Το ένα πουλάκι:
Τον συναντήσαμε
στο «Παζάρι».
Όχι στην «λαϊκή αγορά», αλλά
στο δρόμο όπου γίνεται κάθε Πέμπτη το παζάρι. Το έχω ξαναπεί, οι παλιοί
Δραμινοί δεν συνεννοούνται με τα ονόματα των οδών, αλλά με τα παραδοσιακά
τοπωνύμια:
«Οι
νεοφερμένοι χρησιμοποιούν τον ασφαλή κανόνα των οδών. Μαθαίνουν τα ονόματα των
δρόμων σχετικά γρήγορα και, όταν θέλουν να μιλήσουν για ένα σημείο της πόλης το
προσδιορίζουν με βάση αυτά.
Οι
παλαιότεροι δεν μιλούν με ονόματα οδών. Γι’ αυτούς υπάρχουν άλλα σημεία
αναφοράς, κάποιο δημόσιο κτήριο, κάποιο ιστορικό κατάστημα, μια εκκλησιά, ακόμα
και το σπίτι γνωστής οικογένειας.
Αυτοί
ξέρουν τον φούρνο του Παπαδόπουλου, την κλινική του Κελέκη, την Κρύα Βρύση, το
Τρίγωνο, την παλιά Νομαρχία, το Εβραίικο Σχολείο, τα γραφεία της εφημερίδας
Θάρρος, τα Μπακιρτζήδικα, τα παλιά Σφαγεία, την Ασφάλεια…
Ακόμα
και το Τσάι, που πολλοί δεν το γνωρίζουν καν με τις μετέπειτα ονομασίες του, το
πολύ πολύ να το πούνε το Παζάρι! Η οδός Κέννεντυ δεν τους λέει τίποτα, πολύ
περισσότερο η οδός 19ης Μαΐου, η πιο πρόσφατη ονομασία του δρόμου».
Αυτά
λέγαμε σε μια κουβέντα μας πριν από περίπου έναν χρόνο. Τότε συζητούσαμε για
τις επιγραφές των οδών. Σήμερα είναι άλλο το θέμα μας. Ο φίλος που συναντήσαμε
μόλις είχε αγοράσει ένα… κουδουνάκι.
Όχι
κουδούνι ποδηλάτου, ούτε από εκείνα που στολίζουν χριστουγεννιάτικα δέντρα. Ένα
κουδουνάκι μπρούντζινο που προορίζεται για ζώο, μάλλον για κάποιον σκύλο. Όμως
αυτός απ’ ό,τι ξέραμε δεν είχε σκύλο…
«Ούτε
απέκτησα», μας είπε. «Το κουδουνάκι το πήρα για να το χαρίσω, όχι όμως για να
το φορέσει κάποιο ζώο, αλλά για να χτυπάει και να συνέρχονται τα… ζώα». Τα λέει
λίγο χοντρά ο φίλος, είναι ώρες ώρες πολύ αυστηρός με τους ανθρώπους.
Για
να μην τα πολυλογούμε, μας εξήγησε τον λόγο για τον οποίο αγόρασε το κουδουνάκι
και σε ποιους σκόπευε να το χαρίσει. Ήταν κάτι φίλοι του μουσικοί που το
προηγούμενο βράδυ είχαν εμφανιστεί σε μπαράκι της πόλης.
Το άλλο πουλάκι:
Μιλάμε
για μια μάστιγα!
Δεν
ξέρω αν το έχετε παρατηρήσει κι εσείς, πρόκειται όμως για φαινόμενο γενικευμένο
και δεν έχει να κάνει ούτε με τον χώρο, ούτε με το είδος της μουσικής που
παίζεται σ’ αυτόν. Το παρατηρείς παντού…
Σε
ταβέρνες, σε μπαρ, σε μουσικές σκηνές, σε συναυλιακούς χώρους… Είτε πρόκειται
για λαϊκά τραγούδια, είτε για το λεγόμενο έντεχνο, για ρεμπέτικα ή για ροκ, δεν
έχει καμιά σημασία.
Ένα
μεγάλο μέρος του κοινού πηγαίνει εκεί όχι για να ακούσει μουσική, αλλά για να
κουβεντιάσει. Να πουν τα δικά τους αδιαφορώντας αν με τις φωνές τους ενοχλούν
όχι μόνο τους άλλους που θέλουν να ακούσουν, αλλά και κυρίως τους καλλιτέχνες.
Είναι
τρομερό! Πηγαίνουν σε μια μουσική παράσταση, πληρώνουν πολύ πιο ακριβά απ’ ό,τι
αν πήγαινα σε μια ταβέρνα ή σε ένα μπαράκι, συχνά μάλιστα πιάνουν και πρώτο
τραπέζι μπροστά στην ορχήστρα και δεν δίνουν σημασία γι’ αυτήν.
Δεν
πα’ να προσπαθούν οι μουσικοί να δώσουν την ψυχή τους, δεν πα’ να επιχειρούν να
επικοινωνήσουν με το κοινό, δεν πα’ να τροποποιούν ακόμη και το πρόγραμμά τους
για να «πιάσουν» και αυτούς που αδιαφορούν…
Εκείνοι
τον χαβά τους. Πού και πού διακόπτουν την κουβέντα για να χειροκροτήσουν το
τραγούδι που μόλις ΔΕΝ άκουσαν και μετά συνεχίζουν απτόητοι. Μάλιστα, όσο δυναμώνει
η μουσικοί για να τους καλύψει τόσο περισσότερο φωνάζουν και αυτοί.
Μερικές
φορές η δυσαρέσκεια των μουσικών είναι τόσο εμφανής που λες δεν μπορεί θα
ντραπούν και θα σταματήσουν. Έχω τύχει σε περιπτώσεις που ο τραγουδιστής
σταμάτησε ένα τραγούδι στη μέση ενοχλημένος.
Έχω
τύχει και μία φορά που ζήτησε από τον καταστηματάρχη να απομακρύνει κάποιον από
το κοινό, λέγοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ότι θα πληρώσει εκείνος τα ποτά που
ήπιε, αρκεί να τον βγάλουν αμέσως έξω.
Τίποτε·
κανένα μέτρο δεν πιάνει. Τα «ζώα», όπως τους χαρακτήρισε ο ευέξαπτος φίλος, δεν
συγκινούνται. Και, φυσικά, μην σκεφθείτε να τους κάνετε εσείς παρατήρηση, γιατί
θα μπλέξετε χειρότερα.
Και ένα τρίτο πουλάκι:
Εδώ
μπαίνει το κουδουνάκι.
Ο
φίλος μάς είπε ότι το είχε πρωτοδεί σε ένα ρεμπετάδικο στη Θεσσαλονίκη στις
αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν μια λαϊκή ταβέρνα στην οποία κάποια στιγμή οι
ιδιοκτήτες έπιαναν τα όργανα και ανέβαιναν σε ένα μικρό πάλκο, χωρίς μικρόφωνα.
Κατά
κανόνα, οι πελάτες άκουγαν προσεκτικά το πρόγραμμα και συμμετείχαν τραγουδώντας
μαζί τους. Κάποτε όμως εμφανίζονταν και κάποιοι εκτός τόπου και χρόνου και τότε
η βαβούρα μεγάλωνε υπερβολικά.
Σε τέτοιες στιγμές ακούγονταν
ο οξύς χαρακτηριστικός ήχος από ένα κουδουνάκι που είχαν οι μουσικοί μπροστά
τους και το χτυπούσαν διακριτικά για να επαναφέρουν τους σαματατζήδες στην
τάξη.
Ο
φίλος μας, λοιπόν, σκέφτηκε να αγοράσει ένα τέτοιο κουδουνάκι για να το χαρίσει
στους μουσικούς που άκουσε -που… προσπάθησε να ακούσει όπως μας είπε- το
προηγούμενο βράδυ.
«Καλή ιδέα· να μας πεις αν θα
έχει αποτέλεσμα», του είπαμε και τον χαιρετήσαμε. Μόνο που θα πρέπει να
σκεφτούμε κάτι ανάλογο και για την άλλη μεγάλη μάστιγα των βραδινών μας εξόδων.
Κάτι που να κάνει να
συγκινούνται και οι θεριακλήδες που καπνίζουν όσα προλάβουν, λες και… τους πληρώνει
κανείς με το κομμάτι.
Έχετε καμιά ιδέα;
Φωνητική πανδαισία!
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου