Το ένα πουλάκι:
Θα
σας πω μια ιστορία…
Τη
γνωρίζουν πολύ λίγοι άνθρωποι και μου ήρθε στο νου έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο,
όπως μας έρχονται διάφορες ιστορίες από τα παλιά, όταν αρχίζουμε και
μεγαλώνουμε. Βεβαίως, οι ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι πάντοτε υπάρχει κάποιος
λόγος που σκεφτόμαστε κάτι συνειρμικά.
Εμείς
όμως δεν το ψάχνουμε και τόσο. Μας ενδιαφέρει περισσότερο το συνειδητό, άλλωστε
ποτέ δεν υπήρξαμε μια στήλη… εξπρεσιονιστική! Τώρα, αν κάποιοι βρουν
ενδιαφέρουσες διασυνδέσεις με γεγονότα της επικαιρότητας, τι να πω, το κρίμα
στο λαιμό τους.
Η
ιστορία μας διαδραματίστηκε στις αρχές της μακρινής δεκαετίας του 1990 –πόσο
μακρινής θα το διαπιστώσετε από τα γεγονότα, κυρίως όμως από την τεχνολογία που
υπήρχε εκείνη την εποχή.
Ήταν
η εποχή που άνθιζαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της περίφημης «ελεύθερης ραδιοφωνίας»,
και κάθε πόλη είχε καμιά εικοσαριά (και λίγους λέω) τέτοιους. Βλέπετε, όλοι οι
«πειρατές» των προηγούμενων χρόνων έσπευσαν να αποκτήσουν πιο επίσημο προφίλ.
Και,
φυσικά, πιο νόμιμο, αφού οι συχνότητες παραχωρούνταν σε όποιον είχε
στοιχειώδεις υποδομές και αποφάσιζε να μπει τη διαδικασία να βγάλει τη σχετική,
προσωρινή, άδεια. Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε έναν από εκείνους τους
σταθμούς.
Λειτουργούσε
με… ερασιτέχνες. Υπήρχαν βέβαια και άνθρωποι που πληρώνονταν για τις εκπομπές
που έκαναν, όμως πολλοί ήταν κυριολεκτικά ερασιτέχνες και έβγαζαν απλώς το μεράκι
τους. Ζητούσαν και έπαιρναν μια εκπομπή, συνήθως εβδομαδιαία, και, αν ταίριαζε
με το προφίλ του σταθμού. Προχωρούσαν.
Πρέπει
να ομολογήσω ότι ο συγκεκριμένος σταθμός είχε ένα υψηλό επίπεδο, όχι μόνο για
τα δεδομένα της πόλης, της εποχής, ή εκείνα του ερασιτεχνικού ραδιοφώνου. Οι ερασιτέχνες
παραγωγοί ήταν οι περισσότεροι πλήρως ενημερωμένοι στα μουσικά, συνήθως ο
καθένας με μεγάλη ειδίκευση σε κάποιο είδος.
Ήταν
φανατικοί συλλέκτες δίσκων βινυλίου –τι σας λέω τώρα;- και αγόραζαν με μανία τα
μουσικά περιοδικά της εποχής που κυκλοφορούσαν είτε από μεγάλους εκδότες, είτε
από περιθωριακές ομάδες νέων που «δρούσαν» ανά την Ελλάδα.
Το άλλο πουλάκι:
Ο
σταθμός εκείνος είχε ένα καλό.
Μετά
το απόγευμα δεν κυκλοφορούσε κανείς από τους ιδιοκτήτες ή το μόνιμο προσωπικό
και μπορούσες να είσαι στο στούντιο μόνος ή με μικρή παρέα και να απολαύσεις
την ομορφιά που έχει η άμεση προσωπική επικοινωνία με τους ακροατές σου.
Όταν
λέμε προσωπική, εννοούμε τηλεφωνική, αφού ο παραγωγός της εκπομπής ήταν και
εκφωνητής και ηχολήπτης και τηλεφωνητής…
Ιδιαίτερα
τις ώρες αργά το βράδυ ή τις μεταμεσονύκτιες, οι τακτικοί φίλοι της εκπομπής τηλεφωνούσαν
για να αφήσουν το σχόλιό τους, να πουν μια καλησπέρα ή να ζητήσουν κάποιο
«κομμάτι», όταν το πρότζεκτ (που θα λέγαμε και σήμερα) της εκπομπής επέτρεπε
κάτι τέτοιο.
Για
να θυμηθούν οι παλαιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι, θα πούμε ότι τα τηλέφωνα
ήταν μόνο σταθερά, χωρίς τη δυνατότητα αναγνώρισης κλήσης και χωρίς να μπορεί ο
ΟΤΕ να σε ενημερώσει, μέσω του λογαριασμού, για το πού έκανες τα τηλεφωνήματα
που σου χρεώνει.
Κάποια
μέρα, οι ιδιοκτήτες του σταθμού κάλεσαν όλους τους παραγωγούς σε –πώς το λέμε;-
μίτινγκ. Δεν ήταν μια συνηθισμένη συνάντηση, ούτε επρόκειτο για κανένα από τα
πολύ ωραία πάρτι που κάναμε για να γνωριστούμε μεταξύ μας, αφού πολλοί
γνωριζόμασταν μόνο… ραδιοφωνικά.
Στη
συνάντηση μάς ενημέρωσαν με μειλίχιο ύφος ότι αναγκάστηκαν να προβούν σε μια ενέργεια,
την οποία ήθελαν να γνωρίζουμε όλοι. Είχαν παρατηρήσει ότι πολλοί λογαριασμοί
τηλεφώνου ερχόταν ανεξήγητα υψηλοί και, έχοντας την τεχνογνωσία, παρακολούθησαν
το τηλέφωνο του σταθμού.
Του
«δικού τους» σταθμού. Η παρακολούθηση έδειξε πως κάποιος παραγωγός τηλεφωνούσε
μεταμεσονύκτιες ώρες στο εξωτερικό. Μας είπαν ότι γνωρίζουν ποιος είναι -δεν
ανέφεραν το όνομά του- ότι μας ενημερώνουν όλους για την ενέργειά τους αυτή,
ότι είναι βέβαιοι πως δεν θα επαναληφθεί και πως το θέμα θα πρέπει να θεωρείται
λήξαν.
Πραγματικά
θεωρήθηκε λήξαν από όλους, ίσως να αισθάνθηκε άσχημα ο «ένοχος», οι περισσότεροι
όμως θεώρησαν ότι δεν τους αφορά, αφού δεν είχαν καμιά ανάμειξη στην ιστορία.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Οι
περισσότεροι, όχι όλοι.
Διότι
εμείς αντιδράσαμε. Ζητήσαμε το λόγο και είπαμε ότι αυτό που έκαναν οι
ιδιοκτήτες ήταν απαράδεκτο. Ακόμη και αν το τηλέφωνο ήταν «δικό τους», το να
παρακολουθούν και να καταγράφουν ξένες συνομιλίες ήταν ποινικό αδίκημα.
Δεν έχει σημασία αν το έκαναν
προκειμένου να βρουν κάποιον δράστη ή να προστατέψουν την περιουσία τους. Κάτι
τέτοιο μπορούσε να γίνει μόνο μετά από εντολή εισαγγελέα. Μπορούσαν τουλάχιστον
να μας είχαν ειδοποιήσει ότι σκοπεύουν να παρακολουθήσουν τα τηλεφωνήματα, ώστε
να λάβουμε τα μέτρα μας.
Πιθανότατα έτσι θα σταματούσε
και ο… δράστης, αφού, όπως φάνηκε, αυτό ήταν που τελικά τους ενδιέφερα. Με λίγα
λόγια, τους εξηγήσαμε ότι δεν μπορείς να σταματάς ένα κακό, ένα αδίκημα, κάνοντας
ένα μεγαλύτερο κακό ένα αδίκημα πιο σοβαρό.
Σε κάθε περίπτωση τους είπαμε
ότι εμείς δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να κάνουμε εκπομπές σε έναν σταθμό όπου
παρακολουθούνται τα τηλέφωνα. Και, κάπου εκεί, τελείωσε η συνεργασία μας.
Τα χρόνια πέρασαν, πολλά
άλλαξαν και, δυστυχώς, κάποιοι από τους πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν πλέον στη
ζωή. Πολύ αργότερα μάθαμε ότι η στάση μας ερμηνεύτηκε από κάποιους ως αφορμή
αποχώρησης από το σταθμό, επειδή… δεν πληρωνόμασταν για τις εκπομπές που
κάναμε.
Ας
είναι.
Εμείς
θα θυμόμαστε πάντοτε με νοσταλγία τις όμορφες εκείνες «μέρες (και νύχτες) ραδιοφώνου»
και τις φιλίες που αναπτύχθηκαν εκεί, κι ας έγιναν αιτία κάποια -άγνωστα σε
όλους μας την εποχή εκείνη- «προσωπικά δεδομένα» να σταματήσουμε την συνεργασία
μας με τον συγκεκριμένο σταθμό.
Ιστορίες του χθες και του σήμερα! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου