Το ένα πουλάκι:
Τι
χρόνια!
Στα τέλη της δεκαετίας του
’70 και στα πρώτα χρόνια της επόμενης, στην ελληνική μουσική σκηνή συνέβαιναν
πράγματα και θαύματα. Εντελώς πρόχειρα μπορώ να θυμηθώ ότι, το 1979, για
παράδειγμα, είχαμε…
Την
«Εκδίκηση της Γυφτιάς» έναν δίσκο που άλλαξε τα δεδομένα στο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.
Τον «Σταυρό του Νότου» για τον οποίο δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε
περισσότερο, αφού μέχρι σήμερα γίνονται συναυλίες αποκλειστικά με τα τραγούδια
του.
Είχαμε
επίσης τον, κατά τους κριτικούς και όχι μόνο, καλύτερο δίσκο της ελληνικής ροκ,
τον «ΦΛΟΥ» από τον αξέχαστο Παύλο Σιδηρόπουλο, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορεί
και το «Crazy
Love στου Ζωγράφου», μια
ιστορική συναυλία του Δημήτρη Πουλικάκου.
Δεν
μιλώ για τη «Ρεζέρβα» του Διονύση Σαββόπουλου, αφού πρόκειται για έναν από μια
μακριά σειρά αξιόλογων δίσκων του δημιουργού. Θέλω να περιοριστώ στους νέους ή
πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες.
Έτσι,
τα αμέσως επόμενα χρόνια, θα ακούσουμε για παράδειγμα τα «Μπαράκια» του Βαγγέλη
Γερμανού, καθώς και τον πρώτο ομώνυμο δίσκο των Φατμέ, του Νίκου Πορτοκάλογλου.
Ποιο ήταν όμως το χαρακτηριστικό «άκουσμα» όλης εκείνης της περιόδου;
Θα
γελάσετε, αλλά θα σας θυμίσω ότι ήταν ο ήχος, το «φύσημα», που είχαν οι
κασέτες, οι οποίες αποτελούσαν για τους περισσότερους νέους της εποχής τον
μοναδικό τρόπο αναπαραγωγής μουσικής.
Δεν
είναι τυχαίο ότι πολλά «άλμπουμ» δεν κυκλοφορούσαν καθόλου σε βινύλιο, αλλά
μόνο σε κασέτες, με αυτοσχέδια μάλιστα εξώφυλλα, συχνά από το χέρι του ίδιου
του δημιουργού τους.
Έτσι
δεν γνωρίσαμε τον Νικόλα Άσιμο; Πόσα χρόνια πέρασαν πριν δεχτεί, μετά από
πολλές πιέσεις, να συνεργαστεί με δισκογραφική εταιρία; Παρεμπιπτόντως «Ο
Ξαναπές» κυκλοφόρησε και αυτός το 1982.
(Ξέρω
ότι είχε προηγηθεί το 45άρι «Ο Μηχανισμός» από τη Λύρα, κυκλοφορία του 1975,
όμως ήταν σχεδόν αδύνατον να τον βρεις, αφήστε που είχε λογοκριθεί και
απαγορευόταν η μετάδοσή του από τα ραδιόφωνα.)
Ο
Νικόλας ήταν και ο πρώτος που άρχισε να πουλάει τις κασέτες στου στο
Πολυτεχνείο, κάτι που τα επόμενα χρόνια έγινε «θεσμός», με χιλιάδες κασέτες
ελληνικής και ξένης μουσικής να κυκλοφορούν εντός των συνόρων του…
πανεπιστημιακού ασύλου.
Το άλλο πουλάκι:
Πού
τα θυμηθήκαμε όλα αυτά;
Θα
ακούσετε στη συνέχεια και θα θαυμάσετε, για άλλη μια φορά, τα παιχνίδια που
κάνουν οι συνειρμοί του νου. Διότι, κάπως έτσι, μέσα από κασέτες, πρωτοακούσαμε
και τις Μουσικές ταξιαρχίες του Τζίμη Πανούση.
Ήταν
η… ανεξάρτητη κασέτα «Disco
Tsoutsouni» που
μας τις σύστησε, το 1980, πριν κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά το πρώτο του LP, «Μουσικές Ταξιαρχίες», για να ακολουθήσει,
τρία χρόνια αργότερα, το «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν».
Επιτρέψτε
μου εδώ να κάνω μια παρένθεση και να σχολιάσω την πορεία του Τζίμη Πανούση, μια
χαρακτηριστική περίπτωση ταλαντούχου ανθρώπου, από εκείνους όμως που επαναπαύονται
στις πρώτες αξιόλογες δουλειές και, στη συνέχεια, αντιγράφουν τον εαυτό τους με
άσχημο μάλιστα τρόπο.
Φτάσαμε
όμως και στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε η σημερινή μας κουβέντα. Διότι στα
«ρουλεμάν», δίσκο του μακρινού 1984, υπήρχε το τραγούδι-προτροπή «Γ@μ@τε γιατί
χανόμαστε».
Για
όσους δεν έβγαλαν νόημα από τη λέξη με τα… παπάκια, ας πούμε πως το τραγούδι περιέχει
την πρόταση του δημιουργού προς τους ακροατές του για μια ερωτικής φύσεως αντίδραση
στο πρόβλημα της εποχής, που ήταν ο… καταναλωτισμός!
«Καταναλωτικά
γουρούνια, μας κρεμάσανε κουδούνια, αν δεν μπεις στο κοπάδι πίσσα και
πούπουλα». Αυτό έβλεπε, προφητικά μπορούμε να πούμε, ως πρόβλημα ο Τζιμάκος τα
ξένοιαστα χρόνια της… Αλλαγής. Πού να ήξερε τι θα ακολουθούσε!
Διότι,
μπορεί το κοινό προς το οποίο απηύθυνε τη δουλειά του να μην τον άκουσε και να
έπεσε τα επόμενα χρόνια με τα μούτρα στα καταναλωτικά και όχι μόνο δάνεια,
όμως… έχει ο καιρός γυρίσματα.
Και
τώρα, στα χρόνια της βαθειάς κρίσης, έρχεται να υλοποιήσει την προτροπή του.
Και να το ρίξει στο σεξ, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από όλα όσα η κρίση αυτή
έρχεται να φορτώσει στην καθημερινότητά του.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Η
Κρίση ανεβάζει τη λίμπιτο των Ελλήνων»!
Έτσι
λέει το ρεπορτάζ που διαβάσαμε και αναφέρεται σε πορίσματα του Ανδρολογικού
Ινστιτούτου Αθηνών, σύμφωνα με το οποίο η συχνότητα σεξουαλικών επαφών στους
Έλληνες άνδρες έχει αυξηθεί κατά 35% το τελευταίο τετράμηνο σε σχέση με πέρσι.
Μη
βιαστείτε να πείτε πως αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως δείγμα… ανάκαμψης
της οικονομίας, διότι δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Οι αναλύσεις των
δεδομένων του Ινστιτούτου άλλα λένε:
«Η σεξουαλική ζωή των
κατοίκων της χώρας μας έχει απογειωθεί παρά και λόγω της οικονομικής κρίσης και
αβεβαιότητας, ως τρόπος άμυνας και αντιμετώπισης συνθηκών, που δεν μπορεί ούτε
να επηρεάσει, ούτε να ελέγξει».
Παρά
και… λόγω!
Τι να
κάνει λοιπόν και ο Έλληνας άντρας, είδε κι απόειδε και αποφάσισε να ακολουθήσει
την παλιά προτροπή του Τζίμη Πανούση. Για να μην χαθούμε, βρε αδελφέ.
Κάποιος μας κατηγόρησε ότι
βιαστήκαμε να χαρούμε, αφού, λέει ή αύξηση 35% αναφέρεται σε άντρες ηλικίας από
18 μέχρι 35 ετών. Εκείνος βιάστηκε. Διότι εμείς ψάξαμε και βρήκαμε πως και (εμείς)
σε μεγαλύτερες ηλικίες δεν τα πάμε άσχημα.
Από 35 μέχρι 54 ετών η αύξηση
είναι της τάξης του 30%, ενώ σε ηλικίες άνω των 54 ετών φτάνει το 27%! Δεν
είναι λίγο.
Είδατε η κρίση;
Χανόμαστε που χανόμαστε…
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου