Το
ένα πουλάκι:
«Πέθανε ο Κώστας…»
Έμαθα το νέο αφού είχε γίνει
η κηδεία και δεν πρόλαβα να πάω ούτε ένα λουλουδάκι, σαν κι εκείνα που συνήθιζε
ο ίδιος να δίνει τακτικά στα κορίτσια, τους κρυφούς ή φανερούς έρωτες της ζωής
του. Τους τόσο… καθημερινούς!
Τον θυμάμαι με ένα ματσάκι
στο χέρι να κάνει τη γύρα του στην αγορά και να αφήνει από ένα λουλουδάκι σε κάθε κοπέλα, σύμφωνα με τον
εκλεκτικό αλλά ακριβοδίκαιο προγραμματισμό του.
Ο Κώστας ήταν ένας ευαίσθητος
άνθρωπος. Η ευαισθησία του δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την «αρρώστια» του,
μάλλον να αποδοθεί σ’ αυτήν. Έβλεπες καθαρά πως ήταν κάτι που προϋπήρχε, κάτι
έμφυτο ή καλύτερα κάτι φυσικό επάνω του. Του ταίριαζε, του πήγαινε γάντι,
μπορούσε να την υποστηρίξει ακόμη και μπροστά σε αποδεδειγμένα υπερευαίσθητους
ανθρώπους, γνωστούς καλλιτέχνες, ας πούμε, που επισκέπτονταν την πόλη.
Αυτό «φαινόταν» καλύτερα,
όταν τον άκουγες, χωρίς να τον βλέπεις και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ. Ο
Κώστας ήταν από τους πολύ λίγους και εκλεκτούς φίλους του ραδιοφώνου σ’ αυτή
την πόλη. Άκουγε συστηματικά και με φανατισμό ραδιόφωνο, έχοντας όμως πολύ συγκεκριμένες
προτιμήσεις σε προγράμματα και παραγωγούς. Οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν,
μόνο οι δικοί του άνθρωποι και όσοι είχαν την τύχη να τον έχουν ακροατή σε
κάποια ραδιοφωνική εκπομπή τους.
Περάσαμε μαζί πολλά βράδια,
εγώ από το στούντιο του ράδιο ΗΧΩ και εκείνος από το σπίτι του. Τηλεφωνούσε
πάντοτε, για να κάνει μια παρατήρηση, μια υπόδειξη ή απλώς για να πει
καλησπέρα. Δεν συνήθιζε να ζητάει τραγούδια, αναγνώριζε και σεβόταν το γεγονός
ότι οι εκπομπές ήταν προετοιμασμένες από πριν.
Θυμάμαι ιδιαίτερα κάποιες
εκπομπές, παραμονή Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου. Μια φορά ήρθε και
στο στούντιο για να «γιορτάσουμε» παρέα, να… μηδενίσουμε την απόσταση των
ερτζιανών.
Δεν θα ξεχάσω όμως και τις
φορές που έτυχε να ακούσω, ταξιδεύοντας μακριά από τον τόπο μας, τον βραδινό,
μεταμεσονύκτιο συνήθως, εκφωνητή τού κρατικού ραδιοφώνου να ευχαριστεί για την
επικοινωνία του «τον Κώστα από τη Δράμα»…
Καταλάβαινα αμέσως ποιος Κώστας
ήταν και μπορούσα να μαντέψω τον σύντομο διάλογο που είχε με τον παραγωγό της
εκπομπής.
Το
άλλο πουλάκι:
Τελευταία τον έχασα…
Μάθαινα νέα του από τον
αδελφό του ή από κοινούς φίλους που ήταν πιο κοντά σ’ εκείνον. Μου είχε λείψει
η, σύντομη πάντοτε, συζήτηση μαζί του, οι μπερδεμένες κουβέντες που πίσω τους
όμως διέκρινες μια μακρόχρονη τριβή με την πολιτική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο…
Αν ήσουν εξασκημένος –και οι
δικοί του άνθρωποι ήταν- μπορούσες να αφουγκραστείς την ανησυχία του για
τεκταινόμενα όχι μόνο την πόλη, αλλά και στη χώρα, στον κόσμο ολόκληρο. Ανάμεσα
στα πολλά που θα σου έλεγε (σε μια προσπάθεια να τα προλάβει όλα;) υπήρχαν
πάντοτε εύστοχες παρατηρήσεις, μικρές ή μεγαλύτερες αλήθειες, ξεχασμένα τσιτάτα,
σκέψεις και εικόνες από τον καιρό της νεότητάς μας, που εμείς οι υπόλοιποι τις
είχαμε αφήσει πίσω.
Τις πιο πολλές φορές τον
πετύχαινα -που άλλού- στο βιβλιοπωλείο, όπου έμπαινε συνήθως σαν σίφουνας, για
να αφήσει ένα λουλουδάκι, μια καλημέρα, ένα βιαστικό σχόλιο, μια σύντομη κριτική
για κάτι που παρακολούθησε, έναν στίχο που θυμήθηκε, την τελευταία σκέψη του
πάνω στην πολιτική κατάσταση, την πιο πρόσφατη υπαρξιακή του ανησυχία…
Ήταν η φωνή τη συνείδησής μας.
Δεν μιλώ προσωπικά, μιλώ για
όλο τον κόσμο της πιάτσας, τους καταστηματάρχες που προτιμούσε να επισκέπτεται,
τους θαμώνες των κεντρικών μαγαζιών, τους «κουλτουριάρηδες» που δεν έχαναν
πολιτιστική εκδήλωση…
Μπορούσε να σου πει με
αφοπλιστική ειλικρίνεια πράγματα για σένα που δεν θα άκουγες από κανέναν άλλο.
Σχολίαζε πράξεις, λόγια και συμπεριφορές που έπιαναν οι ευαίσθητες κεραίες του
και που από τους άλλους περνούσαν απαρατήρητα. Τα «ψιλά γράμματα», οι τελευταίες
ειδήσεις, τα παραλειπόμενα είχαν μια ιδιαίτερη αξία για κείνον.
Δεν δεχόταν εύκολα
παρατηρήσεις, όμως από ανθρώπους που αγαπούσε και εμπιστεύονταν ιδιαίτερα, όπως
από τον «Δισκά», τον «Χοντρό» ή τον «Βλάχο», ανεχόταν όχι μόνον να του κάνουν
υποδείξεις, αλλά και να τον μαλώνουν, να τον «παραμαζεύουν», όπως εκείνοι
γνώριζαν καλύτερα. Όπως όλοι οι ομοιοπαθείς μ’ εκείνον, μπορούσε να ξεχωρίσει
να το αληθινό ενδιαφέρον από το τυπικό και την ειλικρινή από την προσποιητή
αγάπη.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ήταν σπάνιος άνθρωπος ο
Κώστας.
Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό
αυτό που θα πω, όμως ήταν από τους ανθρώπους που σημαδεύουν τον τόπο με την
παρουσία τους, που δίνουν όχι μόνο ζωντάνια, αλλά χαρακτήρα στην πόλη που ζουν.
Που κάνουν εμάς τους υπόλοιπους, τους εφησυχασμένους, τους χαμένους στον ρυθμό
της καθημερινότητας και το κυνήγι των επουσιωδών να ξυπνάμε κάπου κάπου, να
ξαναθυμόμαστε, έστω για λίγο, τα νεανικά μας όνειρα, να διορθώνουμε ανεπαίσθητα
την πορεία μας…
Όχι όλους βέβαια, εκείνους
που είχαν όνειρα και εκείνους που κάποτε γνώριζαν τι είναι ουσιώδες και
σημαντικό. Που μπορούσαν να διακρίνουν μια σπουδαία μουσική, μια αξιόλογη
ταινία, ένα ξεχωριστό ποίημα, μια πρωτότυπη ιδέα…
Που τους χαρακτήριζε η
εξωστρέφεια και το ανιδιοτελές ενδιαφέρον για «την πόλιν», πριν αυτά
αντικατασταθούν από την μοναδική έννοια για τον εαυτό τους –τον εαυτό μας- το
σπίτι και την οικογένεια…
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους
απευθύνονταν ο Κώστας. Μ’ αυτούς επικοινωνούσε. Γι’ αυτούς ενδιαφέρονταν. Αυτούς
αγαπούσε.
Μακάρι κι αυτοί να τον
θυμούνται!
Εις μνήμην… |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου