Το
ένα πουλάκι:
Σαραντάρισαν και οι δύο.
Πριν από έναν μήνα το ΠΑΣΟΚ,
πριν από λίγες μέρες η Νέα Δημοκρατία «γιόρτασαν» τα σαράντα χρόνια από την
ίδρυσή τους.
Ήμασταν παιδιά και γεράσαμε
μαζί τους!
Βεβαίως ο κάθε εορτασμός είχε
τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά, εκείνες τις εκδηλώσεις που έδωσαν το στίγμα
τους και για τις οποίες ίσως θα τον θυμόμαστε. Που πολύ αμφιβάλλω.
Μας δίνουν όμως την αφορμή να
εκφράσουμε κάποιες σκέψεις για την πολιτική σκηνή και τους πρωταγωνιστές της αυτό
το τεράστιο και τόσο κρίσιμο για τη χώρα διάστημα.
Σκόρπιες βέβαια, αφού
συζήτηση κάνουμε κι όχι διάλεξη ή παρουσίαση κάποιας πτυχιακής εργασίας με θέμα
την ελληνική μεταπολίτευση.
Τον πρώτο λόγο είχε το ΠαΣοΚ!
Αυτό ήταν το νέο στην
πολιτική πραγματικότητα. Παρ’ όλο που η Νέα Δημοκρατία και ο Κωνσταντίνος
Καραμανλής έκαναν προσπάθειες να δείξουν την αποστασιοποίησή τους από το
παρελθόν της ΕΡΕ, ωστόσο, στη συνείδηση πολλών πολιτών, εξέφρασαν το παλιό, σε
αντίθεση με το ΠαΣοΚ, που εμφάνιζε μια φρεσκάδα, ανθρώπων και, κυρίως, συνθημάτων.
Η Χούντα άφησε το στίγμα της!
Καλώς ή κακώς, το ΠαΣοΚ
κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί όλη την αντίθεση του λαού προς την Δικτατορία, η
οποία κάθε άλλο παρά παλλαϊκή υπήρξε, στα χρόνια της επταετίας.
Ωστόσο, αμέσως μετά τη
μεταπολίτευση, εμφανίστηκε ένα απίστευτο πλήθος που, χωρίς φόβο, πλέον, και
χωρίς κόστος «ξεσπάθωσε» κατά των δικτατόρων.
Για λόγους που έχουν ιστορική
εξήγηση, χωρίς όμως να σημαίνει ότι στέκουν και πραγματικά, η Νέα Δημοκρατία,
ως «δεξιά παράταξη», κατηγορήθηκε για εκλεκτικές συγγένειες με τη Χούντα και
πλήρωσε εκλογικά, κυρίως όμως ιδεολογικά, το γεγονός ότι πολλοί φιλοχουντικοί
βρήκαν στέγη σ’ αυτήν.
Το ΠαΣοΚ από την άλλη,
στέγασε τους πάντες. Από ρεαλιστές αριστερούς που είδαν σ’ αυτό τη δυνατότητα
(πιθανότητα) πραγματοποίησης κάποιων ιδεών τους, μέχρι τυχοδιώκτες που
μυρίστηκαν εξουσία και έτρεξαν να πιάσουν στασίδι.
(Αν το σκηνικό σάς θυμίζει
κάτι, καλώς σας το θυμίζει!)
Το
άλλο πουλάκι:
Κάπου εκεί τέλειωσαν όλα.
Διότι, ακόμη κι αν δεχτούμε
πως υπήρχαν καλές προθέσεις από τον αρχηγό και τους στενούς του συνεργάτες,
ακόμη κι αν πιστέψουμε πως υπήρχε (που δεν υπήρχε) κάποιο σχέδιο για την
«αλλαγή» της χώρας, όλα αυτά βούλιαξαν μέσα στον συρφετό ανθρώπων που κατέκλυσαν
σημαντικότατες θέσεις, με μόνο προσόν την ικανότητα να κουβαλούν σημαίες και να
κολλούν αφίσες του ΠαΣοΚ.
Στον ίδιο δρόμο ακολούθησε
πιστά και η Νέα Δημοκρατία. Καθώς τα παλιά στελέχη σιγά σιγά αποσύρονταν, και
καθώς υπήρχε ανάγκη να ενδυναμωθεί το κόμμα προκειμένου να (ξανα)κερδίσει την
εξουσία, δέχθηκαν επίσης κάθε πικραμένο που έβλεπε την προσωπική του διαδρομή
μόνο μέσα από τους κομματικούς διαδρόμους.
Τον αντίκτυπο που είχαν στην
κοινωνία η δημιουργία «κλαδικών», η κομματική άλωση, του κρατικού μηχανισμού
και η απόλυτη αναξιοκρατία τον βλέπουμε αν θυμηθούμε λίγο τα γραφεία –και στο
τελευταίο χωριό της επικράτειας- των κομμάτων, αλλά και τα πράσινα και γαλάζια
καφενεία που συγκέντρωναν τους αντίστοιχα «βαμμένους» θαμώνες.
Η «ασθένεια» εξαπλώθηκε
ραγδαία, με πρώτο θύμα τον συνδικαλισμό, που έγινε κομματικός-κυβερνητικός και
χρησιμοποιούσε τους εργαζόμενους ως μέσο κατάκτησης της εξουσίας από το
«μητρικό» κόμμα.
Αξιοθαύμαστη η προσπάθεια όχι
μόνο των κομματικών οργανώσεων, αλλά ενός εκάστου των παραγόντων να ελέγξουν,
μέσω του συνδικαλισμού, το τελευταίο σωματείο της χώρας.
Διότι η «ασθένεια» άρχισε να
χτυπά τους πάντες. Έτσι, οι κομματικές αντιπαραθέσεις έδωσαν τη θέση στις
αντιπαραθέσεις στελεχών που είτε κινούνταν από καθαρά προσωπικό όφελος, είτε στοιχίζονταν
πίσω από τους διάφορους διαδόχους που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα
δύο κόμματα.
Έτσι, οι ενδοκομματικές
κόντρες και τα «συντροφικά μαχαιρώματα» έγιναν πιο σκληρά κι από την
αντιπαράθεση (πολιτική και ιδεολογική) ΠαΣοΚ και Νέας Δημοκρατίας, τα οποία
κόμματα, προϊόντος του χρόνου, άρχισαν να μοιάζουν όλο και περισσότερο.
Σπουδαίο ρόλο, όλο αυτό το
διάστημα, έπαιξε η μονιμοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία οδηγούσε κάθε
κόμμα που κατακτούσε την εξουσία στον διορισμό χιλιάδων αργόσχολων, προκειμένου
να βολευτούν οι «αγωνιστές» της παράταξης και οι οικογένειές τους.
Εμείς οι Δραμινοί έχουμε ένα
πολύ καλό παράδειγμα για το πώς λειτούργησε το πράγμα σε ολόκληρη τη χώρα.
Αρκεί να θυμηθούμε τι ήταν, πώς εξελίχθηκε και πώς κατάντησε η SOFTEX, στα χέρια κομματαρχών, συνδικαλιστών
και διάφορων πολιτικών που διαχειρίστηκαν τις τύχες της.
Και
ένα τρίτο πουλάκι:
Η κοινωνία ασθένησε βαριά.
Από τη στιγμή που ο
κοινοτάρχης του μικρότερου χωριού είχε τη δύναμη να ελέγχει το κράτος (από το
να διορίζει, μέχρι να σβήνει κλήσεις της τροχαίας και από το να κανονίζει
επιδοτήσεις, μέχρι κάνει μεταθέσεις στο στρατό), οι πολίτες υπέκυψαν στον νέο
αυτό τρόπο συναλλαγής και διεκπεραίωσης των υποθέσεών τους.
Ασφαλώς όχι όλοι, όμως ένα
πολύ μεγάλο μέρος τους.
Αυτός, ο «παιδαγωγικός ρόλος»
είναι και ό,τι χειρότερο είχαν να προσφέρουν τα κόμματα στη χώρα.
Η πεποίθηση πως δεν
χρειάζεται να προσπαθήσεις, να κοπιάσεις για να πετύχεις, δεν χρειάζεται και να
αγωνιστείς συλλογικά για να βελτιώσεις τη ζωή σου. Αρκεί να έχεις το κατάλληλο
άνθρωπο στην κατάλληλη θέση, πλεονέκτημα που σου εξασφάλιζε κυρίως η κομματική
ή φιλοκομματική σου ιδιότητα.
Δεν ξέρω τι από όλα αυτά
συζητήθηκε στους εορτασμούς για τα 40 χρόνια ΠαΣοΚ και Νέας Δημοκρατίας,
προφανώς τίποτε.
Μάλλον θα ειπώθηκαν πολλά για
την πρόοδο που αυτά έφεραν στη χώρα, για το πόσο άλλαξε η εικόνα της τα χρόνια
που κυβέρνησαν τον τόπο.
Πράγματι, η Ελλάδα δεν είναι
αυτή του 1974, είναι πολύ καλύτερη, σε κοινωνικό, οικονομικό, ακόμη και πολιτικό
επίπεδο. Ξέρετε όμως καμιά χώρα που να έμεινε ίδια τα τελευταία 40 χρόνια; Το
ερώτημα είναι άλλο: Έτσι φαντάζονταν τη χώρα οι «οραματιστές» εκείνων των
χρόνων;
40 χρόνια της δικής μας ιστορίας! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου