ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Σεπτέμβριος 2019. Συμπληρώθηκαν είκοσι συναπτά έτη από τη μέρα που αποφασίσαμε να σχολιάζουμε σε καθημερινή βάση τον κοινωνικό και πολιτικό μας βίο. Αυτός ο κύκλος έκλεισε. Δείτε εδώ το αποχαιρετιστήριο κείμενο.

Πάμε για άλλα; Ποιος ξέρει;

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

140911 ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟ

Το ένα πουλάκι:
«Εδώ ήρθαμε»!

Ξέρετε τι σημαίνει η φράση. Σημαίνει ότι από εδώ και πέρα, το έργο το έχουμε ξαναδεί. Φαντάζομαι ότι έχει καθιερωθεί από την αλησμόνητη εκείνη εποχή που πηγαίναμε στον κινηματογράφο και μπαίναμε στην αίθουσα προβολής όποτε μας κάπνιζε.

Δεν παρακολουθούσαμε την ταινία από την αρχή, αλλά από όπου τύχαινε. Αυτό γινόταν για πολλούς λόγους. Ας πούμε, αν προσπαθούσες να πας στην αρχή της προβολής, μπορεί να συναντούσες στο ταμείο μια ουρά που «έκανε στροφή στη γωνία του τετραγώνου».

Μέχρι να κόψουν όλοι αυτοί εισιτήριο, η προβολή ξεκινούσε και οι τελευταίοι έμπαιναν μετά τα «επίκαιρα», μετά και τα «προσεχώς», όταν το έργο είχε αρχίσει ήδη.
Αφήστε που δεν έβρισκαν θέση και περίμεναν όρθιοι μέχρι να βρεθούν κάποιοι από τους προηγούμενους να πουν «εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε» και να καθίσουν.

Αν καθυστερούσε να συμβεί αυτό, τότε, πιθανότατα, κάποιος από τους ορθίους να φώναζε την επίσης γνωστή φράση «έλα, οι πρωινοί να φεύγουν», καλώντας εκείνους που έβλεπαν την ταινία για δεύτερη ή και τρίτη φορά να τους αδειάσουν καμιά θέση.
Την οποία και εκείνοι άδειαζαν αφού έβλεπαν αρκετές σκηνές ή το μεγαλύτερο μέρος του έργου για δεύτερη φορά.

Εδώ ήρθαμε, λοιπόν. Πού εδώ; Επειδή η ιστορία έχει ενδιαφέρον, ας το πιάσουμε από την αρχή, από τους τίτλους, που λένε, αφού, μέχρι τώρα είπαμε τα προσεχώς ή τα επίκαιρα.

Η σκηνή σε μικρό παραθαλάσσιο οικισμό, κάπου στην κεντρική Ελλάδα.
Η παραλία πανέμορφη και, εκεί που τελειώνει η αμμουδιά, ένας πέτρινος τοίχος υψώνεται και σχηματίζει μια «πλατεία», όπου ένα μαγαζί βγάζει τραπεζοκαθίσματα κάτω από τη σκιά μεγάλων πλατάνων.

Κάνεις το μπάνιο σου, κάνεις κι ένα παγωμένο ντους με νερό που φτάνει άφθονο από το βουνό που ξεκινά ακριβώς από την παραλία, αλλάζεις και κάθεσαι στο μαγαζί –κάτι μεταξύ καφενείου και ταβέρνας- να απολαύσεις ένα τσίπουρο.

Παραγγέλνεις (μετά από δυο τρεις φορές δεν χρειάζεται να το κάνεις, ο Γρηγόρης το φέρνει μόνος του) και περιμένεις.

Το άλλο πουλάκι:
Δεν περιμένεις και πολύ.

Σε λίγο καταφθάνει ο Γρηγόρης φέρνοντας ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο που το στρώνει πάνω από τα υφασμάτινα των τραπεζιών, όπου όμως έχουν πέσει κάτι φυλλαράκια από τα πλατάνια.
Από έναν δίσκο που ακούμπησε δίπλα, τοποθετεί στο τραπέζι μια καράφα με παγωμένο νερό, μια ψωμιέρα με τέσσερις πέντε φετούλες ψωμί (αν είναι χθεσινό το έχει ψήσει) παγάκια και το εικοσπενταράκι με ένα ποτήρι.

Ακουμπά επίσης το αλατοπίπερο με τις χαρτοπετσέτες, τις οδοντογλυφίδες, ένα μαχαιροπίρουνο και δυο πιατάκια. Το ένα με πατατοσαλάτα και το άλλο με φιλεταρισμένο ξιδάτο γαύρο.

Πηγαίνει μέσα και ξαναγυρνά φέρνοντας άλλο ένα πιατάκι που περιέχει δυο φρεσκότατα ψαράκια, μελανουράκια ή γοπίτσες, τηγανισμένα εκείνη την ώρα.
Ρωτάς τι χρωστάς (την πρώτη φορά, μετά το μαθαίνεις παρ’ όλο που ξαναρωτάς γιατί πάντοτε πιστεύεις ότι μπορεί να κάνει λάθος) και σου έρχεται το ξαφνικό: Τρία ευρώ!

-Τρία ευρώ;
-Ναι, τρία ευρώ.

Σκέφτεσαι ότι κάποιος άλλος, κάπου αλλού βάζει σ’ ένα ποτήρι μια κουταλιά καφέ και λίγο νερό, το χτυπάει στο μηχάνημα, βάζει κι ένα καλαμάκι και ζητάει την ίδια τιμή.
Αν θέλεις και νερό τότε θα δώσεις μισό ευρώ παραπάνω.

Τι είπα; Κάποιος άλλος κάπου αλλού;
Πολλοί, πάρα πολλοί άλλοι, σε ολόκληρη τη χώρα και μάλιστα σε μέρη που καμιά σχέση δεν έχουν με την ομορφιά που χαρίζει το συγκεκριμένο περιβάλλον.

Σκέφτεσαι επίσης ότι αυτός, πέραν όλων όσων «ξεφορτώνει» από τον δίσκο, έχει μετά να καθαρίσει το τραπέζι, να πλύνει μαχαιροπήρουνα, πιάτα, τηγάνια και όλα αυτά για τρία (3) ευρώ.

Και ένα τρίτο πουλάκι:
«Ναι, αλλά χωρίς απόδειξη».

Ο κακός της παρέας έρχεται να σε προσγειώσει στην οικονομική πραγματικότητα της χώρας.
Πραγματικά, τα τρία ευρώ τα παίρνει ο Γρηγόρης, χωρίς να σου φέρει απόδειξη (όπως άλλωστε και ο άλλος με το σκέτο φραπεδάκι).

Την ώρα που μιλάμε, βρίσκεται φίλος στη Σκιάθο και στέλνει από εκεί τα χαιρετίσματά του. Πήγε τέτοια εποχή, προχωρημένος Σεπτέμβριος, για περισσότερη ησυχία, αλλά… ατύχησε.
Δεν βρίσκει να νοικιάσει αυτοκίνητο ή μηχανάκι – «το νησί βουλιάζει» από επισκέπτες.

«Κανείς, πουθενά δεν κόβει απόδειξη», είναι η παρατήρησή του, η οποία μας έκανε κι εμάς να ανοίξουμε τη σημερινή μας κουβέντα με τη φράση «εδώ ήρθαμε».

Τα νησιά βουλιάζουν από τουρίστες, οι ξενοδόχοι δεν έχουν άλλα δωμάτια να δώσουν κι όμως, αφήνουν απλήρωτους επί μήνες τους υπαλλήλους τους. Το ίδιο και τα μαγαζιά εστίασης, τα κέντρα διασκέδασης, οι ξαπλώστρες στις παραλίες, τα πάντα.
Η απόδειξη εξακολουθεί να είναι γι’ αυτούς άγνωστη λέξη, εκτός αν την απαιτήσεις, οπότε, ομολογουμένως, δείχνουν μια μεγάλη προθυμία να σου την φέρουν.

Στην Ελλάδα, μετά από πέντε χρόνια κρίσης!

Κάπου το έχουμε ξαναδεί!

Δεν υπάρχουν σχόλια: