ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

170619 ΖΩΗ-ΡΟΝ

Το ένα πουλάκι:
Δεν έχει να κάνει με τη Ζωή!

Μία είναι η Ζωή και, παρακαλώ, δεν θέλω σχόλια επ’ αυτού. Έχει κατακτήσει με το σπαθί της το δικαίωμα να την αποκαλούμε μόνο με το βαφτιστικό της, όπως ο Αντρέας, η Μελίνα, η Αλίκη, ο Στέλιος, ο Γιάνης, ο Χριστόδουλος, ο Λάκης…

Η σειρά δεν είναι αξιολογική. Μέσα σ’ αυτούς τους σπουδαίους Έλληνες, και η Ζωή αγαπήθηκε και μισήθηκε από την μεγάλη πλειονότητα των συμπατριωτών μας. Αν το δούμε συνολικά, το θέμα έχει ένα κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.

Διότι, από αυτά τα πρόσωπα, άλλα αγαπήθηκαν και μισήθηκαν ταυτόχρονα, από αντίστοιχα τμήματα του πληθυσμού, και άλλα είχαν μια… εξελικτική πορεία από την λατρεία προς την αντιπάθεια και το μίσος των ίδιων ανθρώπων.

Ξεκίνησαν δηλαδή ως λαϊκά είδωλα και κατέληξαν (κατάφεραν) να εισπράττουν όχι μόνο την αντιπάθεια, αλλά και το μίσος εκείνων που πρώτα τους λάτρευαν. Έτσι όμως δεν είμαστε εμείς οι άνθρωποι, από τα χρόνια ακόμη του Ιησού;

Πώς είπατε; Όχι, δεν θα πω συγκεκριμένα ονόματα, διότι η μεταστροφή των συναισθημάτων ή η εμμονή σε κάποιο από αυτά είναι… προσωπικό δεδομένο, Άλλωστε ο καθένας από εσάς έχει και τις προσωπικές του προτιμήσεις.

Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που ξεκίνησα να λέω είναι ότι το σημερινό μας σχόλιο δεν έχει να κάνει με τη Ζωή, παρ’ όλο που εγώ το βρήκα γραμμένο σε σχέση με αυτήν και τα πρόσφατα κατορθώματά της.

Το σχόλιο έχει να κάνει με την γενικότερη τάση μας να είμαστε πολύ χουβαρντάδες, όταν πρόκειται να πληρώσουν άλλοι, και πολύ γενναιόδωροι, όταν το αποτέλεσμα της γενναιοδωρίας μας το εισπράττουμε οι ίδιοι.

Για να μην λέμε πολλά, θα έχετε όλοι μια εικόνα τού τι συμβαίνει όταν κάπου παρατίθεται, ας πούμε, ένα μπουφές με εδέσματα και ποτό για τους παρευρισκομένους. Θυμηθείτε κάποιες σκηνές από τη φετινή «Δραμοινογνωσία».

Σε τέτοιες, λοιπόν, περιστάσεις, συναντάς ανθρώπους που «λες και δεν έχουν φάει ή δεν έχουν πιει ποτέ στη ζωή τους». Το φαινόμενο είναι άσχετο από την οικονομική κατάσταση ή την μόρφωση των επιτιθέμενων στους μπουφέδες.

Πρόκειται για ένα «αταξικό φαινόμενο», όπως θα έλεγαν και οι μαρξιστές, που το βλέπεις παντού και από όλους. Ακόμη πιο ενδιαφέρον γίνεται όταν δεν υπάρχει μπουφές, αλλά οι προσκεκλημένοι μπορούν να παραγγείλουν ελεύθερα ό,τι επιθυμούν.

Το άλλο πουλάκι:
Τότε θα δοκιμάσουν τα πάντα!

Εννοείται πράγματα που δεν θα τολμούσαν να παραγγείλουν ποτέ, αν ήταν να πληρώσουν από την τσέπη τους. Τα πιο εκλεκτά κρασιά και τα πλέον περίεργα -και ακριβά- εδέσματα, τα οποία δεν ξέρουν και να εκτιμήσουν.

Αυτό το τελευταίο το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που… συμπεριφέρονται σ’ αυτά, αλλά και από τα ειρωνικά σχόλια που κάνουν για τη γεύση ή την εμφάνισή τους, με τα οποία επιβεβαιώνουν τη γνωστή ρήση ενός φίλου που λέει «πού ξέρει ο Βλάχος να φάει το σκόρδο»!

Τα ξέρετε αυτά όλοι και, όπως γίνεται κάθε φορά που κάποιοι σχολιάζουν ένα κοινωνικό φαινόμενο, «ευτυχώς που εμείς δεν ανήκουμε στην παραπάνω κατηγορία». Τα γνωρίζουμε επειδή… τα παρατηρούμε σε άλλους!

Ξεκινήσαμε όμως να λέμε για το πόσο «λαρτζ» γινόμαστε με τα λεφτά των άλλων, με αφορμή κάποια σχόλια για τα προνόμια που απολαμβάνει η Ζωή, ως πρώην Πρόεδρος της Βουλής. Εννοείται μαζί με όλους τους άλλους συναδέλφους της.

Τι αυτοκίνητα με οδηγούς, τι γραφεία με μετακλητούς υπαλλήλους, τι αστυνομικούς για την ασφάλειά τους… Και, φυσικά, το ερώτημα παραμένει: Τα χρειάζονται όλα αυτά, ή τα έχουν απλώς επειδή μπορούν;

Καταλάβατε τώρα τη σύνδεση; Όπως ο άλλος γεμίζει το πιάτο του με (τζάμπα) μεζέδες που δεν μπορεί να φάει, όπως παραγγέλνει κρασιά που δεν μπορεί να πιει, έτσι και αυτοί παίρνουν ό,τι μπορούν, επειδή… μπορούν.

Και επειδή πληρώνουν άλλοι. Διότι, αν ήταν να δίνουν οι ίδιοι τους μισθούς των υπαλλήλων τους, σιγά να μην «χρειαζόταν» τόσους μετακλητούς υπαλλήλους (λένε για έξι, αλλά δεν θέλω να το πιστέψω) που «χρειάζονται» σήμερα.

Ξέρετε όμως ποιο είναι το χειρότερο; Οι άνθρωποι αυτοί δεν «τα βρήκαν» έτσι. Νομοθέτησαν οι ίδιοι αυτά τα προνόμια για τον εαυτό τους! Φανταστείτε δηλαδή ένα επάγγελμα που εσείς οι ίδιοι θα ορίζατε τους όρους εργασίας σας και τις απολαβές σας από αυτό.

Όρισαν μάλιστα τα προνόμια να τους ακολουθούν και χρόνια μετά τη… συνταξιοδότησή τους, όταν ακόμη και ο τίτλος τους «πρώην Πρόεδρος της Βουλής» θα έχει ξεχαστεί. Ποιος θυμάται ότι ο Δημήτρης Σιούφας υπήρξε τέτοιος;

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Ευχαριστώ, δεν θα πάρω»!

Οι μητέρες μας, όταν επρόκειτο να μας πάρουν μαζί τους σε μια επίσκεψη, μας συμβούλευαν με ιδιαίτερα αυστηρό ύφος πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε, όταν θα έρθει η ώρα να μας κεράσουν.

Μας τόνιζαν εκατό φορές να πάρουμε «μόνον ένα» σοκολατάκι -ακόμα κι αν η οικοδέσποινα επιμείνει να μας δώσει και άλλο- όταν, φυσικά, δεν μας έλεγαν να αρνηθούμε εντελώς, με ευγενικό τρόπο, το κέρασμα.

Αυτό το τελευταίο το επέβαλαν οι σοφές μαμάδες, όταν γνώριζαν ότι το σπίτι που θα επισκεφτούμε δεν περνάει εύκολες μέρες και πως η νοικοκυρά θα στερηθεί κάτι άλλο για να κεράσει εμάς.

Όπως ακριβώς δηλαδή και η πατρίδα μας σήμερα. Μόνο που οι βουλευτές μας και οι Πρόεδροί τους δεν έχουν ούτε τη σοφία, ούτε την… αρχοντιά που είχαν οι παλιές εκείνες μαμάδες.

Επομένως, τι περιμένουμε από τη Ζωή και από τη ζωή μας;
 Τζάμπα είναι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: