Το
ένα πουλάκι:
Ποιος (μας) φταίει;
Το τελευταίο διάστημα
συνέβησαν (συμβαίνουν) στην πόλη μας ένα σωρό εκδηλώσεις. Ομιλίες, προβολές,
συνέδρια, εκθέσεις, θεατρικές παραστάσεις, παρουσιάσεις βιβλίων…
Τόσες που, αν κάποιος ήθελε (θέλει)
να τις παρακολουθήσει, θα έπρεπε (πρέπει) όχι μόνο να μην κάθεται στο σπίτι
του, αλλά να τρέχει κιόλας από τη μία στην άλλη, για να μη πω να… κλωνοποιείται,
ώστε να στέλνει αλλού τους κλώνους του και αλλού να είναι αυτός.
Θα μου πείτε κάποιες μπορείς
να τις δεις και από τα τοπικά κανάλια ή –καινούργιο αυτό- από το διαδίκτυο.
Όμως το μεν διαδίκτυο είναι σε ζωντανή μετάδοση, οπότε μας κάνει το ίδιο αφού
δεσμεύει έναν κλώνο, η δε τηλεόραση τα προβάλλει κάτι ώρες, αργά τα μεσάνυχτα ή
χαράματα, που όλο και κάτι καλύτερο θα έχεις να κάνεις.
Αφήνω που, τις περισσότερες
φορές, η μετάδοση αδικεί τόσο πολύ μια εκδήλωση, που είναι καλύτερα να μη
γίνεται καθόλου. Όχι η εκδήλωση, η μετάδοση
Εν πάση περιπτώσει, παραμένει
το γεγονός ότι οι εκδηλώσεις ήταν (είναι) τόσο πολλές και μάλιστα οι
περισσότερες εντελώς δωρεάν.
Γιατί το τονίζω αυτό το
τελευταίο;
Το τονίζω διότι, κατά γενική
ομολογία, οι εκδηλώσεις δεν έχουν τον αναμενόμενο κόσμο. Σε κάποιες μάλιστα το
κοινό είναι τόσο λίγο, ώστε οι άνθρωποι που τις παρακολουθούν γνωρίζονται μεταξύ
τους με τα μικρά τους ονόματα.
Στην ουσία, δηλαδή, πρόκειται
για έναν πυρήνα ανθρώπων που πηγαίνουν σχεδόν σε όλες τις εκδηλώσεις και
αναλόγως την περίσταση, συμπληρώνονται (πλαισιώνονται) από λιγότερους ή
περισσότερους περιστασιακούς θεατές.
Είναι χαρακτηριστική η φράση
που είπε ένας από αυτόν τον κεντρικό πυρήνα «εμείς εδώ θα αφήσουμε τα κοκαλάκια
μας», όπου «εδώ» είναι το δημοτικό Ωδείο και «εμείς» ο ίδιος και δυο τρεις
άλλοι τακτικότατοι στο κοινό που παρακολουθεί τις πολιτιστικές εκδηλώσεις στον
τόπο μας.
Το
άλλο πουλάκι:
Είναι ντόπιο το φαινόμενο;
Δυστυχώς όχι!
Διάβασα, προσφάτως μια έρευνα
που λέει ότι ένα μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μας, πάνω από 60%, δεν είχε, στο
χρόνο που μας πέρασε, καμιά επαφή με οποιαδήποτε πολιτιστική εκδήλωση!
Πού σημαίνει ότι έξι στους
δέκα Έλληνες δεν βγαίνουν από το σπίτι τους ή, αν βγαίνουν, πηγαίνουν μέχρι την
καφετερία για να δουν ποδόσφαιρο.
Θλιβερό; Τρομακτικό!
Και να πει κανείς ότι στο
σπίτι που μένουν ασχολούνται με κάτι που θα βοηθήσει στην καλλιέργειά τους;
Η ίδια έρευνα φανερώνει πως
ένας στους δύο Έλληνες δεν διάβασε ούτε ένα βιβλίο, τους τελευταίους δώδεκα
μήνες.
Κάτι μου λέει πως τα δύο
σύνολα τέμνονται σε μεγάλο βαθμό, για να μην πω ότι το πρώτο περιέχει το
δεύτερο.
Στο σπίτι, λοιπόν, τηλεόραση
ή, το πολύ πολύ, ποδόσφαιρο στο καφενείο.
Διότι και τις στατιστικές που
αναφέρονται στην ανάγνωση εφημερίδων να πάρεις, πάλι σε πιάνουν κλάματα. Κι
εκεί, όπως και στις προηγούμενες κατηγορίες, είμαστε στον πάτο της Ευρώπης.
Τηλεόραση και πάλι τηλεόραση,
λοιπόν, όμως τι είδους εκπομπές;
Εδώ έρχονται όχι οι
στατιστικές έρευνες αλλά οι μετρήσεις της ΑGΒ, για να σου μαυρίσουν την καρδιά.
Η μεγάλη πλειονότητα των
τηλεθεατών παρακολουθεί ό,τι χειρότερο διαθέτουν τα κανάλια.
Οι αξιόλογες εκπομπές πάνε
αδιάβαστες, ενώ τα σπουδαία ξένα σίριαλ που μαγεύουν εκατομμύρια τηλεθεατών στο
εξωτερικό εδώ αντιμετωπίζουν τον πιο έντονο ανταγωνισμό τής τούρκικης
σαπουνόπερας, της προχειρότητας και της επανάληψης.
Και χάνουν κατά κράτος.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ποιος (μας) φταίει λοιπόν;
Εμείς που «δώσαμε τα φώτα του
πολιτισμού στην ανθρωπότητα» ζούμε στο σκοτάδι και γι’ αυτό δεν φταίνε ούτε οι
ξένοι, ούτε ο καπιταλισμός, ούτε οι «προδότες πολιτικοί», ούτε ο διεθνής
σιωνισμός, ούτε ο αντίχριστος, ούτε η τουρκοκρατία, τίποτε.
Προφανώς δεν φταίει η κρίση
και τα μνημόνια (τα ίδια χάλια είχαμε και πριν από την κρίση), γι’ αυτό υπογράμμισα
και το δωρεάν των περισσότερων εκδηλώσεων, αλλά και τις επιλογές που κάνουν
όσοι μένουν στο σπίτι τους με το τηλεχειριστήριο στο χέρι.
Αντιθέτως μάλιστα.
Το είχαμε τονίσει και
παλαιότερα με άλλη ευκαιρία. Υπάρχει μια σημαντική έρευνα που συμπέρανε ότι
«όσο περισσότερο δημόσιο, δωρεάν πλούτο απολαμβάνει ένας πολίτης, τόσο
λιγότερες πιθανότητες έχει να πέσει κάτω από το όριο της φτώχειας».
Τέτοιος πλούτος, λοιπόν,
υπάρχει ακόμη και στον καιρό της κρίσης και των μνημονίων, ίσως μάλιστα τώρα
περισσότερος.
Και είναι δημόσιος και
δωρεάν. Δικαιολογία δεν αποτελεί ούτε η κακή ψυχολογία, αφού ίδια ήταν η
συμμετοχή και σε εποχές που το… φυσούσαμε. Απλώς τότε τρέχαμε και στα
σκυλάδικα.
Ποιοι παρακολουθούν και ποιοι
όχι; Πού βρίσκεται η ατομική ευθύνη και πώς αξιοποιείται το δικαίωμα της
επιλογής, έστω και με τη χρήση του τηλεχειριστηρίου;
Τι παράδειγμα δίνουμε στα
παιδιά μας και πόσο πειστικοί γινόμαστε στις παροτρύνσεις μας προς αυτά, όταν
οι ίδιοι είμαστε το χειρότερο παράδειγμα;
Ερωτήματα!
Πολιτιστικός χειμώνας! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου