ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

180224 ΣΦΙΧΤΟΝ


Το ένα πουλάκι:
Και δυο αβγά Τουρκίας…

Έχετε σκεφτεί ποτέ από πού προέρχεται η πολύ γνωστή αυτή φράση που θέλει να δείξει την απουσία κάθε μορφής επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων ή των υπηρεσιών; Όχι, ε;

Μήπως έχετε δει την επική ταινία του 1987, με τον ομώνυμο τίτλο και πρωταγωνιστές τον Αντώνη Καφετζόπουλο και τον Δημήτρη Πιατά; Αν την έχετε δει σίγουρα θα θυμόσαστε την περίφημη σκηνή στο βενζινάδικο. 

Ο υπάλληλος, ο τεράστιος Δημήτρης Πουλικάκος, ρωτάει όλο υπονοούμενα την κοπέλα που συνοδεύουν οι δυο ήρωες πώς μπορεί να την «εξυπηρετήσει» καλύτερα, κι αυτή απαθής του ζητά τσιγάρα, ουίσκι, σαμπάνια και… δυο αβγά Τουρκίας.

Τελικά, δέχεται αδιαμαρτύρητα να τον ληστέψουν με τη συμφωνία να αφήσουν κάτι και γι’ αυτόν («οικογενειάρχης άνθρωπος είμαι») και να τον χτυπήσουν, ώστε να γίνει πιστευτός από την αστυνομία.

Όταν απομακρύνονται οι «ληστές», πηγαίνει στο τηλέφωνο, παίρνει το εκατό και με τρεμάμενη φωνή λέει: «Βοήθεια, μας λήστεψαν οι Τούρκοι»! Η συνέχεια στις οθόνες σας. Εμείς ας επιστρέψουμε στα αβγά Τουρκίας.

Λέγεται ότι έτσι ονομάζονται τα αβγά… γαλοπούλας! Τις γαλοπούλες οι παλιοί τις έλεγαν «μισίρκες» ή «τούρκους», λόγω της καταγωγής τους. Ινδές στην καταγωγή, έφταναν στη χώρα μας από την Αίγυπτο (Μισίρι) ή από την Τουρκία.

Στους αγγλομαθείς είναι γνωστό ότι η γαλοπούλα λέγεται turkey, δηλαδή Τούρκος, επομένως, τα αβγά της είναι αβγά Τουρκίας. Τώρα, πώς έφτασε η φράση να σημαίνει αυτό που είπαμε πριν, θα σας γελάσω.

Εμείς θυμηθήκαμε τη συγκεκριμένη φράση εξαιτίας του μπάχαλου που δημιούργησε η δημοσιογραφική πληροφορία για την τιμή που πλήρωσαν στη Μύκονο κάποιοι που έφαγαν δυο αβγά. Κοντά στα είκοσι ευρώ! 

Έτσι ξεκίνησε και πάλι ο γνωστός «διάλογος» που ανάβει κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, σχετικά με τις εξωφρενικές και, ως εκ τούτου, απαγορευτικές τιμές που συναντά ο επισκέπτης στο νησί των ανέμων και των εκκεντρικών βιπς.

Εμείς τα έχουμε ξαναπεί, όμως, ευκαιρίας δοθείσης, ας ξαναδούμε το θέμα. Είναι ακριβή ή όχι η Μύκονος; Για να απαντήσει κανείς σ’ αυτό, θα πρέπει να καταφύγει στο γνωστό τέχνασμα της κόντρα ερώτησης.

Το άλλο πουλάκι:
Για ποιους;

Στη ζωή δεν υπάρχει μόνο η Μύκονος, αλλά και άπειρα άλλα πράγματα που, πολύ απλά, δεν απευθύνονται σε όλο τον κόσμο. Καλώς; Κακώς; Ο καθένας ας το κρίνει μόνος του. Όμως πρέπει να το δούμε με δύο δεδομένα.

Το πρώτο είναι ότι κάπως πρέπει να τρώνε τα λεφτά τους και οι πλούσιοι. Αν όλα τα πράγματα είχαν τις τιμές στις οποίες τα αγοράζουμε εμείς οι κοινοί θνητοί, τότε οι κροίσοι δεν θα μπορούσαν να ξοδέψουν περισσότερα από εμάς.

Το δεύτερο είναι ότι, από τη στιγμή που έχουν να ξοδέψουν πολλά λεφτά, είναι λογικό να επιθυμούν και κάποιου είδους ιδιωτικότητα. Να μην θέλουν να ανακατευόμαστε στα πόδια τους εμείς οι κοινοί θνητοί.

Αυτό είναι σεβαστό, στον βαθμό που το επιδιώκει και ο καθένας από εμάς. Όταν πάει κάπου, για διακοπές ή για διασκέδαση, δεν θα ήθελα να πηγαίνει εκεί και ο… πάσα εις. Ασχέτως αν δεν μπορεί να το αποφύγει.

Όταν μπορεί, το χαίρεται. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι που επειδή ακριβώς δεν μπορούν να βρουν με άλλο τρόπο την ησυχία τους, παίρνουν τα βουνά ή ταλαιπωρούνται αφάνταστα αναζητώντας έρημες παραλίες.

Ας τους αφήσουμε στην ησυχία τους και ας επανέλθουμε στους πλούσιους. Το ξέρετε, βέβαια, ότι υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους ακόμη και το πιο ακριβό αντικείμενο είναι πολύ φτηνό. Τόσο απλά.

Με την έννοια ότι για να το αποκτήσουν ξοδεύουν μόνο ένα πού μικρό μέρος των χρημάτων τους, ακόμη ίσως και τα χρήματα που βγάζουν σε λίγες μέρες ή και ώρες. Ε, εμείς δεν χρειάζεται να συγκρινόμαστε μαζί τους.

Θυμάμαι τη συνέντευξη ενός (πρώην) στελέχους της Γουόλ Στριτ, την εποχή που είχε γίνει το κραχ: «Δεν ξέραμε πόσα χρήματα βγάζαμε ούτε πώς να τα φάμε. Στο μπαρ που πηγαίναμε για διάλειμμα, ένα σάντουιτς και ένα ποτήρι σαμπάνια έκαναν χίλια δολάρια».

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ψάξτε στο διαδίκτυο.

Αν βρεθείτε στο Μανχάταν, μπορείτε να φάτε μια πίτσα με χαβιάρι, τρούφα και βρώσιμες νιφάδες χρυσού, που κοστίζει γύρω στα 1600 ευρώ ή, αν δεν πεινάτε πολύ, 200 ευρώ το κομμάτι.

Αν περάσετε από το Τόκιο, μπορείτε να κόψετε την πείνα σας με ένα απλό σάντουιτς με ελαφρά τηγανισμένο μοσχάρι, σόγια σος, άρτυμα ξυδιού και δυο φέτες απλό λευκό ψωμί, δίνοντας μόνο 145 ευρώ.

Στο Λονδίνο πάλι, στο εστιατόριο γνωστού πολυκαταστήματος, μπορείτε να γευτείτε ένα σάντουιτς Μακντόναλντ, όνομα το οποίο έδωσαν επίτηδες οι ιδιοκτήτες στο συγκεκριμένο σάντουιτς, γιατί έτσι λέγεται ο σεφ. Τιμή; 100 ευρώ.

Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι σ’ αυτά τα μέρη που σας είπαμε πολύ δύσκολα μπορείτε να πάτε, ακόμη κι αν είστε αποφασισμένοι να πληρώσετε το συγκεκριμένο ποσό. Δεν θα σας δεχτούν.

Όμως η Μύκονος μας δέχεται όλους. Γι’ αυτό κι εμείς νομίζουμε ότι είναι για τα… μέτρα μας και διαμαρτυρόμαστε για τις τιμές. Δεν είναι! Αφήστε να πηγαίνουν εκεί οι λεφτάδες και για μας υπάρχουν ένα σωρό άλλα όμορφα νησιά.

Ξέρετε πότε να διαμαρτυρόμαστε; Όταν δεν αποδίδουν τους φόρους που αναλογούν στα ποσά που εισπράττουν κι έτσι χάνουμε όλοι.

Αυτό μπορούμε να το απαιτήσουμε; Όχι να πέσει η τιμή του… αβγού!
 Φάτε μάτια αβγά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: