Το ένα πουλάκι:
«Αλλάζεις,
ρε;»
Ποτέ
μου δεν μάζευα «χαρτάκια». Μπορεί να ήταν οικονομικοί οι λόγοι –ποτέ δεν μας
περίσσευαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Μπορεί να ήταν και μια αποστροφή
που είχα από μικρός για το… κουμάρι.
Το να
παίζεις, δηλαδή, με τίμημα κάτι, χρήματα, ένα κέρασμα, τα «χαρτάκια» που θα
πάρεις από τον αντίπαλο. Αντίθετα από άλλους, θεωρούσα ότι ένα τέτοιο στοίχημα
αφαιρούσε από το παιχνίδι όλη τη χαρά.
Μόνο
στα μπαλάκια και στο πινγκ πονγκ, όπου με τον Παύλο, αχώριστο φίλο από τα μαθητικά
χρόνια κάναμε αχτύπητη δυάδα, παίζαμε (και σχεδόν πάντοτε κερδίζαμε) για το
ποιος θα πληρώσει το παιχνίδι.
Τα
«χαρτάκια» έκαναν θραύση σε όλο το Δημοτικό. Υπήρχαν φανατικοί τού είδους που
έπαιζαν σε κάθε διάλειμμα «τάπα τούπα» ή «ντουβαράκι». Ήταν αξιοθαύμαστος ο
τρόπος που είχαν βελτιώσει την τεχνική τους.
Στο
«τάπα τούπα» θυμόταν απ’ έξω όλους τους αριθμούς που περνούσαν και με μια
αλλαγή, βάζοντας ανάλογα πρώτο ή τελευταίο το χαρτάκι στη στοίβα που κέρδιζαν,
κανόνιζαν να κερδίσουν και στην επόμενη σειρά.
Στο
«ντουβαράκι» είχαν επινοήσει ασύλληπτους τρόπους, ώστε το χαρτάκι τους να
κατευθύνεται εκεί ακριβώς που ήθελαν και να πλησιάζει κάποιο άλλο σε απόσταση
πιθαμής, ώστε να το παίρνουν.
Ή να
το καπακώνει, ώστε να μαζεύουν όλα τα χαρτάκια που ήταν στο έδαφος. Άλλοτε το
χτυπούσαν με δύναμη στον τοίχο και το άφηναν απότομα και άλλοτε μόλις που το
ακουμπούσαν σε μιαν άκρη…
Βεβαίως,
αυτοί οι φανατικοί παίκτες μάζευαν «χαρτάκια» μόνο για το… καλό του αθλήματος.
Δεν ήταν δηλαδή από εκείνους που προσπαθούσαν να συμπληρώσουν το άλμπουμ και να
πάρουν το δώρο, συνήθως μια μπάλα.
Αυτοί,
αν άλλαζαν «χαρτάκια», έδινα συνήθως ένα σπάνιο που είχαν κερδίσει, κάποιο που
έλειπε από τη συλλογή ενός συλλέκτη, και έπαιρναν πολλά, ανάλογα με τη
σπανιότητα εκείνου που έδιναν.
Το άλλο πουλάκι:
«Αλλάζεις,
ρε;»
Για
πότε γίνονταν οι συμφωνίες, για πότε ορίζονταν οι ισοτιμίες, δε ντους έπαιρνες
είδηση. Φυσικά, και σ’ αυτόν τον τομέα των «αλλαγών» υπήρχαν μανούλες και
κορόιδα. Κάποιοι μονίμως την πατούσαν.
Άλλοι
κατέφευγαν σε πιο ειδικούς και ρωτούσαν τη γνώμη τους. Πόσα «χαρτάκια» να
δώσουν για να πάρουν ένα συγκεκριμένο. Ή με πόσα μετρίας σπανιότητας
αντιστοιχούσε κάποιο πολύ σπάνιο κομμάτι.
Οι
αφελείς την πατούσαν. Την πατούσαν και όσοι κινούνταν από το συναίσθημα, δεν
υπολόγιζαν δηλαδή την πραγματική «αξία» που είχαν τα χαρτάκια, έδινα όσα όσα
για εκείνα της αγαπημένης τους ομάδας.
Είμαι
βέβαιος ότι θα αναρωτιέστε πώς στο καλό μού ήρθαν τέτοιες νοσταλγικές εικόνες
από το παρελθόν. Δεν θα το πιστέψετε, αλλά η αφορμή ήταν η είδηση για την ανταλλαγή
γλυπτών με τα Σκόπια.
Σας
δίνουμε ένα «Δρομέα», μας δίνετε έναν «Μεγαλέξανδρο»; Βεβαίως, μέχρι τη στιγμή
που τα σκεφτόμουν όλα αυτά δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη αν η είδηση ισχύει· ήταν
ο λόγος του Βαρώτσου απέναντι σε εκείνον της υπουργού.
Γιατί
να μην ισχύει όμως; Εγώ θα κάνω ένα φανταστικό σενάριο, και εσείς πείτε μου αν
σας φαντάζει απίθανο. Αν και πιστεύω πως αυτή τη λέξη θα έπρεπε να την είχαμε
βγάλει εδώ και καιρό από το πολιτικό μας λεξιλόγιο.
Τους
φαντάζομαι, λοιπόν, σε μια σύσκεψη, να συζητούν το θέμα των δημοσκοπήσεων και
των αντιδράσεων διαφόρων πολιτών, έπειτα από τη συμφωνία των Πρεσπών. Η εικόνα
δεν είναι καλή, κάτι πρέπει να αλλάξει.
Βεβαίως,
το να κάνεις προληπτικές προσαγωγές πολιτών είναι μια λύση, λύση όμως που
μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις που κάποιο στέλεχος της κυβέρνησης
επισκέπτεται μια περιοχή.
Δεν
μπορείς να το εφαρμόσεις… την ημέρα των εκλογών! (Όσοι αναρωτιέστε «γιατί όχι;»
δικαίως αναρωτιέστε, όμως δεν πέφτω στο επίπεδο να συζητήσω ένα τέτοιο ενδεχόμενο.)
Άρα πρέπει να κάνεις κάτι άλλο.
Φαντάζομαι
κάποιον να λέει «πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να δείξουμε στους πολίτες ότι ούτε
ανθέλληνες είμαστε, ούτε, φυσικά, εχθροί της Μακεδονίας, όπως θέλουν να μας
παρουσιάζουν ορισμένα Μέσα».
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Και
τότε πέφτει η ιδέα!
«Να
στήσουμε ένα θεόρατο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αθήνα. Έτσι θα δείξουμε
τα αισθήματα που τρέφουμε προς τον σπουδαίο αυτόν πρόγονό μας, αλλά και τους
σύγχρονους συμπατριώτες του».
«Εννοείς,
φαντάζομαι τους Έλληνες Μακεδόνες και όχι τους Βορειομακεδόνες», διευκρινίζει
κάποιος. Και συμφωνεί με την πρόταση. Συμφωνούν και οι υπόλοιποι, μόνο που
διαπιστώνουν μια αδυναμία στο σχέδιο.
«Πώς
θα προλάβουμε, μέχρι τις εκλογές, να έχουμε έτοιμο το άγαλμα και να το στήσουμε
στο βάθρο του;» Αυτό θεωρήθηκε μια αντικειμενική δυσκολία και άρχισε το μπρέιν
στόρμινγκ για το ξεπέρασμά της.
Μπρέιν
στόρμινγκ είναι ο καταιγισμός ιδεών, φοβάμαι όμως πως ο καταιγισμός είναι
εξίσου άγνωστη λέξη. Τέλος πάντων. Το να στηθεί μια φωτογραφία της μακέτας, έως
ότου ετοιμαστεί το άγαλμα, δεν κρίθηκε σωστό.
(Ούτε
το να γίνουν κάποιες μετατροπές στον Κολοκοτρώνη, ώστε να μοιάζει με Μεγαλέξανδρο.) Και τότε έπεσε η ιδέα: «Γιατί δεν φέρνουμε
ένα έτοιμο;» Στην ερώτηση «και πού να τον βρούμε;» υπήρχε απάντηση.
Κάπως
έτσι πρέπει να φτάσαμε στο «αλλάζετε, ρε» των παιδικών μας χρόνων. «Βαρώτσους»
έχουμε και μπορούμε να φτιάξουμε και άλλους, εν καιρώ. Για Μεγαλέξανδρους
καιγόμαστε.
Τι
λέτε; Φανταστικό το σενάριο;
Θα έπρεπε να πάρουμε τουλάχιστον δύο!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου