ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

151030 ΔΙΑΓΡΑΜΜΙΣΜΕΝΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Για την καθημερινότητα…

Όλοι εμείς οι σοβαροί σχολιαστές (ΧΑ!) ασχολούμαστε συνήθως με τα σημαντικά και τα υψηλά, αδιαφορώντας για τα πεζά και τα τετριμμένα, τα οποία αφήνουμε σε άλλους, μικρότερου δημοσιογραφικού διαμετρήματος (ξαναΧΑ!)

Νομίζουμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο επιτελούμε σοβαρό έργο και έχουμε την εντύπωση ότι διαμορφώνουμε την κοινή γνώμη. Καμιά φορά μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι μπορεί να μας λαμβάνουν υπόψη τους και εκείνοι που ασκούν εξουσία. Ότι μπορεί κατά κάποιο τρόπο να επηρεάζουμε και συγκεκριμένες αποφάσεις τους…

Όνειρα θερινής νυκτός. Το μόνο που κάνουμε είναι να εκτονωνόμαστε, να βγάζουμε τίποτα απωθημένα και να δίνουμε τη δυνατότητα σε κάποιους που μας παρακολουθούν να βγάζουν τα δικά τους, είτε συμφωνώντας με κάποιον που λέει δημοσίως αυτά που θα ήθελαν και οι ίδιοι, είτε βρίζοντάς μας που λέμε ένα σωρό ανοησίες με τις οποίες διαφωνούν καθέτως.

Σε δουλειά να βρισκόμαστε, δηλαδή.
Δεν είναι τυχαίο που το διαδίκτυο έχει γεμίσει με σελίδες και ιστότοπους σχολιαστών! Ο κάθε πικραμένος αυτά που θα έλεγα στο καφενείο τα βγάζει τώρα στο διαδίκτυο, περιμένοντας πως θα τον διαβάσουν πολλές χιλιάδες άλλων πικραμένων και θα εκστασιαστούν από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις και τις πρωτότυπες ιδέες τους.

Ευτυχώς ο καλός Θεός μας φύλαξε από τα… «σουξέ», που έλεγε κι ο Νιόνιος και δεν έχουμε κανενός είδους τέτοιες αυταπάτες. Τρία μικρά, συνηθισμένα πουλάκια είμαστε, που συζητάμε εδώ μαζί σας και λέμε δειλά δειλά κι εμείς τη γνώμη μας για όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Όχι για όλα, είπαμε, για εκείνα που θεωρούμε σοβαρά. Εκτός όμως από τον καλό Θεό, υπάρχουν και οι καλοί φίλοι που μας θυμίζουν πως εξίσου σοβαρά, ίσως και σοβαρότερα, μπορεί να είναι κάποια καθημερινά θέματα που επηρεάζουν την… καθημερινότητά μας. Που όσο πεζά κι αν φαίνονται, μπορεί να έχουν σοβαρότατες επιπτώσεις ακόμη και σε ανθρώπινες ζωές.

Να, ένα τέτοιο θέμα για το οποίο μας κάλεσε να μιλήσουμε ένας εκλεκτός φίλος είναι η κατάσταση των δρόμων, οι οποίοι, τώρα, με την έλευση του χειμώνα, γίνονται τρομερά επικίνδυνοι για τους οδηγούς και τους επιβάτες που κινούνται σε αυτούς.

Το άλλο πουλάκι:
Υπάρχουν και καλά νέα.

Αν κινηθήκατε τελευταία προς την Καβάλα, ίσως να διαπιστώσατε ότι μεγάλο μέρος του οδοστρώματος έχει στρωθεί με νέα άσφαλτο και, το κυριότερο, έχουν ανανεωθεί οι διαγραμμίσεις που τόσο πολύ βοηθούν τους οδηγούς, τώρα που σκοτεινιάζει νωρίς και βρέχει τόσο συχνά.

Το ίδιο και στον δρόμο προς Σέρρες. Μετά την Αλιστράτη, έχει διορθωθεί σε μεγάλο βαθμό το οδόστρωμα, έκλεισαν οι λακκούβες, στρώθηκε νέα άσφαλτος και έγιναν διαγραμμίσεις που κάπως βοηθούν να μην σκοτωθείς, όπως μας εξομολογήθηκε νέα οδηγός που επέστρεφε μια νύχτα με βροχή και κόντεψε αρκετές φορές να βγει από το δρόμο.

Τι γίνεται όμως με τον άλλο «άξονα» (μέρες που είναι) που δεν μπορούμε να τον… πολεμήσουμε με τίποτα. Καταλάβατε ότι εννοώ τον δρόμο για την Αμφίπολη, στον οποίο κινείται ένας μεγάλος αριθμός οχημάτων, ΙΧ μαζί με μεγάλα φορτηγά.
Αυτός είναι ένα μόνιμο πρόβλημα.

Έχει βέβαια μια ιδιαιτερότητα. Ενώ εξυπηρετεί κυρίως τους Δραμινούς, ανήκει στο μεγαλύτερο μέρος του στον νομό Σερρών. Έλα όμως που τους Σερραίους δεν τους «ενδιαφέρει» καθόλου…
Την περίπτωση κάνει ακόμη πιο δύσκολη το γεγονός ότι ο νομός Σερρών ανήκει και σε διαφορετική περιφέρεια.

Υποτίθεται ότι ο… άξονας αυτός συνδέει τον νομό και την πόλη μας με την Εγνατία και θα έπρεπε να είναι ανάλογων προδιαγραφών. Όπως, ας πούμε, όλοι οι άλλοι δρόμοι που οδηγούν από τις πρωτεύουσες των νομών που δεν διασχίζει η Εγνατία προς αυτήν.
Αν θέλετε, δεν είναι θέμα ζήλιας ή ανταγωνισμού, αλλά ίσης μεταχείρισης.

Αφήνω το γεγονός ότι, με το τελωνείο της Εξοχής, ο δρόμος αυτό ενώνει και τη Βουλγαρία με… την Τούζλα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Θα μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί και «διεθνής δρόμος». Το μόνο διεθνές που βλέπω εγώ είναι το χάλι του.
Φυσικά και η επικινδυνότητά του.

Το κακό είναι ότι δεν το βλέπω μόνον εγώ αλλά όλοι όσοι τον χρησιμοποιούν καθημερινά και δεν είναι λίγοι. Και, όταν λέμε καθημερινά, να σκέφτεστε και τα βράδια που τώρα είναι μεγάλα, αφήνω τις περιπτώσεις βροχής που δρόμος και χωράφια γίνονται ένα, με αποτέλεσμα να κινείσαι με το ένστικτο.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Από λόγια είμαστε χορτάτοι!

Φαίνεται όμως πως… ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Να σας πω και το αντίστροφο; Εχθρός του καλύτερου είναι το καλό. Τα λέω και τα δυο γιατί η φράση χρησιμοποιείται με διαφορετικές και αντίθετες ερμηνείες. Γι’ αυτό καλύτερα να σας εξηγήσω πώς την εννοώ εγώ.

Περιμένοντας αυτό τον πολλά υποσχόμενο (δηλαδή που μας τον υπόσχονται πολλοί) «κάθετο άξονα», αφήνουμε έναν δρόμο πολύ χρήσιμο να ρημάζει κυριολεκτικά. Ο δρόμος Δράμας Αμφίπολης έχει αρκετά καλό φάρδος και δεν περνάει μέσα από χωριά, με την έννοια ότι τα Κουδούνια είναι προάστιο της Δράμας.

Θα μπορούσε λοιπόν με μια καλή στρώση νέας ασφάλτου και τις σωστές διαγραμμίσεις να γίνει και… γρήγορος και, το κυριότερο, ασφαλής. Τουλάχιστον να γλιτώσουμε όσο περισσότερες ζωές μπορούμε και να κάνουμε τη ζωή μας πιο εύκολη, μέχρι να δούμε τον «κάθετο άξονα», που θα μας… συνδέσει με την Ελλάδα.

Δύσκολο είναι;
Μας έχουν συνδέσει ήδη!



Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

151029 ΟΜΟΨΥΧΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Το ένδοξο ’40!

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, ακούμε σε ομιλίες και διαβάζουμε σε κείμενα για «το νόημα της ημέρας». Ομιλητές και αρθρογράφοι προσπαθούν να αντλήσουν διδάγματα από το ΟΧΙ και το Έπος του στρατού μας στα αλβανικά βουνά. Το πόσο καλά αντιλαμβάνονται οι ίδιοι και μας μεταδίδουν αυτά τα διδάγματα και το πώς τα εκλαμβάνει ο καθένας μας φαίνεται από τον τρόπο που λειτουργούμε τις υπόλοιπες μέρες του έτους.

Διότι, όταν σταματήσουν οι μπάντες και υποσταλούν οι σημαίες, όταν μαραθούν οι δάφνες στα στεφάνια και τελειώσουν τα «αφιερώματα» στα κρατικά κανάλια (για τα άλλα δεν μιλάω), όταν επιστρέψει η σκληρή καθημερινότητα, τότε είναι που πρέπει να μας εμπνέει το πνεύμα εκείνων των ημερών.

Σκεφτόμουν πως μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους που οδήγησαν την πατρίδα μας στη νίκη και έκαναν τους λαούς να τη θαυμάσουν ήταν η πρωτοφανής ομοψυχία που επέδειξαν οι γονείς μας απέναντι στον εχθρό.

Δεν έχουμε εμείς οι Έλληνες και πολλές ευκαιρίες στην ιστορία μας για να καμαρώνουμε πως σταθήκαμε ενωμένοι, παραμερίζοντας αντιθέσεις και αντιπαλότητες, ξεχνώντας διαφωνίες και έριδες. Φαίνεται πως ήταν «τυχερή» εκείνη η γενιά του ’40 που μπόρεσε να αφήσει στα παιδιά της ένα σύντομο αλλά τόσο έντονο παράδειγμα.

Χάρη σ’ εκείνους ξέρουμε πως υπάρχει και ο δρόμος της ομόνοιας, πως μπορούμε, καμιά φορά, κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, να παραμερίζουμε τα εμφύλια πάθη και να εργαζόμαστε πάνω σε κοινούς στόχους.

Ήταν πράγματι «τυχεροί» και για έναν άλλο λόγο. Ο εχθρός ήταν έξω από τις πύλες και ήταν ορατός. Το κυριότερο; Ήταν πραγματικός! Ξέρανε καλά ποιον πολεμάνε και γιατί.
Το δυστύχημα μ’ εμάς είναι ότι συνήθως αναζητούμε και, αν δεν βρούμε, δημιουργούμε φανταστικούς εχθρούς.

Το χειρότερο; Τους τοποθετούμε εντός των τειχών, αν όχι τους ίδιους, σίγουρα τους συνεργάτες τους. Τους φορτώνουμε όλες τις ευθύνες για τα δεινά που μας βρίσκουν, για τις λάθος επιλογές και για τις χαμένες ευκαιρίες.

Δεν ξέρω τι εξήγηση υπάρχει γι’ αυτό, ίσως είναι η ανάγκη να αυτοπροσδιοριστούμε που μας οδηγεί στο να αναζητούμε παντού και πάντοτε εχθρούς.
Ίσως ακόμη και να κρύβεται πίσω από αυτό απλώς η προσπάθεια να αποποιηθούμε των ευθυνών μας. Είναι εύκολο και βολικό να φταίνε πάντοτε οι κακοί «άλλοι».

Το άλλο πουλάκι:
Μήπως κάνουμε κι εμείς το ίδιο σφάλμα;

Λέω. Μήπως κι εμάς μας βολεύει να λέμε ότι φταίνε οι άλλοι που… βολεύονται λέγοντας ότι πάντα φταίνε κάποιοι άλλοι;
Αν το ζητούμενο είναι η ομοψυχία, μήπως βάζουμε κι εμείς ένα χεράκι στο να χαθεί;

Είναι δυνατόν όμως να προσπεράσουμε την κρίση, χωρίς να συμφωνήσουμε για τα αίτια; Και είναι δυνατόν να βρούμε ποια είναι αυτά, όταν οδηγούμαστε αμέσως στην εύκολη λύση πως πέσαμε θύματα, πως μας εξαπάτησαν ή μας εκμεταλλεύτηκαν, πως έπαιξαν παιχνίδια στην πλάτη μας, την ώρα που εμείς αμέριμνοι κοιτάζαμε απλώς πώς να καλοπεράσουμε;

Γι’ αυτό σας λέω, ήταν και τυχερή εκείνη η γενιά τού ’40.
Μπορεί να υπέφεραν τα πάνδεινα, μπορεί να στερήθηκαν τα πάντα, όμως γνώριζαν ποιους και για ποιο λόγο πολεμούσαν. Αφήστε που, σχετικά νωρίς, ακόμη και μέσα στην κατοχή, όταν η ζυγαριά της νίκης άρχισε να γέρνει υπέρ των συμμάχων, μπορούσαν να δουν το ευτυχές τέλος που ερχόταν.

Μπορούσαν να είναι βέβαιοι πως, με το τέλος του πολέμου ένας νέος, καλύτερος κόσμος θα ανατείλει. Μπορούσαν να είναι αισιόδοξοι ότι έρχονται καλύτερες μέρες για τον εαυτό τους, κυρίως όμως για τα παιδιά τους. Ακριβώς το αντίθετο από ό,τι εμείς!

Να το δεύτερο στοιχείο που μπορούμε να διακρίνουμε στο πνεύμα εκείνων των χρόνων και που, δυστυχώς, απουσιάζει από τις μέρες μας. Η αισιοδοξία, η πίστη στο μέλλον.
Βεβαίως, η φτώχια φέρνει γκρίνια, το ίδιο και η απουσία προοπτικής. Έτσι εξηγείται ακόμη καλύτερα γιατί τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Αυτός ο φαύλος κύκλος που δημιουργείται είναι, θεωρώ, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Δεν έχουμε ομοψυχία και αυτό μας κάνει να μην μπορούμε να αναζητήσουμε μια κοινή λύση και να αγωνιστούμε γι’ αυτήν. Πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί στο να επιρρίπτουμε τις ευθύνες ο ένας στον άλλος και η ομοψυχία να απομακρύνεται ακόμη περισσότερο.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτό με τη σειρά του…

Έτσι είναι ο φαύλος κύκλος. Από τον οποίο για να βγεις θα πρέπει να τον σπάσεις. Να πάψεις δηλαδή να κυνηγάς την ουρά σου. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Θαρρώ πως αν υπάρχει μια ελπίδα είναι να ξεχωρίσουμε τα πράγματα και να επικεντρωθούμε στο μείζον.

Να αποδεχτούμε, για παράδειγμα, πως δεν μας ενδιαφέρει, επί του παρόντος, η απόδοση ευθυνών, ούτε η αναζήτηση μαγικών λύσεων που θα φέρουν θεαματική βελτίωση στη ζωή μας. Ας πούμε πως το πρώτο δεν έχει πλέον νόημα και το δεύτερο δεν υπάρχει, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Νομίσω πως τώρα πια μπορούμε.

Έτσι, μας μένει η αναζήτηση της ομοψυχίας. Να προσπαθήσουμε όλοι μαζί για κάτι εφικτό, ας πούμε (εμείς πάντοτε το λέγαμε, αλλά… τέλος πάντων) για την προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και την όσο πιο δίκαιη κατανομή των βαρών που αυτές θα φέρουν.

Θέλετε και κάτι ακόμη; Ας βάλουμε και την κοινωνική αλληλεγγύη, να μην αφήσουμε μόνους τους τους πλέον ανήμπορους.
Δεν φτάνουν αυτά;
Διδάγματα από το ’40.


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

151027 ΣΤΥΛΙΣΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Κακώς εξακολουθούν να επιμένουν…

Αυτό το θέμα με τη γραβάτα του πρωθυπουργού πρέπει να σταματήσει. Είχε νόημα να το σχολιάζουμε όταν ήταν νεοεκλεγμένος, για να μην πω όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση. Τώρα είναι αργά (αγάπη μου γλυκιά), όπως αργά είναι και για ένα σωρό άλλες αλλαγές που έπρεπε να είχαν γίνει εγκαίρως.

Η πλάκα είναι ότι οι κουστουμαρισμένοι και μη οι κουστουμαρισμένοι, οι γραβατωμένοι και οι μη γραβατωμένοι, όσο κι αν φαίνεται ότι διαφωνούν, στην ουσία συμφωνούν απόλυτα: το ντύσιμο κάτι εκφράζει!
Και οι μεν και οι δε θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα με τις ενδυματολογικές τους επιλογές, απλώς το μήνυμα αυτό είναι διαφορετικό.

Πού βρίσκεται όμως το πρόβλημα; Πολλές φορές την επιλογή δεν μπορείς να την κάνεις μόνος σου, την έχουν κάνει άλλοι πριν από εσένα. Εσύ έχεις δυο εναλλακτικές. Ή να ακολουθήσεις τη συγκεκριμένη επιλογή, ή να αγνοήσεις εντελώς εκείνους που την έχουν αποφασίσει.

Για να το καταλάβετε, θα σας πω ένα παράδειγμα καθημερινό. Δεν πηγαίνεις στο γάμο ενός φίλου σου ή σε μια κηδεία με ρούχα… παραλίας.
Μπορείς να μην παρευρεθείς καθόλου. Αν όμως θα επιλέξεις να πας είσαι υποχρεωμένος να ακολουθήσεις τον ενδυματολογικό κώδικα που έχει καθιερώσει η κοινωνία και (υποτίθεται πως) δείχνει σεβασμό προς το νεόνυμφο ζευγάρι ή τον νεκρό και τους πενθούντες.

Με το ίδιο σκεπτικό, έχει αποφασιστεί πως τόσο ο σεβασμός προς τη χώρα που εκπροσωπεί ένας πολιτικός όσο και ο σεβασμός προς τους συνομιλητές του εκφράζεται (και) με την γραβάτα.
Εξαιρούνται βέβαια οι πολιτικοί που έχουν τάξει σκοπό της ζωής τους να αλλάξουν τον κόσμο και να τον κάνουν… (παραλίγο να πω σαν τα μούτρα τους) να μην φοράει γραβάτες.

Το αν θα τα καταφέρουν είναι ένα προσωπικό τους στοίχημα και πιθανότατα να μην αφορούσε κανέναν άλλο, αν οι άνθρωποι αυτοί δεν εκπροσωπούσαν έναν ολόκληρο λαό που βρίσκεται πίσω τους.
Δείτε, ας πούμε πώς σχολιάστηκε η στάση (κυριολεκτικά) του πρωθυπουργού, κατά την ώρα που ανακρούονταν ο Εθνικός Ύμνος και όλοι οι υπόλοιποι, μαζί με τον Γάλλο Πρόεδρο, στεκόταν σε στάση προσοχής.

Το άλλο πουλάκι:
Αυτό είναι «αντικομφορμισμός»!

Ξαναβλέπω μια παλαιότερη δήλωση του κυρίου Τσίπρα που λέει ότι αν επιλέξει να φορέσει γραβάτα, αυτό θα είναι μια προσωπική του μετατόπιση προς τον συμβιβασμό, κάτι τέτοιο τελοσπάντων.
Είναι αλήθεια ότι όλοι έχουμε κρατήσει κάτι από τα εφηβικά μας «κολλήματα». Άλλος αφήνει ένα κοτσιδάκι, άλλος φοράει το ρολόι στο δεξί του χέρι, άλλος αρνείται να πάρει κινητό, άλλος κάνει τατουάζ…

Υπάρχει όμως μια διαφορά, μια αίσθηση διάκρισης. Μπορεί το εφηβικό σου όνειρο να ήταν το -απαγορευμένο τότε- μακρύ μαλλί, όμως όταν πενηνταρίσεις, σου αδειάσει όλο το τριχωτό της κεφαλής και εσύ κρατάς μια μακριά τούφα για να το παίζεις μακρυμάλλης τότε από αντικομφορμιστής καταλήγεις απλώς γελοίος.

Για να μην σας πω το άλλο. Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτή η προσπάθεια αποφυγής της προσωπικής μετατόπισης προς τον συμβιβασμό; Κάτι φαντάρους οι οποίοι, αφού είχαν αποδεχθεί όλη τη νοοτροπία του στρατού, αφού είχαν μετατραπεί οι ίδιοι στα χειρότερα γρανάζια του συστήματος «πηδώντας» τους νέους, προσπαθούσαν να… λουφάρουν μισό πόντο μαλλί, για να το παίξουν ασυμβίβαστοι.

Θέλετε να το θεωρητικοποιήσουμε και λίγο; Αν ο αντικομφορμισμός «εφευρέθηκε» για κάτι πρακτικό, πέρα δηλαδή από το να αποτελεί ιδεολογική χίμαιρα, είναι για να κάνει τη ζωή μας πιο άνετη και εύκολη. Αυτή την έννοια έχει το απλό καθημερινό ντύσιμο, που αντικατέστησε τα κουστούμια, τα καπέλα και τα μπαστούνια, τις τουαλέτες και τα κρινολίνα…

Δεν χρειάζεται να είσαι πάντοτε καλοξυρισμένος, δεν χρειάζεται να προσέχεις καθημερινά την κόμμωσή σου, δεν χρειάζεται να φοράς πάντοτε καλογυαλισμένα παπούτσια…
Δεν μπορείς όμως να το παίζεις αντικομφορμιστής, φορώντας στενά κουστούμια, μανικετόκουμπα με πετράδια, αλλά όχι γραβάτα.

Εν πάση περιπτώσει, αν έχει τόσο μεγάλη σημασία για σένα αυτό το προσωπικό «στοίχημα» μη μετατόπισης από τις αρχές σου, μπορείς να κάνεις κάτι που δεν φαίνεται, ένα τατουάζ σε απόκρυφο σημείο ή, πιο εύκολα, να φοράς σώβρακο με φιγούρες Μίκυ Μάους, συγκροτήματα Χέβι Μέταλ ή Μάο Τσε Τουνγκ! Ανάλογα με τα παιδικά σου πρότυπα δηλαδή.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Μας διευκολύνει τη ζωή...

Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που το πρωτόκολλο, οι τύποι, και οι καθιερωμένοι κώδικες είναι αυτοί που κάνουν πιο εύκολη τη ζωή μας. Φαντάζεσαι το βάσανο να χρειάζεται κάθε φορά να επανεφεύρεις το πώς θα ντυθείς, πώς θα σταθείς, πώς θα μιλήσεις και πώς θα συμπεριφερθείς σε μια συγκεκριμένη περίσταση;
Δείτε τι τραβάνε και πόσο γελοίοι πολλές φορές γίνονται όσοι προσπαθούν να «πρωτοτυπήσουν», ας πούμε, στον γάμο τους.

Οι θεσμοθετημένοι κανόνες μάς γλιτώνουν από πολλούς μπελάδες και, αν προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε καλό είναι να το κάνουμε κάπως συντεταγμένα, μήπως και γλιτώσουμε τα χειρότερα.
Πάντως, για να επανέλθουμε, δεν έχει νόημα πλέον να καλούμε τον πρωθυπουργό να συμμορφωθεί με το πρότυπο του γραβατωμένου. Τώρα και να θέλει να το κάνει δεν μπορεί, γιατί πράγματι θα θεωρηθεί μια υποχώρηση στις πιέσεις μέρους της κοινής γνώμης.

Θα με ρωτήσετε αν είναι κακό ένας πρωθυπουργός να υποχωρεί σε τέτοιου είδους πιέσεις. Δεν ξέρω. Εξαρτάται από το πόσο παραβαίνει τις προσωπικές, τις ιδεολογικές και τις πολιτικές του αρχές. Έχετε τον Αλέξη Τσίπρα για τέτοιο άνθρωπο;
Μην απαντήσετε.
Τύπος και υπογραμμός!

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

151026 ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΝ

Το ένα πουλάκι:
«Πέθανε ο Κώστας…»

Έμαθα το νέο αφού είχε γίνει η κηδεία και δεν πρόλαβα να πάω ούτε ένα λουλουδάκι, σαν κι εκείνα που συνήθιζε ο ίδιος να δίνει τακτικά στα κορίτσια, τους κρυφούς ή φανερούς έρωτες της ζωής του. Τους τόσο… καθημερινούς!
Τον θυμάμαι με ένα ματσάκι στο χέρι να κάνει τη γύρα του στην αγορά και να αφήνει από ένα  λουλουδάκι σε κάθε κοπέλα, σύμφωνα με τον εκλεκτικό αλλά ακριβοδίκαιο προγραμματισμό του.

Ο Κώστας ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Η ευαισθησία του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την «αρρώστια» του, μάλλον να αποδοθεί σ’ αυτήν. Έβλεπες καθαρά πως ήταν κάτι που προϋπήρχε, κάτι έμφυτο ή καλύτερα κάτι φυσικό επάνω του. Του ταίριαζε, του πήγαινε γάντι, μπορούσε να την υποστηρίξει ακόμη και μπροστά σε αποδεδειγμένα υπερευαίσθητους ανθρώπους, γνωστούς καλλιτέχνες, ας πούμε, που επισκέπτονταν την πόλη.

Αυτό «φαινόταν» καλύτερα, όταν τον άκουγες, χωρίς να τον βλέπεις και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ. Ο Κώστας ήταν από τους πολύ λίγους και εκλεκτούς φίλους του ραδιοφώνου σ’ αυτή την πόλη. Άκουγε συστηματικά και με φανατισμό ραδιόφωνο, έχοντας όμως πολύ συγκεκριμένες προτιμήσεις σε προγράμματα και παραγωγούς. Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν, μόνο οι δικοί του άνθρωποι και όσοι είχαν την τύχη να τον έχουν ακροατή σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή τους.

Περάσαμε μαζί πολλά βράδια, εγώ από το στούντιο του ράδιο ΗΧΩ και εκείνος από το σπίτι του. Τηλεφωνούσε πάντοτε, για να κάνει μια παρατήρηση, μια υπόδειξη ή απλώς για να πει καλησπέρα. Δεν συνήθιζε να ζητάει τραγούδια, αναγνώριζε και σεβόταν το γεγονός ότι οι εκπομπές ήταν προετοιμασμένες από πριν.
Θυμάμαι ιδιαίτερα κάποιες εκπομπές, παραμονή Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου. Μια φορά ήρθε και στο στούντιο για να «γιορτάσουμε» παρέα, να… μηδενίσουμε την απόσταση των ερτζιανών.

Δεν θα ξεχάσω όμως και τις φορές που έτυχε να ακούσω, ταξιδεύοντας μακριά από τον τόπο μας, τον βραδινό, μεταμεσονύκτιο συνήθως, εκφωνητή τού κρατικού ραδιοφώνου να ευχαριστεί για την επικοινωνία του «τον Κώστα από τη Δράμα»…
Καταλάβαινα αμέσως ποιος Κώστας ήταν και μπορούσα να μαντέψω τον σύντομο διάλογο που είχε με τον παραγωγό της εκπομπής.

Το άλλο πουλάκι:
Τελευταία τον έχασα…

Μάθαινα νέα του από τον αδελφό του ή από κοινούς φίλους που ήταν πιο κοντά σ’ εκείνον. Μου είχε λείψει η, σύντομη πάντοτε, συζήτηση μαζί του, οι μπερδεμένες κουβέντες που πίσω τους όμως διέκρινες μια μακρόχρονη τριβή με την πολιτική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο…

Αν ήσουν εξασκημένος –και οι δικοί του άνθρωποι ήταν- μπορούσες να αφουγκραστείς την ανησυχία του για τεκταινόμενα όχι μόνο την πόλη, αλλά και στη χώρα, στον κόσμο ολόκληρο. Ανάμεσα στα πολλά που θα σου έλεγε (σε μια προσπάθεια να τα προλάβει όλα;) υπήρχαν πάντοτε εύστοχες παρατηρήσεις, μικρές ή μεγαλύτερες αλήθειες, ξεχασμένα τσιτάτα, σκέψεις και εικόνες από τον καιρό της νεότητάς μας, που εμείς οι υπόλοιποι τις είχαμε αφήσει πίσω.

Τις πιο πολλές φορές τον πετύχαινα -που άλλού- στο βιβλιοπωλείο, όπου έμπαινε συνήθως σαν σίφουνας, για να αφήσει ένα λουλουδάκι, μια καλημέρα, ένα βιαστικό σχόλιο, μια σύντομη κριτική για κάτι που παρακολούθησε, έναν στίχο που θυμήθηκε, την τελευταία σκέψη του πάνω στην πολιτική κατάσταση, την πιο πρόσφατη υπαρξιακή του ανησυχία…

Ήταν η φωνή τη συνείδησής μας.
Δεν μιλώ προσωπικά, μιλώ για όλο τον κόσμο της πιάτσας, τους καταστηματάρχες που προτιμούσε να επισκέπτεται, τους θαμώνες των κεντρικών μαγαζιών, τους «κουλτουριάρηδες» που δεν έχαναν πολιτιστική εκδήλωση…

Μπορούσε να σου πει με αφοπλιστική ειλικρίνεια πράγματα για σένα που δεν θα άκουγες από κανέναν άλλο. Σχολίαζε πράξεις, λόγια και συμπεριφορές που έπιαναν οι ευαίσθητες κεραίες του και που από τους άλλους περνούσαν απαρατήρητα. Τα «ψιλά γράμματα», οι τελευταίες ειδήσεις, τα παραλειπόμενα είχαν μια ιδιαίτερη αξία για κείνον.

Δεν δεχόταν εύκολα παρατηρήσεις, όμως από ανθρώπους που αγαπούσε και εμπιστεύονταν ιδιαίτερα, όπως από τον «Δισκά», τον «Χοντρό» ή τον «Βλάχο», ανεχόταν όχι μόνον να του κάνουν υποδείξεις, αλλά και να τον μαλώνουν, να τον «παραμαζεύουν», όπως εκείνοι γνώριζαν καλύτερα. Όπως όλοι οι ομοιοπαθείς μ’ εκείνον, μπορούσε να ξεχωρίσει να το αληθινό ενδιαφέρον από το τυπικό και την ειλικρινή από την προσποιητή αγάπη.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο Κώστας.

Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό αυτό που θα πω, όμως ήταν από τους ανθρώπους που σημαδεύουν τον τόπο με την παρουσία τους, που δίνουν όχι μόνο ζωντάνια, αλλά χαρακτήρα στην πόλη που ζουν. Που κάνουν εμάς τους υπόλοιπους, τους εφησυχασμένους, τους χαμένους στον ρυθμό της καθημερινότητας και το κυνήγι των επουσιωδών να ξυπνάμε κάπου κάπου, να ξαναθυμόμαστε, έστω για λίγο, τα νεανικά μας όνειρα, να διορθώνουμε ανεπαίσθητα την πορεία μας… 

Όχι όλους βέβαια, εκείνους που είχαν όνειρα και εκείνους που κάποτε γνώριζαν τι είναι ουσιώδες και σημαντικό. Που μπορούσαν να διακρίνουν μια σπουδαία μουσική, μια αξιόλογη ταινία, ένα ξεχωριστό ποίημα, μια πρωτότυπη ιδέα…
Που τους χαρακτήριζε η εξωστρέφεια και το ανιδιοτελές ενδιαφέρον για «την πόλιν», πριν αυτά αντικατασταθούν από την μοναδική έννοια για τον εαυτό τους –τον εαυτό μας- το σπίτι και την οικογένεια…

Σ’ αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονταν ο Κώστας. Μ’ αυτούς επικοινωνούσε. Γι’ αυτούς ενδιαφέρονταν. Αυτούς αγαπούσε.
Μακάρι κι αυτοί να τον θυμούνται!
Εις μνήμην…



151023 ΣΙΩΠΗΛΟΝ-2

Το ένα πουλάκι:
Έχουμε από κάπου να πιαστούμε;

Βλέπουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας με διαφορετικό μάτι –αυτό είναι γεγονός. Εκεί όμως βρίσκεται και η ομορφιά της πολιτικής. Αρκεί να λέμε τη γνώμη μας χωρίς δεύτερες σκέψεις και με την επίγνωση ότι όλοι είμαστε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προκατειλημμένοι. Είναι άλλο πράγμα όμως το να παθιάζεσαι με κάποιο θέμα και εντελώς διαφορετικό να βλέπεις τα πράγματα με παρωπίδες.

Είναι αλήθεια ότι κι εμείς κάνουμε ειλικρινή προσπάθεια να δούμε θετικά στοιχεία στο έργο της κυβέρνησης. Γι’ αυτό και δεν καταπιαστήκαμε σοβαρά με όσα ψηφίζονται αυτές τις μέρες από τη Βουλή. Είναι ένας τρόπος να βάλουμε κι εμείς πλάτη στη δύσκολη και δυσάρεστη προσπάθεια να μπει μια τάξη στη χώρα.

Εκείνο για το οποίο μιλάμε είναι η στάση των πολιτών. Λέτε όλοι να κατάλαβαν πως κάποια μέτρα είναι αναπόφευκτα; Λέτε να επικρατεί το σκεπτικό «όποιοι και να ήταν στα πράγματα το ίδιο θα συνέβαινε, οπότε καλύτερα αυτοί που δεν είναι και φθαρμένοι»;
Δυστυχώς, δεν μοιάζει να ισχύει κάτι τέτοιο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το επιχείρημα που ακούγεται πιο συχνά είναι κάπως διαφορετικό: «Και οι άλλοι τα ίδια έκαναν»!
Το προσέξατε; Είναι διαφορετικό από το «η μοίρα μας είναι προδιαγεγραμμένη, με οποιαδήποτε κυβέρνηση η κατάσταση θα ήταν παρόμοια»

Όταν λες «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν» παραδέχεσαι εμμέσως πλην σαφώς ότι τα πράγματα δεν γίνονται όπως θα έπρεπε, ότι υπάρχουν και διαφορετικές λύσεις, όμως δεν υπάρχουν διαφορετικές κυβερνήσεις.
Αυτό το σκεπτικό δεν τιμά καθόλου ούτε εκείνον που το έχει, ούτε, φυσικά, το κόμμα ή την κυβέρνηση για την οποία σκέπτεται έτσι.

Το «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν» ή το «γιατί, οι άλλοι καλύτεροι ήταν;» εκθέτουν εξίσου τον ψηφοφόρο που ψήφισε την κυβέρνηση, αλλά και το κόμμα που ήρθε ευαγγελιζόμενο πως θα αλλάξει τα κακώς κείμενα και θα δείξει έναν διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης της χώρας.

Το άλλο πουλάκι:
Έτσι είναι οι ψηφοφόροι!

Ή μήπως θα έπρεπε να πω έτσι είναι οι έλληνες ψηφοφόροι;
Τι με οδηγεί σε τέτοιου είδους διαχωρισμό; Μια παρατήρηση που διάβασα πρόσφατα και την βρήκα πολύ εύστοχη. Οι ψηφοφόροι στη χώρα μας φέρθηκαν εντελώς διαφορετικά από εκείνους άλλων χωρών που μπήκαν σε κρίση και είχαν περιπέτειες με μνημόνια.

Σε όλες τις περιπτώσεις οι πολίτες τιμώρησαν τα κόμματα και τις κυβερνήσεις που οδήγησαν τις χώρες τους σε οικονομικές περιπέτειες. Στην Ελλάδα υπήρξε μια διαφορά. Οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στα κόμματα… «του παλιού», όχι γιατί μας έφεραν στο χείλος της χρεοκοπίας. Τη γύρισαν από τη στιγμή που αντιλήφθηκαν ότι τα κόμματα αυτά δεν θα μπορούν πλέον να πολιτεύονται με τον τρόπο που το έκαναν στο παρελθόν.

Να διορίζουν χωρίς μέτρο, να δίνουν αυξήσεις χωρίς να υπολογίζουν το κόστος, να παρέχουν κάθε λογής προνόμια σε όποια κοινωνική ομάδα μπορούσε να πιέσει…
Μόλις οι πολίτες κατάλαβαν ότι τελείωσαν αυτά ακριβώς τα οποία μας οδήγησαν στην κρίση, το έριξαν στην… αγανάκτηση!
Άρχισαν να μουντζώνουν (στην καλύτερη περίπτωση) πολιτικούς και κόμματα τους οποίους για χρόνια στήριζαν με φανατισμό και στράφηκαν προς το «νέο».

Το οποίο όμως υποσχόταν πως θα… γυρίσει τον χρόνο πίσω και θα επαναφέρει την κατάσταση στις παλιές ξένοιαστες εποχές των παροχών.
Κάπου εκεί στράβωσε το πράγμα. Γιατί οι αγανακτισμένοι πολίτες, όχι μόνο όσοι συγκεντρώνονταν στις πλατείες, πίστεψαν πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να συμβεί.

Πίστεψαν ότι για την κρίση δεν φταίει ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύτηκαν τα κόμματα που οι ίδιοι εξέθρεψαν επί δεκαετίες, παρά φταίει το μνημόνιο και οι δανειστές που προσπάθησαν να μας το επιβάλουν. Πίστεψαν πως αρκεί να σκίσουμε τα μνημόνια και να πούμε ένα περήφανο «όχι» στους δανειστές, για να αλλάξει η κατάσταση της οικονομίας και να πάρουν μπρος οι μηχανές παραγωγής πλούτου.

Του πλούτου που υπήρχε στη χώρα, αλλά δεν έφτανε μέχρι την τσέπη του απλού πολίτη, επειδή μεσολαβούσαν τα λαμόγια, οι επίορκοι πολιτικοί, η πλουτοκρατία, κάποιοι τελοσπάντων που πλούτιζαν οι ίδιοι και δεν άφηναν τον κοσμάκη να κάνει το ίδιο!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Κάπως έτσι φτάσαμε στην παρούσα κυβέρνηση.

Και κάπου εδώ φαίνεται πως τελειώνει το παραμύθι, μόνο που κι εμείς, μεγάλοι πια εδώ και πολλά χρόνια, ξεχάσαμε πώς λειτουργούν τα ανώριμα παιδιά. Τα οποία θέλουν να ακούν το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά, με την ίδια ακριβώς σειρά και, φυσικά, το ίδιο ευτυχές τέλος. «Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Μπορεί κάποιοι να ζήσαν καλά, μπορεί μέσα σ’ αυτούς να είμαστε κι εμείς, όμως τα καλύτερα δεν πρόκειται να τα δούμε. Και, πιθανότατα, δεν πρόκειται να τα δουν και τα παιδιά μας.
Αυτή την πραγματικότητα έρχεται να διαχειριστεί η κυβέρνηση και να πείσει τους πολίτες να την αποδεχτούν ως κάτι από το οποίο δεν μπορούμε να αποδράσουμε.

Ένα έργο καθόλου εύκολο. Διότι μπορεί να έχει, μέχρι στιγμής, την εν λευκώ υποστήριξη των πολιτών, όμως δεν δείχνει να έχει ούτε την πίστη, ούτε τις ικανότητες να διαχειριστεί μόνη της αυτή την κατάσταση. Και, δυστυχώς, επέλεξε και τον χειρότερο δυνατό σύμμαχο.
Φοβάμαι, λοιπόν, τη μέρα που αυτό το «εν λευκώ» θα γίνει εν… μαύρω.
Μαύρα τα μαντάτα…




Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

151022 ΣΙΩΠΗΛΟΝ-1

Το ένα πουλάκι:
Λειτουργεί ο κοινωνικός αυτοματισμός;

Φαίνεται πως λειτουργεί, χωρίς να τον παίρνουμε είδηση! Και δεν τον παίρνουμε είδηση, γιατί λειτουργεί προς όφελος της κυβέρνησης! Καταλάβατε τι εννοώ. Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της πολύ επιτυχημένης επικοινωνιακής πολιτικής της, κατάφερε και αυτόν να τον κάνει να λειτουργεί υπέρ της.

Βέβαια, θα μου πείτε, ο κοινωνικός αυτοματισμός πάντοτε λειτουργούσε υπέρ των κυβερνήσεων. Ήταν ένας έξυπνος τρόπος να περνούν διάφορα μέτρα, αφού άφηναν εκείνους που διαμαρτύρονταν να γίνονται βορά στην εκδικητικότατα των υπολοίπων. Δεν ήταν ανάγκη να στραφεί η ίδια η κυβέρνηση κατά των απεργών ή των διαδηλωτών για να τους απαντήσει. Το έκαναν όσοι θίγονταν από τις κινητοποιήσεις, συχνά όμως υποκινούμενοι από την ίδια την κυβέρνηση.

«Κοιτάξτε ποιοι μιλάνε», ήταν το συνηθισμένο επιχείρημα. Το οποίο έλαβε όλη του τη νομιμοποίηση όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρα έκανε λόγο για τα «ρετιρέ», υποδεικνύοντας ως στόχο των «μισθωτών και χαμηλοσυνταξιούχων» τους εργαζόμενους στις ένδοξες ΔΕΚΟ.

Με τέτοιου είδους «επιχειρήματα» ο κοινωνικός αυτοματισμός βοηθούσε πάντοτε στην ψήφιση δυσάρεστων μέτρων, που συνήθως προέβλεπαν περικοπές και μειώσεις ή απώλεια «κεκτημένων». Όπως είναι φυσικό, η Αριστερά (όπως την εννοεί ο καθένας) ήταν αντίθετη σ’ αυτόν, αφού, εκτός τού ότι  στεκόταν εμπόδιο στις «λαϊκές» κινητοποιήσεις, λειτουργούσε και διχαστικά στο κίνημα που όφειλε να είναι ενωτικό και να στέκεται πάντοτε απέναντι από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Το πράγμα, όπως και τόσα άλλα, ήρθε και άλλαξε, όταν η Αριστερά (όπως την εννοεί ο καθένας) ήρθε στα πράγματα και είναι τώρα η σειρά της να περάσει δυσάρεστα μέτρα για τους πολίτες. Τώρα ο κοινωνικός αυτοματισμός λειτουργεί υπέρ της και έτσι βλέπουμε φαινόμενα άγνωστα μέχρι χθες.

Θα σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Διαβάζω από το διαδίκτυο: «Εγώ λυπάμαι μόνο τους αθώους. Τους άλλους όχι. Π.χ. καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τού στυλ “τα υπόλοιπα στο φροντιστήριο” που θα πάνε για σύνταξη στα 67, χωρίς εφάπαξ και, πιθανότατα, χωρίς σύνταξη, δεν μπορώ να πω ότι τους λυπάμαι. Αντιθέτως».

Το άλλο πουλάκι:
Καμία αντίδραση!

Αν τολμούσες να πεις κάτι τέτοιο πριν από… μερικούς μόνο μήνες, μαύρο φίδι που σε έφαγε. Θα σου την έπεφταν όλοι και δεν γλίτωνες παρά μόνο μετά από δεκάδες υβριστικά και απειλητικά σχόλια. Κοινωνικός αυτοματισμός, θα μου πείτε και αυτός. Ναι, αλλά θεωρούνταν υγιής, επειδή υπερασπίζονταν τους λαϊκούς αγώνες. Για να μη σας πω ότι και ο ίδιος θεωρούνταν μια μορφή λαϊκού αγώνα!

Τώρα σιωπή, που λέει και η Αρλέτα.
Το ερώτημα που συναντάς πλέον συχνά στο διαδίκτυο είναι πώς κατάφερε η κυβέρνηση και κέρδισε αυτό τον επικοινωνιακό αγώνα. Αυτά που είπαμε χθες περιγράφουν επίσης το φαινόμενο, δεν το ερμηνεύουν. Τουλάχιστον πολιτικά. Μια προσπάθεια ερμηνείας θα έπρεπε να ξεκινάει από την παρατήρηση ότι στο πρώτο μνημόνιο είχαμε τρεις νεκρούς, στο δεύτερο η Αθήνα έγινε στάχτη και τώρα, στο τρίτο (το μακρύτερο) δεν κουνιέται φύλλο.

Κάποιοι διαμαρτύρονται που το τρίτο το μνημόνιο το χαρακτηρίζουμε χειρότερο από τα προηγούμενα δύο. Υπάρχει λόγος που το κάνουμε. Ο πρώτος είναι ότι δεν υπήρχε λόγος να το φορτωθούμε και αυτό. Η παρούσα κυβέρνηση είναι η μόνο «μνημονιακή», που παρέλαβε κάποιο ισχνό πλεόνασμα, θετικούς δείκτες ανάπτυξης και… φρενάρισμα της ανεργίας.

Επιπλέον, είχε στο τραπέζι μια πρόταση πολύ πιο ευνοϊκή από αυτήν που κατάφερε να αποσπάσει με την «υπερήφανη διαπραγμάτευση». Επομένως μιλάμε για ένα μνημόνιο που το φεσωθήκαμε χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, πέρα από την πρεμούρα του κυρίου Τσίπρα να γίνει πρωθυπουργός και την προσπάθεια της «πρώτης φοράς» να φέρει την πραγματικότητα στα μέτρα των φαντασιώσεών της.

Το χειρότερο όμως με το παρόν μνημόνιο είναι άλλο. Τις προηγούμενες φορές υπήρχε κάποιο «λίπος» για να κάψουμε ως κοινωνία. Σφίξαμε λίγο τα ζωνάρια, βάλαμε χέρι στα αποθεματικά, βοηθήσαμε ο ένας τον άλλο… κάπως καταφέραμε να τα φέρουμε βόλτα.
Τώρα τα πράγματα έχουν ζορίσει πάρα πολύ και τα μέτρα έρχονται να μας δώσουν ένα ακόμη ισχυρότατο χτύπημα.

Αυτοί και όχι άλλοι είναι οι λόγοι που το τρίτο μνημόνιο το θεωρούμε χειρότερο. Βέβαια, θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς και την αποδεδειγμένη πλέον ανικανότητα αυτών που θα το υλοποιήσουν, μαζί με την δεδηλωμένη αντίθεσή τους σ’ αυτό, πράγμα που μπορεί να έχει ακόμη πιο δυσάρεστες συνέπειες. Εδώ όμως υπάρχει αντίλογος.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα έχει «αριστερό πρόσημο»!

Αυτό μένει να το δούμε. Για την ώρα, το μόνο που βλέπουμε είναι η προσπάθεια να μην ανέβει ο ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση.  Καλό θα ήταν να συμβεί και αυτό, όμως ποιους ακριβώς αφορά το μέτρο; Τα ιδιωτικά σχολεία έχουν για πελάτες οικογένειες που, καλώς ή κακώς, έχουν τον τρόπο τους. Και, εν πάση περιπτώσει, αν κάποιος δυσκολεύεται, ας στείλει το παιδί του στο δημόσιο σχολείο, όπως κάνει όλος ο κοσμάκης.

Με τα φροντιστήρια υπάρχει ένα θέμα. Στο βαθμό που και ο ίδιος ο υπουργός παιδείας παραδέχεται –άκουσον, άκουσον- ότι συμπληρώνουν το έργο του σχολείου, που… έχει ανάγκη από συμπλήρωση.
Κι εκεί όμως υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται χωρίς αποδείξεις και ΦΠΑ, αφού τα μαθήματα γίνονται από τους διορισμένους καθηγητές.

Κι όμως, πάνω σ’ αυτό το θέμα έχει ρίξει όλο το επικοινωνιακό της βάρος η κυβέρνηση, αφήνοντας απ’ έξω άλλα ζητήματα.
Θα συνεχίσουμε όμως αύριο.
Αυτόματα!




Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

151021 ΛΑΪΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Ποιο είναι το τραγούδι που ταιριάζει;

Πολλές φορές, ψάχνοντας λόγια για να απεικονίσουμε, να περιγράψουμε την πραγματικότητα, καταφεύγουμε στη σοφία του απλού λαού, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις παροιμίες. Τότε βλέπουμε πόσο εύστοχα και γλαφυρά μια σημερινή κατάσταση μπορεί όχι απλώς να περιγραφεί, αλλά και να βρει το ανάλογό της σε κάτι που ειπώθηκε χρόνια πριν.

Τι μας διδάσκει αυτό; Πριν απ’ όλα ότι οι άνθρωποι, στο βάθος μας, δεν αλλάζουμε. Χαιρόμαστε ή λυπούμαστε με τα ίδια πράγματα, έχουμε τους ίδιους φόβους και ανάλογες ελπίδες, κυρίως όμως κάνουμε, πάνω κάτω, τα ίδια και τα ίδια λάθη. Αυτός είναι ο λόγος που παροιμίες και γνωμικά περασμένων αιώνων ταιριάζουν τόσο πολύ σε σύγχρονες καταστάσεις.

Στη χώρα μας όμως (φαντάζομαι και αλλού, αλλά δεν έχω τις γνώσεις να το επιβεβαιώσω) η λαϊκή σοφία εκφράζεται και μέσα από έναν άλλο δρόμο, αυτόν που ονομάζουμε λαϊκό τραγούδι. Μπορεί εδώ οι δημιουργοί να είναι επώνυμοι, να είστε όμως βέβαιοι ότι τέτοιοι θα ήταν και οι δημιουργοί των παροιμιών και των γνωμικών, αν υπήρχε στην εποχή τους ο τρόπος να καταγραφεί η δημιουργία τους και να τους αποδοθούν τα πνευματικά δικαιώματα.

Διότι, το λαϊκό τραγούδι τι είναι; Είναι το καταστάλαγμα της λαϊκής μούσας, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από γνωστούς και επώνυμους καλλιτέχνες, είτε είναι στιχουργοί, είτε συνθέτες, είτε και τραγουδιστές.
Για ένα τέτοιο τραγούδι θα σας μιλήσω σήμερα. Είναι το γνωστό «Πεθαίνω για σένα».

Οι περισσότεροι το έχετε ακούσει και, φυσικά γνωρίζετε και τον ερμηνευτή του, τον Γιώργο Μαργαρίτη. Πιθανότατα να σας διαφεύγει το γεγονός ότι συνθέτης είναι ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ενώ τους στίχους έχουν γράψει η Ελένη Ράντου και ο Γιάννης Μαύρος.
«Μα, καλά», ακούω ήδη κάποιους να διαμαρτύρονται. «Λαϊκό, ένα τραγούδι που το έγραψαν αυτοί οι δημιουργοί; Δεν θα έπρεπε να το κατατάξουμε σ’ αυτό που λέγεται έντεχνο;»

Μου δίνουν έτσι την ευκαιρία να πω τη γνώμη μου γι’ αυτό το ανύπαρκτο και υπερεκτιμημένο είδος τραγουδιού. Το υπερεκτιμημένο νομίζω τι καταλαβαίνετε όλοι. Γιατί όμως ανύπαρκτο; Το είπα ήδη προηγουμένως. Ένα «έντεχνο» τραγούδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά, είτε γνήσιο λαϊκό, είτε (πολύ συχνά) σκυλάδικο, μόνο που έχει διαφορετική ενορχήστρωση και παραγωγή.

Το άλλο πουλάκι:
Θέλετε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα;

Δείτε την πολύ γνωστή «Πριγκηπέσσα» του Σωκράτη Μάλαμα. Δεν υπάρχει μαγαζί, από ρεμπετάδικο μέχρι σκυλάδικο που να μην ακούγεται κάθε βράδυ. Αφήστε που και στη δισκογραφία το έχουν ερμηνεύσει («ερμηνεύσει») οι πάντες. Ε, λοιπόν, αν το ακούσει κάποιος πρώτη φορά, με κατάλληλη ενορχήστρωση και ερμηνεία, θα σου πει με βεβαιότητα ότι πρόκειται για ένα «λαϊκό» τραγούδι και θα εννοεί (εσύ θα εννοήσεις, δηλαδή)… σκυλάδικο.

Δεν είναι τέτοιο! Μας δίνει όμως την ευκαιρία να σκεφτούμε καλύτερα αυτό που είπα για το τι ακριβώς είναι τα λεγόμενα έντεχνα.
Το τραγούδι για το οποίο θα σας μιλήσω είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό, αφού είχε την τύχη να το ερμηνεύσει ο Γιώργος Μαργαρίτης και μόνο η ενορχήστρωση μάς κάνει να αναρωτιόμαστε γιατί σε ένα λαϊκό τραγούδι έχουν τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο οι κιθάρες, ενώ απουσιάζει το μπουζούκι.

Ας έρθουμε όμως στο θέμα μας. Πού ακριβώς ταιριάζει αυτό το τραγούδι, όπως αναρωτηθήκαμε και στην αρχή; Πριν απαντήσω θα σας πω πώς μου ήρθε η σκέψη. Μου ήρθε, παρακολουθώντας μια εκπομπή με τον υπουργό Παιδείας στην τηλεόραση, όταν άκουσα την παρατήρηση πως «τώρα δεν γίνονται καταλήψεις».

Ο δημοσιογράφος που το είπε εννοούσε πως, παρά τα πολλά και πρωτοφανή (για τα τελευταία χρόνια) προβλήματα με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές δεν κινητοποιούνται να καταλάβουν τα Σχολεία, όπως συνέβαινε μέχρι πέρσι. Μια άλλη δημοσιογράφος το είπε ευθέως στον υπουργό: «Ο συνάδελφος υπονοεί ότι οι καταλήψεις περασμένων ετών ήταν υποκινούμενος από τον ΣΥΡΙΖΑ».

Κρίμα! Δημοσιογράφοι έμπειροι στο «εκπαιδευτικό ρεπορτάζ», δηλαδή το ρεπορτάζ για θέματα εκπαίδευσης, έπρεπε να γνωρίζουν πως η αρχή της χρονιάς δεν είναι κατάλληλος καιρός για καταλήψεις. Και, σε καμιά περίπτωση δεν γίνονται αυτές την εποχή που λείπουν καθηγητές και τα Σχολεία υπολειτουργούν, όπως τώρα.
Ενδιαφέρον όμως έχει η απάντηση του υπουργού.

Είναι γεγονός, είπε, ότι οι πολίτες δείχνουν μια ανοχή στην κυβέρνησή μας, είτε γιατί είμαστε νέοι στη διακυβέρνηση της χώρας, είτε γιατί, μέχρι τώρα, είχαμε διάφορα προβλήματα με τις απανωτές εκλογές που υποχρεωθήκαμε να κάνουμε…

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Προσπέρασα το «υποχρεωθήκαμε»…

Και στάθηκα στην… ανοχή. Τότε ήταν που μου ήρθε το τραγούδι στο μυαλό:
«Πεθαίνω για σένα / κι ας είσαι απάτη / δεν πα’ να είσαι ψέμα / εγώ σε λέω αγάπη».

Μόνον έτσι μπορεί να ερμηνευτεί η στάση των πολιτών απέναντι στην κυβέρνηση και, κυρίως, στα μέτρα που αυτή παίρνει. Συζητώντας προχθές με έναν φίλο, που δεν ανήκει στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, διαπίστωσα τον μεγάλο του θαυμασμό για τον Αλέξη Τσίπρα. Όταν του είπα ότι έχει πει -αποδεδειγμένα- τα περισσότερα και μεγαλύτερα ψέματα από κάθε άλλον έλληνα πρωθυπουργό (εννοώντας και τον Ανδρέα, τον οποίο ο φίλος μου ψήφιζε για χρόνια), συμφώνησε απολύτως μαζί μου. Πώς εξηγείται λοιπόν αυτή η στάση;

Προφανώς όχι με πολιτικούς όρους. Και επειδή οποιαδήποτε άλλη ανάλυση θα ήταν έξω από τις προσωπικές μου συνήθειες, κατέληξα στη λαϊκή σοφία, όπως εκφράζεται θαυμάσια μέσα από το τραγούδι που σας είπα.
«Πεθαίνω για σένα»!
Δεν πα’ να είναι ψέματα!


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

151020 ΝΟΣΟΚΟΜΙΑΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Επαναστατική γυμναστική;

Παρακολουθώ όλη την ιστορία με τις κινητοποιήσεις για το Νοσοκομείο. Να σκεφτείτε ακόμη και την αλληλογραφία μεταξύ του Δημάρχου κ. Μαμσάκου και του βουλευτή κ. Κυριαζίδη διάβασα.

Στο σημείο αυτό δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να κάνω μια μικρή παρένθεση. Θεωρώ ότι όταν μιλούν –ειδικά δε όταν γράφουν- δημοσίως οι εκπρόσωποί μας, θα πρέπει να προσέχουν πάρα πολύ. Παραθέτω αποσπάσματα από τις δυο επιστολές, τις οποίες οι φιλόλογοι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν θαυμάσια, ως δείγματα λόγου προς… αποφυγή. Εννοείται ότι διατηρώ τη σύνταξη και την ορθογραφία.

Πρώτα του βουλευτή:
«Κύριε Δήμαρχε,
Άγνωστο για ποιο λόγο, το τελευταίο διάστημα επιλέξατε ένα δρόμο εκτροπής και παρεκτροπής, ο οποίος δεν συνάδει με το αξίωμα που σας “παραχώρησε” η Δραμινή κοινωνία και βεβαίως αρνούμαι να σας παρακολουθήσω και να σας ακολουθήσω. Πιστεύω ότι η Δραμινή κοινωνία επιθυμεί τη λειτουργία μας να διακρίνει μεταξύ των άλλων η σοβαρότητα, η υπευθυνότητα, η εργασία, η μετριοπάθεια και η ταπεινότητα και όχι η αλαζονεία και αμετροέπεια.
Θα μπορούσατε να ανεύρετε, προκειμένου να διατάξετε την προσέλευσή μας, τουλάχιστον για επικοινωνιακούς λόγους ή εν πάσει περιπτώσει για τους δικούς σας λόγους, άγνωστους σε εμένα, ένα ζήτημα, πρόβλημα κλπ, για το οποίο επιβάλλεται μία συλλογική αντιμετώπιση».

Μετά του δημάρχου:
«Έλαβα την επιστολή σας, σχετική με “διαμαρτυρία” σας, αναφορικά με πρόσκλησή μας που σας απεστάλη, τόσο σε εσάς όσο και σε όλους τους θεσμικούς εκπροσώπους του τόπου μας, προκειμένου να προσέλθετε σε δημόσια συζήτηση που προγραμματίστηκε, στο Δημοτικό Συμβούλιο, με θέμα το Γενικό Νοσοκομείο Δράμας και συγκεκριμένα την υποβάθμισή του, την υποχρηματοδότησή του και την επαπειλούμενη λειτουργία βασικών τμημάτων του και ομολογώ πως εξεπλάγην, καθότι το εν λόγω θέμα είναι μείζονος σημασίας για την τοπική κοινωνία μας, η οποία βάλλεται ούτος ή άλλως, λόγω της δεινής κατάστασης της χώρας και δεν νομίζω ότι είναι καιρός για τέτοιου είδους παραχωρήσεις και υποχωρήσεις από μέρους μας».

Μνημεία λόγου! Α, και να μην το ξεχάσω. Ο τίτλος της πρόσκλησης για την οποία γίνεται λόγος ήταν «Κριτική υποβάθμιση του Νοσοκομείου […]»! Δηλαδή;

Το άλλο πουλάκι:
Ας τα αφήσουμε αυτά…

Και ας περάσουμε στην ουσία. Το ότι το νοσοκομείο μας υπολειτουργεί και υποβαθμίζεται καθημερινά το γνωρίζουμε όλοι. Αρκεί να κάνει κανείς μια απλή επίσκεψη και θα διαπιστώσει ότι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες από το προσωπικό, το αποτέλεσμα είναι από ανεπαρκές έως τραγικό.

Το τι φταίει το γνωρίζουμε επίσης όλοι. «Δεν υπάρχει σάλιο», όπως λέει μια επίκαιρη διαφήμιση και, προφανώς, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην τύχη και τον τζόγο, τουλάχιστον σε νομαρχιακό επίπεδο. Μια συζήτηση που θα μπορούσε να έχει νόημα είναι το από πού αλλού θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν πόροι, ώστε να ανασάνει κάπως η υγεία. Δεν βλέπω να γίνεται.

Πέρα όμως από το γενικό, θα μπορούσαμε να δούμε προτάσεις και ειδικά για το τοπικό. Ένα σοβαρό (και ανέξοδο) αίτημα θα ήταν να μας πει κάποιος ξεκάθαρα τι σκέφτεται η κυβέρνηση για το μέλλον του νοσοκομείου μας. Πώς βλέπει τη λειτουργία του σε σχέση με τον περιφερειακό σχεδιασμό για την υγεία. Πώς ακριβώς θέλουν το νοσοκομείο της Δράμας; Αυτόνομο; Παράρτημα εκείνου της Καβάλας; Ένα… διευρυμένο Κέντρο Υγείας;

Μια υπεύθυνη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα βοηθήσει και τους τοπικούς φορείς, αφού ξεκαθαρίσουν και αυτοί τι ακριβώς σκέφτονται, να οργανώσουν καλύτερα τις διεκδικήσεις τους. Να θέσουν ρεαλιστικούς στόχους και να εργαστούν από κοινού για να τους πετύχουν. Έστω και αποδεχόμενοι ότι δεν μπορούμε να πετύχουμε το τέλειο –ελπίζω αυτό να το έχουν συνειδητοποιήσει οι περισσότεροι.

Θα κάνω άλλη μια παρένθεση για να πω ότι πάρα πολλοί συμπολίτες μας κάπως αργά αποφάσισαν να ενδιαφερθούν για την τύχη του νοσοκομείου. Στις «καλές μέρες» (της αστακομακαρονάδας), όταν χρήμα έπεφτε άφθονο και το νοσοκομείο λειτουργούσε… αξιοζήλευτα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που το «σνόμπαραν» και δεν καταδέχονταν τις υπηρεσίες του, απευθυνόμενοι για ψύλλου πήδημα στη Θεσσαλονίκη.

Τώρα δεν θέλουν να πάνε ούτε μέχρι την Καβάλα, όπου, κατά γενική ομολογία, τα πράγματα είναι πολύ ικανοποιητικά. Φυσικά, «δεν υπάρχει σάλιο» και για τα ιδιωτικά νοσοκομεία, παρόλο που οι στατιστικές δείχνουν ότι στα χρόνια της κρίσης ο κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε θεαματικά!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Ας έρθουμε όμως στο συλλαλητήριο…

Ασφαλώς και πρέπει να πάμε. Έχουμε όμως το δικαίωμα να αναρωτηθούμε σε ποιον απευθύνεται αυτή η διαμαρτυρία; Αφού όλοι οι Δραμινοί συμφωνούμε, τι νόημα έχει να αγωνιστούμε με αυτόν τον τρόπο; Ποιος θα μας ακούσει; Ή μήπως θα μαζευτούμε για… εσωτερική κατανάλωση, για να ακούσουμε τους τοπικούς άρχοντες και τους εκπροσώπους φορέων να μας λένε πόσο πολύ πονάνε το νοσοκομείο.

Αφού, προφανώς, η διαμαρτυρία απευθύνεται στην κυβέρνηση, μήπως θα έπρεπε να κάνουμε κάτι που θα «ακουστεί», αν όχι στα κεντρικά, τουλάχιστον στην έδρα του διορισμένου Περιφερειάρχη;
Μήπως ένας «βομβαρδισμός» από e-mails, SMS κ.λπ. των δραμινών φορέων και πολιτών στα αρμόδια υπουργεία, αλλά και στα μεγάλα ΜΜΕ, έκανε μεγαλύτερη… φασαρία;

Σκέψεις του ποδαριού λέω και, αν κάτσουμε σοβαρά, μπορούμε να βρούμε πολύ πιο αποτελεσματικές. Τουλάχιστον από το συλλαλητήριο, που, εμένα να με συγχωρείτε, αλλά μου θυμίζει τις παλιές καλές μέρες. Όχι της αστακομακαρονάδας. Της «επαναστατικής γυμναστικής»!
 
Με τις υγείες μας!


Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

151019 ΣΧΟΛΙΑΣΤΙΚΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Ανταλλαγή απόψεων!

Μου αρέσουν οι εφημερίδες και προτιμώ να ενημερώνομαι από αυτές, παρά από οποιοδήποτε άλλο Μέσο. Εκείνο όμως που με τραβάει πολύ στο διαδίκτυο είναι ο διάλογος («διάλογος») που ακολουθεί ορισμένα δημοσιεύματα, με τα σχόλια των αναγνωστών από κάτω.
Θα έλεγε κανείς ότι συμπληρώνουν και αναδεικνύουν το αρχικό κείμενο, για να μην πω ότι πολλές φορές έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από αυτό.

Βέβαια, εξαρτάται και πάλι σε ποιους ιστότοπους «βόσκει» κανείς, διότι στο διαδίκτυο φύονται… κάθε καρυδιάς καρύδια. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι μόνο για γέλια. Σε άλλες απορείς με το επίπεδο αυτών που σχολιάζουν, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που κυριολεκτικά τρομάζεις. Σήμερα δεν θ’ ασχοληθούμε με ακραία φαινόμενα, θα περιοριστούμε σε εκείνα που κινούνται στα αποδεκτά όρια, έχουν ωστόσο το ενδιαφέρον τους.

Να ξεκινήσουμε λέγοντας πως αυτή η συνομοταξία των σχολιαστών του διαδικτύου δεν είναι κάτι το καινοφανές. Πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ως κύρια ασχολία το να περνούν τον καιρό τους σχολιάζοντας (ασχολία – σχολιάζοντας, δεν είναι τυχαίο). Το έκαναν στα καφενεία, το έκαναν στα «παρακάθια», το έκαναν στα πεζούλια έξω από τις αυλές, το έκαναν την ώρα της δουλειάς…

Δεν είναι τυχαία η αυτοσαρκαστική φράση κάποιων εργαζομένων: «Και λέγοντας και κατηγορώντας το τελειώσαμε κι αυτό…» Όπου «αυτό» μπορεί να είναι κάποιο αντικείμενο χειρονακτικής δουλειάς, πάνω στο οποίο μπορεί να εργάζεται κάποιος, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται ιδιαίτερα ή να έχει συγκεντρωμένο το μυαλό του εκεί.

Υπήρχαν λοιπόν (από) ανέκαθεν… Η διαφορά είναι ότι τώρα μπορούν να έχουν τεράστιο «ακροατήριο», να ασχολούνται με ό,τι βάζει ο νους σου, κυρίως όμως να είναι ανώνυμοι - επώνυμοι, δηλαδή να έχουν τακτική και έντονη παρουσία, χωρίς να αποκαλύπτουν τα πραγματικά τους στοιχεία. Με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό.

Βλέπεις, λοιπόν, πως ορισμένοι είναι πιο συνεπείς από τους ίδιους τους αρθρογράφους. Δηλαδή δεν έχουν ρεπό και αργίες και, όταν ένας αρθρογράφος απουσιάζει αυτοί σχολιάζουν τα κείμενα των παρόντων. Οι «φίρμες», εκείνοι δηλαδή που έχουν πιο προκλητικές ή εριστικές απόψεις, συγκεντρώνουν με τη σειρά τους τα σχόλια κάποιων από τους υπόλοιπους.

Το άλλο πουλάκι:
Μερικοί είναι μαζοχιστές!

Τους βλέπεις να έχουν πάρει από κοντά κάποιον δημοσιογράφο με τον οποίο όμως μονίμως διαφωνούν. Δεν έχουν βρει ποτέ κάτι σωστό στα γραφόμενά του, ωστόσο του επιτίθενται κάθε φορά προσπαθώντας να τον αντικρούσουν. Που σημαίνει ότι εξακολουθούν να τον διαβάζουν, περιμένοντας ποιος ξέρει τι. Να εγκαταλείψει τις απόψεις του και να ασπαστεί τις δικές τους;

Θα είχε πάντως ενδιαφέρον να τους πληροφορήσει κανείς ότι υπάρχουν δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι και αναλυτές στο διαδίκτυο που δεν διαβάζουν ποτέ τις αντιδράσεις των αναγνωστών τους. Για έναν απλούστατο λόγο. Διότι οι σχολιαστές δεν αποτελούν δείγμα της πραγματικής αίσθησης που έκανε το κείμενό τους στους αναγνώστες. Είπαμε, αποτελούν ξεχωριστή συνομοταξία!

Γνωρίζω, λοιπόν, εκ πείρας, ότι πολλοί στέλνουν το κείμενό τους στην αρχισυνταξία, ή το ανεβάζουν κατ’ ευθείαν μόνοι τους, και μετά παύουν να ασχολούνται άλλο. Αυτό γιατί δεν θέλουν να τρώνε το χρόνο τους, αλλά και να επηρεάζονται από τις «απαντήσεις» που θα πάρουν, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτές είναι ανώνυμες και αφορούν προσωπικές γνώμες.

Υπάρχουν όμως και άλλοι που όχι μόνο παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αναγνωστών τους, αλλά απαντούν κιόλας, είτε απευθείας στα σχόλιά τους, είτε γράφοντας την επόμενη μέρα κάτι άλλο, με αφορμή αυτά. Αυτό όμως συμβαίνει κυρίως όταν οι αντιδράσεις είναι μαζικές και μοιάζουν να συμφωνούν οι περισσότερες μεταξύ τους.

Είπαμε όμως πως θα μιλήσουμε κυρίως για τη συμπεριφορά των σχολιαστών και η κουβέντα πάει να μας ξεφύγει. Όχι τίποτε άλλο, ποιος ακούει μετά τα σχόλιά τους…
Μια χαρακτηριστική αντίδραση είναι εκείνη που συνοψίζεται στο «καλά, άλλο θέμα δεν είχες να ασχοληθείς». Δεν εστιάζουν δηλαδή στο αν το κείμενο που σχολιάζουν λέει τα πράγματα σωστά ή λάθος, αν τα επιχειρήματα που επικαλείται ο συντάκτης του είναι σοβαρά ή όχι, παρά τους ενοχλεί που καταπιάνεται με κάποιο θέμα που οι ίδιοι δεν το θεωρούν άξιο λόγου.

Ξεχνούν ότι αυτό που για ‘κείνους είναι χάσιμο χρόνου ή διασκέδαση για τον άλλο είναι καθημερινή ρουτίνα. Με κάτι πρέπει να καταπιαστεί, κάτι να σχολιάσει. Αφήστε που αν είχαν όλοι τα μυαλά αυτών των σχολιαστών, τα θέματα που θα απασχολούσαν τη δημοσιότητα θα ήταν δυο τρία και μόνον αυτά!

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Δεν γράφεις όλη την αλήθεια»!

Αυτό είναι το δεύτερο πιο συχνό σημείο στο οποίο στέκονται οι σχολιαστές. Λες και σε ένα, οποιοδήποτε άρθρο, μπορεί να χωρέσει όλη η αλήθεια, ή, το σημαντικότερο, λες και οι περισσότεροι συντάκτες, τουλάχιστον οι πιο σοβαροί από αυτούς, ισχυρίστηκαν ποτέ ότι κατέχουν την αλήθεια και μάλιστα «όλη».

Βέβαια, για τους σχολιαστές αυτού του είδους «αλήθεια» είναι ό,τι έχουν οι ίδιοι στο κεφάλι τους. Πράγματα που συνήθως έχουν ακούσει από άλλες «πηγές», «ανεξάρτητες» και «σοβαρές», δηλαδή τέτοιες που απλώς συμφωνούν με τη δική τους άποψη.
Φυσικά δεν παραλείπουν να συμπληρώνουν την μομφή τους με εκτενείς αναφορές σ’ αυτή την «αλήθεια», χωρίς όμως ποτέ να αποκαλύπτουν τις «πηγές» τους.

Δεν τελειώσαμε όμως, γιατί υπάρχουν και άλλα. Θα τα ξαναπούμε.
Σχολιανά!