Το ένα πουλάκι:
«Πάμε
για ένα τσίπουρο;»
Είναι
μια ερώτηση που την ακούμε συχνά στην πατρίδα μας, όπως ακούμε και την αντίστοιχη
πρόσκληση για ένα «ουζάκι». Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτά τα δυο τα… πίνουμε
αδιακρίτως˙ και θα εξηγήσω τι εννοώ.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι,
μπορεί να είναι και τακτικοί πότες, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ποια ακριβώς είναι
η διαφορά του τσίπουρου από το ούζο. Μπορεί να λένε το ένα και να εννοούν το
άλλο.
Υπάρχουν άλλοι που δεν
μπορούν να τα ξεχωρίσουν ούτε όταν τα πιουν˙ αφήστε που δεν έχουν και ιδιαίτερη
προτίμηση. Μπορούν να παραγγείλουν ούζο, να τους φέρουν τσίπουρο και να
μην τους ενοχλήσει καθόλου.
Αν το καταλάβουν! Υπάρχουν
όμως και οι «μερακλήδες», κυρίως εκείνοι που θεωρούν τον εαυτό τους τέτοιο και
του έχουν απονείμει τον τίτλο χωρίς να ρωτήσουν κανένα. Αυτοί προτιμούν
τσίπουρο, γιατί… ξέρουν!
Ξέρουν ότι είναι «καθαρό»,
ότι είναι «γνήσιο», πιθανότατα γνωρίζουν και τον παραγωγό που τον εμπιστεύονται
τυφλά, αφήστε που μπορεί να τους έχει καλέσει και στο «καζάνι», οπότε αισθάνονται
λίγο παραγωγοί και οι ίδιοι.
Καθαρό και γνήσιο σε αντίθεση
με το ούζο, που το θεωρούν «χημικό», άρα ύποπτο και πιθανώς επικίνδυνο για την
υγεία ποτό. Περιττό να πω ότι, σε κάθε περίπτωση, θεωρούν αμφότερα τα ελληνικά
ποτά ανώτερα των ξένων.
Επιτρέψτε μου να πω ότι…
ξέρουν την τύφλα τους. Ένα τσίπουρο μπορεί να είναι εξαιρετικό όπως και
απαράδεκτο˙ το ίδιο και το ούζο. Το καθένα, όπως θα έλεγε και ο Μπαμπατζιμόπουλος,
έχει τη χάρη του.
Έχει την ώρα ή την ατμόσφαιρά
του, απαιτεί τους αντίστοιχους μεζέδες και, φυσικά, καλή παρέα. Από εκεί και
πέρα είναι θέμα γούστου ή προτίμησης. Για τα οποία όμως απαιτείται και κάποια
γνώση.
Νομίζω
ότι εδώ, στη Δράμα, ελάχιστη γνώση έχουμε γύρω από αυτά τα πράγματα. Δεν είναι
τυχαίο ότι, όσες φορές προσπάθησε κάποιος να ανοίξει ένα πραγματικό ουζερί,
πολύ γρήγορα το… χάλασε.
Το άλλο πουλάκι:
Ουζερί
ή τσιπουράδικο;
Δεν
ξέρω ποιο είναι πιο σωστό. Πληροφοριακά σας λέω ότι στον Βόλο, την πατρίδα των…
τσιπουράδικων, όλα τα παλιά και αυθεντικά τέτοια λέγονται ουζερί. Τον ίδιο όρο
χρησιμοποιούν και οι παλιοί Βολιώτες.
Πηγαίνουν
στα ουζερί και παραγγέλνουν τσίπουρα, χωρίς τίποτε άλλο. Ο καταστηματάρχης
ξέρει με τι μεζέδες θα τα συνοδέψει, διαφορετικούς με κάθε νέα παραγγελία, έτσι
που να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των πελατών.
Ας
ξαναγυρίσουμε όμως στη Δράμα, όπου οι «μερακλήδες» που λέγαμε πριν πηγαίνουν
για τσίπουρο και παραγγέλνουν μαζί παντσέτες, τηγανητές πατάτες και χωριάτικη.
Γι’ αυτό κανένα ουζερί δεν… αντέχει να μείνει τέτοιο.
Κοιτάξτε
τώρα κάτι παράξενο. Αυτή την άγνοια πολλών πατριωτών μας, την αδυναμία τους να
διακρίνουν το ούζο από το τσίπουρο, πάμε να την… πουλήσουμε και στους
Ευρωπαίους που μας καλούν σε απολογία.
Διότι
θέλουμε κάτι που καταφέραμε με το ούζο, ένα φορολογικό ευεργέτημα, να το επεκτείνουμε
και στο τσίπουρο, αφού, όπως είπαμε, για τους περισσότερους Έλληνες είναι το
ίδιο και παραγγέλνουν το ένα αντί του άλλου.
Οι
Ευρωπαίοι όμως γνωρίζουν. Γνωρίζουν από κανονισμούς και νομοθετήματα, οπότε έρχονται
και σου λένε: Τι είπαμε για το ούζο; «Σύμμειξη αλκοολών που έχουν αρωματιστεί
με απόσταξη ή διαβροχή…
Έχουν
αρωματιστεί με σπόρους άνισου και ενδεχόμενα μάραθου, μαστίχα και άλλους αρωματικούς
σπόρους φυτά και καρπούς». Αυτό το προϊόν καταφέραμε να δικαιούται, κατ’ εξαίρεση,
μειωμένο ΕΦΚ.
Δηλαδή
Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Τον οποίο όμως εμείς επεκτείναμε αυθαίρετα και στο
τσίπουρο, αφού «τι Γιάννης, τι Γιαννάκης». Δεν είναι όμως καθόλου το ίδιο. Το
τσίπουρο προέρχεται από «απόσταγμα στέμφυλων σταφυλής».
Αυτό,
για τους αυστηρούς με τέτοια πράγματα Ευρωπαίους σημαίνει ότι πρέπει να φορολογείται
όπως όλα τα άλλα αποστάγματα που παράγονται ανά την Ευρώπη. Πράγμα που πρακτικά
σημαίνει μεγάλο ΕΦΚ.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εδώ
εμπλέκεται και το κρασί.
Το
οποίο φορολογήθηκε, προσωρινά, όπως λένε στην κυβέρνηση, με υψηλό φόρο, μέτρο
που απέφερε ελάχιστα ή καθόλου έσοδα, αφού πολλοί παραγωγοί άρχισαν να το διακινούν
στην μαύρη αγορά.
Τώρα
λέει η κυβέρνηση ότι θα μειώσει τον φόρο, αλλά θα τον αυξήσει στο τσίπουρο,
μέσα στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων που λέγαμε πριν. Το θέμα εδώ είναι τι
θα γίνει και με τους… διήμερους.
Δηλαδή
τους μικρούς παραγωγούς που παράγουν τσίπουρο για τον εαυτό τους (υποτίθεται)
το διακινούν από χέρι σε χέρι και πληρώνουν σήμερα φόρο μόνο 57 λεπτά, αντί των
12,5 ευρώ (ανά άνυδρο λίτρο) που δίνουν οι επαγγελματίες.
Τώρα,
αν όλα αυτά εξισωθούν με τα αντίστοιχα ποτά, το ουίσκι, τη βότκα, το τζιν, ο
φόρος αυτός πρέπει να πάει στα 25 ευρώ. Η υπόθεση βρίσκεται στα Ευρωπαϊκά
Δικαστήρια και μαντέψτε ποιο είναι το επιχείρημα της δικής μας πλευράς.
Το
ότι οι Έλληνες μερακλήδες καταναλώνουμε το ούζο και το τσίπουρο με τον ίδιο
ακριβώς τρόπο˙ μπορούμε να παραγγείλουμε το ένα και να μας φέρουν το άλλο,
χωρίς να υπάρχει πρόβλημα.
Νομίζω
πως στη φαρέτρα των ελλήνων δικηγόρων του υπουργείου πρέπει να μπει και το επιχείρημα
που σας είπα πριν, ότι τα καλά και πιο παλιά τσιπουράδικα στον Βόλο λέγονται ουζερί.
Τότε
ίσως τους πείσουμε.
Χύμα τέλος!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου