Το
ένα πουλάκι:
Τι τους φταίνε οι «άριστοι»;
Αυτό αναρωτιόταν ένας φίλος,
καθώς συζητούσαμε για τις αλλαγές στην Παιδεία, δηλαδή την εκπαίδευση των νέων
μας.
Δεν εννοούσε, φυσικά, τις
βολές κατά της «αριστείας» από τον ίδιο τον υπουργό Παιδείας, δηλαδή εκπαίδευσης,
αλλά τη γενικότερη τάση να πάμε σε πιο… χαλαρούς ρυθμούς, από το Δημοτικό μέχρι
το Πανεπιστήμιο.
Δεν είναι μυστικό, υπάρχει
μια στροφή προς τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, της ισοπέδωσης και του «δεν
πειράζει, παιδιά είναι, τι να κάνουμε;» που τη βλέπουμε όχι μόνο στα κείμενα
κυβερνητικών παραγόντων, αλλά και στα νομοθετήματα. (Δεν πρέπει να μας ξεφεύγει
ότι αυτή υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια και την έχουμε σχολιάσει πολλές
φορές.)
Υπάρχει βεβαίως και
(οργανωμένη) αντίδραση. Προχθές, πραγματοποιήθηκε στο κλειστό γυμναστήριο
«Σπύρος Λούης», στο Μαρούσι, μεγάλη ανοικτή συγκέντρωση με τίτλο «όχι μπαλτά
στην Παιδεία», που διοργάνωσε κάποια Επιτροπή Πρωτοβουλίας «Παιδεία 2015».
Καθίσαμε και τα κουβεντιάσαμε
επί μακρόν με τον φίλο, ο οποίος αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν να μην βλέπουν
κάποιοι ότι, πέρα από το γεγονός πως όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι, υπάρχουν
και οι ατομικές διαφορές, εξαιτίας των οποίων έχουμε ο καθένας τα δικά του
στραβά και τις δικές του χάρες.
Και ενώ σε άλλους τομείς, όπως
ας πούμε τον αθλητισμό, επιβραβεύουμε και θαυμάζουμε το ταλέντο και τη σκληρή
προετοιμασία, στο σχολείο έχουμε την τάση να ισοπεδώνουμε τα πάντα.
Στο ποδόσφαιρο, ας πούμε, ξεχωρίζουμε
από νωρίς τα ταλέντα, προωθώντας τα σε ειδικές ακαδημίες, από τις οποίες θα
ξεπηδήσουν οι αυριανοί «Μέσι», όμως στο σχολείο αυτό θεωρείται ελιτισμός.
Του εξήγησα πως αυτό
συμβαίνει κυρίως στη χώρα μας, όπου έχουν καταφθάσει με μεγάλη καθυστέρηση κι
έχουν εμπεδωθεί εντελώς στρεβλά διάφορες «θεωρίες». Το βλέπουμε σε ένα ευρύ φάσμα,
από την πολιτική και τη θεολογία, μέχρι την ψυχανάλυση και την κοινωνιολογία.
Είναι φαίνεται κι αυτό ένα
από τα στοιχεία της περίφημης ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Συμπτωματικά, διάβαζα προχθές
για την επίδραση της γαλλικής διανόησης στους Έλληνες που σπούδασαν ή έζησαν
εκεί και οι οποίοι μετέφεραν και προσπαθούν να εφαρμόσουν εδώ απόψεις που ούτε
στη Γαλλία συζητιούνται πλέον.
Το
άλλο πουλάκι:
Ας μείνουμε στο θέμα μας.
Η Κοινωνιολογία της
Εκπαίδευσης, η οποία έφτασε στη χώρα μας σχετικά πρόσφατα, δέχεται ότι οι
διαφορές που παρατηρούνται στην μόρφωση των παιδιών έχουν κοινωνικά αίτια.
Υποστηρίζει, δηλαδή, ότι ο
μαθητής δεν προσέρχεται στο σχολείο ως άγραφη πλάκα, αντιθέτως κουβαλάει αυτό
που ονομάζουμε «μορφωτικό κεφάλαιο».
Το «μορφωτικό κεφάλαιο» εξαρτάται
από την οικονομική, μορφωτική και πολιτισμική κατάσταση της οικογένειάς του.
Έτσι, άλλα παιδιά ξεκινούν
πολλά μέτρα μπροστά από την αφετηρία (που υποτίθεται είναι κοινή) και άλλα
πολλά μέτρα πίσω.
Το σχολείο μάλιστα, αντί να
προσπαθήσει να εξαλείψει αυτές τις διαφορές, τις μεγιστοποιεί.
Μέχρι εδώ όλα καλά.
Με μια σημαντική υποσημείωση.
Η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης μελετά μεγάλες κοινωνικές ομάδες και δεν
ασχολείται με μεμονωμένες περιπτώσεις.
Πράγματι, αν παρατηρήσουμε
μεγάλα σύνολα, θα συμπεράνουμε πολύ εύκολα πως «τα παιδιά της εργατικής τάξης
έχουν στο σχολείο κατώτερες επιδόσεις από εκείνα των υψηλών οικονομικά
στρωμάτων».
Ποιο είναι όμως το πρόβλημα;
Αυτό αρχίζει να εμφανίζεται όταν η παρατήρηση στις κοινωνικές ομάδες γίνεται
πιο εστιασμένη. Άλλο η εργατική τάξη στην Αθήνα κι άλλο στο Νευροκόπι. Είναι
διαφορετικά τα εφόδια που γίνει ένας πλούσιος στο παιδί του στη Θεσσαλονίκη και
διαφορετικά, πολύ λιγότερα, αυτά που μπορεί να δώσει κάποιος, εξίσου πλούσιος, που
ζει σε ένα απομακρυσμένο νησί.
Μεγιστοποιείται δε το
πρόβλημα και μπορούμε να οδηγηθούμε σε εντελώς λάθος συμπεράσματα, όταν
μιλήσουμε για μεμονωμένες περιπτώσεις. Δεν είναι λίγα –αντιθέτως- τα παιδιά της
εργατικής τάξης που ξεπέρασαν όλους τους συμμαθητές τους από εύπορες
οικογένειες και διέπρεψαν στα γράμματα και τις επιστήμες.
Με βάση πολλές τέτοιες
περιπτώσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως, στη χώρα μας, μέχρι πριν από λίγες
δεκαετίες, το σχολείο, σε αντίθεση με όσα πίστευε η Κοινωνιολογία της
Εκπαίδευσης, λειτουργούσε ως ένα
μηχανισμός άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό άλλαξε για λόγους που δεν
είναι της ώρα να τους συζητήσουμε.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Υπάρχουν όμως και τα λογικά
άλματα.
Πήραν κάποιοι την άποψη πως οι
κοινωνικές ανισότητες οδηγούν σε ανισότητες εκπαιδευτικές και συμπέραναν: Αν
μπορέσουμε να ελαχιστοποιήσουμε ή να εξαλείψουμε τις κοινωνικές ανισότητες, θα ελαχιστοποιηθούν
ή θα εξαλειφθούν και οι εκπαιδευτικές. Πράγμα που δεν ισχύει αφού πάντοτε θα
είναι παρούσες οι ατομικές διαφορές.
Υπήρξαν μάλιστα πολλοί
παιδαγωγοί που υποστήριξαν πως η ίδια η εκπαίδευση πρέπει να έχει ως στόχο
(και) την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Κάπου εδώ αρχίζουν οι
παρανοήσεις.
Διότι πάρα πολλοί στη χώρα
μας υποστήριξαν πως, αφού δεν μπορούμε να εξαλείψουμε τις ανισότητες στην
κοινωνία, ώστε να έχουμε μια «δίκαιη» εκπαίδευση, θα πρέπει να κάνουμε το
αντίστροφο.
Να εξαλείψουμε τις ανισότητες
στην εκπαίδευση κι έτσι θα οδηγηθούμε σε μια κοινωνία ισότητας.
Και πώς εξαλείφονται οι
ανισότητες στην εκπαίδευση; Μα, φυσικά, όπως ακριβώς έγινε και εκεί που
επιχειρήθηκε η εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων. Με την ισοπέδωση.
Ακόμη και με το ψαλίδισμα των
φτερών των πλέον άξιων, αφού αυτά δεν είναι δικά τους παρά κληροδότημα της
κοινωνικής τους θέσης.
Ένα νοητικό μπάχαλο, δηλαδή,
το οποίο όμως γίνονται προσπάθειες να πάρει σάρκα και οστά.
Για να μην παρεξηγηθώ. Όπως
είπαμε και προηγουμένως, απόψεις αυτές δεν είναι σημερινές, κυκλοφορούν χρόνια
τώρα σε εκπαιδευτικούς «κύκλους» και, με τη βοήθεια «προοδευτικών» υπουργών αλλά
και τις πιέσεις αντίστοιχων συνδικαλιστικών φορέων γίνονται πράξη, άλλοτε σε
μικρό και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό.
Ε, τώρα τα δίνουμε όλα!
Όλοι ίσοι, δηλαδή ίδιοι; |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου