Το ένα πουλάκι:
«Ποια
Στικούδη…»
Θυμόσαστε,
βέβαια, τη γνωστή διαφήμιση στην οποία δυο φίλοι προσπαθούν να φτιάξουν και, το
σημαντικότερο, να πουλήσουν τη δική τους μπύρα. Πέρα όλων των άλλων, θεωρώ ότι
καταδεικνύει μια ενδιαφέρουσα παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας.
Μια
παθογένεια που θέλει να αμφισβητούμε τους πάντες και τα πάντα, επειδή… εμείς ξέρουμε
καλύτερα. Έτσι, οι δυο φίλοι, με τη φράση «ποια Στικούδη», πετούν ως άχρηστη το
μοντέλο-τραγουδίστρια και αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν για τη διαφήμιση της
μπύρας τους την Τούλα!
Τουλάχιστον
όμως αυτοί μας λένε ποιαν τοποθετούν στη θέση του «ειδώλου» που αποκαθηλώνουν,
πράγμα που δεν συμβαίνει συνήθως. Οι περισσότεροι περιορίζονται στο να βρίζουν
και να κατηγορούν κάποιον, χωρίς να μας λένε τις δικές τους προτιμήσεις.
Τα
σκεφτόμουν όλα αυτά με αφορμή την αναγόρευση του Διονύση Σαββόπουλου σε Επίτιμο
Διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Ως
αναγνώριση της μακράς και διακεκριμένης του προσφοράς στην ελληνική μουσική και
στιχουργική», όπως μας λέει η σχετική ανακοίνωση. Λέει ακόμη ότι «ο τιμώμενος
προσέφερε για πολλά χρόνια με άριστα αποτελέσματα στη μελέτη και την ερμηνεία
του ελληνικού τραγουδιού».
Ποιος
μπορεί να διαφωνήσει μ’ αυτά; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι το ελληνικό
τραγούδι θα ήταν αυτό που είναι, χωρίς την παρουσία του «Νιόνιου»; Ποιος θα
αμφισβητήσει ότι οι μουσικές του, κυρίως όμως οι στίχοι του συντρόφεψαν περισσότερες
από μία γενιές;
Ποιος
δεν ξέρει ότι χιλιάδες ελληνόπουλα έμαθαν κιθάρα «συλλαβίζοντας» στα πρώτα τους
ακόρντα τη Συννεφούλα και το Βιετνάμ; Ότι πολλά από αυτά θέλησαν να μιμηθούν
τον τρόπο του Διονύση και έτσι ξεπήδησαν τόσοι νέοι τραγουδοποιοί;
Ρωτάω
ποιος; Η απάντηση όμως βρίσκεται στο διαδίκτυο και λέει «χιλιάδες». Δεν μετριούνται
εκείνοι που εμφανίστηκαν με αφορμή την τιμή αυτή στον Σαββόπουλο και
προσπάθησαν να… τον αποκαθηλώσουν.
Χιλιάδες!
Που μιλούν γι’ αυτόν σαν να πρόκειται για τον τελευταίο των τελευταίων, έναν δήθεν
υπερεκτιμημένο, που μόνη του έμπνευση ήταν η αντιγραφή ξένων προτύπων από την
Αμερική ή την Ιταλία.
Το άλλο πουλάκι:
Μόνον
αυτό;
Πόσοι
δεν υποστήριξαν πως ο Σαββόπουλος δεν ήταν παρά ένας τριτοκλασάτος δημιουργός
που έτυχε όμως να πιάσει τον σφυγμό μιας αριστεράς της δεκαετίας του ’60 και
μετά μέχρι τα χρόνια της μεταπολίτευσης και έγινε αυτό που έγινε;
Πάρα
πολλοί! Μόνο που, όπως είπαμε στην αρχή, κανείς από αυτούς δεν μας λέει ποιο
είναι το δικό του «είδωλο», ποιον θεωρεί σημαντικό, που έχει να παρουσιάσει
έργο αντάξιο ή καλύτερο του Σαββόπουλου.
Διότι,
αυτό είμαστε. Κουτοπόνηρα και καχύποπτα ανθρωπάκια που το μόνο που ξέρουν είναι
να αποκαθηλώνουν άλλους και να μηδενίζουν την αξία τους. Ότι δήθεν πίσω από την
επιτυχία τους υπάρχουν σκοτεινά σημεία και συνομωσίες που μόνο εμείς
γνωρίζουμε.
Ότι
οι πραγματικές αξίες (μεταξύ των οποίων, σε κάποια κατηγορία, ανήκουμε σίγουρα
κι εμείς) δεν αναγνωρίζονται σ’ αυτόν τον τόπο, διότι υπάρχει ένα «σύστημα» που
θέλει να τις πετάξει από τα πόδια του.
Γιατί
το ενοχλούν. Ενώ οι άλλοι, τα δικά του παιδιά, αυτοί που το προσκυνούν και πάνε
με τα νερά του, έχουν όλους τους δρόμους ανοιχτούς και την επιτυχία εξασφαλισμένη.
Σ’ εμάς δεν μένει, λοιπόν, παρά να αποκαλύψουμε αυτό το βρώμικο παιχνίδι.
Διαφωνείτε;
Κάντε ένα απλό πείραμα. Προσπαθήστε, σε μια παρέα, να μιλήσετε με κολακευτικά
λόγια για οποιονδήποτε άνθρωπο του πολιτισμού ή της τέχνης, ακόμη και της επιστήμης,
θεωρείται σημαντικός στον τομέα του.
(Για
την πολιτική δεν το συζητάω, διότι εκεί μπαίνουν και άλλα κριτήρια, όπως η ιδεολογία,
η ταξική προέλευση, αλλά και προσωπικές προτιμήσεις που έχουν να κάνουν ακόμη
και με οικονομικά συμφέροντα. Με την καλή έννοια!)
Στην
τέχνη όμως, και στον πολιτισμό γενικότερα, για όποιους και να μιλήσεις, θα
βρεθούν κάποιοι που θα τους… θάψουν. Που θα γνωρίζουν λεπτομέρειες της ζωής και
της καριέρας τους που αποδεικνύουν ότι δεν αξίζουν καμιάς αναγνώρισης.
Κι ας
μιλάμε για ανθρώπους όπως ο Σαββόπουλος, οποίος, όχι απλώς βρέθηκε κάποια
στιγμή στην πρωτοπορία της γενιάς του, αλλά σημάδεψε με το έργο του δεκαετίες
ολόκληρες και επηρέασε το τραγούδι όσο λίγοι.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Πολύ
λυπήθηκα!
Σχεδίαζα
από καιρό να παρευρεθώ στην τελετή της αναγόρευσής του, αλλά λόγοι ανώτερης
βίας το απαγόρευσαν. Ας είναι. Έψαξα και βρήκα όσα βιντεάκια κυκλοφόρησαν και
έτσι μεταφέρθηκα κι εγώ για λίγο εκεί.
Άκουσα τον χαιρετισμό του
Πρύτανη, ο οποίος αναφέρθηκε στη λέξη «φωτοκολλημένοι», από τον γνωστό στίχο, που τον σημάδεψε. «Αλλά εκεί στην ξένη, /
στην οθόνη σκυμμένοι, / θεϊκά δεμένοι / με την οικουμένη, / στους
απέναντι τόπους, / φωτοκολλημένοι / απ’ τον εδώ ουρανό τους».
Φανταστείτε
τι σημαίνει αυτό για τα παιδιά μας που αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.
Και
πόσο προφητικά ήταν τα λόγια «κι ενώ εδώ θα ζούμε καταρρεύσεις / ο έξω Ελληνισμός
θα προχωρεί / και φως και μουσική μιας άλλης σκέψης / στη μείζονα Ελλάδα θα
εκραγεί», το 1989, παρακαλώ!
Μια
όμως που ο Σαββόπουλος είναι ταυτόχρονα τόσο εξωστρεφής –σκεφθείτε τις συναυλίες
του- αλλά και τόσο… εσωτερικός –ακούγεται εξίσου κατά μόνας- δημιουργός,
επιτρέψτε μου να σας εξομολογηθώ και τον «δικό μου» στίχο:
«Αυτή
τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά / δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις /
αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες μια φορά / όπως πριν / έτσι και τώρα / θα με νιώσεις».
Θανάσιμη,
πάντα, αλλά και αναστάσιμη η μοναξιά.
Άξιος!
|