ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

170223 ΜΟΥΣΕΙΑΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Γίναμε έκθεση!

Η φράση δεν λέει τίποτε, σε αντίθεση με την περισσότερο κοινή «γίναμε τσίρκο». Αυτή μάλιστα, αυτή περιγράφει την κατάστασή μας, αφού είναι γνωστό ότι, εδώ και χρόνια, αποτελούμε αξιοπερίεργο φαινόμενο για τον υπόλοιπο κόσμο.

Μπορεί κάποιοι να καμαρώνουν γι’ αυτή την «ελληνική ιδιαιτερότητα», όμως η αλήθεια είναι πως οι άλλοι, αν μας θεωρούν κάτι αξιοπρόσεκτο, μας βλέπουν περισσότερο σαν την… ασώματο κεφαλή. Ή σαν τον άντρα που τρώει φωτιές και καταπίνει σπαθιά.

Πόσο περήφανος μπορείς να είσαι για τέτοιες ξεπερασμένες ατραξιόν, ιδιαίτερα όταν ακόμη κι αυτή η τέχνη των αξιοπερίεργων παραστάσεων εντυπωσιασμού έχει ξεφύγει πολύ από τα δικά μας αραχνιασμένα πρότυπα, που παραπέμπουν περισσότερο στις «Σόου Μπίζνες» τού Αρκά;

Ξέρετε, με τον Χλέμπουρα, τον Βαγγέλη, τη Θέκλα, τον Γαβρίλη, τη Ρίτα και όλη την παρέα των αξιολάτρευτων πλασμάτων ενός περιφερόμενου θιάσου, που μόνο ο Αρκάς ξέρει να δημιουργεί για να σαρκάζει με την ελληνική πραγματικότητα.

Τώρα όμως ας ξεχάσουμε για λίγο το τσίρκο και ας σκεφτούμε πως γίναμε έκθεση. Όχι εμείς οι ίδιοι, αλλά όλα εκείνα που ζήσαμε, όσοι τα ζήσαμε, τη δεκαετία του ’80. Πριν όμως μιλήσουμε για την έκθεση αυτή, έχετε συνειδητοποιήσει τι σημαίνει το γεγονός για μας;

Για να καταλάβετε την αντιστοιχία, σκεφθείτε λίγο πώς αντιδρούσαν οι γονείς σας, όταν τους λέγατε ότι υπάρχει μια πολύ καλή έκθεση ή ένα μουσείο λαογραφίας, το οποίο τους προτείνατε να επισκεφθούν.

«Αυτά να τα δείτε εσείς που δεν τα ξέρετε. Εμείς μ’ αυτά ζήσαμε, μεγαλώσαμε μαζί τους, έτσι ήταν η καθημερινότητά μας…» Πόσο περίεργο μας φαινόταν τότε που τα χρηστικά αντικείμενα εκείνης της γενιάς αποτελούσαν εκθέματα μουσείων!

Να, τώρα, που ήρθε η σειρά μας. Τι ήταν η δεκαετία του ’80 για τους περισσότερους από εμάς; Ήταν χρόνια που τα ζήσαμε ως παιδιά, οι μικρότεροι, ως έφηβοι ή νέοι οι μεγαλύτεροι.

Μπορεί χρονικά να μην φαίνονται τόσο μακρινά, αν δούμε όμως από τη μια τις ιδέες και τις συνήθειες της εποχής εκείνης και από την άλλη τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαμε, θα μας φανεί ότι πέρασαν αιώνες. Σκεφθείτε μόνο το γουόκμαν με τις κασέτες, που ενέπνευσε και το ομώνυμο τραγούδι του Δήμου Μούτση.

Το άλλο πουλάκι:
Πίσω, λοιπόν, στη δεκαετία του ’80.

Εσάς τι είναι εκείνο που σας τη θυμίζει περισσότερο; Διότι, ο καθένας, όχι μόνο ανάλογα με την ηλικία του, αλλά και ανάλογα με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, τα χρόνια εκείνα τα βίωσε με διαφορετικό τρόπο.

Αλλιώς κάποιος που είχε πάθος με την πολιτική και θα θυμάται τις μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις και τις προεκλογικές ομιλίες, κι αλλιώς κάποιος που παρακολουθούσε το μπάσκετ και έζησε από κοντά τις ηρωικές στιγμές του.

Διαφορετικά μια πολιτικοποιημένη γυναίκα, η οποία πήρε «από μέσα» μέρος στο φεμινιστικό κίνημα που βρισκόταν στις δόξες του, και διαφορετικά κάποιος που δραστηριοποιήθηκε μέσα από το φιλειρηνικό ή το οικολογικό κίνημα της εποχής.

Εγώ, για παράδειγμα, δεν θα ξεχάσω τη μεγάλη άνθιση που γνώρισαν τα ρεμπετάδικα, μετά κυρίως την προβολή της επιτυχημένης σειράς του Φώτη Μεσθεναίου «το μινόρε της αυγής», από την τηλεόραση της ΕΡΤ.

Το ενδιαφέρον ήταν πως, στον τομέα αυτό, η Θεσσαλονίκη, αλλά και η Πάτρα, βρέθηκαν να πρωτοπορούν, ενώ η Αθήνα για άλλη μια φορά ακολούθησε λαχανιασμένη και μάλιστα με εξωτερική βοήθεια από την… Σκόπελο.

Οι φίλοι του είδους καταλαβαίνουν καλά τι εννοώ, ενώ για τους υπόλοιπους δεν έχει νόημα να αναφέρουμε ονόματα από στέκια και ανθρώπους, οι οποίοι έφεραν πολύ κόσμο, ιδιαίτερα φοιτητές και νεολαία, κοντά στο ρεμπέτικο.

Εκτός από τα ρεμπετάδικα, θυμάμαι εντονότατα τα χιλιάδες βίντεο κλαμπ. Εγώ τότε δεν είχα όχι βίντεο, αλλά ούτε τηλεόραση -ποιος καθόταν μέσα να βλέπει «το μινόρε της αυγής»;- και μου έκανε τρομερή εντύπωση που κάποιοι περνούσαν ώρες ολόκληρες ψάχνοντας… να δουν τι θα δουν!

Παιδιά της σκοτεινής αίθουσας εμείς, θεωρούσαμε το να βλέπεις ακόμη κι ένα καλό φιλμ στην τηλεόραση σαν να… «διαβάζεις μαρξισμό από κόμιξ», που έλεγε τότε και η 17 Νοέμβρη. Είχαμε όμως κι έναν φίλο που, κάθε μεσημέρι, δεν έπεφτε για ύπνο, αν πρώτα έβλεπε «έναν Σώτο», μια (βιντεο)ταινία του Σωτήρη Μουστάκα.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εγώ δεν θα ξεχάσω τους διορισμούς!

Παιδιά, τι κακό ήταν εκείνο; Ξαφνικά όλοι, μα όλοι, βρέθηκαν να έχουν γνωστούς και φίλους που τους διόριζαν στο δημόσιο, σε δήμους, σε ΔΕΚΟ, σε τράπεζες και όπου αλλού μπορούσε κάποιος να βρει δουλειά με μέσον.

Δουλειά είπα; Να βρει έναν (καλό) μισθό ήθελα να πω, διότι, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, υπήρχαν θέσεις χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας, ή τοποθετούνταν τρεις και τέσσερις εκεί που χρειάζονταν μόνον ένας.

Οικογένειες ολόκληρες «βολεύονταν», συχνά με μοναδικό προσόν εκείνο του αφισοκολλητή, εκείνο του μέλους κάποιας κλαδικής, ή απλώς της γνωριμίας με ένα τέτοιο… στέλεχος. Άνθρωποι που αργότερα έβρισκαν το ΠαΣοΚ πολύ δεξιό για τα γούστα τους, ή που κατηγορούσαν τους πολιτικούς του για διαφθορά.

Άνθρωποι που μπήκαν με μέσον στο δημόσιο και έφτασαν να το διοικούν, μέσω του συνδικαλισμού, και να κουνούν το δάχτυλο όχι μόνο σε προϊσταμένους, αλλά και στους ίδιους τους υπουργούς, οι οποίοι κατάντησαν να τους φοβούνται περισσότερο κι απ’ τον Πρόεδρο.

Δεν ξέρω κατά πόσον όλα αυτά μπορούν να αποτυπωθούν σε μια έκθεση, όμως, έτσι κι αλλιώς, τη δεκαετία του ’80 -ως νοοτροπία τού βολέματος και ως αισθητική της βιντεοκασέτας- τη βλέπουμε ακόμη γύρω μας.
Δυστυχώς!
Μνήμες αποτυπωμένες σε μια έκθεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: