Το
ένα πουλάκι:
Δεν είμαστε ειλικρινείς!
Είναι μια διαπίστωση που, το
τελευταίο διάστημα, την κάνω ολοένα και πιο συχνά. Διστάζουμε να πούμε τα
πράγματα με το όνομά τους. Μάλιστα, σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχω
παρατηρήσει ότι χρησιμοποιούμε (πώς θα το έλεγαν οι φίλοι μας οι Ινδιάνοι) τη
διχαλωτή γλώσσα.
Αναλόγως με την περίσταση
στην οποία βρισκόμαστε, λέμε ή δεν λέμε πράγματα, μασάμε τα λόγια μας ή μιλάμε
ευθαρσώς, λες και φοβόμαστε κάτι. Τι είναι αυτό που φοβόμαστε και γιατί αυτή η
ασυνεπής στάση;
Ας προσπαθήσουμε να το
διερευνήσουμε λίγο, κάνοντας τον εξής διαχωρισμό: Τις φιλικές-ιδιωτικές
συζητήσεις και τον δημόσιο λόγο μας. Αυτά που λέμε μεταξύ μας και όσα
απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό.
Εκεί εντοπίζεται κυρίως το
φαινόμενο για το οποίο μιλάμε και δεν είναι τυχαίο ότι το εμφανίζουν τακτικότερα
άνθρωποι που έχουν κάποια θέση, άρα απευθύνονται πιο συχνά σε μεγάλο
ακροατήριο.
Θα ξεκινήσω με μια
διαπίστωση: το αντιμνημόνιο «πουλάει».
Τα τελευταία χρόνια έχουν
κτιστεί καριέρες, όχι μόνο πολιτικές αλλά και δημοσιογραφικές, τηλεοπτικές,
διαδικτυακές και άλλες, πάνω σε μια αντιμνημονιακή ρητορική.
Αν θέλεις να γίνεις αρεστός,
αν θέλεις να βρεις πρόθυμους ακροατές ή αναγνώστες, δεν έχεις παρά να τα… χώνεις
στο μνημόνιο και τους μνημονιακούς.
Μάλιστα, με όσο πιο φτηνό
τρόπο το κάνεις, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το πλήθος που σε ακολουθεί.
Ανόητα αστεία για τον
Σόιμπλε, σεξιστικά υπονοούμενα για την Μέρκελ, ρατσιστικές αναφορές για τους
Γερμανούς, δίνουν και παίρνουν στον δημόσιο λόγο και στα Μέσα Μαζικής
Επικοινωνίας.
Είναι γνωστό από παλιά ότι,
αν απευθύνεσαι στο συναίσθημα (πολύ περισσότερο στα ένστικτα), έχεις μεγαλύτερη
πιθανότητα να πείσεις, απ’ ό,τι αν απευθύνεσαι στη λογική.
Για να πούμε όμως και του
στραβού το δίκιο, είναι αρκετά δύσκολο να απευθύνεσαι στη λογική πολλών
ακροατών ή θεατών. Λίγους λίγους βολεύει καλύτερα. Αν πρόκειται για «μάζα»,
τότε ρίξε ένα εύπεπτο σύνθημα και μην την ψάχνεις πολύ.
Το
άλλο πουλάκι:
Εδώ φτάνουμε στην ουσία.
Διότι και αυτοί που
«επιχειρηματολογούν» με συνθήματα κατά του μνημονίου -γενικώς και αορίστως- και
οι άλλοι που τους ακολουθούν, όταν βρεθούν σε στενό κύκλο αρχίζουν και τα
γυρνούν.
Αν, για παράδειγμα, τους
ρωτήσεις να σου πουν σε τι ακριβώς τους έφταιξε η Μέρκελ, δεν ξέρουν να
απαντήσουν, πολύ περισσότερο να σου κάνουν μια σοβαρή ανάλυση για την γερμανική
πολιτική μέσα σε μια Ενωμένη Ευρώπη. Γελούν όμως με τα αστεία και το… «μαντάμ
Μέρκελ» πιάνει τόπο.
Αν πάλι ζητήσεις να σου
εξηγήσουν ποια από τα μέτρα του μνημονίου θα άλλαζαν και, φυσικά, με τι θα τα
αντικαθιστούσαν, ώστε να υπάρχει μια προοπτική οικονομικής ανάκαμψης στη χώρα,
τότε είναι που θα σε κοιτάξουν με ανοιχτό το στόμα.
Στην καλύτερη περίπτωση να
σου πουν ότι αυτοί θα προτιμούν κάποια «αναπτυξιακά μέτρα», χωρίς να ξέρουν τι
ακριβώς είναι αυτό, λες και ανάπτυξη φυτρώνει στα δέντρα και δεν έχεις παρά να
πας να τη συλλέξεις.
Θα γίνω όμως πιο
συγκεκριμένος με δυο επίκαιρα παραδείγματα.
Τόσα χρόνια, δεν έχω ακούσει
ούτε έναν πολίτη να λέει πως είναι ευχαριστημένος από το ελληνικό, δημόσιο –γενικά-
και τους δημόσιους υπαλλήλους ειδικότερα. Ούτε έναν!
Προφανώς υπάρχουν υπάλληλοι αξιολογότατοι,
ευσυνείδητοι, που ξέρουν το αντικείμενό τους και κάνουν τη δουλειά τους μια
χαρά.
Είναι τυχαίο όμως ότι, στη
συνείδηση των πολιτών, αυτοί μοιάζουν να αποτελούν εξαιρέσεις που χάνονται μέσα
στο μέγα πλήθος των αρνητικών παραδειγμάτων;
Τεμπέληδες, κοπανατζήδες,
χαραμοφάηδες, αγενείς, άξεστοι, είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που
δίνονται στους δημόσιους υπάλληλους, τους οποίους, επιπλέον, βαραίνει το
γεγονός ότι βρέθηκαν σε μια θέση με… ρουσφετολογικές διαδικασίες.
Ξαναλέω ότι αυτά δεν είναι
καν ο κανόνας, όμως άντε να το βγάλεις από το μυαλό του απλού πολίτη.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Τι λένε όμως δημοσίως;
Υπερασπίζονται όλοι τη
μονιμότητα και αντιτίθενται στις απολύσεις, επειδή τις φέρνουν η Τρόικα και το
μνημόνιο.
Το ίδιο και με το δεύτερο παράδειγμα
που μπορούμε να αναφέρουμε.
Δεν έχω ακούσει, επίσης, ούτε
έναν γονιό με παιδί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που να λέει καλή κουβέντα για
τους καθηγητές.
Όχι όλους! Μπορεί να
ξεχωρίζει έναν δυο, όμως για τους άλλους θα σου πει τέρατα και σημεία. Ας
σημειώσουμε ότι, ανάμεσα στους γονείς για τους οποίους μιλάμε, είναι και
εκπαιδευτικοί που κρίνουν συναδέλφους τους. Εκεί να ακούσεις τι λένε!
Όταν όμως πρόκειται να
τοποθετηθούν δημοσίως, όλοι είναι αντίθετοι με την αξιολόγηση που συζητιέται
τον τελευταίο καιρό. Κι ας είναι αυτοί που αξιολογούν στις κατ’ ιδίαν
συζητήσεις, και μάλιστα στο πόδι, χωρίς κανένα επιστημονικό κριτήριο.
Αυτή, λοιπόν, η
επαμφοτερίζουσα στάση, είναι ένα πρόβλημα στον τόπο μας.
Και ναι μεν οι δημοσιογράφοι,
οι τηλεαστέρες και οι πολιτικοί έχουν κάτι να… πουλήσουν.
Εμείς όμως, οι απλοί πολίτες,
δεν πρέπει να είμαστε πιο ειλικρινείς, πρωτίστως με τον εαυτό μας;
Ή μήπως θέλουμε κι εμείς να
αρέσουμε στους πολλούς;
Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου