ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

151211 ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
«Τι έφταιξε;»

Πριν από μερικές μέρες, έτυχε να επισκεφτώ κάποιον φίλο σε άλλη πόλη και βρεθώ σε μια συντροφιά παρέα με πολιτικά στελέχη που έχουν περίπου αποστρατευτεί. (Περίπου, διότι αν είναι δυνατόν να αποστρατευτεί ποτέ κάποιος που πέρασε τη ζωή του μέσα σε ένα κόμμα και μάλιστα γεύτηκε τις χαρές και τις πίκρες της εξουσίας που απέκτησε χάρη σ’ αυτό.)

Όλοι τους ήταν προβληματισμένοι με την παρούσα κατάσταση και αφού, όπως φαινόταν, είχαν να βρεθούν καιρό όλοι μαζί, εξέφραζαν την αγωνία τους για τον τόπο και την πορεία της χώρας, ψάχνοντας να βρουν «τι έφταιξε».

Είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ακούς τις αναλύσεις τους, οι οποίες όμως ήταν όλες αποκλειστικά οικονομικού περιεχομένου. Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων έφταιξαν όλοι όσοι κυβέρνησαν στη μεταπολίτευση, σε μικρό όμως βαθμό, με μόνη εξαίρεση των Κώστα Καραμανλή, ο οποίος έχει τεράστιες ευθύνες για τον εκτροχιασμό του χρέους.

Όλοι οι προηγούμενοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, διατηρούσαν τον έλεγχο της κατάστασης και φρόντιζαν να δανειζόμαστε μεν, όμως με κάποιο «μέτρο», ώστε να μην φτάσουμε στο σημείο να βρεθούμε εκτός αγορών, με ένα χρέος το οποίο αδυνατούμε να διαχειριστούμε.

Τους άκουγα με προσοχή και, όταν τελείωσαν, εξέφρασα δειλά την άποψή μου.
«Με όλο τον σεβασμό στην πείρα σας», είπα, «δεν νομίζετε όμως ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό; Αν ήταν έτσι, η κατάσταση θα μπορούσε να αλλάξει σχετικά εύκολα. Λίγη περικοπή των δαπανών από εδώ, λίγη μείωση του χρέους από εκεί, κάπως θα καταφέρναμε να βελτιώσουμε τα πράγματα».

Σκεφτόμουν πώς να φτάσω στην ουσία, γιατί φοβόμουν ότι αυτό που θα πω θα θίξει τον καθένα προσωπικά.
«Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης καλλιέργησαν στους πολίτες μια νοοτροπία και καθοδήγησαν την κοινωνία σε πρακτικές που δύσκολα πλέον μπορούν να αναστραφούν.

Όλοι να μπούμε στο δημόσιο, ακόμη και με πλάγιο τρόπο, ή να έχουμε συναλλαγές μαζί του, ώστε να βγάζουμε “κουτουρού λεφτά”. Να δουλεύουμε όσο το δυνατόν λιγότερο και να αμειβόμαστε πλουσιοπάροχα, χάρη στις διεκδικήσεις των συνδικάτων και τις παροχές των κυβερνήσεων, χωρίς όμως ποτέ να αξιολογείται η εργασία μας.

Να βγαίνουμε στη σύνταξη αν είναι δυνατόν από τα σαράντα πέντε, παίρνοντας τεράστια εφάπαξ και συντάξεις μεγαλύτερες από τον τελευταίο μας μισθό.
Ακόμη και η πρωτογενής παραγωγή να εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις επιδοτήσεις και κανείς να μην ασχολείται σοβαρά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Αφήνω το τι έγινε με τους συνεταιρισμούς…»

Θα αναρωτιέστε πώς αντέδρασαν.
Φάνηκαν να διαφωνούν, με την έννοια ότι αυτά είναι γενικεύσεις. Δεν ήθελα να επιμείνω και να δώσω συνέχεια. Καθώς όμως η κουβέντα εξελίχτηκε, και με τη βοήθεια του εξαιρετικού κρασιού που απολαμβάναμε, άρχισαν και εκείνοι να διηγούνται περιστατικά από τον πολιτικό τους βίο και να προβαίνουν σε αποκαλύψεις που… ερχόταν στα λόγια μου.

Το άλλο πουλάκι:
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το… βαμβάκι;

Θα σας πάω λίγο πίσω, παρουσιάζοντας μια μικρή συλλογή από δηλώσεις των κομμάτων, την εποχή που ο κύριος Χατζηγάκης μοίραζε στην εκλογική του πελατεία 460 εκατομμύρια ευρώ, κατά παράβαση των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πριν όμως πάμε στα κόμματα, αξίζει να δούμε τι έλεγε ο τότε πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ Τζανέτος Καραμίχας: «Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά αιτήματα των αγροτών, έτσι όπως τα έθεσε και η ΠΑΣΕΓΕΣ αλλά και όπως αυτά διατυπώθηκαν από τα μπλόκα. Σαν να μην τα άκουσε (σ.σ. ο κ. Χατζηγάκης) καθόλου».

«Η κυβέρνηση, που με την πολιτική της οδήγησε τους αγρότες στην εντατική, με τις σημερινές της αποφάσεις, τους χορηγεί ασπιρίνες», δήλωνε ο πολιτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για θέματα Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βασίλης Έξαρχος.

«Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν μπορούν ούτε ψίχουλα να χαρακτηριστούν. Είναι εμπαιγμός της μικρομεσαίας αγροτιάς. Οι μικρομεσαίοι αγρότες πρέπει να δώσουν απάντηση στην κυβερνητική κοροϊδία κλιμακώνοντας την πάλη τους, μαζικοποιώντας τα μπλόκα των αγωνιστικών ομοσπονδιών και αγροτικών συλλόγων. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα να δυναμώσουν τη στήριξη και την αλληλεγγύη τους στο δίκαιο αγώνα της αγροτιάς», έλεγε η ανακοίνωση του ΚΚΕ.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Τότε υπήρχε και ένα άλλο κόμμα:

«Η Κυβέρνηση λειτουργεί με την συμπεριφορά της αγοράς. Και για να κυριολεκτούμε, σήμερα στην αγορά, επειδή διανύουμε περίοδο εκπτώσεων, και ενώ οι αγρότες έχουν τεράστια προβλήματα, η Κυβέρνηση με εκπτωτικές τιμές προσπαθεί να τους βοηθήσει. 425 εκατομμύρια ευρώ είναι ένα μηδαμινό ποσό μπροστά στα προβλήματά τους», δήλωσε ο Εκπρόσωπος Τύπου του ΛΑΟΣ κ. Κυριάκος Βελόπουλος.

Όλοι αυτοί ήταν το «παλιό» και καλά έκαναν οι πολίτες και τους έστειλαν στα σπίτια τους.
Θέλετε όμως να ακούσετε και τον σημερινό υπουργό;

Ο Βαγγέλης Αποστόλου, μέλος τότε της Π.Γ. του ΣΥΝ και συντονιστής των θεμάτων Αγροτικής Πολιτικής του κόμματος δήλωνε: «Η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την κρίση που μαστίζει την ελληνική γεωργία και δεν καλύπτει την ανάγκη επιβίωσης του αγροτικού κόσμου. Το πακέτο που ανακοινώθηκε αποτελεί επικοινωνιακό τρικ, αφού σε αυτό υπολογίζει και τα ποσά των αποζημιώσεων και ενισχύσεων που έτσι κι αλλιώς θα έπαιρναν οι αγρότες για τη φετινή χρονιά.
Ο ΣΥΝ στηρίζει τους αγώνες των αγροτών».

Σήμερα, ένα μέρος από εκείνα τα λεφτά, τα «ψίχουλα» και τις «ασπιρίνες», πρέπει να δοθούν πίσω και μάλιστα από τους αγρότες που τότε πήραν τις μεγαλύτερες (παράνομες) επιδοτήσεις.
Εσείς τι λέτε, είναι σωστό και δίκαιο να τα πληρώσουν άλλοι που μάλιστα δεν τους περισσεύουν καθόλου;
Φέρτε πίσω τα κλεμμένα! 

1 σχόλιο:

Θωμάς είπε...

Θυμάμαι εκείνα τα χρυσά χρόνια των επιδοτήσεων αλλά και των τακτικά επαναλαμβανόμενων εξεγέρσεων ένα κανάλι είχε επιλέξει έναν βαμβακοπαραγωγό που δήλωνε στον τηλεοπτικό φακό με δάκρυα στα μάτια:
"Σε σχέση με πέρσι έχω χάσει σαράντα χιλιάδες ευρώ!"
Και η απορία μου ήταν: Πόσα δηλαδή έβγαλε πέρσι; Διακόσιες χιλιάδες; Εκατόν πενήντα; Γιατί δε μας λέει να νιώσουμε καλύτερα τον πόνο του;