Το ένα πουλάκι:
«Πού
πάτε, κύριε;»
Είμαι
ο τελευταίος που θα πιστέψει ότι σ’ αυτή τη χώρα ο χρηματισμός, οι μίζες
δηλαδή, είναι άγνωστο φρούτο. Θα πρέπει να ζει κανείς πίσω από το φεγγάρι, για
να μην βλέπει τι συμβαίνει καθημερινά γύρω του.
Μάλιστα
είμαι από εκείνους που υποστηρίζουν ότι, και στον τομέα αυτόν, υπάρχει μια σημαντική
διαφορά ανάμεσα στη χώρα μας και στις άλλες πολιτισμένες χώρες. Το… πολιτισμένες
πάρτε το όπως θέλετε.
Εκεί
ο χρηματισμός γίνεται κυρίως σε επίπεδο μεγάλων στελεχών˙ εκείνων που παίρνουν
τις σημαντικές αποφάσεις και βάζουν την υπογραφή τους για μεγάλες συμβάσεις με
το δημόσιο. Εδώ τα παίρνουν όλοι.
Όταν
λέω όλοι δεν εννοώ τον κάθε υπάλληλο, μακριά από εμένα τέτοιες γενικεύσεις που
μόνο κακό προκαλούν στον δημόσιο βίο. Εννοώ ότι μπορεί να τα παίρνει και ο
τελευταίος κλητήρας, στον βαθμό που εξαρτάται από αυτόν η έκβαση μιας δουλειάς.
Το
παράδειγμα που θα σας πω είναι πραγματικό και συνέβη σε φίλο, μακαρίτη εδώ και
χρόνια, την περίοδο που προσπαθούσε να στήσει μια τουριστική επιχείρηση σε νησί
του Αιγαίου. Έμπλεξε!
Και,
όπως είναι αναμενόμενο σε τέτοιες περιπτώσεις, για να βρει μια άκρη έπρεπε νε
κατέβει στην Αθήνα και να καταθέσει κάτι χαρτιά σε ένα από τα εμπλεκόμενα
υπουργεία. Πήρε το βραδινό καράβι.
Έφτασε
ξημερώματα στον Πειραιά, πήγε στη συγκεκριμένη υπηρεσία την ώρα που έπιαναν
δουλειά οι υπάλληλοι, με την ψευδαίσθηση ότι θα τελειώσει νωρίς και θα
ξαναγυρίσει αυθημερόν στο νησί του.
Κούνια
που τον κούναγε. Διότι, κάνοντας να μπει, βλέπει στο θυρωρείο μια επιγραφή «χειροποίητη»,
που λέει ότι οι ώρες για το κοινό ήταν από τις δέκα μέχρι τη μία. Τι να κάνει
και ο φίλος, περιμένει.
Καθώς
δεν έχει πού αλλού να πάει, ρίχνει ό,τι βρισιές είναι να ρίξει –από μέσα του,
εννοείται- και κάθεται σε ένα καναπέ που υπάρχει εκεί για να περιμένει να έρθει
η ώρα για το κοινό.
Το άλλο πουλάκι:
Μόνον
αυτός!
Διότι,
όπως παρατήρησε, όποιος άλλος ερχόταν, πλησίαζε στο θυρωρείο, κάτι έλεγε στον θυρωρό
και μετά ανέβαινε επάνω. Ο φίλος πρόσεξε καλύτερα και σε λίγο κατάλαβε τι
γινόταν. Υπήρχε «εισιτήριο».
Όποιος
βιαζόταν έδινε ένα χιλιάρικο (δραχμές) στον θυρωρό και αυτομάτως έπαυε να
ισχύει για εκείνο η χειροποίητη επιγραφή με τις ώρες για το κοινό. Ήταν βλέπετε
μια πατέντα που είχαν σκεφθεί οι υπάλληλοι της συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Μάζευαν
με αυτόν τον τρόπο ένα σημαντικότατο ποσό που, στο τέλος της ημέρας, το μοιράζονταν
μεταξύ τους. Οι Αθηναίοι ήξεραν τη μηχανή και τελείωναν έτσι τις δουλειές τους.
Αυτός όμως, ο επαρχιώτης…
«Πλησιάζω»,
μου διηγόταν, «τον θυρωρό και τον πιάνω από τον γιακά. Καλά, τόσο ηλίθιος
είσαι; Με βλέπεις τόση ώρα που περιμένω εκεί και δεν λες τίποτε;» Ο άλλος τα
έχασε. Τι να του έλεγε δηλαδή;
«Να
μου πεις, κύριε, αν βιάζεστε να ανεβείτε, έτσι κι έτσι. Με ένα χιλιάρικο
μπορείτε να πάτε επάνω να κάνετε αμέσως τη δουλειά σας. Τόσα έξοδα έκανα, τόση
ώρα χάνω εδώ περιμένοντας, το χιλιάρικο θα σκεφτώ;»
Αυτό
ίσχυε και αυτό ισχύει σε πάρα πολλές περιπτώσεις, φίλοι μου! Ο άλλος θέλει να τελειώσει
η δουλειά του, δεν μπορεί να περιμένει, δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Ιδίως όταν
το χάσιμο αυτό προκαλείται σκόπιμα.
Με
τον τρόπο τού «λαδώματος», λοιπόν, παίρνουν μπρος οι μηχανές, ανοίγουν οι
κλειστές πόρτες και προχωρά η κάθε παγωμένη υπόθεση. Σκεφθείτε τώρα τι
συμβαίνει και όταν πρέπει να παρθούν αποφάσεις προμηθειών!
Ο καθένας
καταλαβαίνει πως, όταν «είναι πολλά τα λεφτά», πολύ πιο εύκολα διαφθείρονται
συνειδήσεις. Και, όπως λέει κι Πάσχος Μανδραβέλης, όταν στην πιο άγια συντροφιά
βρέθηκε ένας στους δώδεκα να χρηματιστεί…
Τι
περιμένουμε να γίνει με τους όχι και τόσο άγιους υπαλλήλους. Αν βασιστείς στη
συνείδηση των ανθρώπων, ή αν περιμένεις να σεβαστούν τον όρκο που δίνουν
διοριζόμενοι, τότε είσαι μακριά νυχτωμένος.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μηχανισμοί
ελέγχου!
Να τι
χρειάζεται. Και, αν δεν φτάνουν αυτοί που έχουμε, τότε καλύτεροι και
περισσότεροι μηχανισμοί ελέγχου. Ώστε το φαινόμενο να περιοριστεί όσο είναι
δυνατόν. Και, φυσικά, παραδειγματική τιμωρία όσων πιάνονται να παρανομούν.
Επιπλέον
και κυρίως; Μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες. Το είπαμε και χθες. Η διαφθορά
δεν είναι χώρος για να παίξει κανείς πολιτικά παιχνίδια, για να στριμώξει τους
αντιπάλους, γενικώς και αορίστως.
Αν
προσπαθήσει απλώς να αποδείξει πως «τέτοιοι είναι αυτοί», τότε η ζημιά γίνεται
σε όλο το πολιτικό σύστημα και χαμένοι βγαίνουμε όλοι· ενώ, είπαμε, «και στην
πιο άγια συντροφιά που υπήρξε ποτέ…»
Άσε
που σε παίρνουν στην καζούρα. Διότι, πραγματικά, πώς να πιστέψει κανείς ότι
πήρε ο άλλος μια βαλίτσα «με ροδάκια», τη γέμισε λεφτά και πήγε να λαδώσει τον
πρωθυπουργό της χώρας, μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν
σκέφτηκε ότι μπορεί να βρεθεί κάποιος, ένας θυρωρός, να τον ρωτήσει «πού πάτε,
κύριε»; Εκτός και αν οι θυρωροί στο Μαξίμου είναι κι αυτοί στο κόλπο, όπως
εκείνος της ιστορίας του φίλου μας, οπότε αφήνεις τη βαλίτσα εκεί και μετά
μοιράζονται όλοι το ποσό.
Τι να
σας πω. Εμένα κάτι τέτοιο θα μου φαινόταν πιο πιστευτό, από το να κλείσει
ραντεβού ένας επίορκος πρωθυπουργός με κάποιον, μέσα στο γραφείο του, για να
παραλάβει εκεί, σε βαλίτσα, τα λεφτά του χρηματισμού του.
Είπαμε!
Θα βγούνε… λάδι!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου