Το ένα πουλάκι:
Βάζεις
στοίχημα;
Δεν
μιλάω για τα στοιχήματα που «παίζει» κάποιος στον επίσημο (ή και τον ανεπίσημο)
τζόγο, όπου μπορεί να ποντάρει σε αποτελέσματα αγώνων, γκολ που θα σκοράρει
κάποιος, ή τη θέση των ομάδων στην τελική κατάταξη. Μιλάω για τα παλιά καλά
στοιχήματα που βάζαμε μικροί και που έχουν χαθεί πλέον από τις συναναστροφές
μας.
Στοίχημα
βάζαμε όταν διαφωνούσαμε για κάτι που έπρεπε να διαπιστωθεί για να αποδειχθεί
ποιος είχε δίκιο. Βάζαμε όταν κάποιος υποστήριζε πως μπορεί να κάνει κάτι το
οποίο οι άλλοι αμφισβητούσαν. Όταν επιμέναμε και οι δυο ότι έχουμε δίκιο, ότι
είμαστε βέβαιοι για τις απόψεις μας, ότι τίποτε δεν μπορεί να είναι διαφορετικό
από αυτό που είχαμε εμείς στο μυαλό μας.
Και
οι δύο όμως. Την ίδια βεβαιότητα, την ίδια σιγουριά!
Το
στοίχημα άλλωστε ήταν αυτό που τεκμηρίωνε το μέγεθος αυτών των βεβαιοτήτων.
Όποιος έκανε πίσω και δεν «πήγαινε» το στοίχημα σήμαινε αυτομάτως ότι κάπου
αμφέβαλλε. Για τις γνώσεις του, για τις ικανότητές του, για τα προσόντα του…
Αυτό, το να «κωλώσει» ο ένας
από τους δύο, ήταν μια συνηθισμένη εξέλιξη. Ιδιαίτερα όταν ο πλέον βέβαιος
ρίσκαρε και ζητούσε το διακύβευμα του στοιχήματος να είναι μεγάλο. Τότε συνήθως
ο άλλος έκανε πίσω, δεν δεχόταν να «πάει» το στοίχημα, γεγονός που αποτελούσε
αυτόματη απόδειξη ότι είχε άδικο.
Πάντοτε, βέβαια υπήρχε και το
ενδεχόμενο της μπλόφας. Μπορούσε κάποιος να θέσει το ύψος του στοιχήματος σε
τέτοιο σημείο που θα τρόμαζε τον άλλο. Κι εκείνος όμως ήταν πιθανόν να κάνει
ρελάνς, κατά τον χαρτοπαικτικό όρο, και να τρομάξει τον αντίπαλό του.
Τι θέλω να πω δηλαδή. Μπορούσες
να «αποδείξεις» ότι έχεις δίκιο, χωρίς να κερδίσεις το στοίχημα, με την
υποχώρηση του αντιπάλου, όμως το δίκιο εκείνο δεν ήταν τόσο ισχυρό και αποδεκτό
από όλους όσο αν η απόδειξη προέρχονταν μετά τον στοιχηματισμό.
Θα σας δώσουμε ένα παράδειγμα
για να καταλάβετε τι εννοώ. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος από την παρέα υποστήριζε
ότι μπορούσε να μπει στην αυλή της γειτόνισσας, να σκαρφαλώσει στην κερασιά και
να γυρίσει με κεράσια, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς.
Το άλλο πουλάκι:
Πάντα
υπήρχε ένας άλλος που θα το αμφισβητούσε!
Τότε
θα γινόταν η πρόκληση για στοίχημα. Ο επίδοξος «κλέφτης κερασιών» καλούσε τον δύσπιστο
να στοιχηματίσουν. Αν το στοίχημα ήταν μεγάλο, εκείνος μπορεί να «κώλωνε» να το
βάλει και να υποχωρούσε.
Αυτό δεν σήμαινε πως ο πρώτος
ήταν πράγματι ικανός για το κατόρθωμα που κοκορευόταν. Αφού κανείς δεν έβαζε
στοίχημα, δεν ήταν και υποχρεωμένος να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Έτσι,
μπορεί να έμοιαζε νικητής, ποτέ όμως δεν θα ξέραμε αν είναι πράγματι ικανός να
τα καταφέρει.
Την τελευταία φορά που είδα
να μπαίνει τέτοιας λογής στοίχημα ήταν πριν από καναδυό χρόνια, όταν άρχισαν να
εφαρμόζονται για τα καλά τα μέτρα των μνημονίων. Διαφωνούσαν τότε δυο φίλοι,
για το ποιες θα είναι οι παραπέρα επιπτώσεις στους δασκάλους.
Ο ένας, της (τότε)
αντιπολίτευσης, υποστήριζε πως σε λίγο θα αρχίσουν οι απολύσεις. Ο άλλος του
έλεγε να μην τρομοκρατεί χωρίς λόγο τους συναδέλφους τους. Όταν ο πρώτος το παρατράβηξε
και αναρωτήθηκε με νόημα «άντε να δούμε πόσοι θα είμαστε του χρόνου», ο άλλος
αντέδρασε με τον παραδοσιακό τρόπο:
«Βάζουμε ένα στοίχημα; Αν θα
είμαστε λιγότεροι, εγώ δεν θα ξαναμιλήσω δημοσίως πολιτικά. Αν όμως θα είμαστε
οι ίδιοι ή περισσότεροι, δεν θα ξαναμιλήσεις εσύ».
Θέλετε να μάθετε τι έγινε;
Δεν «πήγε» το στοίχημα. Προφανώς όμως θα θέλατε να μάθετε και τι θα γινόταν, αν
ο κινδυνολόγος στοιχημάτιζε τελικά. Ό,τι έγινε και τώρα! Σταμάτησε να συζητάει
πολιτικά, όχι γιατί δεν έγιναν απολύσεις (που δεν έγιναν), αλλά γιατί δεν έχει
τι να πει, από τότε που το κόμμα του κυβερνά τη χώρα.
Ήταν, βλέπετε, από εκείνους
που έτρεφαν (ή έχαφταν)… ψευδαισθήσεις και η προσγείωση στην πραγματικότητα τον
έκανε να απογοητευθεί τελείως και να χάσει κάθε ενδιαφέρον για υπεράσπιση των
νέων, κυβερνητικών θέσεων.
Γιατί όμως σας τα λέμε αυτά
τα ωραία και νοσταλγικά περί στοιχημάτων; Α, ναι. Εξαιτίας του μεγάλου
στοιχήματος που έβαλε η κυβέρνηση για λογαριασμό της χώρας.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Δεν
καταλάβατε για ποιο πράγμα μιλάμε;
Μα,
για τον περίφημο «κόφτη»! Τι άλλο είναι παρά ένα στοίχημα πως όλα θα πηγαίνουν
κατ’ ευχήν και η χώρα θα πιάνει τους στόχους της;
Οι
δανειστές, προκειμένου να απαλλαγούν από τη συνεχή γκρίνια μας και το ατέλειωτο
κρυφτούλι με τους ελεγκτές των θεσμών, μας κάλεσαν να βάλουμε αυτό το στοίχημα.
Ή
μήπως ήμασταν εμείς που τους το προτείναμε. Έχω μπερδευτεί λίγο. Όπως και να
έχει το πράγμα, είμαστε τώρα δεσμευμένοι και πρέπει να αποδείξουμε ότι μπορούμε
να πετύχουμε αυτά που υποσχεθήκαμε.
Το
ωραίο είναι πως η άλλη πλευρά δεν έχει να χάσει και τίποτε, στην ουσία
στοιχημάτισε χωρίς ρίσκο. Διότι, έτσι και επιτυγχάνονται οι στόχοι με την
αποτελεσματικότητα των μέτρων, αυτοί θα είναι ευχαριστημένοι, αφού πρόκειται
για στόχους δικής τους έμπνευσης. Αν όχι, τότε θα μπαίνει ο «κόφτης», που θα
τους κάνει εφικτούς.
Μήπως
όμως και η κυβέρνηση στοιχημάτισε χωρίς ρίσκο; Γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, η αποτυχία
των μέτρων θα διαπιστώνεται την άνοιξη και ο «κόφτης» θα μπαίνει με τον επόμενο
προϋπολογισμό. Που πιθανότατα να τον ψηφίζουν κάποιοι άλλοι!
Μια ζωή στοιχηματίζω! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου