουλειά, σε
μια οποιαδήποτε δουλειά, εργάζεσαι επί τριάντα και πλέον χρόνια, και δεν
υπάρχει κανείς να σε ρωτήσει: «Έλα εδώ, ρε φίλε. Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια;
Πώς το έκανες; Γιατί το έκανες έτσι και όχι αλλιώς;»
Ξέρω τι θα απαντήσουν
κάποιοι.
«Ο εκπαιδευτικός δίνει
καθημερινά εξετάσεις στους μαθητές της τάξης του και τους γονείς τους».
Έτσι είναι. Έτσι θα έπρεπε να
είναι. Με τι κριτήριο όμως κρίνουν οι μαθητές της τάξης και οι γονείς τους;
Θα τους απαντήσω με τα λόγια
ενός έμπειρου καθηγητή που αναφερόταν ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση:
«Το σχολείο είναι ένας χώρος
όπου μπορείς να περάσεις τριάντα χρόνια, χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτε, και
δεν θα σε ενοχλήσει κανείς. Αρκεί να έχεις την εξυπνάδα να… βάζεις μεγάλους
βαθμούς».
Ποιος έχει δίκιο; Ανάμεσα στα
άκρα, υπάρχει πάντοτε το μεγάλο πλήθος της πραγματικότητας, την οποία ο καθένας
μπορεί να εκτιμήσει (δεν λέω να αξιολογήσει) με βάση τη δική του εμπειρία.
Δεν είπαμε όμως για την
παιδαγωγική ελευθερία!
Αύριο.
Μάθε τέχνη και άστηνε! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου