ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

120627 ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ


Το ένα πουλάκι:
Μήπως τρώμε «παραμύθι;»

Έχετε σκεφθεί ποτέ τι ακριβώς είναι αυτό που αγοράζουμε ή, για να το τοποθετήσω γενικότερα, καταναλώνουμε;
Μήπως τις περισσότερες φορές αγοράζουμε «ετικέτα;»

Είναι πολύ δύσκολο για ένα προϊόν να αποκτήσει «όνομα», να είναι δηλαδή γνωστό στην αγορά και να ξεχωρίζει από άλλα όμοιά του.
Σκεφθείτε λίγο τα επώνυμα προϊόντα και θα δείτε ότι όλα έχουν κάτι ξεχωριστό, όλα έχουν ένα σοβαρό δίκτυο διακίνησης και προβολής και τα περισσότερα από αυτά (υποτίθεται ότι) έχουν μια ξεχωριστή ποιότητα.

Την ποιότητα αυτή, που (υποτίθεται ότι) κρύβεται πίσω από το όνομα, πληρώνει ο αγοραστής.
Πάντοτε όμως; Μήπως συχνά πληρώνει μόνο το όνομα, αφού η ποιότητα που το συνοδεύει δεν είναι τίποτε το ξεχωριστό;

Υπάρχουν και άλλα στοιχεία.
Ένα καλό όνομα το πληρώνεις διότι (υποτίθεται πως) αυτό επενδύει μεγάλο μέρος των κερδών του στην τεχνολογία σε νέες πατέντες, σε ζητήματα πρωτοποριακά που δεν τα διαθέτουν οι άλλοι.

Ακόμη, μέσα στην τιμή περιλαμβάνεται και η αμοιβή των σχεδιαστών, που μπορεί να είναι διάσημοι για το έργο τους, άρα κοστίζουν και ακριβά.

Ξαναρωτάω όμως.
Αυτό ισχύει πάντοτε; Ή, εν πάση περιπτώσει, ανταποκρίνεται όντως μια υψηλότατη τιμή σε όλα αυτά που παρέχει το προϊόν;

Ας θυμηθούμε εδώ την γνωστή ατάκα του Ζίκου προς την πελάτισσα του μαγαζιού, η οποία τον ρωτάει τηλεφωνικώς για την ποιότητα και την προέλευση που έχουν τα λουμίνια που θέλει να αγοράσει.

Αφού της εξηγεί ότι δεν μπορεί να καταλάβει, επειδή το κουτί έχει «πολλά μασκαραλίκια» επάνω της λέει:
Εσείς πάντως δεν θα τα φάτε, θα τα ανάψετε. Ε, αν ανάψουν, άναψαν!

Το άλλο πουλάκι:
Αυτό είναι το θέμα.

Τι το χρειάζεσαι το «όνομα» και τα προτερήματα που (υποτίθεται ότι) το συνοδεύουν, όταν εσύ δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσεις;

Δηλαδή, πόσοι και σε τι ποσοστό αξιοποιούν τις δυνατότητες που διαθέτουν τα πανάκριβα αυτοκίνητα που αγοράζουν;
Πόσοι, ας πούμε, οδηγούν το αυτοκίνητό τους στα όριά του;
Πόσοι πηγαίνουν το τερατώδες τους τζιπ σε δρόμους όπου πραγματικά φαίνονται οι αρετές του;

Η απάντηση είναι απλή:
Το «όνομα» είναι τις περισσότερες φορές αξία από μόνο του.

Το «όνομα» και η δυνατότητα να το καταναλώνεις σου δίνει κύρος, σου προσθέτει «ίματζ», σε κάνει να αισθάνεσαι σπουδαίος και ξεχωριστός.
Και αυτό είναι που, τελικά, πληρώνεις.

Αφήστε που, όσο πιο ακριβό και σπάνιο είναι το «όνομα», τόσο σε τοποθετεί σε μια ελίτ, μια κλειστή ομάδα ανθρώπων που έχουν τη δυνατότητα να το καταναλώνουν.

Γίνεσαι δηλαδή κάποιος, αποκτάς υπόσταση, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις κάτι ιδιαίτερο, απλώς και μόνο επειδή μπορείς να έχεις στην κατοχή σου κάποιο προϊόν με «όνομα».

Και στο σημείο αυτό έρχεται να παίξει καταλυτικό ρόλο η ύπαρξη «μαϊμούδων», φτηνών δηλαδή αντιγράφων των επώνυμων προϊόντων, τα οποία δεν ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά, για να μην πω ούτε με την χιλιοστή.

Έρχεται δηλαδή ο άλλος και εμφανίζεται να έχει αυτό που έχεις κι εσύ, χωρίς όμως να το έχει πληρώσει το ίδιο, παρά αγοράζοντάς το από… «πανέρι»,

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Γιατί να λέμε όμως όλα αυτά;

Να, διαβάσαμε την είδηση πως στη Βουργουνδία, την περίφημη αυτή για τα κρασιά της περιοχή, κάποιοι παραγωγοί πουλούσαν κρασί «χύμα», που όμως το εμφιάλωναν και του κολλούσαν ετικέτες με πανάκριβα ονόματα.

Εδώ, λοιπόν, έρχεται η αρχική μας ερώτηση να ζητήσει απάντηση.
Μήπως τρώμε (πίνουμε) «παραμύθι»;
Είναι εις θέση ο καθένας που μπορεί να πληρώσει ένα πανάκριβο κρασί να απολαύσει και τις χάρες του; Ή μήπως πίνει απλώς την… ετικέτα, δηλαδή τα λεφτά που πλήρωσε για να το αποκτήσει;

Φαίνεται πως οι περισσότεροι ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία.
Διαφορετικά δεν θα πουλιούνταν πάνω από 500.000 φιάλες με κοινό κρασί σε πανάκριβες τιμές, μόνο και μόνο επειδή έγραφε η ετικέτα τους ότι είναι σπάνιο και υψηλής ποιότητας.

Τι θέλουμε όμως να πούμε με το σημερινό μας σχόλιο;
Ότι δεν πρέπει να αναζητάμε το ποιοτικό ή ότι δεν θα πρέπει να το πληρώνουμε αν το βρούμε;

Κάθε άλλο!
Απλώς θα πρέπει να ξέρουμε τι ακριβώς πληρώνουμε και για ποιο λόγο.

Αν το θέλουμε για να πουλήσουμε μούρη, ε τότε είμαστε άξιοι να μας πιάνουν κορόιδα.
Μαϊμούδες!


1 σχόλιο:

Θωμάς είπε...

Έπρεπε να έρθει και στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια η παρτίδα του νοθευμένου σπορέλαιου για να αποκαλυφθεί πως όλα τα σπορέλαια που κυκλοφορούσαν στα σούπερ μάρκετ -από το πιο ακριβό μέχρι το πιο φθηνό- ουσιαστικά περιείχαν το ίδιο σπορέλαιο: το νοθευμένο.
Υποθέτω πως το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα προϊόντα.