Το
ένα πουλάκι:
Τι είχαμε, τι χάσαμε…
Τώρα που τα πράγματα φτάνουν
σε κάποιο τέλος (φαίνονται να φτάνουν σε κάποιο τέλος) νομίζω πως πρέπει να
καθίσουμε ήσυχα ήσυχα και να συζητήσουμε για το τι μας κόστισε όλη αυτή η
ιστορία.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση,
το κόστος της οποίας θα το μετρήσουμε ξέχωρα, όταν έρθει η ώρα.
Είχαμε μια διαπραγμάτευση η
οποία κράτησε πέντε περίπου μήνες. Αυτό που αποκομίσαμε ήταν η «εθνική
υπερηφάνεια», η εντύπωση δηλαδή ότι όλον αυτόν τον καιρό αντισταθήκαμε με
γενναιότητα στις επιδιώξεις των εταίρων (δανειστών) και δεν αποδεχτήκαμε τους
όρους τους, που ήταν καταστροφικοί για τη χώρα.
Έτσι είναι;
Υπάρχουν δύο απόψεις. Η πρώτη
λέει πως οι εταίροι (δανειστές) δεν έκαναν ούτε βήμα πίσω από τις αρχικές τους
θέσεις. Μας χαμογέλασαν, μας χτύπησαν φιλικά στην πλάτη και μας είπαν, από την
πρώτη στιγμή, «πάρτε τα μέτρα κι εμείς εδώ είμαστε».
Αν ισχύει αυτό, τότε η
«εθνική υπερηφάνεια» μας κόστισε πολύ ακριβά, αφήστε που ήταν για εσωτερική…
αυτοϊκανοποίηση.
Διότι, το να κρατάς μια υπερήφανη
στάση έχει νόημα, όταν και οι άλλοι την αναγνωρίζουν ως τέτοια. Αν όμως οι
άλλοι «δεν καταλαβαίνουν τίποτε», τότε η στάση σου μοιάζει μ’ εκείνη του
παιδιού που δεν τρώει το φαγητό του το μεσημέρι, ούτε το βράδυ, ούτε το άλλο
μεσημέρι, το κάνει όμως το επόμενο βράδυ, αφού εν τω μεταξύ έχει ξελιγωθεί από
την πείνα.
Η άλλη άποψη λέει πως εμείς
δεν είχαμε καν σχέδιο. Πως, στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που είχαμε
και το προβάλλαμε σε διάφορες εκδοχές, ήταν «ο σεβασμός της βούλησης του
ελληνικού λαού». Ισχυριζόμασταν δηλαδή, ότι όλοι οι εταίροι (δανειστές) πρέπει
να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις της κυβέρνησης, μόνο και μόνο επειδή ο λαός την
ψήφισε για να τις υλοποιήσει.
Κι εδώ όμως υπάρχει ένα
παράδοξο. Όλοι μιλούν για υπερβολικές απαιτήσεις των εταίρων (δανειστών) και
κανείς για υπερβολικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τις προεκλογικές
υποσχέσεις, χάρη στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές.
Το
άλλο πουλάκι:
«Στο μεταξύ…»
(Έτσι έγραφαν τα κόμιξ, το ΜΠΛΕΚ,
ας πούμε, όταν οι συγγραφείς μάς μετέφεραν από ένα σημείο της δράσης σε κάποιο
άλλο.)
Στο μεταξύ, μας πήρε και μας
σήκωσε. Η οικονομία επέστρεψε πίσω σε πολλούς τομείς, επιστροφή την οποία δεν
αμφισβητεί πλέον ούτε η ίδια η κυβέρνηση, ούτε καν οι πλέον φανατικοί ψηφοφόροι
της.
Μόνο που λένε ότι αυτό δεν
οφείλεται σε δικό μας λάθος, αλλά στην άρνηση των κακών δανειστών (αυτοί δεν
μιλάνε για εταίρους, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας) να μας φροντίσουν
όπως μας αξίζει και όπως (ψηφίσαμε ότι) δικαιούμαστε.
Από πού να ξεκινήσω;
Χωρίς αξιολογική σειρά, ας
ξεκινήσουμε από την ανεργία. Η οποία, παρά τους (επανα)διορισμούς κάποιων
απολυμένων, αυξήθηκε αυτό το πεντάμηνο, όμως ποιος νοιάζεται;
Οι εργαζόμενοι σ’ αυτή τη
χώρα είναι δυο κατηγοριών. Τα χαϊδεμένα παιδιά του δημοσίου και εκείνα του
ιδιωτικού τομέα.
Οι πρώτοι δεν πρέπει να
χάνουν τις θέσεις τους, ακόμη κι όταν καταδικάζονται για σοβαρές παραβάσεις ή
όταν συλλαμβάνονται να έχουν προσληφθεί με πλαστά δικαιολογητικά.
Οι δεύτεροι να πάνε να
πνιγούν. Τόσο απλά.
Γι’ αυτό, φυσικά, ευθύνεται η
ύφεση στην οποία βυθίστηκε όλο αυτό το διάστημα η χώρα. Χρήμα δεν υπάρχει
πουθενά, εξόν από τα μαξιλάρια και τους καταψύκτες.
Στην αγορά δεν κινείται
τίποτε. Σταμάτησαν ακόμη και τα δημόσια έργα που θα αποτελούσαν τον μοχλό της
ανάπτυξης. Ακόμη και τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, που θα έφερναν εδώ
ευρωπαϊκά κονδύλια σταμάτησαν κι αυτά, διότι δεν υπάρχει σάλιο ούτε για τη
μικρή συμμετοχή της χώρας μας.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Αυτά δεν τα ψηφίσαμε.
Ήρθαν μόνα τους, αγνοώντας τη
λαϊκή βούληση του ελληνικού λαού, για έναν απλό λόγο. Κάποια πράγματα δεν
γίνονται απλώς επειδή το θέλουμε, επειδή ψηφίζουμε να γίνουν έτσι.
Μπορείς, ας πούμε, να
ψηφίσεις να μην υπάρχει το πεντάευρο για τις εξετάσεις στα νοσοκομεία. Αυτό γίνεται.
Δεν μπορείς όμως να ψηφίσεις να γεμίσουν τα μπουκάλια οινόπνευμα, οι φιάλες
οξυγόνο και τα ράφια γάζες και αναλώσιμα. Αυτό, απλώς, δεν γίνεται έτσι.
Το πεντάμηνο όμως που κύλησε
άδοξα (όμως υπερήφανα) έφερε στο φως και άλλα πράγματα, που δεν ήταν και
αποτέλεσμα της οικονομικής ασφυξίας.
Είδαμε τις πολιτικές στην
παιδεία, η οποία επέστρεψε στα ηρωικά χρόνια της δεκαετίας του 1980.
Είδαμε να επαναλαμβάνεται το
σενάριο με διορισμούς «δικών μας παιδιών», σε ποσοστό μάλιστα ανάλογα με τη
συμμετοχή στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Είδαμε μια εκδικητική διάθεση
από τους εργαζόμενους που επέστρεψαν στην ΕΡΤ, αλλά και μια τακτική εξωφρενικών
απαιτήσεων που μας γυρίζει πολύ πίσω.
Είδαμε πολιτικούς που
κατηγορούσαν προηγούμενους για
«χατζηαβατισμό» απέναντι στους Ευρωπαίους, να φέρονται ανάλογα, αν όχι χειρότερα, απέναντι στους Ρώσους (όχι μόνο) πολιτικούς.
«χατζηαβατισμό» απέναντι στους Ευρωπαίους, να φέρονται ανάλογα, αν όχι χειρότερα, απέναντι στους Ρώσους (όχι μόνο) πολιτικούς.
Είδαμε να στηρίζονται
συντεχνίες του παρελθόντος, μόνο και μόνο προκειμένου να αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και
η κυβέρνηση ερείσματα σε συνδικαλιστικούς χώρους στους οποίους δεν είχε καμιά
παρουσία.
Είδαμε τέλος τα τρομερά
παιδιά της «πρώτης φοράς» (ονόματα δεν λέμε) να επιδεικνύουν ένα ήθος και μια
συμπεριφορά που φέρνουν σε δύσκολη θέση ακόμη και τους πιο θερμούς υποστηρικτές
της.
Όπως καταλάβατε δεν σχολίασα
ούτε τον «Πάκη», ούτε τον Καμμένο.
Τι άλλο θα δούμε;
Τα είδαμε όλα! |
1 σχόλιο:
Εμένα πάντως από την ταινία "Σκληρή διαπραγμάτευση" μου άρεσε η σκηνή που ο πρωταγωνιστής συμφωνεί να αυξήσει το ΦΠΑ και στη συνέχεια βγαίνει και λέει στους δικούς του ότι "ρε, παιδιά, θα αυξήσουμε το ΦΠΑ σε ένα προϊόν που δεν το αγοράζει κανείς και δεν τρέχει τίποτε". Έγινε σεισμός στην αίθουσα από τα γέλια. Γελούσε μέχρι κι ο Σόιμπλε.
Δημοσίευση σχολίου