ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

160310 ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΝ-4

Το ένα πουλάκι:
Επειδή μας είπατε ότι σας άρεσαν…

Σκεφτήκαμε να ολοκληρώσουμε την εβδομάδα, την αφιερωμένη στο προσφυγικό, με έξι κείμενα από το βιβλίο της Αγγέλας Παπάζογλου «Τα χαΐρια μας εδώ». Σήμερα δα δούμε τα πρώτα τρία.

Κείμενο πρώτο, «οι ψείρες»:
Φοβούντουστε να ‘ρθούνε κοντά σε μας. Μακριά μακριά περνάγανε, και ό,τι φάρμακο σου δίνανε, από μακριά. Άμα πήγαινες να πας κοντά τους, τρομάζανε… φεύγανε μακριά μακριά να μην κολλήσουνε ψείρες. Όσο τσ’ ήβλεπε η Ολυμπια να κάνουνε έτσι, ήβραζε… Έτσι μου είσαστε; Πού πήγε αυτή η Ολύμπια -Θεός σχωρέστηνε, πέθανε- και μάντζεψε τσι ψείρες;

Πού στο διάβολο τσ’ ήβρε; Πολλές ψείρες… και τσ’ ήβαλε σε ένα καλαμάκι.
Περπατούσαν οι Εγγλέζες και κοιτάζανε γύρω τους γύρω τους μην ακουμπήσουνε κανέναν… μην τσ’ ακουμπήσει κανείς. Περπατούσαν σαν τρομαγμένες. Πάει από πίσω η Ολύμπια… «φουουφ» το καλαμάκι… «φουφ» το καλαμάκι… Δυο καλαμάκια, ένα στο κάθε χέρι βάσταε… τσι γέμισε ψείρα.

Ύστερα πήρε το ύφος του Μεγαλέξανδρου άμα νίκησε τους Πέρσες, που τους είπε «θέλω να μου παραδώσετε την Ασία», και φωνάζει στις Εγγλέζες: «Μαντάμ, μαντάμ… να, απάνω σου ψείρα…» Και δήθεν πως της δείχνει πού είναι οι ψείρες, την ακούμπαε… «Να… κι εδώ ψείρα… δεν τη βλέπεις; Αληθινή. Δεν τη βλέπεις; Να κι εκεί ψείρα… κι εδώ κι άλλη ψείρα… Φύγε έξω για θα μας κολλήσεις».

Λέει στσ’ άλλες που ‘τανε εκεί στις Εγγλέζες: «Πού τη βρήκατε και μας τη φέρατε εδώ; Θα μας κολλήσει… Να, κοιτάτε… Γεμάτη ψείρα είναι… Ψέματα λέω;»

Το άλλο πουλάκι:
Κείμενο δεύτερο, «τα γαλόπουλα»:

Τελευταία Απόκρηα λέει στη μάνα μου:
-Μωρέ Ελένη -λέει- να φάμε μαζί να ξεχάσωμε λίγο την απελπισία μας και τα βάσανά μας... Να πάμε να ψωνίσωμε τίποτα.
Ολόκλειστα... Ούτε έναν κουδουνάτο Δεν είδαμε. Τίποτα- τίποτα. Τίποτα... Τίποτα-τίποτα...

Ήτανε η αγορά γεμάτο μύδια. (Λες τώρα, φέρνεις μύδια και λες θα χαλάσουνε τα μύδια.) Τσουβάλια τα μύδια, οι πίνες, Το ένα, τ’ άλλο στην αγορά, για να τα πουλήσουνε την άλλη μέρα που ‘τανε Καθαρή Δευτέρα.
Εν τέλει πούλαγε ο Κλεόδημος. Είχε μαγειρείο, είχε κάτι τέτοιο, τηγαντζίδικο, ξέρω ‘γώ; Πάμε και παίρνομε λιγάκι βραστό κουνουπίδι, και παίρνομε και μια ρέγγα, και κάναμε τελευταία Απόκρηα.

Εκεί... να κι έρχονται πεντέξι στραβοκάνες. Βάζανε το καπέλο κι ηπηγαίνανε στην αγορά κι ηψουνίζανε, και το λουστρίνι το παπούτσι, αυτά ήτανε τα καζάντια τους από την αρχή που ‘ρχαμε... και το παπούτσι στραβοκάνικο και το καπέλο και την τσάντα, να πάνε να ψουνίσουνε...

Έρχουνται... εκεί που καθούμαστε εμείς κάτω μες στσι πλάκες, κι αυτή η νοικάρα μας είχε πάει απάνω κι άδειασε μια γωνιά κι ήρθε και μας το ‘πε, και πήραμε και μείς τα κουρέλια μας και πήγαμε εκεί στα σανίδια. Ήμαστε απάνω... Να τσι κι έρχουνταιαιαιαι...

Λέει η Ολυμπία -ήτανε γλωσσού:
- Τι θέτε, καλέ;
- ΠΑΙΔΙΑ...
- Τι παιδιά;
- Να -λέει- που έχουνε μερικές πολλά, τι θα τα κάνουνε; Πεινάνε -λέει- ...ξέρω γω... Αγοράζομε -λέει- παιδιά...
- Και πόσο τ’ αγοράζετε;
- Εεεε.., κάνα κατοστάρι...
- ΜωρήΗΗΗΗ... τους λέει... Ανάθεμα τα πεθαμένα σας και τα ζωντανά σας... Γαλόπουλα θ’ αγοράσετε; Για ένα κατοστάρικο, μωρή, -λέει- παιδιά; Μωρή άκαρπες... έγινε η προσφυγιά να ‘ρθουνε οι πρόσφυγοι για να πάρετε παιδιά;

Μωρή, οι άντροι σας δεν κάνουνε παιδιά; Δεν είναι ικανοί; Να σας στείλωμε, μωρή, τα γεροντάκια που περσέψανε απ’ την αιχμαλωσία και τη σφαγή, να σας γκαστρώσουνε; Να σας κάνουνε παιδιά; Και τι να γκαστρώσουνε από ‘σας, μωρή; Κιτρινομούρες... στραβοκάνες... Τι να σας λιμπιστούνε να σας αγκαλιάσουνε; Δεν πάνε να πάρουνε ένα φρέσκο λεμόνι από την αγορά να του δώσουνε μια μαχαιριά στην μέση;
...Παίρνουνε δρόμο, για δεν παίρνουνε;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
Κείμενο τρίτο, «οι παλιότουρκοι:

- Αμ καλέ κουρίτσι μ’. Τι ‘ναι εκεί κι είναι μαζεμένοι άνθρωποι, κι είναι τόσο μεγάλο κακό κι άνθρωποι της εξουσίας κι αυτοκίνητα;
Χωριάτα ήτανε...
- Τι ‘ναι -λέω. Καραντίνα έχουνε.
- Τι ‘ν’ ή καραντίνα; μου λέει.
- Έπεσε αρρώστια... ευλογιά... τση λέω. Κι ήρθαν αυτοί να δούνε Ποιοι είναι άρρωστοι, να μην κολλήσουνε κι άλλοι.

- Αμ οι παλιότουρκοι... κι εδωνά που κουβαληθήκανε, μου λέει. Αυτοί -μου λέει- φέρανε και την ευλογιά, ηφέρανε -μου λέει- τον αφορισμό, ηφέρανε -λέει- και τη ψείρα, ηφέρανε -λέει- και τον ξανθηματικό, όλα τα κακά ηφέρανε -λέει- που να μην ησώνανε να τους φέρουνε τους παλιότουρκους…

-Να μην ησώνανε να τους φέρουνε;
Σου τηνε μοντέρνω - ηφόραγε κι ένα τσεμπέρι κουκουλωμένη - αλλού πήγε το τσεμπέρι τση, αλλού πήγε η στάμνα με το νερό που ηβάσταγε, αλλού πήγε ο κότσος τση, αλλού πήγανε τα πέτα τση... Την εβάσταγα με το ‘να μου χέρι, και με τ’ άλλο τις τση κάθιζα, και με το κεφάλι τσ’ ήδινα κουτουλιές... Δεν την άφηνα... Την εσουρομάδαγα...

Να και κάτι άντρες επάνω στην ώρα κι ήρθανε από κάτω.
- Τι ‘ναι; λένε.
- Ξέρετε γιατί τη δέρνω; λέω. Είπε πως μας φέρανε τσι παλιότουρκοι κι ήρχαμε εδώ κι ηφέραμε την ευλογιά.

- Τη βλογιά, μωρή, φέραμε; τση λέει και την αρπά’ το ‘να παλικάρι. Ο άλλος τόνε τράβαε... Ήτανε δυο.
- Σιγά, μπρε, -φώναζε-... Θα την πετάξετε απ’ τη γέφυρα... Θα τη σκοτώσετε...
Χώθηκε κι αυτός ανάμεσά μας και τήνε γλύτωσε απ’ τα χέρια μας κι ηξεκουμπίστηκε χωρίς τσεμπέρι. Το τσεμπέρι έμεινε εκεί κάτω... σκισμένο...
Χαΐρια όμως, όχι αστεία!

Δεν υπάρχουν σχόλια: