Το
ένα πουλάκι:
«Να ‘ξερα, τι τα κάνουν;»
Αυτό αναρωτιόταν ο Μάρκος
Βαμβακάρης το 1936, για όσους έχουνε πολλά λεφτά. Το ίδιο αναρωτιόμαστε κι
εμείς σήμερα, όμως αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι την ίδια
απορία έχουν και οι… λεφτάδες.
Δεν ξέρουν τι να κάνουν τα
λεφτά τους, πώς να τα ασφαλίσουν, να τα σιγουρέψουν, ώστε να μην κινδυνεύουν
όχι μόνο από τους κλέφτες που ανοίγουν τα σπίτια και αρπάζουν ό,τι βρουν, αλλά
και από τους άλλους, που αρπάζουν χωρίς να χρειάζεται να ανοίξουν τίποτε.
Ας εξηγηθούμε, διότι μπορεί
και να παρεξηγηθούμε.
Υπάρχουν, σύμφωνα με τους
οικονομικούς αναλυτές (τους αναλυτές των οικονομικών, όχι τους φτηνούς) πολλοί
συμπατριώτες μας που έχουν τεράστια ποσά αλλά δεν ξέρουν πού να τα «κρύψουν».
Συμπατριώτες είπα; Λάθος,
διότι η λέξη περιέχει μέσα και το πατριώτες που, απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα,
αυτοί δεν είναι, αφού το μόνο που σκέφτονται είναι, ο εαυτός τους.
Ας έρθουμε όμως να δούμε από
κοντά το «πρόβλημα» που αντιμετωπίζουν.
Τι τα κάνεις, αν έχεις σήμερα
στην άκρη (για μια δύσκολη ώρα, ή για τα γεράματα) μερικές εκατοντάδες χιλιάδες
ευρώ;
Ξέρουμε ότι η αρχική σκέψη
του καθενός, ο οποίος βρισκόταν στη δυσχερή αυτή θέση, ήταν να τα βγάλει από τη
χώρα.
Αυτό όμως δεν αποδείχθηκε και
πόσο ασφαλές, για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι οι διάφορες
«λίστες» που άρχισαν να κυκλοφορούν ανά την Ευρώπη, λίστες που φέρνουν στο φως
ονόματα και ποσά και ανοίγουν το δρόμο σε διωκτικές αρχές να κάνουν τη δουλειά
τους.
Ο δεύτερος είναι το «πάθημα»
των μεγαλοκαταθετών στην Κύπρο. Έγινε αντιληπτό ότι οι μεγάλες καταθέσεις δεν
είναι ασφαλείς σε τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού εν μια νυκτί μπορεί να βρεθούν
κουρεμένοι.
Αφήστε που αυτό με την Κύπρο
έκανε μεγάλη ζημιά και στη δική μας οικονομία, όπως λένε οι ίδιοι οικονομικοί
αναλυτές, διότι προέκυψε πάνω που άρχισαν δειλά δειλά να επιστρέφουν κάποιες
καταθέσεις που είχαν μεταναστεύσει.
Το
άλλο πουλάκι:
Αν κάνουμε μια παρένθεση.
Όταν μια τράπεζα πέφτει έξω,
ποιοι είναι εκείνοι που πρέπει να πληρώσουν τη χασούρα;
Να ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει
να δοθεί όχι οικονομική (δηλαδή φτηνή) αλλά πολιτική απάντηση.
Ασφαλώς όχι οι φορολογούμενοι
πολίτες. Αυτό το είδαμε, δεν μας άρεσε και το απορρίπτουμε. Δεν είναι λογικό να
πληρώσουν όσοι κέρδιζαν τον καιρό που η τράπεζα ήταν στα πάνω της;
Αφήστε που έχει αποδεχθεί
πως, όσο περισσότερα και πιο εύκολα κέρδιζαν, τόσο μεγαλύτερο ήταν το ρίσκο να
πέσει έξω το «μαγαζί».
Ποιοι, λοιπόν, είναι αυτοί
που κέρδιζαν και τώρα πρέπει να έχουν μερίδιο και στη ζημιά;
Πρώτα πρώτα οι «τραπεζίτες»,
όπως τους λέει η Αριστερά, δηλαδή οι μέτοχοι στους οποίους ανήκει το μαγαζί.
Έπειτα οι ομολογιούχοι, διότι
επέλεξαν να κάνουν μια επένδυση, η οποία, όπως όλες οι επενδύσεις, έχει κάποιο
ρίσκο.
Τέλος θα πρέπει να πληρώσουν
και οι μεγαλοκαταθέτες, με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό. Για να το καταλάβουμε, ας
κάνουμε έναν διαχωρισμό.
Όταν έχεις μια μικρή
κατάθεση, μπορεί να έχεις επιλέξει την τράπεζά σου «στην τύχη».
Μπορεί δηλαδή να είναι αυτή
στην οποία σου καταθέτουν το μισθό, ή αυτή που βρίσκεται κοντά στο σπίτι ή τη
δουλειά σου, ακόμη και κάποια στην οποία εργάζεται ένας φίλος σου.
Όταν όμως έχεις ένα τεράστιο
κεφάλαιο να καταθέσεις (τώρα, ποιο είναι τεράστιο;) δεν το αφήνεις στην τύχη
και, αν το κάνεις θα πρέπει να δεχτείς και την περίπτωση να… ατυχήσεις. Και να
κουρευτείς.
Όλα τα παραπάνω, τα οποία
εμένα μου ακούγονται λογικά, τα είπε κάποιος Σόιμπλε και, ως εκ τούτου, ένα
μεγάλο μέρος της κοινωνίας οφείλει να τα απορρίψει. Ποιος όμως, τότε, θα πρέπει
να πληρώσει για τις μπατιρημένες τράπεζες; Τόλμα να ρωτήσεις και θα δει τι
απαντήσεις θα πάρεις. Από το «να μην υπάρχουν τράπεζες», μέχρι το «τράπεζες
λαϊκές, στην υπηρεσίες του λαού» με ό,τι μπορεί να σημαίνουν για τον καθένα
αυτά.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ο χρυσός μας φέρνει πιο κοντά!
Έτσι σκέφτηκαν, μετά τις
τελευταίες εξελίξεις, πολλοί Έλληνες, που έχουν ένα κομποδεματάκι μερικών
εκατοντάδων χιλιάδων, και το έριξαν στην αγορά ράβδων χρυσού ή χρυσών λιρών.
Για να μην κοροϊδευόμαστε,
χρυσό δεν αγοράζουν μόνο οι «μεγαλοκαταθέτες», αλλά και πολλοί άλλοι που θέλουν
να διασφαλίσουν τα χρήματά τους, αν μπορεί σήμερα να υπάρξει μια τέτοια έννοια.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να
πωλούνται (αγοράζονται είναι το σωστό) περισσότερες από δέκα χιλιάδες λίρες το
μήνα, μόνο στην Αθήνα!
Είναι φυσικό, μέσα σ’ αυτό το
κλίμα, το μυαλό όλων μας να πηγαίνει στην αθάνατη ελληνική ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «η κάλπικη λίρα», όπου ο
Βασίλης Λογοθετίδης, εν έτει 1955, μετέτρεπε τις οικονομίες που του απέφερε το
επάγγελμά του και η οικονομία με την οποία ζούσε σε λίρες.
Για να τις δώσει όλες στο
τέλος και να του μείνει μία και εκείνη κάλπικη.
Προσοχή, λοιπόν!
Φαίνεται πως η πιο ασφαλής
τοποθέτηση των χρημάτων είναι η… λογική όταν μάλιστα έχει χαλάσει τις σχέσεις
της με την πλεονεξία.
Άντε, μέχρι και οικονομικές
(πάμφθηνες) συμβουλές σας δίνουμε. Τι άλλο θέλετε από μια στήλη, όπου μάλιστα φωλιάζουν
πουλάκια, των οποίων η σχέση με το χρήμα είναι γνωστή;
Χρυσό μου! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου