Το ένα πουλάκι:
Συνεχίζουμε
σήμερα και τελειώνουμε.
Τρεις
ακόμη ιστορίες, με τον μοναδικό τρόπο αφήγησης της Αγγέλας Παπάζογλου. Ιστορίες
που δείχνουν το κλίμα μέσα στο οποίο έγινε η ενσωμάτωση των προσφύγων της
Μικράς Ασίας.
«Ό μεζές»:
Του γκαρσονιού του
παραγγείλαμε ούζο και μας το ‘φερε σκέτο κι ύστερα παραγγείλαμε και μεζέ και
μας ήφερε μια ελιά ξερή. Άμα είδαμε την ελιά, του λέμε:
-Τι είναι αυτά; Φέρε, ρε
παιδάκι μου λίγο μεζέ… Δεν το πίνομε εμείς ξεροσφύρι…
-Αμέσωωωωως… λέει πρόθυμα και
φεύγει να μας φέρει το μεζέ. Και γυρίζει και τι μας φέρνει; Σε ένα πιατάκι του
καφέ, πέντε στραγάλια μέσα… Πέντε ξερά… μοναχά…
-Καλά, ρε τζιγέρι μου, του
λέω, δεν είπαμε πως θα φέρεις μεζέ; Ένα κατιτίς; Ένα πραγματάκι ετσιδάς; Ένα
μπουκουνάκι;
-Περιμένετε, λέει. Μετά
χαράς…
Άλλο «περίμενε», λοιπόν…
Υπομονή… Δεν μπορούσαμε να του μιλήσομε και παραπάνω, γιατί μας είχε πάρει τον
αέρα μ’ εκείνο το «Όχι όπως ξέρατε, αλλά όπως βρήκατε…» και κάναμε το μοσκιό.
Τι να κάνομε.
Ξανάρχεται καμιά φορά, και τι
φέρνει πάλι. Πάλι σε πιατάκια του καφέ, από ένα κομμάτι βραστή πατάτα γαντζωμένη
σε οδοντογλυφίδα πάνω πάλι. Σα μεγάλο ζάρι ήτανε το κάθε κομμάτι. Ε… Δεν
τρωγότανε. Το γυρίσαμε κι εμείς στην κογιοναρία… για κλάματα ήμασταν.
-Πόσο κάνουν τα ούζα; του
λέμε.
-Τέσσερις δραχμές, λέει.
-Πάρε ένα δεκάρικο. Τα ρέστα
δικά σου… μπαξίσι, γιατί μας περιποιήθηκες.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε
ευχαριστημένος. Κι άμα ξανάρθετε θα σας περιποιηθώ πιο καλά.
-Δε βαριέσαι… του λέμε. Πιο
καλά από τώρα; Τι άλλο θα μας φέρεις;
-Σταφίδες, μας λέει. Μου
‘χανε τελειώσει δεν είχα σήμερα.
-Καλά, βρε παιδί μου… Παναγία
μου… Χριστέ μου… πώς να σε πω… Σταφίδες θα μας ήφερνες για μεζέ; Δηλαδή τσι
σταφίδες τσι κάνετε εδώ μεζέ του ούζου;
-Ναι, μας απαντάει. (Είδε που
παραξενευτήκαμε.) Εσείς δεν τις κάνετε μεζέ;
-Όχι… Εμείς δεν κάνομε μεζέ
τσι σταφίδες.
-Τι τις κάνετε;
-Κόλλυβα, του απαντάω.
Δεν ητρωγότανε πια, κι εμένα
δεν μου γλιτώνουνε κάτι τέτοιοι.
Το άλλο πουλάκι:
Πέμπτη ιστορία, «το
βρωμισμένο νερό».
Άλλη μια μέρα ηπήγαινα στην
Πηγάδα πρωί-πρωί να πάρω νερό, με του Σεϊρλή του παιχνιδάτορα τη νύφη. Δίπλα
μας, στου Στρίγγου είχε στρώσει κουβέρτα κι αυτή.
Ήτανε κόσμος και στην Πηγάδα.
Περιμένανε να πάρουνε νερό. Λέει μια:
«Ήρθανε και βρωμίσανε την
Πηγάδα οι παλιότουρκοι... Πρωί-πρωί έρχουνται να πιάσουνε σειρά να
προλάβουνε... Απ’ την ημέρα που ‘ρθανε, το νερό της Πηγάδας δεν πίνεται... Βρώμισε».
Δεν ηφοβήθηκε παιδί μου που ‘τανε
τόσος κόσμος. Ήτανε κι ένας φαντάρος... Μωρέ έσπασα κι εγώ τη στάμνα τη δικιά
μας, αλλά τση δώσαμε ξύλο, που δεν θα το ξεχάσει σ’ όλη τση τη ζήση.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Θα
τελειώσουμε με τον «Ανθόκηπο»:
Στου Στρίγγου είχε καμπινέδες,
εκεί που πηγαίνανε, το εργοστάσιο. Πού να προλάβουνε όμως που ήμαστε από
τρεισήμισι μέχρι πεντέμισι χιλιάδες κόσμος πολλές φορές. Κι ήταν ένας άνθρωπος,
μωρέ ήτανε λέει απ’ το Αϊβαλί αυτός, κι ήτανε ολομόναχός του. Δεν είχε ρούχα να
φορέσει και ήτανε με μια κουρελού τυλιγμένος. Κουρελού… όχι κουβέρτα… απ’ αυτές
που στρώνουνε χάμω. Και τον είχανε εκεί δα.
Ήτανε δίπλα στου Στρίγγου ένα
μεγάλο οικόπεδο, τεράστιο, για εργοστάσιο φαίνεται το ‘χανε και αυτό, κι ήτανε
μια πόρτα και μας κάνανε χαντάκια χαντάκια. Οι ίδιοι τα σκάψανε οι πρόσφυγοι,
με μεροκάματο. Χαντάκια, χαντάκια, χαντάκια. Πέρα, πέρα… και πηγαίναμε και
κατουράγαμε.
Περνάγανε απ’ τον ηλεχτρικό
και μας βλέπανε και μας φωνάζανε: «Ουουουουου», ηφωνάζανε.
Ήτανε πολύ κοντά. Χώριζε ο
δρόμος κι ήτανε το ντουβάρι του ηλεχτρικού. Καμιά δεκαριά μέτρα ήτανε δεν ήτανε
απόσταση. Μας χώριζε ο δρόμος αλλά ήτανε στενός. Έξι, εφτά μέτρα. Κι ήτανε το
ντουβάρι, και εκείνο το ντουβάρι ήτανε μάντρα, χαμηλή, κι εμείς κάναμε τα καλά
μας και τα κακά μας εκεί πέρα, κι όπως ήτανε γυρισμένη η πλάτη μας κατά τον
ηλεχτρικό, ηβλέπανε τσι κώλοι μας τουρλωμένοι στη σειρά… πολύς κόσμος… πάντα
ήτανε γεμάτα τα χαντάκια.
Κι ηβλέπανε κι ηλέγανε:
«Ουουουου… αλά τούρκα το πάνε…», φωνάζανε. «Οι χανούμισσες -λέει- τον κώλο τους να τον ηδείς, και τα
μαλλιά τους να μην τα δεις…», φωνάζανε. «Φοράτε -λέγανε- και φερετζέ;»
Κι άμα ήτανε γιομάτα κόσμο,
εκείνα τα χαντάκια, και δεν είχε τόπο να πας μέσα, ήτανε αυτός ο Αϊβαλιώτης με
την κουρελού τυλιγμένος και ήτανε, να πούμε, θυρωρός εκεί. Ήτανε θυρωρός κι
έλεγε: «Μην πάτε ακόμα… Δεν έχει τόπο… Σταθείτε να βγούνε οι άλλοι…»
Και περιμέναμε πια μπουλούκια
μπουλούκια, κι όπως περιμέναμε, ήτανε και μερικοί που δεν κρατιούντουστε και
σφιγγούντουστε, και για να μη χεστούν απάνω τους, εκείνοι πηγαίνανε πρώτοι…
Ξέρεις πόση ώρα πήγαινε το
τραίνο κι ήβλεπες κώλους με κατεβασμένα βρακιά; Άμα πηγαίναμε οι ίδιοι στον
Πειραία, τσι βλέπαμε. Μόνο κώλοι ήβλεπες… σα στρατιώτες στη σειρά. Ούτε μούτρα,
ούτε πλάτες, ούτε τίποτα… σκυφτοί ήτανε που τα κάνανε.
Τη νύχτα, άμα ήθελα να πάμε,
τι να κάναμε… Γι’ αυτό η μάνα μου πήρε αυτό το φαναράκι που έχομε. Αυτό να το
‘χεις ενθύμιο, κακομοίρη μου…
Και ηπηγαίναμε τη νύχτα κι
ηλέγαμε: «Ποιος θέλει να πάει στον ανθόκηπο;» Τι να πούμε; Ε… ήλεγε καμιά,
όποια ήθελε: «εγώ θέλω…»
-Ε… άντε πάμε…
Και μαντζευούντουστε καμιά
δεκαπενταριά, όσες ήμαστε και πηγαίναμε…Καλή της ώρα, αν ζει, η Θάλεια…
«Ανθόκηπο» τον έβγαλε. Σηκωνούντανε και ρώταε: «Άντε για τον ανθόκηπο, ποιος
είναι; Κυρα-Λένη, Αγγέλα, ελάτε… ανάφτε το φαναράκι να βλέπομε κι εμείς, γιατί
τα κεράκια σβήνουνε που φυσάει… να μην πέσομε μες στα χαντάκια».
Να κλαις ή να γελάς; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου