Το
ένα πουλάκι:
Τελικά, που μένουμε;
Είναι το ερώτημα των ημερών,
που θα πρέπει να το απαντήσει ο καθένας μόνος του. Μένουμε Ευρώπη; Μένουμε στα
ίδια; Μένουμε Ελλάδα; Μένουμε ολομόναχοι; Μένουμε με το (σκισμένο) μνημόνιο στο
χέρι; Μένουμε χωρίς λεφτά; Μένουμε με την απορία;
Όπως και να μένουμε, όπου και
να μένουμε, πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως η ζωή μας δεν θα είναι πια ίδια.
Το βέβαιο είναι (το μόνο
βέβαιο μέσα στην αβεβαιότητα των ημερών) πως τα πράγματα πήγαν πολύ χειρότερα
απ’ ό,τι περίμεναν, και οι πλέον απαισιόδοξοι. Διότι, το επιχείρημα για πολλούς
ήταν «στο κάτω κάτω, τι άλλο θα πάθουμε, ό,τι ήταν να συμβεί συνέβη ήδη».
Αποδείχθηκε πως δεν ισχύει. Ο
περίφημος πάτος του βαρελιού είναι φαίνεται μετακινούμενος κι εκεί που σου δίνει
την εντύπωση πως τον αγγίζεις, έχει κι άλλη απόσταση μέχρι να τον φτάσεις.
Η ελπίδα πως πατώντας δυνατά
στον πάτο μπορείς να εκτιναχθείς προς τα πάνω αποδεικνύεται ψεύτικη, αυτό θα
μπορούσε να συμβεί αν ήταν σταθερός, ακίνητος…
Το κακό είναι πως χάνουμε και
τα σίγουρα «καταφύγια» που είχαμε στη διάθεσή μας, όπως, ας πούμε, το χιούμορ,
που, σε πολλές περιπτώσεις, μας έσωζε από ένα σωρό έννοιες.
Είναι πολύ λίγα τα πράγματα
με τα οποία μπορείς να γελάσεις πλέον. Όταν το αστείο παρατραβά, παύει να είναι
τέτοιο.
Πού μένουμε, λοιπόν;
Μια ωραία απάντηση που
διάβασα προχθές είναι «μένουμε στο σπίτι των γονιών μας»!
Πάνω από τους μισούς Έλληνες
25-35 ετών εξακολουθούν να κατοικούν στο σπίτι των γονιών τους. Με τους γονείς
τους μέσα. Κι αυτό είναι μια τεράστια διαφορά από την Ευρώπη, στην οποία λέμε
ότι ανήκουμε.
Ας δεχτούμε ότι είναι φυσικό
να δυσκολεύονται οι άνθρωποι να στήσουν δικό τους νοικοκυριό, να παντρευτούν
και να κάνουν οικογένεια, καθότι αυτό έχει ως προϋπόθεση όχι μόνο κάποιο
εισόδημα, αλλά και μια σιγουριά, κάποια βεβαιότητα για το μέλλον.
Το
άλλο πουλάκι:
Την οποία πού να τη βρεις;
Αυτό είναι νομίζω το
χειρότερο που αποκομίσαμε, ειδικά τους τελευταίους μήνες, με την «πρώτη φορά»
διακυβέρνηση. Η αίσθηση ότι δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Ότι
«διαπραγματευόμαστε» καθημερινά με χειρότερους όρους. Ότι αυτό το μαρτύριο δεν
φαίνεται να έχει κάποιο τέλος. Έχουμε την αίσθηση ότι θα συνεχίσουμε εσαεί
έτσι, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, να αναζητούμε προσωρινές
ανακουφιστικές λύσεις, χωρίς πουθενά να φαίνεται ένα οριστικό τέλος.
Λέτε να είναι τυχαίο;
Αρχίζουμε ακόμη κι εμείς να γινόμαστε καχύποπτοι.
Συζητώντας προχθές με κάποιον
συνταξιούχο, τον ακούσαμε να εκφράζει αυτό το συναίσθημα, όπως ίσως θα κάναμε
όλοι μας:
«Ας κόψουν ό,τι είναι να
κόψουν, ας μας μειώσουν κι άλλο τις συντάξεις, μόνο να ξέρουμε πως αυτή είναι η
τελευταία φορά, πως θα παίρνουμε αυτά τα λεφτά για κάποια χρόνια».
Μέσα στο ίδιο κλίμα, υπάρχουν
πολλοί που λένε πλέον «ας πάμε τελοσπάντων στη δραχμή να τελειώνουμε». Δείτε το
λίγο αυτό μέσα στο πνεύμα που σας λέγαμε προχθές, για την «πραξικοπηματική
διολίσθηση» και θα καταλάβετε αν έχουμε δίκιο να είμαστε καχύποπτοι.
Επιστροφή, λοιπόν, στο σπίτι
των γονιών.
Εντάξει, λέω, να μην
παντρευτείς, να μην… ξανοιχτείς κάνοντας οικογένεια, μέσα σ’ αυτό το κλίμα της
αβεβαιότητας, όμως δεν μπορείς να βρεις ούτε έναν (και δύο και τρεις) σύντροφο
να συγκατοικήσεις, να μοιραστείς κάποια έξοδα, και πρέπει να επιστρέψεις στο
σπίτι των γονιών σου ή να τους καλέσεις να έρθουν αυτοί να μείνουν μαζί σου;
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Ας είναι καλά οι συντάξεις.
Άκουγα τις προάλλες κάποιον
συνταξιούχο να χρησιμοποιεί αυτό το… διαπραγματευτικό επιχείρημα.
Κακώς, έλεγε, συγκρίνουν τις
συντάξεις που παίρνουμε εμείς, μ’ εκείνες που παίρνουν οι Γερμανοί ή άλλοι
Ευρωπαίοι. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά.
Ο Ευρωπαίος έχει τη σύνταξη
μόνο για τον εαυτό του. Τα φάρμακά του, το γιαουρτάκι του και του περισσεύουν
μέχρι και για διακοπές στην Ελλάδα με κάποιο οικονομικό πακέτο.
Εδώ, με μια σύνταξη ζουν δυο
και τρεις οικογένειες. Ο συνταξιούχος βοηθάει τα παιδιά του και, μπορεί να
σπουδάζει και τα εγγόνια του. Αν μειωθούν κι άλλο οι συντάξεις, κυριολεκτικά θα
κλείσουν σπίτια.
Δεν έχει άδικο. Βλέπω τον
τεράστιο ζήλο που δείχνουν τα παιδιά μιας γειτόνισσας που πάσχει από Αλτσχάιμερ,
να τη φιλοξενήσουν ο καθένας στο δικό του σπίτι με το μήνα. Διότι, εκείνο το
μήνα, η σύνταξη της γιαγιάς προστίθεται στο οικογενειακό εισόδημα, αν δεν
αποτελεί το μόνο εισόδημα στο σπίτι.
Πού θα πάμε όμως έτσι; Και ποιοι
είναι αυτοί που θα εργάζονται, θα παράγουν ό,τι παράγουν και θα πληρώνουν
φόρους, ώστε να ζουν οι συνταξιούχοι και να συντηρούν παιδιά και εγγόνια;
Τελικά, πόσο ακόμα θα
μένουμε… εκεί όπου δεν είναι η θέση μας, όπου μας ανέχονται με το ζόρι και όπου
αισθανόμαστε κι εμείς ξένο σώμα;
Υπό άλλες συνθήκες, τώρα θα
συζητούσαμε για το πώς φανταζόμαστε το δικό μας σπίτι, πώς σχεδιάζουμε τη ζωή
μας μέσα σ’ αυτό…
Όνειρα!
Μένουμε… |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου