Το ένα πουλάκι:
Δεν
αφήσαμε όμως να μιλήσουν οι πρωταγωνιστές:
«Είμαστε
Έλληνες όσο κι εδώ. Αλλά με το “πρόσφυγες” μας ξεχώρισαν, μας τοποθέτησαν στο περιθώριο
της κοινωνίας και κοντέψαμε να ξεχάσουμε τις ήμαστε. Ήταν τίτλος ανυποληψίας το
«πρόσφυγας», πώς να σας το πω. Μόνο όταν πιάσαμε στα χέρια μας τον κόπο μας και
κάναμε δικό μας σπίτι, όταν έγιναν γνωστοί οι Κόντογλου, Βαλσαμάκης, Βενέζης,
οι επιστήμονες μας κι έτρεχαν σ’ αυτούς οι ντόπιοι να τους συμβουλευτούν, τότε
το “πρόσφυγας”, δεν μας ένοιαζε. Τιμή μας, που αν και μας ήθελαν πρόσφυγες,
εμείς τα είχαμε καταφέρει».
«Πρόσφιγγες και πρόσφυγες,
μαζώματα και ακρίδες και βενιζελόμουτρα, αλλά εμάς χαλάσανε την πατρίδα μας, το
Αϊβαλί, και φύγανε από εδώ οι Τούρκοι κι ήρθαμε εμείς κι έγιναν κι οι ντόπιοι,
οι ξεβράκωτοι, νοικοκυραίοι. Εμάς εκμεταλλεύτηκαν, αλλά και πάλι νοικοκυραίοι
σαν εμάς δεν έγιναν».
«Κλήρο
δεν πήραμε μόνο εμείς, αλλά και οι ακτήμονες. Γι' αυτό όταν λέγανε ότι: Ήρθαμε
πρόσφυγες για να τους φάμε το ψωμί, εμείς τους λέγαμε ότι: Εμείς είμαστε
εκείνοι που ξεσπιτωθήκαμε και γίναμε αφορμή να φύγουν οι Τούρκοι από ‘δω για να
πάρουν και αυτοί κτήμα, που σ’ εμάς, στο Αϊβαλί, είχε και ο φτωχότερος».
«Οι
σύλλογοι τους οποίους ιδρύουν δείχνουν την ανάγκη συσπείρωσης για την υπεράσπιση
αυτής της ταυτότητας, καθώς και για τη διεκδίκηση ουσιαστικής κρατικής
συνδρομής. Σε μια από τις συγκεντρώσεις που οργάνωσαν οι σύλλογοι αυτοί, κατακρίθηκε
η αστοργία των μετά το 1922 κυβερνώντων, οι οποίοι θυμούνται τους πρόσφυγες
όταν επρόκειτο να ζητήσουν την ψήφο τους.
Στο
σχετικό ψήφισμα που εγκρίθηκε για να σταλεί σ' όλες τις αρχές, σημειώνεται ότι
“οι πρόσφυγες, χορτάσαντες υποσχέσεις, δηλούν ότι δεν θα ψηφίσουν εάν δεν
καταβληθή η αποζημίωσις αυτών ή, εάν ψηφίσωσι, θα μαυρίσωσι πάντας τους από
1922 και εντεύθεν κυβερνήσαντας”».
«Μας
ήθελαν πρόσφυγες, δηλαδή ζητιάνους. Δεν μας έλεγαν έτσι γιατί είχαμε προσφύγει,
καταφύγει στην Ελλάδα. Πόση ντροπή νιώθαμε! Δεν μας έλεγαν ας πούμε οι “διωγμένοι”
ή οι “Μικρασιάτες”. Είπε κανείς τους Κύπριους, που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την
τουρκική κατοχή, “πρόσφυγες”; Όχι βέβαια, το “Κύπριοι” ήταν αρκετό. Και γιατί
το “Μικρασιάτες” δεν ήταν αρκετό για να δηλώσει τη δική μας κατάσταση; Μας
έλεγαν πρόσφυγες για να χαρακτηρίσουν την ένδεια μας».
Το άλλο πουλάκι:
Να τι
λένε και για τους τόπους εγκατάστασης:
«Μια
ολόκληρη γενιά είδε να καταστρέφεται η υγεία της και να φθείρεται η ζωή της
μέσα στα ανήλιαγα και ανθυγιεινά κατώγια, που μόνο κατ’ ευφημισμό λέγονταν κατοικίες.
Εκεί ένιωσε ο Αϊβαλιώτης ότι ήταν πρόσφυγας, δηλαδή πολίτης στην Ελλάδα
δεύτερης κατηγορίας κι όχι Έλληνας, όπως πίστευε όταν ερχόταν».
«Μείναμε στην προσφυγική συνοικία “Χωράφια”.
Από τον Κήπο που μέναμε ήταν καλύτερα, αλλά ένα δωματιάκι μας έδωσαν με τόσα
άτομα μέσα, που ήταν εξαθλίωση. Προσφυγικός συνοικισμός: πείνα, αρρώστιες και
δυστυχία. Όσοι έπεσαν στα προσφυγικά σπίτια και δεν γλίτωσαν γρήγορα από αυτά,
έμειναν στάσιμοι.
Η παράγκα ρήμαξε το ηθικό του
κόσμου, του αφαίρεσε την όρεξη για ζωή, τον συμβίβασε με την ανέχεια και τη
φτώχεια. Τον έκανε βαθιά μέσα στην ψυχή του να νιώθει πρόσφυγας. Οι παράγκες
της προσφυγιάς ήταν η ντροπή μας».
«Πάρα πολύ σύντομα, στις
εφημερίδες της 2ας Σεπτεμβρίου, πλάι στις ειδήσεις για τη “Σμύρνη που καίγεται”,
τους “χριστιανούς που σφαγιάζονται” και τον Βενιζέλο που “αγωνίζεται να σώσει
τη Θράκη”, διαβάζουμε στα ψιλά γράμματα ότι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης “μελετάται
η τροποποίηση του ενοικιοστασίου”, στο σημείο που αφορά στην υπενοικίαση των
δωματίων. Ακόμη, στο Ελεύθερον Βήμα παρουσιάζεται από τις πρώτες κιόλας μέρες “προσφορά
δωματίου εντός κατοικίας”, αλλά υπό τον εξής όρο: το δωμάτιο προσφέρεται “για ενοικίαση
από οικότροφο προσφυγοπούλα”».
«Επιτάξεις
και συγκατοίκηση, όταν θεωρούνται στο επίπεδο της καθημερινότητας, όπου οι
σχέσεις των ανθρώπων μεταλλάσσονται σε σχέσεις φόβων, καχυποψίας, προκαταλήψεων
και επιρροής στερεοτύπων, αντεγκλίσεων και εντάσεων, φαίνεται ότι δεν
τεκμηριώνουν αυτές τις στάσεις κοινωνικής ευαισθησίας και σύμπνοιας που θέλουμε
να πιστεύουμε ότι υπήρξαν και ότι οδήγησαν στην αμοιβαία αφομοίωση των δύο κοινωνικών
μορφωμάτων, προσφύγων και ντόπιων.
Όταν
όμως θεωρούνται στο επίπεδο μιας γενικεύουσας προοπτικής του ευρύτερου φαινομένου,
αποδεικνύουν περίτρανα την ύπαρξη μιας κοινωνίας με ανεκτικότητα, αντοχή και
βαθύ αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας κοινωνίας που στάθηκε εντέλει ικανή
να αφομοιώσει 1,5 σχεδόν εκατομμύριο πληθυσμού, πραγματοποιώντας ένα τεράστιο
έργο αποκατάστασης και παραχωρώντας, ως ένα βαθμό, ακόμα και τα σχολεία της,
ακόμα και τα ενδότερα της οικογενειακής της ζωής».
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πολλοί
δεν δέχτηκαν ούτε αυτή την «προσφορά»:
«Την πολιτισμική προσφορά
μετρούσαν κι όχι την πολιτική των οικονομικών διεκδικήσεων. Να φανταστείτε ότι
μόλις οι συντοπίτες μας πήραν την αποζημίωση το ένα τρίτο από εκείνη που
έπρεπε πήγαν και αγόρασαν έπιπλα και πίνακες και βιβλιοθήκη και ηλεκτρικά
είδη για να φτιάξουν το περιβάλλον τους.
Θα έλεγα ότι σε σύγκριση με
τους ντόπιους αυτός ήταν πολιτισμός. Κι ήταν πολύ πικρό να βλέπουμε στη σκηνή
των αθηναϊκών επιθεωρήσεων ότι γινόμαστε στόχος τραγικής σάτιρας για το ήθος
των Μικρασιατισσών ή για τις συνήθειες μας».
«Είπε
η μητέρα μου στον πατέρα μου: Εμείς δεν έχουμε καμιά δουλειά στα προσφυγικά. Τα
παιδιά μας πρέπει να πάρουν σωστή μόρφωση, γι' αυτό φύγαμε από τη Μυτιλήνη και
όχι να τα δακτυλοδείχνουν σαν προσφυγάκια».
«Πολλές οικογένειες τότε προτίμησαν να
στερηθούν ακόμη περισσότερο, αλλά να στείλουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά
σχολεία της εποχής και όχι στα δημόσια. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να τους
αποδοθεί η προσφυγική ιδιότητα.
Φανταστείτε
πόσο άλλαξε η νοοτροπία μας μέσα σε λίγα χρόνια. Τώρα όλοι είμεθα υπερήφανοι
ακριβώς διότι υπήρξαμε πρόσφυγες, δηλαδή, Μικρασιάτες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου