Το ένα πουλάκι:
Σας
πειράζει το ποτό;
Μόλις
ακούσατε ένα χαρακτηριστικό δείγμα ανόητης ερώτησης. Δηλαδή ερώτησης που δεν
έχει κανέναν απολύτως λόγο να τίθεται. Για να καταλάβετε, ανήκει στην ίδια
κατηγορία με τις ερωτήσεις «ήρθες;» ή «εδώ είσαι;»
Τέτοιου
είδους ερωτήσεις δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα, για δύο λόγους. Ο ένας είναι
ότι η απάντηση σ’ αυτές είναι τόσο προφανής που δεν αξίζει να μπει στον κόπο ο
ερωτώμενος να την δώσει.
Φυσικά
και ήρθα, αφού είμαι μπροστά σου και μου υποβάλλεις την ερώτηση. Φυσικά και με
πειράζει το ποτό, αφού δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον πειράζει. (Ακόμη κι
αν δεν το παραδέχεται ο ίδιος˙ κρατήστε το αυτό.)
Ο
δεύτερος λόγος είναι ότι, ακριβώς εξαιτίας της δεδομένης απάντησης, εκείνος που
ρωτά θέλει στην πραγματικότητα να μάθει κάτι άλλο. Και εδώ θα επικαλεστώ τον
σοφό γκρινιάρη του ελληνικού κινηματογράφου, τον Ορέστη Μακρή.
«Και
τότε, αφού θέλεις να πεις κάτι άλλο, γιατί λες αυτό που λες και δεν λες
κατευθείαν εκείνο το άλλο, να ησυχάσουμε». Θυμίζω, από μνήμης, τη σκηνή στην
παραλία, όπου η σύζυγός του θέλει να μάθει τι σκέφτεται για το μέλλον των
κοριτσιών τους.
Με
την ερώτηση «ήρθες», για παράδειγμα, ο ερωτών θέλει, προφανώς να μάθει για ποιο
λόγο ο άλλος ήρθε… κιόλας, ενώ θα έπρεπε να αργήσει ακόμη. Με το «εδώ είσαι;»
στην πραγματικότητα ρωτά πώς κι έτσι βρίσκεσαι εδώ και όχι κάπου αλλού.
Όταν,
λοιπόν, ρωτάμε κάποιον αν τον πειράζει το ποτό, εννοούμε αν αντέχει, αν το
σηκώνει κατά κάποιον τρόπο, το αλκοόλ, ή με το πρώτο ποτηράκι γίνεται… γκολ
(για να κάνω και μια αποτυχημένη ρίμα).
Θα σας
θυμίσω και πάλι μια σκηνή από τον αθάνατο παλιό ελληνικό κινηματογράφο, πάντα
από μνήμης. Λέει ο Ντίνος Ηλιόπουλος: «Πίνω. Κι όταν πίνω γίνομαι άλλος
άνθρωπος. Και μετά θέλει να πιει κι εκείνος…»
Θα
μπορούσε να πει κανείς ότι η πανέξυπνη αυτή ατάκα είναι μια από τις πολλές
αποδείξεις πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Ή μήπως συμβαίνει το ανάποδο; Τέλος
πάντων, θα σας πω πού το πάω και θα καταλάβετε.
«Ο
πιο γρήγορος τρόπος για να ξεχάσεις ότι σε κοιτούν συνεχώς είναι
να μεθύσεις πολύ. Και όταν μεθάς, σκέφτεσαι τώρα με κοιτούν επειδή
είμαι πολύ μεθυσμένος, οπότε πρέπει να πιω περισσότερο για να τους αγνοήσω».
Το άλλο πουλάκι:
Τον
πείραξε το ποτό.
Ο
λόγος για τον 29χρονο (πλέον) ηθοποιό Ντάνιελ Ράντκλιφ και, για όσους δεν συγκρατούν
ονόματα, εκείνον που ενσάρκωσε τον Χάρι Πότερ. (Όνομα είναι και αυτό, αλλά, αν
δεν το ξέρετε, παρατήστε τα.)
Αυτός
λοιπόν, από όταν ήταν ακόμη έφηβος, ξεκίνησε να πίνει, διότι είχε, λέει, μια
τέτοια εικόνα για τον σπουδαίο ηθοποιό και προσπάθησε να ανταποκριθεί σ’ αυτήν.
Έπινε, μετά φοβόταν πως γίνεται στόχος…
Και
έπινε ακόμη περισσότερο για να ξεφύγει από αυτή την εικόνα που πίστευε ότι
δίνει στον κόσμο. Φαύλος κύκλος στον οποίο μπήκε νεότατος και είδε κι έπαθε για
να βγει. Όμως φαίνεται ότι τελικά τα κατάφερε.
Το
ερώτημα είναι τι είναι αυτό που κάνει ανθρώπους που τα έχουν όλα να αισθάνονται
την ανάγκη να καταφύγουν στο ποτό. Και η απάντηση, φυσικά, είναι προφανής:
απλώς… δεν τα έχουν όλα!
Τους
λείπουν πράγματα που φαίνεται είναι πολύ ουσιαστικά, τόσο που προσπαθούν να τα
υποκαταστήσουν με το ποτό (σε άλλες περιπτώσεις με τα ναρκωτικά) χωρίς, φυσικά,
να τα καταφέρνουν.
Αυτή
όμως είναι μια εντελώς επιφανειακή ανάλυση, που θα ταίριαζε σε οποιοδήποτε κουτσομπολίστικο
περιοδικό, από αυτά που ασχολούνται με τις ζωές σπουδαίων ανθρώπων, ή που
νομίζει το περιοδικό ότι είναι σπουδαίοι.
Για
να συλλάβουμε το θέμα στην πραγματική του διάσταση, θα πρέπει να το δούμε συνολικότερα.
Διότι είναι πολύ γενικευμένο το φαινόμενο νέων παιδιών να πίνουν πέρα από το φυσιολογικό.
Όπου
ως φυσιολογικό ορίζουμε τον αριθμό εκείνον των ποτών που μπορεί να σηκώσει ένα
συνηθισμένο κεφάλι, ένα συνηθισμένο συκώτι και ένα συνηθισμένο… πορτοφόλι.
Επειδή το ποτό είναι και ένα ακριβό… άθλημα.
Διότι,
όταν μιλάμε για νέους που πίνουν με το παραπάνω, δεν εννοούμε περιπτώσεις περιθωριακών
αλκοολικών που αγοράζουν ένα φτηνό μπουκάλι τελευταίας ποιότητας και το πίνουν
κάτω από μια γέφυρα.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ή
γύρω από ένα βαρέλι σκουπίδια που καίγονται.
Μιλάμε
για παιδιά με πολλές σπουδές, με καλές δουλειές, όσο καλές μπορούν να θεωρούνται
πλέον οι δουλειές που έχουν σήμερα οι (μορφωμένοι) νέοι, με έντονη κοινωνική
ζωή, από καλά σπίτια…
Σύμφωνα
με πληροφορίες «από μέσα», δεν είναι λίγα τα παιδιά αυτά που προτιμούν ουίσκι
των 20 ευρώ -το ποτήρι παρακαλώ, για να μην μπερδευόμαστε- και πίνουν πολλά
περισσότερα από ένα.
Θα
ξέρετε φαντάζομαι ότι υπάρχουν πλέον και στη χώρα μας εξειδικευμένα ουίσκι
μπαρ, όπου μπορεί να πιει κανείς ό,τι (ουίσκι) τραβάει η όρεξή του. Και,
εννοείται, ό,τι αντέχει η τσέπη του.
Όπου
το ουίσκι δεν σερβίρεται ούτε με πάγο, ούτε με νερό (φυσικά ούτε και με σόδα)
αλλά με… πέτρες, whiskey
stones, που
μπαίνουν παγωμένες στο ποτήρι για να ρίχνουν τη θερμοκρασία, χωρία να
αλλοιώνουν τη γεύση.
Έτσι,
φίλοι μου, απολαμβάνουν το ποτό τους πολλοί σύγχρονοι νέοι, θυμίζοντας σ’ εμάς
τους παλαιότερους κάποιες ένδοξες μέρες, όταν τα ουίσκι γίνονταν καύσιμη ύλη
για να ζεσταίνονται οι τραγουδίστριες της πίστας.
Ο
καθένας και οι τρόποι του.
«Πίνου, για να ξιχνώ τουν πόνου»!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου